Δημοψήφισμα 2015: Η ανατομία της κρίσιμης περιόδου, οι επιλογές του Τσίπρα και το «κρυφτούλι» με το Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών
Τι οδήγησε στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, πώς υπονομεύτηκε η ελληνική προσπάθεια, πώς αντέδρασε το πολιτικό και οικονομικό σύστημα και γιατί πρέπει να δημοσιοποιηθούν τα πρακτικά των συζητήσεων ανάμεσα στους τότε πολιτικούς αρχηγούς🕛 χρόνος ανάγνωσης: 12 λεπτά ┋

Δέκα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, την οριακή πολιτική στιγμή που άφησε το στίγμα της σε μια οριακή περίοδο για την Ελλάδα, την κοινωνία και την οικονομία της.
Όλα αυτά τα χρόνια έχουν γραφτεί εκατομμύρια λέξεις για τις συνθήκες και τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος, ενώ ελάχιστες ήταν οι αποτιμήσεις που εδράζονταν στα ακριβή δεδομένα. Τουναντίον, την δημόσια συζήτηση έχει μονοπωλήσει η συνθηματολογία και η αποσπασματική ανάγνωση των γεγονότων, με σαφείς πολιτικές στοχεύσεις.
Σήμερα, δέκα χρόνια μετά από την καθαρή νίκη του «Όχι» με 61,3% οι κυρίαρχες αναλύσεις αναδεικνύουν ετεροβαρώς συγκεκριμένα δεδομένα και αποσιωπούν άλλες κρίσιμες συνθήκες και λεπτομέρειες. Ωστόσο είναι αναγκαία, αλλά και εφικτή, μια ψύχραιμη αποτίμηση των διεργασιών εκείνης της εποχής, ώστε να τεθούν τα δεδομένα στην πραγματική τους βάση, αλλά και να εξαχθούν συμπεράσματα χρήσιμα για το παρελθόν και το μέλλον της χώρας.
Τι προηγήθηκε την περίοδο 2010-2014
Το ερώτημα περί της αναγκαιότητας του δημοψηφίσματος υποκρύπτει μέσα του την (αρνητική) απάντηση. Δεν είναι τυχαίο πως το ζήτημα αυτό τίθεται από όσους υπερασπίστηκαν με σθένος το «Ναι» και την απόλυτη ευθυγράμμιση της χώρας με τις απαιτήσεις των δανειστών της Ελλάδας. Δεν είναι κρίσιμο, λοιπόν, να απαντηθεί εάν ήταν αναγκαίο το δημοψήφισμα, αλλά να γίνει σαφές τι οδήγησε στο δημοψήφισμα.
Εν έτει 2015 η Ελλάδα είχε συμπληρώσει ήδη πέντε χρόνια υπό καθεστώς αυστηρής περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής, με τις περικοπές σε δαπάνες και την συλλογή φόρων να είναι δραματικές, εκτεταμένες, αλλά και τελικά αναποτελεσματικές.
Για να καταστεί σαφής η αποτυχία των δύο προγραμμάτων, αξίζει να θυμηθούμε ορισμένους αριθμούς. Το ΑΕΠ της χώρας έφτασε στο τέλος του 2014 στα 187 δισ. ευρώ, υποχωρώντας από το 2009 κατά περίπου 23%, ποσοστό που απαντάται μόνο σε πολεμικές συρράξεις. Η ανεργία εκτινάχθηκε στο 27,5% ενώ η νεανική ανεργία ξεπέρασε το 50%. Το συνολικό κόστος των δύο πρώτων μνημονίων, σύμφωνα με τις εκθέσεις, ανήλθε σε 57 δισ. ευρώ, ενώ το χρέος, παρά το PSI, όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά ξεπέρασε το 180% του ΑΕΠ.
Οι κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις του Αντώνη Σαμαρά στο τέλος του 2014
Η αποτυχία των δύο πρώτων μνημονίων δημιούργησε ένα εκρηκτικό μείγμα στην ελληνική κοινωνία, που ένα μεγάλο μέρος της αναζήτησε εναλλακτικές πολιτικές λύσεις. Η ιστορικών διαστάσεων ταχεία ισχυροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς, και η ανάδειξή του σε αξιωματική αντιπολίτευση στις διαλυτικές εκλογές του 2012, προκάλεσαν και αντίστοιχες πολιτικές «απαντήσεις» από το πολιτικο-οικονομικό σύστημα που έβλεπε την εξουσία του να απειλείται.
Συχνά αποσιωπώνται οι συνθήκες που επικρατούσαν στην πολιτική σκηνή στο τέλος του 2014. Το δεύτερο μνημόνιο είχε σαφώς αποτύχει να δημιουργήσει τις συνθήκες εξόδου της χώρας από την κρίση, ενώ η τελευταία αξιολόγησή του δεν «έκλεινε» με αποτέλεσμα να αναζητάται μια λύση «γέφυρα». Η κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ-ΠΑΣΟΚ με πρωθυπουργό τον Αντώνη Σαμαρά προτείνει στις 2 Δεκεμβρίου του 2014 δια του τότε υπουργού οικονομικών Γκίκα Χαρδούβελη ένα νέο πακέτο επώδυνων μέτρων που θα εξομάλυνε τις διαφορές. Λίγες μέρες μετά, στις 8 Δεκεμβρίου, η κυβέρνηση Σαμαρά ζήτησε παράταση του δεύτερου μνημονίου, προκειμένου να ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις και να εκταμιευθεί δόση 1,8 δισ. ευρώ, για μόλις δύο μήνες, με το Eurogroup να συναινεί.
Μια μέρα αργότερα ο Αντώνης Σαμαράς ζήτησε να κινηθούν οι διαδικασίες για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, που αν αποτύγχανε (με το τότε ισχύον Σύνταγμα) θα οδηγούσε σε εκλογές. Την επομένη ο Σαμαράς πρότεινε για ΠτΔ τον πρώην υπουργό της ΝΔ και πρώην Επίτροπο, Σταύρο Δήμα, «σπάζοντας» την παράδοση της συνεννόησης της εκάστοτε κυβέρνησης με την αξιωματική αντιπολίτευση. Η ψηφοφορία απέτυχε, η χώρα οδηγήθηκε σε εκλογές και ο ΣΥΡΙΖΑ τις κέρδισε, αλλά όχι με αυτοδυναμία.
Η νέα κυβέρνηση σε ναρκοπέδιο
Οι κινήσεις στο οικονομικό και πολιτικό επίπεδο της συγκυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου είχαν ένα βασικό αποτέλεσμα: Η Ελλάδα λόγω της μη ολοκλήρωσης του δεύτερου μνημονίου, της μη εκταμίευσης της τελευταίας δόσης και της εν γένει αποτυχίας της οικονομικής πολιτικής, είχε μείνει κυριολεκτικά χωρίς χρήματα στα ταμεία. Η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και Ανεξαρτήτων Ελλήνων, που εξελέγη με «σημαία» το τέλος της μνημονιακής πολιτικής, βρισκόταν εκ των πραγμάτων σε μειονεκτική θέση.
Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν για τους όρους με τους οποίους η Ελλάδα θα λάμβανε νέα δάνεια από τους δανειστές της ήταν εξ αρχής υπονομευμένη. Οι πιέσεις που ασκούνταν από την Ευρώπη, τον διεθνή παράγοντα και τις τρέχουσες υποχρεώσεις του κράτους, δημιουργούσαν ένα σκηνικό απόλυτης οικονομικής ασφυξίας και ενέτειναν την αίσθηση πως η χώρα βρισκόταν στο χείλος του γκρεμού.
Παράλληλα η κυβέρνηση Τσίπρα καλείτο να κινηθεί σε ένα απόλυτα ναρκοθετημένο πεδίο και να αντιμετωπίσει -εκτός όλων των άλλων- και τις ίδιες της τις αδυναμίες. Από τη μία συμμετείχε τους πρώτους μήνες σε μια διαπραγμάτευση από θέση απόλυτης αδυναμίας, καθώς οι δανειστές και οι ευρωπαίοι εταίροι κατείχαν την δύναμη των οικονομικών πόρων, αρνούμενοι να αμφισβητήσουν τα οικονομικά δόγματα της ευρωζώνης.
Ο κακός εαυτός της κυβέρνησης Τσίπρα
Από την άλλη η κυβέρνηση Τσίπρα, όπως αποδείχτηκε, δεν μπήκε στις διαπραγματεύσεις με μια σαφή στρατηγική. Το ιδιότυπο πολιτικό DNA της κυβέρνησής του και των κομμάτων που την συναποτελούσαν, τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια υπουργών και στελεχών τους, η δαιμονοποίηση (καλόπιστη ή κακόπιστη) κάθε έννοιας συμφωνίας με τον χαρακτηρισμό «μνημόνιο», η έλλειψη ισχυρών συμμάχων στην Ευρώπη, αλλά και η έλλειψη κυβερνητικής εμπειρίας «θόλωναν» τους επιδιωκόμενους στόχους και καθιστούσαν ασαφές το τι ήταν σε τελική ανάλυση πολιτικά ανεκτό σε μια συμφωνία με τους δανειστές.
Παράλληλα το εχθρικό οικονομικό, τραπεζικό και μιντιακό εγχώριο σύστημα ενέτειναν την αίσθηση της ασφυξίας και πολλαπλασίαζαν τις πιέσεις στην τότε κυβέρνηση, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να απεργάζονται σχέδια αντικατάστασης της εκλεγμένης κυβέρνησης από μια κυβέρνηση «ειδικού σκοπού» με πρόθυμους μικρότερους παίκτες του πολιτικού συστήματος. Το αποτέλεσμα αυτού του μείγματος σε συνδυασμό με την ανυπαρξία πόρων στα ταμεία, οδήγησε σε οριακές αποφάσεις καθ’ όλο το διάστημα της λεγόμενης «εξάμηνης διαπραγμάτευσης». Η συμφωνία – γέφυρα του Φεβρουαρίου του 2015 ήταν μια συμφωνία αποσπασματική, που συνυπογράφηκε υπό την πίεση της οικονομικής ασφυξίας και απλώς χαλάρωνε λίγο τον σφιγκτήρα από το λαιμό της ελληνικής οικονομίας.
Οι διαπραγματεύσεις που ακολούθησαν οδηγήθηκαν εν τέλει σε αδιέξοδο στα τέλη του Ιουνίου του 2015. Η δυσαρμονία στις διαπραγματεύσεις παρέμενε: Η ελληνική κυβέρνηση ζητούσε μια πολιτική λύση στα πλαίσια του ασαφώς «ανεκτού» για την ίδια, οι δανειστές και οι ευρωπαίοι από την άλλη ασκούσαν σκληρή πολιτική κρυπτόμενοι πίσω από τα δικά τους οικονομικά δόγματα και συμφέροντα.
Ο εκβιασμός και το δημοψήφισμα
Τα περιθώρια συνεννόησης εξαντλήθηκαν τον Ιούνιο όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε στην Αθήνα την περίφημη «πρόταση Γιούνκερ», που χαρακτηρίστηκε ηθελημένα (και μεθοδευμένα) ως πρόταση “take it or leave it”. Επρόκειτο, δηλαδή για να σκληρή «τελική πρόταση» στην οποία είχαν συμφωνήσει η Γερμανία, η Γαλλία, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που ικανοποιούσε το ΔΝΤ, με στόχο να πιεστεί η ελληνική κυβέρνηση να συναινέσει σε ένα τρίτο σκληρό μνημόνιο.
Ο Αλέξης Τσίπρας, όπως μαρτυρούν τα ρεπορτάζ εκείνης της εποχής αλλά και οι κατοπινές μαρτυρίες, θεώρησε πως η αποδοχή των προτάσεων από τους δανειστές και τους εταίρους ξεπερνούσε τα όρια του πολιτικά ανεκτού και πως παραβίαζε τις αρχές με τις οποίες είχε εκλεγεί η κυβέρνησή του. Προχώρησε λοιπόν σε μια τελευταία κίνηση πολιτικής άμυνας: Προκήρυξε δημοψήφισμα σχετικά με το εάν πρέπει να γίνει αποδεκτή ή όχι η πρόταση Γιούνκερ. Μια θετική για την κυβέρνησή του έκβασή του, μια επικράτηση του «Όχι» δηλαδή, θα λειτουργούσε ως πολιτικό διαπραγματευτικό χαρτί για τις επόμενες συζητήσεις με τους εταίρους και τους δανειστές, μια ισχυρή «κόκκινη γραμμή» βασισμένη στην ετυμηγορία του ελληνικού λαού.
Τελικά ήταν αναγκαίο το δημοψήφισμα;
Όπως αποδείχτηκε η καταφυγή του Αλέξη Τσίπρα στην λαϊκή ετυμηγορία προκάλεσε οργή στην «απέναντι πλευρά», οδηγώντας τους δανειστές και το εγχώριο οικονομικό-πολιτικό σύστημα σε οριακές εκβιαστικές κινήσεις και επικίνδυνους ελιγμούς. Το κλείσιμο των τραπεζών, η φτηνή κίνηση της απόσυρσης της πρότασης Γιούνκερ από το τραπέζι των συζητήσεων και η πρωτοφανής προπαγάνδα τρόμου που ξετυλίχθηκε από το μιντιακό σύστημα, έδειξαν πως η μετατόπιση της συζήτησης σε πολιτικό επίπεδο έμοιαζε εφιαλτική για τους δανειστές και τους εταίρους της Ελλάδας.
Ήταν λοιπόν «αναγκαίο» το δημοψήφισμα του 2015; Το ερώτημα απαντάται διαφορετικά ανάλογα με την θέαση της πραγματικότητας και τις αξιακές προτεραιότητες της κάθε πλευράς. Από όσους υπερασπίζονται την ανάγκη να κυριαρχεί η πολιτική της οικονομικής διαχείρισης, το δημοψήφισμα ήταν αναγκαίο. Από όσους θεωρούν πως η χώρα έπρεπε να παραιτηθεί του δικαιώματός της να επερωτά τα μέσα, τους σκοπούς και την αποτελεσματικότητα των περιοριστικών οικονομικών πολιτικών που πλήττουν κυρίως τα χαμηλά και μεσαία στρώματα, τότε το δημοψήφισμα αποτελούσε μια άνευ λόγου περιπέτεια.
Η απάντηση στο «Όχι»
Όταν κυριάρχησε το «Όχι» εμφατικά, το στρατόπεδο των υπερασπιστών του «Ναι» βρέθηκε σε βέρτιγκο. Οι δανειστές και οι εταίροι έπρεπε γρήγορα να βρουν την μέθοδο που θα «έσπαγε» την ώθηση της ελληνικής κυβέρνησης μετά από μια τέτοια νίκη. Το σχέδιο αυτό ξεδιπλώθηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν στην διάδοχη «17ωρη διαπραγμάτευση» ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε με τις ευλογίες της Άνγκελα Μέρκελ έριξε στο τραπέζι το «χαρτί» του Grexit της εξόδου της Ελλάδας από τη ευρωζώνη.
Τον κίνδυνο για Grexit επέσειαν κατά την προεκλογική περίοδο του δημοψηφίσματος και οι εχγώριοι υπερασπιστές του «Ναι». Ωστόσο η ήττα τους από την λαϊκή ετυμηγορία ανέκοψε προσωρινή τις φωνές τύπου «βάστα Σόιμπλε» ή «Γερούν γερά», που ακούγονταν συχνά πυκνά από το συγκεκριμένο στρατόπεδο. Οι πολιτικές δυνάμεις που στήριξαν το «Ναι» εκλήθησαν να τοποθετηθούν δια των προέδρων τους στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών.
Η συγκεκριμένη συνεδρίαση επανήλθε στη δημόσια συζήτηση τις τελευταίες ημέρες μετά και το αίτημα του τότε πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, να δημοσιοποιηθούν τα εν λόγω πρακτικά, μετά από μια «καταιγίδα» δημοσιευμάτων και αφιερωμάτων που αφορούσαν τις κρίσιμες στιγμές του 2015. Η αποκάλυψη του τι ειπώθηκε σε εκείνο το Συμβούλιο είναι σημαντική για να γίνει σαφής η στάση που κράτησαν οι επικεφαλής των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά και για να φανεί αν υπήρξε απόσταση τελικά ανάμεσα στις τότε τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών με την «μυθολογία» που καλλιεργήθηκε μέχρι και σήμερα.
Το Συμβούλιο Πολιτικών αρχηγών, η συζήτηση για το χρέος και τα πρακτικά
Την δημοσιοποίηση των πρακτικών αρνούνται μέχρι σήμερα τόσο η ΝΔ όσο και το ΠΑΣΟΚ. Οι λόγοι δεν έχουν γίνει σαφείς, ενώ ο «γαλάζιος» πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνος Τασούλας εγείρει τεχνικού τύπου αντιρρήσεις περί «απορρήτου» των συνομιλιών εκείνων.
Πληροφορίες αναφέρουν πως πρακτικά από την εν λόγω συνεδρίαση υπάρχουν, είναι πολυσέλιδα, αναλυτικά και ουδόλως αποσπασματικά. Ο τότε πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, φέρεται μάλιστα κατά την εισαγωγική του τοποθέτηση να αναγνώρισε πως το δημοψήφισμα δεν είχε ως ερώτημα την παραμονή ή όχι της χώρας στο ευρώ και πως το δημοψήφισμα αποτέλεσε εργαλείο διαπραγμάτευσης και όχι ρήξης.
Οι συζητήσεις ανάμεσα στους πολιτικούς αρχηγούς ήταν, σύμφωνα με πληροφορίες, έντονες ορισμένες στιγμές. Μια κρίσιμη πτυχή αφορούσε και το ζήτημα του χρέους, με την τότε κυβέρνηση να θέτει ζήτημα διαχείρισης και ελάφρυνσης του υπέρογκου δημόσιου χρέους. Ωστόσο ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης που εκπροσωπούσε τη ΝΔ, φέρεται να είπε πως το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στις επιδιώξεις της κυβέρνησης, καθώς και οι προηγούμενες κυβερνήσεις το επιχείρησαν αλλά απέτυχαν.
Οι όποιες πληροφορίες, πάντως, μάλλον αφαιρούν παρά προσθέτουν στην προσπάθεια να αναζητηθεί η αλήθεια για το τι μεσολάβησε ανάμεσα στο δημοψήφισμα και την υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Είναι άλλωστε πολύ ενδιαφέρον ότι κορυφαία πρόσωπα εκείνης της εποχής, όπως η Άνγκελα Μέρκελ ή ο Μάρτιν Σουλτς, καταθέτουν σήμερα μια εικόνα διαφωνιών και σύγκρουσης, αλλά τελείως διαφορετική από το κλίμα «ρήξης» ή «ερασιτεχνισμού» που καλλιεργεί η σημερινή κυβερνώσα ΝΔ και άλλα κόμματα. Η δημοσιοποίηση των πρακτικών, άλλωστε, θα δείξει ότι η χώρα έχει προχωρήσει και κοιτά το παρελθόν της με τόλμη και χωρίς παραπολιτικούς ψιθύρους.
Νέος συναγερμός στην ΕΛ.ΑΣ.: Άγρια συμπλοκή στο Ίλιον - Αναφορά για πυροβολισμούς
Νέα επίθεση Μασκ στην Ευρώπη: Η Ε.Ε. δεν είναι Δημοκρατία - Πολλοί προδότες Ευρωπαίοι πολιτικοί
«Θετικό βήμα» το νέο δόγμα Τραμπ για τη στρατηγική ασφάλεια, δηλώνει το Κρεμλίνο - Τα δεδομένα για το Ουκρανικό και ο φόβος της Ε.E.
Οι μισοί Ευρωπαίοι χάνουν σημαντικές στιγμές βγάζοντας φωτογραφίες: Πώς η Τεχνητή Νοημοσύνη τους βοηθά να παραμείνουν… παρόντες
Live όλες οι εξελίξεις λεπτό προς λεπτό, με την υπογραφή του www.ethnos.gr
δημοφιλές τώρα: 



