Οικονομία|05.01.2020 10:33

Λιαργκόβας: Πιστεύω πως θα έχουμε συμφωνία για τα πλεονάσματα το 2020

Ελευθερία Αρλαπάνου

Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας εκτιμά πως θα συνεχιστεί ο ενάρετος κύκλος στην οικονομία, ώστε προς το τέλος του 2020 ή στο πρώτο εξάμηνο του 2021 να κατακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα και έτσι να είναι δυνατή η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

1. Η Ελλάδα επιδιώκει σημαντική επιτάχυνση της ανάπτυξης στο 2,8% το 2020. Είστε αισιόδοξος πως κάτι τέτοιο θα είναι εφικτό σε περιβάλλον στασιμότητας στην ευρωζώνη και ενώ η χώρα παραμένει εκτός επενδυτικής βαθμίδας;

Η εκτίμηση της κυβέρνησης σχετικά με το 2,8% έχει λάβει υπόψη της την παρατήρησή σας σχετικά με την εμφανιζόμενη στασιμότητα στην ευρωζώνη αλλά και το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται εκτός επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η ενίσχυση της ανάπτυξης δεν μπορεί να προέλθει από το εξωτερικό, όπως συνέβαινε για παράδειγμα το 2018, όπου οι εξαγωγές είχαν σημειώσει αύξηση 8,7%. Ο καθοριστικός παράγοντας για την επίτευξη του ρυθμού ανάπτυξης 2,8%, είναι οι επενδύσεις. Η επίσημη πρόβλεψη είναι για αύξηση κατά 13,4%.

2. Ποιο θα ήταν το «κλειδί» για να σκαρφαλώσει η Ελλάδα στην επενδυτική βαθμίδα το 2020; Η γεωπολιτική ένταση στην περιοχή σε ποιο βαθμό εκτιμάτε ότι επηρεάζει την επενδυτική διάθεση, εάν την επηρεάζει;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η γεωπολιτική ένταση στην περιοχή επηρεάζει την επενδυτική διάθεση. Επομένως, η απάντησή μου θα σας δοθεί με βάση την υπόθεση εργασίας ότι τα διεθνή γεγονότα της περιοχής δεν επιδεινώνονται δραματικά. Σε αυτήν την περίπτωση «κλειδί» για να σκαρφαλώσουμε στην επενδυτική βαθμίδα είναι ο ρυθμός ανάπτυξης. Όσο μεγαλύτερος είναι τόσο μικρότερος καθίσταται ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ και τόσο ευνοϊκότερη για εμάς γίνεται η βιωσιμότητα του χρέους. Αν καταφέρουμε και ξεπεράσουμε την εκτίμηση του ρυθμού ανάπτυξης 2,8% αξιοποιώντας την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα (ANFAs και SMPs) της ΕΚΤ σε επενδύσεις, τότε η Ελλάδα θα έχει την ευκαιρία να σκαρφαλώσει στην επενδυτική βαθμίδα.

3. Επενδύσεις και μεταρρυθμίσεις είναι τα δύο μεγάλα ζητούμενα για την ελληνική οικονομία. Ποιες είναι οι μεταρρυθμίσεις, πρώτης γραμμής, που πρέπει να «τρέξουν» άμεσα;

Προϋπόθεση για τις επενδύσεις είναι οι μεταρρυθμίσεις. Παντού πρέπει να γίνονται μεταρρυθμίσεις έτσι ώστε να διευκολύνεται η λειτουργία της οικονομίας και των πολιτών. Στον παρελθόν οι μεταρρυθμίσεις επικεντρώθηκαν κυρίως στην αγορά εργασίας και στη δημοσιονομική διαχείριση. Σήμερα, θεωρώ ότι η προτεραιότητα πρέπει να είναι σε τρεις τομείς: στο κράτος, στη δικαιοσύνη και στην εκπαίδευση. Το κράτος πρέπει να ενσωματώσει τις νέες τεχνολογίες, να μειώσει τη γραφειοκρατία και να γίνει φιλικό απέναντι στους πολίτες και τους επιχειρηματίες. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία ή προτελευταία θέση αναφορικά με τον χρόνο απονομής δικαιοσύνης. Η πολυνομία και κακονομία αποθαρρύνουν υποψήφιους επενδυτές. Όσο για την εκπαίδευση, εμείς εδώ συζητούμε για το άσυλο αντί να δούμε πώς μπορούμε να συνδέσουμε την εκπαίδευση με την αγορά εργασίας και γενικότερα με τον παραγωγικό τομέα, εκμεταλλευόμενοι το τρίγωνο γνώσης (εκπαίδευση-έρευνα-καινοτομία). Άλλες χώρες έχουν πανεπιστήμια, μέσα στα οποία λειτουργούν γραφεία εταιρειών που προσλαμβάνουν κατ' ευθείαν εκείνους που κρίνουν ότι χρειάζονται.

4. Θα προλάβουμε αυτή τη φορά το νέο κύμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ; Το έχουμε πραγματικά ανάγκη;

Θα ξεκινήσω από το δεύτερο ερώτημά σας. Στις σημερινές συνθήκες των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων, το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης θα ήταν χρήσιμο αλλά όχι πραγματικά αναγκαίο. Δεν είναι δηλαδή αυτοσκοπός. Αυτό που πρέπει να επιδιώκουμε είναι να επιστρέψουμε πλήρως στην κανονικότητα, δηλαδή να βγούμε από την διαδικασία ενισχυμένης εποπτείας της ΕΕ το συντομότερο δυνατό και αμέσως μετά να επιστρέψουμε στην επενδυτική βαθμίδα των οίκων αξιολόγησης. Έχει ήδη ξεκινήσει ένας ενάρετος κύκλος. Εκτιμώ ότι θα συνεχιστεί ώστε προς το τέλος του 2020 ή στο πρώτο εξάμηνο του 2021 να αναβαθμιστούμε στην επενδυτική βαθμίδα και έτσι να είναι δυνατή η ένταξη της χώρας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

5. Υπό ποιες προϋποθέσεις θα συναινούσε το Eurogroup στη χαλάρωση των στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα στη χώρα μας. Ελπίζετε σε μια πολιτική συμφωνία το 2020;

Είμαι πεπεισμένος ότι το 2020 θα υπάρξει συμφωνία στο Eurogroup για την χαλάρωση των στόχων των πρωτογενών πλεονασμάτων. Αυτό που περιμένουν να δουν οι Ευρωπαίοι εταίροι από την Ελλάδα είναι η ενίσχυση της αξιοπιστίας στην οικονομική πολιτική. Δύο είναι οι πυλώνες που ουσιαστικά βοηθούν σε αυτήν την κατεύθυνση. Ο ένας είναι η συνέχιση της δημοσιονομικής ισορροπίας με την επίτευξη των στόχων για τα δημόσια έσοδα και τα πρωτογενή πλεονάσματα. Ο δεύτερος αφορά την συνέχιση των μεταρρυθμίσεων.  Η μέχρι τώρα πορεία των δύο αυτών πυλώνων είναι θετική. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αλλά και το ΔΝΤ το αποτύπωσαν αυτό στις τελευταίες τους εκθέσεις. Είναι θέμα χρόνου να πειστούν οι υπουργοί οικονομικών της Ευρωζώνης και να δώσουν το πράσινο φως για την μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2021.

6. Πως θα αποφύγει η ευρωπαϊκή οικονομία την ύφεση και πως θα ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα της, γρήγορα, για να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τους μεγάλους της ανταγωνιστές, διεθνώς;

Αυτό που παρατηρούμε σήμερα στην Ευρώπη είναι ότι η συνολική ζήτηση είναι επίμονα υποτονική, ότι τα σύννεφα του αποπληθωρισμού απλώνονται παντού και ότι τα επιτόκια μηδενίζονται ή σε πολλές περιπτώσεις γίνονται αρνητικά. Σε έναν τέτοιο κόσμο μηδενικών επιτοκίων, η νομισματική πολιτική δεν μπορεί να είναι ισχυρή. Αποκτά μεγαλύτερη σημασία η δημοσιονομική πολιτική. Όχι βέβαια αυτή η φιλο-κυκλική δημοσιονομική πολιτική που γνωρίσαμε τα τελευταία χρόνια. Μια καλά σχεδιασμένη επεκτατική δημοσιονομική πολιτική μπορεί να συμβάλει στη βελτίωση των οικονομικών αποτελεσμάτων με τρεις τρόπους. Πρώτον, μπορεί να ενισχύσει τη δυνητική ανάπτυξη με πολυετή  επενδυτικά πακέτα που αυξάνουν την παραγωγικότητα.  Δεύτερον, μπορεί να βοηθήσει τη νομισματική πολιτική να γίνει πιο αποτελεσματική με την αύξηση της προσφοράς των κρατικών ομολόγων και την αύξηση του πραγματικού επιτοκίου. Τρίτον, μπορεί να συμβάλει στη μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο το μεταρρυθμιστικό έργο των κυβερνήσεων.

ελληνική οικονομίαΠαναγιώτης Λιαργκόβας