Οικονομία|15.12.2019 09:20

Το στοίχημα των 7,5 δισ. και τα δύο «αγκάθια» για τις επενδύσεις

Ελευθερία Αρλαπάνου

Από το Λονδίνο, στην Ασία και από την Ασία στη Νέα Υόρκη κυβέρνηση πραγματοποιεί εντατικές επαφές με τη διεθνή επενδυτική κοινότητα, «διαφημίζοντας» τις οικονομικές ευκαιρίες που ανοίγονται στην Ελλάδα καθώς η οικονομία ανακάμπτει. Στόχος είναι το 2020 να σηματοδοτηθεί η έναρξη μιας ισχυρής ροής επενδύσεων στην Ελλάδα υποστηρίζοντας -  ή/και ξεπερνώντας -  το στόχο για επιτάχυνση της ανάπτυξης στο 2,8% που θα οδηγήσει το ελληνικό ΑΕΠ στα 197,5 δισ. ευρώ αυξημένο κατά περίπου 7,5 δισ. σε σχέση με φέτος. 

Η κυρίαρχη αίσθηση στην αγορά, εκτός συνόρων, είναι ότι η υποδοχή του ελληνικού αφηγήματος στα διεθνή forums είναι θετική και σίγουρα πιο θετική σε σχέση με το αφήγημα της προηγούμενης κυβέρνησης. Το φιλοεπενδυτικό προφίλ της κυβέρνησης, οι πρωτοβουλίες τρέξουν ταχύτερα εμβληματικές επενδύσεις – με κορυφαία την επένδυση του Ελληνικού -  αλλά και η εξυγίανση των τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια «γράφουν» καλά στις αίθουσες των συναντήσεων με εκπροσώπων μεγάλων διεθνών οίκων και fundsπου διαχειρίζονται τρισεκατομμύρια ευρώ παγκοσμίως. Αυτό κατέστη εμφανές και στην τελευταία εξόρμηση της ελληνικής κυβέρνησης και των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ στο πλαίσιο του 21ου ετήσιου συνεδρίου της Capital Link για την ελληνική οικονομία. Είναι δε κοινή εκτίμηση στους ξένους επενδυτές ότι το ελληνικό χρέος είναι πια υπό έλεγχο, και μάλιστα τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM) που είναι και ο μεγαλύτερος πιστωτής της χώρας ενώ δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η δημοσιονομική επιτήρηση στη χώρα θα παραμείνει αυστηρή για, πολλά, χρόνια ακόμη.

Ο προβληματισμός φαίνεται να επικεντρώνεται σε δύο βασικά θέματα:

  1. Στην αυξημένη γεωπολιτική ένταση με την Τουρκία γύρω από την εξερεύνηση και την αξιοποίηση των ενεργειακών αποθεμάτων της περιοχής, τα οποία είναι per se ένα δυναμικό πεδίο επενδυτικού ενδιαφέροντος μεσομακροπρόθεσμα
  2. Στο κατά πόσο η νέα ελληνική κυβέρνηση θα δει το μεταρρυθμιστικό της οίστρο να «κουράζεται» πρόωρα, υποκύπτοντας σε λαϊκιστικές τάσεις που εντοπίζονται και στο εσωτερικό της παράταξης της, ειδικά υπό το βάρος του μεγάλου και απρόβλεπτου μετώπου στο προσφυγικό. Στο επίκεντρο βρίσκονται εκ των πραγμάτων η αξιολόγηση του ασφαλιστικού καθώς και η μεταρρύθμιση και η βελτίωση της δημόσιας διοίκησης.

Την ίδια ώρα η Ελλάδα απέχει ακόμη από την κατηγορία της επενδυτικής βαθμίδας ενώ εντείνεται στους κύκλους των επενδυτών η ανησυχία για τις εξελίξεις στην οικονομία της ευρωζώνης και κυρίως εάν ο κίνδυνος στασιμότητας μετατραπεί τελικά σε κίνδυνο επιβράδυνσης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρώπη μεσοπρόθεσμα. Το πλαίσιο αυτό είναι μέσα στο «δωμάτιο» των συζητήσεων για την ελληνική οικονομία η οποία, πάντως, αναγνωρίζεται στο εξωτερικό πως είναι η μοναδική οικονομία στην ευρωζώνη που προσφέρει τέτοιες αποδόσεις – για παράδειγμα στα ομόλογα – αλλά και πολύ αξιόλογες ευκαιρίες σε τομείς, όπως οι υποδομές, τοReal Estate, η ενέργεια, τα logistics, ο τουρισμός και η ναυτιλία.    

Υπό αυτό το πρίσμα η εκκίνηση του έργου στο Ελληνικό, που θα φέρει πολύ μεγάλες θετικές επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία όσο και κατά την υλοποίηση του όσο και κατά τη λειτουργία είναι de facto «σημαία» για τη διεθνή επενδυτική κοινότητα. Στην ίδια κατηγορία είναι το «ξεκλείδωμα» μεγάλων ιδιωτικοποιήσεων και διαχείρισης χρονιζόντων προβλημάτων σε μεγάλες επιχειρήσεις με κυρίαρχη τη ΔΕΗ, ενώ ισχυρές είναι οι δυνατότητες ανάπτυξης στον κλάδο των ακινήτων, του τουρισμού αλλά και μεγάλων έργων υποδομής. Δεν πρέπει να υποτιμάται επίσης το ότι η Ελλάδα, καλώς εχόντων των πραγμάτων, μπορεί να λειτουργήσει ως hubανάπτυξης για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων τόσο σε επίπεδο παροχής υπηρεσιών όσο όμως και σε επίπεδο επέκτασης ελληνικών επιχειρήσεων που θα έχουν την τεχνογνωσία να διαχειριστούν μεγάλα έργα τα οποία μοιραία μέσα στα επόμενα χρόνια θα πρέπει να υλοποιηθούν στην περιοχή στο πλαίσιο και της ενταξιακής διαδικασίας μεγάλων χωρών.

Κρίσιμοι οι επόμενοι μήνες

Το κλειδί για να «ανοίξουν» όλες αυτές οι «πίστες» κρύβεται μέσα στο πρώτο εξάμηνο, το πολύ εννεάμηνο του 2020. Τότε η ελληνική κυβέρνηση θα κρίνεται επί των δικών της μόνο πεπραγμένων στις μεταρρυθμίσεις και στην υλοποίηση μεγάλων έργων καθώς και στο πόσο εύκολο θα αποδειχθεί να επισπευσθεί η πορεία της χώρας προς την αναβάθμιση της πιστοληπτικής αξιολόγησης σε επενδυτική βαθμίδα. Κάτι τέτοιο είναι δεδομένο πως θα αποδειχθεί ισχυρός καταλύτης, βελτιώνοντας τους όρους χρηματοδότησης για τις ελληνικές επιχειρήσεις στο διεθνές περιβάλλον και διευκολύνοντας την προσέλκυση επενδυτών μακροπρόθεσμου προφίλ.

Κρίσιμη από όλες τις πλευρές είναι και η πορεία εξυγίανσης των ισολογισμών των ελληνικών τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια. Η ψήφιση του Ηρακλή είναι ένα σημαντικό βήμα για τη διαχείριση του μεγάλου αυτού ζητήματος, της βαριάς κληρονομιάς που άφησε η ελληνική δημοσιονομική κρίση στις τράπεζες, προκειμένου να απελευθερωθεί επιπλέον ρευστότητα στην πραγματική οικονομία. Είναι δε καθοριστική σημασίας το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να «απελευθερωθεί» το ταχύτερο δυνατό για να στηρίξει τη χρηματοδότηση της οικονομίας προκειμένου αυτή να αναπτυχθεί με τους ρυθμούς που χρειάζεται η Ελλάδα. 

Θετικά προς την αύξηση της διαθέσιμης ρευστότητας αναμένεται να λειτουργήσει, εάν προκύψει περιθώριο, η σταδιακή, επιπλέον, μείωση της φορολογίας μέσα στο 2020 – με πρώτες προτεραιότητες εάν προκύπτει επιπλέον χώρος τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, τη μείωση του φορολογικού συντελεστή στο 20% από 24% και περαιτέρω μείωση ασφαλιστικών εισφορών – αλλά και η «εξαφάνιση» των ληξιπρόθεσμων οφειλών του δημοσίου  προς την αγορά. Η μείωση τη φορολογίας και η εξασφάλιση πως όσα χρέη έχει το δημόσιο προς ιδιώτες αποπληρώνονται άμεσα και δε λιμνάζουν στερώντας πολύτιμη ρευστότητα από επιχειρήσεις, είναι δύο παράγοντες που μπορούν να υποστηρίξουν, μαζί με άλλες παρεμβάσεις, το αναπτυξιακό στοίχημα του 2020.  

επενδυτέςεπενδύσειςελληνική οικονομία