Ο νέος χρόνος ξεκινά με μια μεγάλη τηλεοπτική πρεμιέρα. Η «Μεγάλη Χίμαιρα», η πολυαναμενόμενη διεθνής συμπαραγωγή της ΕΡΤ, κάνει ποδαρικό στο 2026, φέρνοντας στη μικρή οθόνη έναν από τους πιο εμβληματικούς κόσμους του Μ. Καραγάτση. Η σειρά κάνει πρεμιέρα την Πρωτοχρονιά, στο ERTFLIX, με τα δύο πρώτα επεισόδια διαθέσιμα από το πρώτο λεπτό του νέου έτους (00:01). Η τηλεοπτική μετάδοση θ' ακολουθήσει την Κυριακή 4 Ιανουαρίου, στις 22:00, από την ΕΡΤ1, εγκαινιάζοντας ένα εβδομαδιαίο ραντεβού με τους ήρωες της Μεγάλης Χίμαιρας.
Πρόκειται για ένα έργο επικό, γεμάτο μεγάλα γεγονότα, ισχυρές συγκρούσεις και έντονα συναισθήματα, αλλά παράλληλα βαθιά εσωτερικό, που έχει την τόλμη ν' αναδείξει όλον τον πολύπλοκο ψυχισμό της ηρωίδας του, μιας γυναίκας διεκδικεί την επιθυμία της, σε μια εποχή που αυτό δεν ήταν κοινωνικά αποδεκτό. «Η Μεγάλη Χίμαιρα» είναι ένα από τα πιο δημοφιλή και αγαπημένα μυθιστορήματα της ελληνικής λογοτεχνίας.
Ο Δημήτρης Ροδόπουλος γίνεται Μ. Καραγάτσης
Τα παιδικά χρόνια του Δημήτρη Ροδόπουλο, του ανθρώπου που γνώρισε το κοινό ως Μ. Καραγάτση, εκτυλίσσονται μέσα σε μια συνεχή μετακίνηση, σ' ένα γεωγραφικό μωσαϊκό που προετοιμάζει από νωρίς την πολυεπίπεδη ματιά του προς τον κόσμο. Γεννημένος στο κέντρο της Αθήνας, σ' ένα γωνιακό σπίτι της Ακαδημίας και της Θεμιστοκλέους, μεγαλώνει σε μια οικογένεια με έντονη κοινωνική παρουσία και πνευματικές προσλαμβάνουσες. Ο πατέρας του, δικηγόρος και πολιτικός, και η μητέρα του, με ρίζες στη θεσσαλική γη, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον πειθαρχίας, φιλοδοξίας και εσωτερικής έντασης.
Η παιδική του ηλικία μοιράζεται ανάμεσα στη Λάρισα, τα Τρίκαλα, τον Πύργο, το Αίγιο, τη Θεσσαλονίκη και την Κρήτη, εξαιτίας των επαγγελματικών μετακινήσεων του πατέρα. Κάθε τόπος λειτουργεί ως μικρό εργαστήριο εμπειριών. Διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, τοπικές ιδιοσυγκρασίες, αστικά και ημιαστικά περιβάλλοντα. Αυτή η διαρκής αλλαγή χαρίζει στον νεαρό Δημήτρη Ροδόπουλο μια πρώιμη αίσθηση παρατήρησης και μια έμφυτη ικανότητα ν' αφουγκράζεται τους ανθρώπους.

Καθοριστικό ρόλο παίζει η Ραψάνη Θεσσαλίας, ο τόπος των καλοκαιριών και της οικογενειακής εξοχής. Εκεί, κάτω από τη σκιά του καραγατσιού, γεννιέται μια σχέση σχεδόν μυθική με τη φύση, τη μνήμη και τον χρόνο. Η Ραψάνη μετατρέπεται σε εσωτερικό τοπίο, σε συμβολικό σημείο αναφοράς που επανέρχεται υπόγεια στο έργο του, ακόμη και όταν το σκηνικό μεταφέρεται αλλού.
Τα σχολικά του χρόνια χαρακτηρίζονται από ένταση, φαντασία και πρώιμη αμφισβήτηση. Στο Αρσάκειο της Λάρισας βιώνει έναν παιδικό έρωτα για τη δασκάλα του, γεγονός που ο ίδιος αφηγείται αργότερα με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. «Αντί να ερωτευτώ τις συμμαθήτριες μου, αγάπησα παράφορα τη δασκάλα μου. Γεγονός που μαρτυράει τη σκοτεινή ερωτική ιδιοσυγκρασία μου. Έκανα ό,τι μπορούσα για να μην προβιβαστώ, να μείνω στην ίδια τάξη, κοντά στη "γυναίκα των ονείρων μου"».
Στη Θεσσαλονίκη, όπου περνά μέρος των γυμνασιακών του χρόνων, έρχεται σε επαφή με μια πολυπολιτισμική πόλη, φορτισμένη ιστορικά και κοινωνικά. Εκεί, η γραφή αρχίζει να λειτουργεί ως καταφύγιο και πεδίο αυτοεπιβεβαίωσης. «Οι καθηγητές μου δεν πρόφταιναν να μου βάζουν δεκάρια. Ένας μονάχα -ένας ξερακιανός και καταχθόνιος- έβρισκε τα κείμενά μου απαίσια και τα μηδένιζε αράδα. Δεν μπορούσα να καταλάβω…αργότερα όμως κατάλαβα. Ο καθηγητής ήταν λογοτέχνης. Εννοείται πώς τον εκδικήθηκα σκληρά…»
Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια συγκροτούν μια δεξαμενή βιωμάτων που τροφοδοτεί αργότερα τη μυθοπλασία του. Οι μετακινήσεις, οι αντιθέσεις, οι πρώιμες συγκινήσεις και οι μικρές εξεγέρσεις απέναντι στην αυθεντία χαρίζουν στον Μ. Καραγάτση μια ματιά ταυτόχρονα εσωτερική και πανοραμική. Από αυτά τα χρόνια γεννιέται ο συγγραφέας που θ' αφηγηθεί την Ελλάδα μέσα από ρωγμές, επιθυμίες και συγκρούσεις.
Η γέννηση ενός παραμυθά
Σπούδασε Νομικά στη Γκρενόμπλ και στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με συμφοιτητές τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Άγγελο Τερζάκη και τον Γιώργο Θεοτοκά. Η λογοτεχνία κέρδισε γρήγορα το ενδιαφέρον του. Το ψευδώνυμο προέκυψε από το καραγάτσι, τη φτελιά των καλοκαιριών στη Ραψάνη Θεσσαλίας, έναν τόπο καθοριστικό για τη μνήμη και τη φαντασία του. Το αρχικό «Μ» παραπέμπει στο προσωνύμιο «Μίτιας», μια ρωσική εκδοχή του Δημήτρη, φορτισμένη με ντοστογιεφσκικές αναφορές. Η υπογραφή «Μ. Καραγάτσης» γέννησε επί χρόνια ερμηνευτικές παρεξηγήσεις, καθώς αρκετοί φιλόλογοι απέδωσαν το αρχικό στο όνομα Μιχάλης, επηρεασμένοι από εμβληματικούς ήρωές του, όπως ο «Μιχάλης Καραμάνος» στον Γιούγκερμαν και ο «Μιχάλης Ρούσης» στον Μεγάλο Ύπνο, μορφές που συχνά διαβάζονται ως λογοτεχνικές περσόνες του ίδιου του συγγραφέα.
Η πρώτη του εμφάνιση πραγματοποιήθηκε το 1927 με το διήγημα «Κυρία Νίτσα», που τιμήθηκε στον διαγωνισμό της Νέας Εστίας και σηματοδότησε την έναρξη μιας μακράς συνεργασίας με το περιοδικό. Το πρώτο του μυθιστόρημα, «Ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν» (1933), άνοιξε τον δρόμο για μια δεκαετία έντονης δημιουργίας, η οποία κορυφώθηκε με τη «Μεγάλη Χίμαιρα» το 1936. Την ίδια χρονιά, η κόρη του βαφτίστηκε Μαρίνα, σε μια σπάνια σύμπτωση ζωής και τέχνης.

Ο Μ. Καραγάτσης υπήρξε συγγραφέας, κριτικός, δημοσιογράφος, πολεμικός ανταποκριτής στον Εμφύλιο, κινηματογραφιστής μιας και μοναδικής ταινίας, ακόμη και υποψήφιος βουλευτής. Η προσωπικότητά του συνδύαζε διονυσιακή ένταση και οργανωμένη σκέψη. Το 1946, πέθανε η μητέρα του, στην οποία αφιέρωσε το μυθιστόρημά του «Ο Μεγάλος Ύπνος» που κυκλοφόρησε την ίδια χρονιά.
Φίλοι και συνομιλητές περιγράφουν έναν άνθρωπο εκρηκτικό, αφηγηματικό, βαθιά ηδονιστή στη φαντασία και πειθαρχημένο στην πράξη. Η αλληλογραφία του, ο «Κίτρινος Φάκελος», αποκαλύπτει μια σκέψη στραμμένη προς την τεχνική πρόοδο, τον κοσμοπολιτισμό και μια δυναμική αντίληψη της κοινωνικής εξέλιξης.
Ένας συγγραφέας πολλών ρόλων
Ο Στράτης Μυριβήλης χαρακτήρισε τον Μ. Καραγάτση «γνήσιο μυθιστοριογράφο». Η φράση συμπυκνώνει την ουσία του έργου του. Η πένα του αναζητά την ιστορία με κεφαλαίο γράμμα, την ένταση, τη σύγκρουση, την υπέρβαση. Ο ίδιος αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία ως πράξη μυθοπλασίας και αλλαγής, ως έναν τρόπο να φωτιστεί η πραγματικότητα μέσα από το πάθος και την υπερβολή.
«Ο Καραγάτσης, παραμένει εκτός από απολαυστικός παραμυθάς και επίκαιρος και μοντέρνος, γιατί και τότε και τώρα βασιλεύει το κυνήγι του χρήματος, της δόξας, της μεγάλης επιτυχίας, ο αμοραλισμός, ο διασυρμός του αποτυχημένου, η ζούγκλα στη ζωή μας, η ιδιοτέλεια, που όλα αυτά υπάρχουν και καυτηριάζονται στο έργο του» έχει σχολιάσει ο Κώστας Μουρσελάς.
Η γλώσσα του λειτουργεί με ρυθμό και ορμή. Οι φράσεις ξετυλίγονται με θεατρικότητα, οι περιγραφές αποκτούν σωματικότητα και οι χαρακτήρες κινούνται με καθαρότητα κινήτρων. Η επιθυμία, ο έρωτας, η φιλοδοξία και η σύγκρουση αποτελούν βασικούς άξονες της αφήγησής του. Οι ήρωές του συχνά παρασύρονται από δυνάμεις ισχυρότερες από τον ίδιο τον εαυτό τους, γεγονός που προσδίδει στο έργο του μια τραγική διάσταση.
Ο Καραγάτσης αντλεί από τον νατουραλισμό και τον ρεαλισμό, με σαφείς αναφορές στη γαλλική λογοτεχνική παράδοση και ιδιαίτερα στον Εμίλ Ζολά. Παράλληλα, η αφήγησή του εμπλουτίζεται με στοιχεία ντοστογιεφσκικής πληθωρικότητας, κυρίως στη σκιαγράφηση των εσωτερικών συγκρούσεων. Αυτές οι επιρροές μετασχηματίζονται σ' ένα προσωπικό ύφος, άμεσα αναγνωρίσιμο και βαθιά ελληνικό.
Κεντρική θέση στο έργο του κατέχει η μορφή του «ξένου». Από τον Συνταγματάρχη Λιάπκιν έως τη Μαρίνα της «Μεγάλης Χίμαιρας» και τον «Γιούγκερμαν», οι ήρωες λειτουργούν ως καταλύτες. Μέσα από τη δική τους ματιά αποκαλύπτεται η ελληνική κοινωνία, τα ήθη, οι αντιφάσεις και οι προσδοκίες της. Η αφήγηση αποκτά έτσι χαρακτήρα κριτικό και ταυτόχρονα βαθιά ανθρώπινο.

Η πένα του Καραγάτση υπηρετεί τη χαρά της ιστορίας. Η μυθοπλαστική φαντασία αναδεικνύεται σε βασικό εργαλείο, ικανό να συγκινεί, να προκαλεί και να παρασύρει τον αναγνώστη. Αυτή η αφηγηματική γενναιοδωρία εξηγεί τη διαχρονική απήχηση του έργου του και τη συνεχή του παρουσία στη συλλογική μνήμη.
Ο Μ. Καραγάτσης γράφει για ν' αφηγηθεί, να ζωντανέψει χαρακτήρες και να χαρίσει ένταση στην ανάγνωσή μας. Η πένα του παραμένει ζωντανή, παλλόμενη και ανοιχτή σε νέες αναγνώσεις, αποδεικνύοντας ότι η μεγάλη αφήγηση διατηρεί πάντοτε τη δύναμή της.
Αντικομμουνιστής μέχρι τα μπούνια
Ο Μ. Καραγάτσης υπήρξε μια προσωπικότητα σύνθετη, εκρηκτική και γοητευτική, ένας άνθρωπος που ακτινοβολούσε ζωή και ενέργεια. Όσοι τον γνώρισαν μιλούν για μια παρουσία που γέμιζε τον χώρο, για έναν συνομιλητή παθιασμένο, αφηγηματικό και συχνά απρόβλεπτο. Η κουβέντα του κυλούσε σαν χείμαρρος, γεμάτη εικόνες, υπερβολές, σαρκασμό και θεατρικότητα.
Πίσω από αυτή την εξωστρέφεια υπήρχε μια βαθιά εσωτερικότητα. Ο Μ. Καραγάτσης συνδύαζε έναν διονυσιακό αυθορμητισμό με μια «συντηρητική λογική», όπως εύστοχα έχει ειπωθεί. Η απόλαυση τον γοήτευε κυρίως ως προσδοκία, ως ένταση πριν από την κορύφωση. Αυτή η στάση ζωής αντανακλάται και στους ήρωές του, που συχνά κινούνται με πάθος, προγραμματισμό και επίγνωση των συνεπειών.
«… Είχε δύσκολο ύπνο, οι θόρυβοι τον ενοχλούσαν φοβερά. Εβαζε ωτοασπίδες το βράδυ για να κοιμηθεί. Κάθε δύο χρόνια αλλάζαμε σπίτι. Πάντοτε στον τελευταίο όροφο, για να μην έχουμε άλλους από πάνω και κάνουν θόρυβο. Θυμάμαι στην Πλατεία Κυριακού (τώρα Πλατεία Βικτωρίας), μια παλιά μονοκατοικία. Τα σανίδια έτριζαν. Είχαμε μάθει όλοι στο σπίτι ποιο σανίδι τρίζει και ποιο όχι, αλλά δεν τα καταφέρναμε πάντοτε καλά. Έτσι οι καβγάδες δεν έλειπαν… οι φωνές του ακούγονταν στο δρόμο γιατί δεν έκανε καμιά προσπάθεια να τις κρύψει» είχε αποκαλύψει η σύζυγός του, Νίκη.
Στις σχέσεις του με τους ομοτέχνους κινήθηκε ανάμεσα στη φιλία, τη σύγκρουση και την ειρωνεία. Υπήρξε αντικομμουνιστής μέχρι τα μπούνια και ενεργό μέλος της Γενιάς του ’30, με στενές επαφές και αλληλογραφία με σημαντικές μορφές των γραμμάτων. Παράλληλα, διατηρούσε μια απόσταση από το λογοτεχνικό κατεστημένο, την οποία καλλιεργούσε συνειδητά μέσα από τον σαρκασμό και την αυτοπαρωδία.
Ο χαρακτήρας του συνδύαζε τον ποιητή και τον επιχειρηματία, τον οραματιστή και τον πρακτικό νου. Αυτή η διττότητα εξηγεί τη διαρκή του κινητικότητα, την ενασχόληση με ποικίλα πεδία και την αίσθηση ότι η ζωή αποτελούσε μία μεγάλη ιστορία σε εξέλιξη. Ο Μ. Καραγάτσης ζούσε με ένταση, παρατηρούσε με οξύτητα και μετέτρεπε την εμπειρία σε ιστορία, αφήνοντας πίσω του μια μορφή που συνεχίζει να ασκεί γοητεία και να προκαλεί ενδιαφέρον.
Η δύναμη της οθόνης
Το έργο του διατηρεί μια σπάνια εμπορική και πολιτισμική αντοχή. Οι τηλεοπτικές μεταφορές από τη δεκαετία του 1970 έως σήμερα ενίσχυσαν τη σχέση του με το ευρύ κοινό. Η εμφάνιση της «Μεγάλης Χίμαιρας» στη σειρά «Maestro», το 2022, αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον των νεότερων γενεών, μετατρέποντας το μυθιστόρημα σε αναγνωστικό φαινόμενο. Στο επίκεντρο της ιστορίας βρίσκεται η Μαρίνα, μια γυναίκα που φλέγεται από το πάθος της και αναζητά με αμείωτη ένταση την ευτυχία, οδηγούμενη σταδιακά –μαζί με όσους την περιβάλλουν– σε μια αναπόφευκτη πορεία σύγκρουσης και απώλειας.
Η νέα σειρά της ΕΡΤ συνεχίζει αυτή την παράδοση, προσφέροντας μια υψηλής αισθητικής ανάγνωση ενός κλασικού κειμένου. Αποτελείται από έξι επεισόδια διάρκειας περίπου εξήντα λεπτών. Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Βαρδής Μαρινάκης και το σενάριο ο Παναγιώτης Ιωσηφέλης. Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους συναντάμε τη Φωτεινή Πελούζο ως Μαρίνα, τον Αντρέα Κωνσταντίνου ως Γιάννη, τον Δημήτρη Κίτσο στον ρόλο του Μηνά και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη ως Αννεζιώ Ρεΐζαινα.
Η μεταφορά ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα, με μια διακριτική επικαιροποίηση. Η καταγωγή της ηρωίδας μεταφέρεται από τη Γαλλία στην Ιταλία, επιλογή που ενισχύει τη μεσογειακή διάσταση της ιστορίας. Τα γυρίσματα ξεκίνησαν το 2024 και πραγματοποιήθηκαν στην Ερμούπολη της Σύρου, όπου εκτυλίσσεται η κύρια πλοκή του μυθιστορήματος, στην Αθήνα, την Ιταλία, την Τεργέστη και, τέλος, στη Μύκονο, τη Δήλο και τη Ρηνεία.
Πάνω από 150 επαγγελματίες και χιλιάδες κομπάρσοι εργάστηκαν για μια αναπαράσταση της δεκαετίας του 1930 με προσήλωση στη λεπτομέρεια, από την αρχιτεκτονική έως το τελευταίο κουμπί ενός σακακιού.
Ένα τέλος γεμάτο ειρωνεία
Προδομένος από την καρδιά του, ο Μ. Καραγάτσης έφυγε από τη ζωή τον Σεπτέμβριο του 1960, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το μυθιστόρημα «Το Δέκα». Η τελευταία φράση που έγραψε, ήταν «Ας γελάσω». Κηδεύτηκε στο Α΄ Νεκροταφείο.
«Δε επείραξα ποτέ μου συνάδελφο και είμαι συμπαθέστατος στους λογοτεχνικούς κύκλους. Αυτό θ' αποδειχθεί στην κηδεία μου όπου θα έρθει κόσμος και κοσμάκης να πεισθεί ιδίοις όμμασι ότι πέθανα, ότι θάφτηκα, ότι πήγα στο διάολο. Και θα φύγει από το νεκροταφείο ο κόσμος και ο κοσμάκης βγάζοντας στεναγμούς ανακούφισης. Είμαι βέβαιος πως ο θεός θα με κατατάξει μεταξύ των αγίων στον Παράδεισο. Αμήν».


