Οικονομία|14.05.2019 15:45

ΓΣΕΕ: Πόσο κοστίζει στον μισθωτό η απόλυσή του

Γιάννης Φώσκολος

Ως «ιδιαίτερα εύθραυστη» περιγράφει τη χρηματοοικονομική θέση των νοικοκυριών η ετήσια έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ για την ελληνική οικονομία και την απασχόληση, κυρίως λόγω αρνητικών νέων αποταμιεύσεων και χαμηλού επιπέδου εισοδημάτων σε σχέση με τις δανειακές τους υποχρεώσεις. Ενδιαφέρον, μάλιστα, εμφανίζει το γεγονός πως ενώ το 2017 παρατηρήθηκε σχετική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης σε σχέση με το 2016 για διάφορες κοινωνικές ομάδες, σε αυτές δεν συμπεριλαμβάνονται οι μισθωτοί εργαζόμενοι. Τα στοιχεία δείχνουν σταθερά υψηλό κόστος απόλυσης για τους μισθωτούς και όξυνση των εισοδηματικών διαφορών στην αγορά εργασίας εις βάρος των γυναικών. Θετικό αναμένεται το αποτύπωμα των πρόσφατα εξαγγελθέντων μέτρων. «Δεδομένης της εξάρτησης της δυναμικής της οικονομίας από την εγχώρια κατανάλωση, η χρηματοοικονομική κατάσταση των νοικοκυριών περιορίζει τις προσδοκίες αναπτυξιακής δυναμικής της οικονομίας», σημειώνει το Ινστιτούτο του τριτοβάθμιου συνδικάτου του ιδιωτικού τομέα στα συμπεράσματα της έκθεσής του. 

Κόστος απόλυσης 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εμφανίζει ο δείκτης του κόστους που έχει για τον κάθε μισθωτό η απώλεια της θέσης εργασίας του. Την στιγμή που ο ΣΕΒ ζητεί «εξορθολογισμό» του καθεστώτος των αποζημιώσεων, τα στοιχεία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ έρχονται να καταδείξουν με ποσοτικά δεδομένα πως η απόλυση συνεπάγεται σημαντική υποβάθμιση στην ποιότητα ζωής του ανέργου. Ειδικότερα, το χρηματικό κόστος από την απώλεια μίας θέσης εργασίας για ένα έτος ανήλθε κατά το 2018 σε 8.126 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50% του μέσου καθαρού εισοδήματος από εργασία (ο δείκτης εστιάζει στην απώλεια εισοδήματος από τη μετάπτωση ενός εργαζομένου σε άνεργο και υπολογίζει το κόστος απώλειας εργασίας, οριζόμενο ως η διαφορά ανάμεσα στο μέσο καθαρό εισόδημα ενός εργαζόμενου και το μέσο καθαρό εισόδημα ενός ανέργου). 

Το υψηλό κόστος απώλειας εργασίας αποτυπώνει την περιορισμένη διαπραγματευτική ισχύ της εργασίας στην Ελλάδα. Το κόστος αυτό εμφανίζεται να έχει διαχρονική σταθερότητα στην ελληνική αγορά εργασίας με εξαίρεση τα έτη 2010 με 2012, κατά τα οποία εμφανίζεται σημαντική αύξησή του. Το επίδομα ανεργίας αναπληρώνει μόλις το 27% του μέσου μισθού ενώ σημαντικό ρόλο στην αναπλήρωση εισοδήματος των ανέργων παίζουν τα οικογενειακά επιδόματα και τα μέτρα επιδότησης ενοικίου, που όμως δεν έχουν μετρηθεί καθώς εφαρμόζονται από το 2019. Το κόστος απώλειας εργασίας είναι μια σημαντική οικονομική μεταβλητή, καθώς προσδιορίζει τη διαπραγματευτική ισχύ των εργαζομένων και των συνδικάτων. 

Δείκτες φτώχειας - Μισθοί

Στην ίδια έρευνα καταδεικνύεται πως από το 2014 και μετά οι δείκτες φτώχειας και οικονομικής ανισότητας σημειώνουν βελτίωση. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι ο δείκτης φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού εμφανίζει σταθερή υποχώρηση επί τρία συναπτά από 36% το 2014 σε 34,8% το 2017. Ενώ, όμως, οι δείκτες φτώχειας βελτιώνονται στον γενικό πληθυσμό δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο για τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα. Ειδικά για τους μισθωτούς ο δείκτης υλικής υστέρησης από 14,2% το 2016 αυξήθηκε στο 15,6% το 2017. 

Κατά το Ινστιτούτο της ΓΣΕΕ, οι ροές απασχόλησης των τελευταίων ετών δημιουργούν αισιοδοξία, ωστόσο «η κατάσταση της αγοράς εργασίας σε όρους ποιότητας νέων θέσεων εργασίας και προστασίας των δικαιωμάτων των εργαζομένων απέχει από το να θεωρείται ικανοποιητική». 

Η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού – λένε οι επιστήμονες του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – σε 650 ευρώ μικτά και η κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, η οποία αντιστοιχεί σε αύξηση 27% για τους νέους κάτω των 25 ετών, αντισταθμίζουν περίπου το μισό της αρχικής μισθολογικής μείωσης των εργαζομένων που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Οι αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα

Το 2018 στον ιδιωτικό τομέα 571.000 άτομα – δηλαδή ένας στους τέσσερις – αμείβονταν με μισθό έως 500 ευρώ, ενώ 251.000 άτομα αμείβονταν με μισθό έως 250 ευρώ. Το 2010 οι μέσες τακτικές αποδοχές στην πλήρη απασχόληση ήταν 1.394 ευρώ και το 2018 είχαν φτάσει στα 1.111 ευρώ, ενώ στη μερική απασχόληση τα 562 ευρώ το 2010 έγιναν 375 ευρώ το 2018. Ένας εργαζόμενος μερικής απασχόλησης αμείβονταν το 2018 με λιγότερο από το μισό ανά ώρα εργασίας σε σχέση με έναν εργαζόμενο πλήρους απασχόλησης. 

Συγκρίνοντας τα στοιχεία των αποδοχών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα ανάμεσα στα έτη 2018 και 2010, γίνεται εμφανές το μέγεθος της προσαρμογής των αμοιβών. Πιο συγκεκριμένα, κατά το 2010 οι μέσες μηνιαίες τακτικές αποδοχές ανέρχονταν σε 1.247 ευρώ, ενώ το 2018 είχαν πέσει στα 898 ευρώ, υποδεικνύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ότι οι μειώσεις στους μισθούς την εν λόγω 8ετία ξεπέρασαν το 28%, σύμφωνα πάντα με την έκθεση της ΓΣΕΕ. 

Από το 2010 έως το τέλος του 2018 σχεδόν τετραπλασιάστηκε ο αριθμός όσων αμείβονται με έως 250 ευρώ (64.000 το 2010, 190.927 το 2015 και 251.020 το 2018), ενώ τριπλασιάστηκε ο αριθμός όσων λαμβάνουν 500-600 ευρώ. 

Η επταήμερη εργασία 

Αναφερόμενος στη συζήτηση για το επταήμερη εργασία που άνοιξε εσχάτως, ο Πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γιάννης Παναγόπουλος, έκανε λόγο για πολιτικό πλιάτσικο σε βάρος του κόσμου της εργασίας από τα κόμματα, τα οποία βυσοδομούν στις πλάτες των εργαζομένων. 

Ο ίδιος επεσήμανε ότι το πρόβλημα βρίσκεται στις δυσμενείς αλλαγές που συντελέστηκαν τα τελευταία χρόνια στην διευθέτηση του χρόνου εργασίας και αναφέρθηκε στην αύξηση των εργάσιμων ωρών ανά ημέρα σε 13 από 11, τη μείωση της ημερήσιας ανάπαυσης από 12 σε 11, στη θεσμοθέτηση φθηνότερων υπερωριών, στην κατάργηση της κυριακάτικης αργίας και της εξαήμερης εργασίας στο εμπόριο, στις «ψευτοσυμβάσεις» μερικής απασχόλησης που υποκρύπτουν πλήρη απασχόληση, τις «μαύρες» υπερωρίες και τη λειτουργία βιομηχανιών σε 7ημερη βάση με την επίκληση χρόνου συντήρησης. 

Από την πλευρά του ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Γιώργος Αργείτης  παρομοίασε την ελληνική οικονομία με «κυρία προχωρημένης ηλικίας με χαμηλό εισόδημα και ιδιοτροπίες, η οποία ζητεί πολιτικούς για σοβαρή σχέση»... 

Διαθέσιμο εισόδημα νοικοκυριών

Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της έκθεσης, οι πολιτικές λιτότητας και υπερπλεονασμάτων έχουν επιβαρύνει σημαντικά το προσαρμοσμένο ακαθάριστο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, το οποίο την περίοδο 2009-2017 σημείωσε πτώση 33,7%, διαταράσσοντας τη μακροοικονομική και τη χρηματοπιστωτική συνοχή της οικονομίας. 

Η οικονομική μεγέθυνση εξακολουθεί να βασίζεται στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία το β΄ εξάμηνο του 2018 αυξήθηκε κατά περίπου 700 εκατ. ευρώ σε πραγματικούς όρους. 

Καθοριστικός παράγοντας για τη συγκράτηση του ποσοστού φτώχειας στην Ελλάδα σε σχέση με την Ε.Ε. συνιστούν οι μεταβιβαστικές πληρωμές και ειδικά εκείνη των συντάξεων. 

Ωστόσο, η αύξηση της απασχόλησης και των συνολικών εισοδημάτων στα ελληνικά νοικοκυριά που σημειώνεται τα τελευταία έτη έχει συμβάλει στη μείωση της εξάρτησης από τις κοινωνικές μεταβιβάσεις. Όσον αφορά τις επιμέρους κοινωνικές ομάδες, το 2017 παρατηρείται σχετική βελτίωση των συνθηκών διαβίωσής τους σε σχέση με το 2016, με εξαίρεση τους μισθωτούς εργαζομένους.

Ένα ζήτημα, στο οποίο επικεντρώθηκε η φετινή Ετήσια Έκθεση αφορά το κατά πόσο η υποχώρηση του ποσοστού φτώχειας και ανεργίας αφορά συνολικά τους εργαζομένους της χώρας ή εάν υπάρχουν ενδείξεις περιθωριοποίησης συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων. Από τις σχετικές εκτιμήσεις προκύπτει όξυνση των εισοδηματικών διαφορών στην αγορά εργασίας μεταξύ των εργαζομένων διαφορετικής εργασιακής έντασης, επιδείνωση της θέσης των γυναικών στην αγορά εργασίας, καθώς και των μεταναστών σε σχέση με τους κατοίκους με ελληνική ιθαγένεια.

Πρόσφατο πακέτο μέτρων 

Σύμφωνα με την έκθεση, η δημοσιονομική επέκταση που προβλέπει ο Προϋπολογισμός του 2019 σε συνδυασμό με την πιθανή εφαρμογή των πρόσφατα εξαγγελθέντων επεκτατικών παρεμβάσεων αποτελούν θετικές εξελίξεις, εφόσον δεν χρηματοδοτηθούν με δανειακό κεφάλαιο. «Δρώντας σταθεροποιητικά και επεκτατικά στην ιδιωτική δαπάνη, θα επιφέρουν θετικές επιπτώσεις στη δυναμική της οικονομίας, η οποία εξακολουθεί να στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην κατανάλωση, αλλά και στη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος ως αποτέλεσμα της ενίσχυσης των ροών ρευστότητας. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι εύθραυστη και υπό τη συνεχή απειλή της εξυπηρέτησης του υπερσυσσωρευμένου δημόσιου χρέους. Το μείγμα κάθε παρέμβασης οικονομικής πολιτικής θα πρέπει να αξιολογείται από το αναπτυξιακό και το κοινωνικό του αποτέλεσμα, ενώ δεν πρέπει να εγείρει ζήτημα πιστωτικού ρίσκου για τη χώρα», σημειώνει το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. 

Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ καταλήγει πως το 2018 «ο ρυθμός μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας συνέχισε τη σταθερή θετική του πορεία. Ωστόσο, παρατηρείται μια συνεχόμενη δυναμική απόκλισης από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης και τα κράτη-μέλη της νότιας περιφέρειάς της». 

Στο πλαίσιο αυτό το ΙΝΕ ΓΣΕΕ υπογραμμίζει την άμεση ανάγκη για μία σοβαρή δημόσια πολιτική συζήτηση για τα διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας, τις θεσμικές της αδυναμίες και δυσλειτουργίες και την προοπτική οικοδόμησης ενός νέου, ισόρροπου και βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης. 

ΙΝΕ/ΓΣΕΕαπόλυσηΣΕΒεργαζόμενοι