Οικονομία|21.12.2019 15:40

Σε πολεοδομική «καραντίνα» 10.000 οικισμοί, σε ομηρεία χιλιάδες ιδιοκτήτες

Μαρία Λιλιοπούλου

«Όμηροι» των ιδιοκτησιών τους εξαιτίας πράξεων της ∆ιοίκησης κινδυνεύουν να βρεθούν χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων σε περίπου 10.000 οικισµούς σε όλη την Ελλάδα, ύστερα από την απόφαση του Συµβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) σύµφωνα µε την οποία κατέπεσαν τα όρια οικισµών του Πηλίου. Πρακτικά, οι περιοχές αυτές κινδυνεύουν να βρεθούν πλέον εκτός -από εντός- σχεδίου, µε όλες τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, αφού οι επεκτάσεις των ορίων οικισµών κρίθηκαν αντισυνταγµατικές.

Ηδη οι ιδιοκτήτες ακινήτων σε οικισµούς της Μαγνησίας -είτε αυτές είναι κατοικίες είτε εξυπηρετούν επαγγελµατικές χρήσεις (ξενώνες κ.λπ.)- όχι µόνο δεν µπορούν να τις εκµεταλλευτούν σε επίπεδο αγοραπωλησιών, αλλά πλέον δεν µπορούν καν να τις συντηρήσουν, καθώς κάθε έκδοση οικοδοµικής άδειας έχει «παγώσει», ακόµα και αυτές που αφορούν σε επεµβάσεις για λόγους υγιεινής και ασφάλειας. Την ίδια στιγµή, καµία δικαιοπραξία επί αυτών των ακινήτων δεν µπορεί να γίνει -συµπεριλαµβανοµένων των µεταβιβάσεων-, µε την κτηµαταγορά να έχει νεκρώσει. Αντίστοιχη κατάσταση επικρατεί και σε αρκετούς οικισµούς του Νοµού Ρεθύµνου, καθώς παρεµφερής απόφαση είχε εκδοθεί πριν από περίπου τρία χρόνια, ενώ, σύµφωνα µε πληροφορίες, αντίστοιχες προσφυγές έχουν κατατεθεί και για περιπτώσεις πλείστων άλλων οικισµών σε όλη την επικράτεια, µεταξύ των οποίων και τα Ζαγοροχώρια. Ουσιαστικά, µε τις αποφάσεις αυτές δεν γίνονται δεκτές οι επεκτάσεις των οικισµών του θεσµικού πλαισίου ώστε να ληφθεί υπόψη η πρόσφατη νοµολογία του ΣτΕ που αφορά κυρίως την οριοθέτηση των οικισµών.

Αλλωστε, η απόφαση για το Πήλιο δεν είναι η µοναδική. Είχε προηγηθεί αντίστοιχη απόφαση η οποία επηρεάζει περίπου 65 οικισµούς του Ρεθύµνου. Στην περίπτωση αυτή, για δύο οικισµούς είχαν επανεγκριθεί πιλοτικά τα όρια µε απόφαση του τέως υπουργού Περιβάλλοντος, Γιώργου Σταθάκη, και χρηµατοδότηση της σχετικής µελέτης από επαγγελµατικούς φορείς της περιοχής. Ωστόσο η λύση αυτή δεν µπορεί να επεκταθεί και στους υπόλοιπους οικισµούς, καθώς από τις αποφάσεις προκύπτει πως, βάσει της νοµολογίας, ο επανακαθορισµός των ορίων δεν µπορεί να προχωρεί µε νοµοθετικές πράξεις. που έγιναν µετά το 1923 µε πράξεις της ∆ιοίκησης (αποφάσεις νοµαρχών, υπουργείων, δήµων κ.λπ.), µε αποτέλεσµα τα συγκεκριµένα οικόπεδα, που εντάσσονταν έως τώρα στην εντός σχεδίου δόµηση, πλέον να θεωρούνται εκτός σχεδίου. Κατά συνέπεια, οι συγκεκριµένες περιοχές έχουν εισέλθει σε µια «πολεοδοµική καραντίνα», αφού οι Πολεοδοµίες δεν προχωρούν στην έκδοση καµίας οικοδοµικής άδειας για οποιαδήποτε εργασία εάν αυτή αφορά οικόπεδο σε περιοχή εκτός του «παλαιού πυρήνα» των οικισµών, δηλαδή τα παλιά όρια των οικισµών προ του 1923. Πρακτικά δεν µπορεί να προχωρήσει καµία πράξη για κανένα από τα αµφισβητούµενα τµήµατα αυτών των οικισµών.

Αναζητείται λύση

Το ζήτηµα απασχολεί πολύ το υπουργείο Περιβάλλοντος, δεδοµένου ότι το σκεπτικό της απόφασης του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου είναι αρκετά γενικό, µε αποτέλεσµα να καλύπτει -εκτός των παραδοσιακών- επί της ουσίας το σύνολο των οικισµών µε πληθυσµό κάτω των 2.000 κατοίκων, ο αριθµός των οποίων (οικισµών) µπορεί να ξεπερνά και τους 10.000. Προκειµένου να λυθεί ο γόρδιος δεσµός που κρατά οµήρους χιλιάδες ιδιοκτήτες ακινήτων αλλά και επαγγελµατίες µηχανικούς και συµβολαιογράφους, στο υπουργείο συστάθηκε πριν από λίγες ηµέρες µια επιτροπή µε βασικό αντικείµενο την υποβολή προτάσεων για την τροποποίηση του θεσµικού πλαισίου που αφορά τους οικισµούς αυτών των προδιαγραφών. Στόχος είναι οι προτάσεις αυτές να έχουν υποβληθεί το συντοµότερο δυνατόν και σε κάθε περίπτωση έως τον Φεβρουάριο του 2020. Σύµφωνα µε τη σχετική απόφαση του υφυπουργού ∆ηµήτρη Οικονόµου, σκοπός της οµάδας εργασίας είναι η συµπλήρωση Η διαφορά µεταξύ των δύο αποφάσεων είναι ότι στην περίπτωση του Ρεθύµνου είχαν προσβληθεί µόνο οι διοικητικές πράξεις, ενώ στην περίπτωση του Πηλίου προσβάλλονται τα ευρύτερα όρια του οικισµού, µε αποτέλεσµα ουσιαστικά να αποτελεί απόφαση-πιλότο για το σύνολο των οικισµών προ του 1923.

Η πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ για το Πήλιο αλλά και οι επιπτώσεις της µελετώνται ήδη µε κάθε λεπτοµέρεια στο υπουργείο, ενώ την περασµένη εβδοµάδα πραγµατοποιήθηκε και ευρεία σύσκεψη παρουσία των τοπικών Αρχών και εκπροσώπων του τεχνικού κλάδου της Μαγνησίας. Σύµφωνα µε πληροφορίες, το υπουργείο εξετάζει τη δυνατότητα να δώσει λύσεις τουλάχιστον σε επίπεδο καθηµερινότητας. Και αυτό γιατί υπάρχουν εργασίες, όπως π.χ. αυτές της συντήρησης σε ακίνητα των οικισµών, οι οποίες και για λόγους ασφαλείας δεν µπορούν να περιµένουν τις µελέτες επανακαθορισµού των ορίων που θα διαρκέσουν τουλάχιστον µία διετία ή και πολύ περισσότερο, εφόσον πρέπει να προηγηθεί και η οριοθέτηση των ρεµάτων, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις πρόκειται και για καταλύµατα, στα οποία φιλοξενούνται πολλοί τουρίστες καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου.

Ετσι, εξετάζεται το ενδεχόµενο, εκµεταλλευόµενοι έναν παλαιότερο νόµο, να επιχειρήσουν να «ξεµπλοκάρουν» την έκδοση αδειών για επεµβάσεις µικρής κλίµακας και αναθεωρήσεις των αδειών επισκευής των κτισµάτων, ώστε να εξυπηρετηθεί η τοπική κοινωνία. Η νοµοθεσία φαίνεται ότι παρέχει τη δυνατότητα, σε περιπτώσεις που δεν έχει ανακληθεί η οικοδοµική άδεια και ως εκ τούτου τα κτίρια θεωρούνται νοµίµως υφιστάµενα, παροχής συγκεκριµένων «εργαλείων», µε τα οποία θα µπορέσουν να επιλυθούν τα άµεσα καθηµερινά προβλήµατα.

Ωστόσο ούτε κι αυτό -ακόµα και στην περίπτωση που επιτευχθεί- παρέχει µόνιµη λύση στο πρόβληµα, καθώς για να γίνει κάτι τέτοιο θα πρέπει να προηγηθεί η µελέτη επανακαθορισµού των ορίων των οικισµών. Ειδικά για την περίπτωση της Μαγνησίας, δεδοµένου ότι το µεγαλύτερο τµήµα των περιοχών που αφορά ανήκει σε δήµους, οι οποίοι δεν έχουν την απαραίτητη στελέχωση των τεχνικών υπηρεσιών, εξετάζεται η συνδροµή τους από τον ∆ήµο Βόλου.

Σε κάθε περίπτωση, η αντίστοιχη µελέτη εκτιµάται ότι θα διαρκέσει περίπου µία διετία και εάν δεν υπάρξουν κάποιες µεταβατικές διατάξεις η κατάσταση θα επιδεινωθεί, ενώ στο µεταξύ ίσως εκδοθούν και αντίστοιχες αποφάσεις για άλλου οικισµούς που είναι διάσπαρτοι στις περισσότερες περιοχές της χώρας. Γι’ αυτό το υπουργείο έχει ζητήσει από τις πολεοδοµικές υπηρεσίες της περιοχής την αποστολή των βασικών τους ερωτηµάτων προκειµένου να µπορέσει να προχωρήσει σύννοµα έστω όσες εργασίες αφορούν στην καθηµερινότητα. 

Στον αέρα κτίσµατα σε οικόπεδα µικρότερα από τέσσερα στρέµµατα

«Οι ιδιοκτήτες που έχουν χτίσει ή αγοράσει ακίνητα εντός των ορίων δεν είχαν πρόθεση να παρανοµήσουν, αλλά αντιθέτως στηρίχθηκαν σε αποφάσεις της ∆ιοίκησης. Εφόσον στην περίπτωση του Πηλίου η ∆ιοίκηση είχε ακολουθήσει λανθασµένη διαδικασία µε την οριοθέτηση µέσω αποφάσεων νοµάρχη, θα πρέπει να δοθεί µια σύννοµη µεν λύση, χωρίς όµως συνέπειες για τους ιδιοκτήτες που όλα αυτά τα χρόνια εµπιστεύτηκαν τη ∆ιοίκηση» επισηµαίνει στο «Εθνος» η πρόεδρος του Τεχνικού Επιµελητηρίου Μαγνησίας, Νάνσυ Καπούλα, προσθέτοντας ότι η συγκεκριµένη απόφαση επηρεάζει περίπου 80 οικισµούς στην περιοχή του Πηλίου, οι οποίοι ανήκουν στους ∆ήµους Βόλου (στις παρυφές του Πηλίου, όπως η Πορταριά και η Μακρινίτσα), Ζαγοράς-Μουρεσίου, Νοτίου Πηλίου και Ρήγα Φεραίου.

Σύµφωνα µε την κυρία Καπούλα, η συγκεκριµένη απόφαση γεννά σειρά προβληµάτων πέραν των προφανών, αφού εάν µετατραπούν σε εκτός σχεδίου, αυτό µε τη σειρά του θα δηµιουργήσει και ζητήµατα αρτιότητας και οικοδοµησιµότητας, καθώς υπάρχουν κτίσµατα που ανεγέρθηκαν σε οικόπεδα πολύ µικρότερα των 4 στρεµµάτων που απαιτούσε η εκτός σχεδίου δόµηση. Παράλληλα, σύµφωνα µε τον τεχνικό κλάδο, προκαλείται και ντόµινο προβληµάτων, καθώς, για παράδειγµα, στην περίπτωση τακτοποίησης αυθαίρετων κτισµάτων ή χρήσεων τα πρόστιµα στις εκτός σχεδίου περιοχές υπολογίζονται διαφορετικά, από τη στιγµή που οι τιµές ζώνης είναι χαµηλότερες από αυτές στις εντός σχεδίου περιοχές. Ετσι, το νέο ποσό υπολογισµού ενδέχεται σε κάποιες περιπτώσεις να είναι µικρότερο από αυτό που έχει ήδη πληρωθεί από τους ιδιοκτήτες. Ταυτόχρονα και οι προβλεπόµενοι έλεγχοι είναι ηπιότεροι, γεγονός που µακροπρόθεσµα µπορεί να αλλοιώσει το τοπίο της περιοχής, ειδικά στις περιπτώσεις παραδοσιακών οικισµών.

Επίσης, στις εκτός σχεδίου περιοχές διαφορετικός είναι και ο υπολογισµός του ΕΝΦΙΑ για τα συγκεκριµένα ακίνητα, µε ορατό το ενδεχόµενο να υπάρξουν και αναδροµικές αξιώσεις ιδιοκτητών κατά του ∆ηµοσίου. Ιδιαίτερα κρίσιµο θεωρείται και το γεγονός ότι εξαιτίας της συγκεκριµένης απόφασης, της ανασφάλειας επί των ιδιοκτησιών και του «παγώµατος» στην έκδοση οικοδοµικών αδειών, αλλά και του φρένου σε κάθε αγοραπωλησία και µεταβίβαση, σιγά σιγά ατονεί και το επενδυτικό ενδιαφέρον για την περιοχή, κάτι το οποίο µπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες για τις τοπικές κοινωνίες αλλά και την οικονοµία της χώρας.

Παράλληλα προβάλλει και ο κίνδυνος να τιναχθούν στον αέρα και οι δασικοί χάρτες που συντάσσονται και στηρίζονται στα όρια των υπό ανάκληση διοικητικών αποφάσεων του παρελθόντος. «Η αδυναµία ακόµα και συντήρησης των κτιρίων ύστερα από τις χειµερινές χιονοπτώσεις τα υποβαθµίζει σε τέτοιο βαθµό που τελικώς υποβαθµίζεται και το ίδιο το περιβάλλον, αλλά και ο χαρακτήρας της περιοχής. Αυτήν τη στιγµή τίποτα δεν µπορεί να προχωρήσει στο Πήλιο. Καθηµερινά δέχοµαι δεκάδες τηλεφωνήµατα από πολίτες, συµβολαιογράφους, µεσίτες. Το πρόβληµα είναι µείζον και πρέπει να δοθεί άµεσα µια λύση» καταλήγει η κυρία Καπούλα. 

ακίνηταΡέθυμνοΖαγοροχώρια