Οικονομία | 05.01.2020 10:34

Βέττας: Μονόδρομος η στροφή σε ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης

Ελευθερία Αρλαπάνου

Δεν έχουμε την πολυτέλεια της αμεριμνησίας, εκτιμά ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Νίκος Βέττας, αναλύοντας τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όπως επισημαίνει είναι μονόδρομος η  στροφή σε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, που θα ενθαρρύνει συστηματικά την επένδυση σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο και θα καθιστά τη χώρα καινοτόμο διεθνώς σε μια σειρά από υπηρεσίες και προϊόντα. 

1. Η κυβέρνηση μειώνει τους φόρους, η κριτική που ασκείται όμως είναι ότι λίγα είναι όσα γίνονται για τη μεσαία τάξη. Yπάρχουν περιθώρια για μεγαλύτερες ελαφρύνσεις εκεί;

Η πολιτική της στοχευμένης και σταδιακής μείωσης φόρων είναι στη σωστή κατεύθυνση, καθώς πολλοί φορολογικοί συντελεστές είναι υπερβολικά υψηλοί ενώ υπάρχει και δημοσιονομικό περιθώριο. Όμως, το περιθώριο αυτό έχει σαφή όρια και, αντίστοιχα, οι μειώσεις δεν μπορεί να είναι γενικευμένες, τουλάχιστον μέχρι να αποδώσει και ένας εξορθολογισμός των δημόσιων δαπανών. Δεδομένων των ορίων, είναι κρίσιμης σημασίας οι μεταβολές στο φορολογικό σύστημα να υποστηρίξουν την επιτάχυνση των ρυθμών ανάπτυξης της οικονομίας μεσοπρόθεσμα και τη στροφή του παραγωγικού της υποδείγματος. Σήμερα, η αμοιβή της εργασίας και της επιχειρηματικότητας είναι συστηματικά χαμηλή, ενώ τα φορολογικά βάρη μοιράζονται σε λίγους, με τρόπο άδικο και αναποτελεσματικό. Αναφορικά με τη μεσαία τάξη, σε αυτή γενικά ανήκουν όσοι δηλώνουν  εισοδήματα πάνω από τα χαμηλά, αλλά και όσοι δηλώνουν ελάχιστα εισοδήματα κινούμενοι συστηματικά στην παραοικονομία και όσοι μπορεί να έχουν ελάχιστα εισοδήματα αλλά έχουν σημαντική περιουσία. Οι πρόσφατες αλλαγές ευνόησαν σχετικά τα χαμηλά εισοδήματα και τους αυτοαπασχολούμενους, αλλά όσοι δηλώνουν ικανοποιητικά ακαθάριστα εισοδήματα επιβαρύνονται υπερβολικά. Αν δεν υπάρξει εξορθολογισμός της κλίμακας, αυτοί θα γίνονται σταδιακά όλο και λιγότεροι. Κεντρικό ζητούμενο της αναπτυξιακής πορείας τα επόμενα χρόνια πρέπει να είναι να αυξάνονται τα νοικοκυριά που έχουν ικανοποιητικά εισοδήματα και να μειώνονται όσα έχουν χαμηλά.

2. Θα μπορούσαμε να δούμε μεγαλύτερο ρυθμό ανάπτυξης το 2020 σε σχέση με την κυβερνητική πρόβλεψη; Το ΙΟΒΕ είναι πιο συντηρητικό στις εκτιμήσεις του.  Γιατί;

Άλλες χώρες που βγήκαν από προγράμματα προσαρμογής πέτυχαν αρχικά πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης καλύπτοντας πιο γρήγορα την απόσταση που έχασαν. Η ελληνική οικονομία είναι όμως ακόμη ασθενής σε σημαντικές πλευρές. Πλέον, ο ρυθμός ανάπτυξής της επιταχύνεται από κάτω του 2% σε πάνω από αυτό. Για να επιτευχθούν όμως ρυθμοί κοντά στο 3% μεσοπρόθεσμα, πρέπει να ενισχυθεί η παραγωγική βάση. Μια σημαντική αύξηση κατανάλωσης, σήμερα οδηγείται σε διαρροή στο εξωτερικό ως εισαγωγές, ενώ οι επενδύσεις κυμαίνονται συνολικά σε χαμηλά επίπεδα. Η δυναμική είναι θετική, το οικονομικό κλίμα έχει βελτιωθεί πολύ, το κόστος χρηματοδότησης μειώνεται, η τραπεζική λειτουργία επανέρχεται σε κανονικότητα, όμως για να έχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε βάθος κάποιων ετών, και όχι οπισθοδρόμηση, θα πρέπει να ενισχυθεί η βάση της εργασίας και κεφαλαίου στη χώρα που είναι πολύ χαμηλά όπως και η παραγωγικότητα.

3. Ποια χαρακτηριστικά θα έπρεπε να έχει μια  νέα μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού για να δοθεί θετικό, ισχυρό, σήμα στις αγορές;

Παρά τις μειώσεις στις συντάξεις και τις αυξήσεις σε εισφορές, την τελευταία δεκαετία, αλλά και θετικά διαρθρωτικά μέτρα, όπως η ενοποίηση των ταμείων, το ασφαλιστικό μας σύστημα λειτουργεί ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη, πολύ περισσότερο από ό,τι σε όποια άλλη ευρωπαική χώρα. Ο συνδυασμός υψηλών εισφορών και χαμηλής αναλογικότητας, επιβαρύνει υπέρμετρα εργαζόμενους και επιχειρήσεις, ειδικότερα σε συνδυασμό με την κλίμακα φορολογίας του εισοδήματος από εργασία. Απαιτείται εκσυγχρονισμός του συστήματος, ώστε να δοθούν ουσιαστικοί βαθμοί ελευθερίας στα νοικοκυριά, για το επίπεδο των εισφορών τους και για τη διαχείρισή τους. Πολλές φορές μιλάμε για το ασφαλιστικό σαν να αφορά μόνο τους σημερινούς συνταξιούχους, αφορά όμως εξίσου τους εργαζόμενους, ιδίως τους νέους, και την ενίσχυση της αποταμίευσης των νοικοκυριών. Από κοινού, οι αλλαγές στο φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα πρέπει να επιβραβεύουν την εργασία, κυρίως τη μισθωτή, και να αποθαρρύνουν τη ροπή στην παραοικονομία.

4. Εάν ήσασταν επενδυτής, θα επενδύατε σήμερα στην Ελλάδα σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα;  Ποιος θα ήταν ο μεγαλύτερος προβληματισμός σας;

Η χώρα έχει ιδιαίτερα ελκυστικά χαρακτηριστικά, που κυρίως βασίζονται στη γεωγραφία και στην ιστορία της. Μέσα από τρία προγράμματα, έχει εξισορροπήσει τα κύρια ελλείματά της. Μπορεί σταδιακά να μετατραπεί σε περιφερειακό κόμβο για υπηρεσίες και προϊόντα υψηλής ποιότητας, με βάση την καινοτομία και το ανθρώπινο κεφάλαιο. Εξακολουθεί όμως να λειτουργεί ως ένα κλειστό σύστημα, όσον αφορά τη δημόσια διοίκηση, τις αγορές της, την εκπαίδευση και τη δικαιοσύνη, όταν χρειάζεται ακριβώς το αντίθετο. Ο προβληματισμός μου είναι εάν θα επικρατήσουν δυνάμεις που θα οδηγήσουν σταδιακά την οικονομία αλλά και τη χώρα να είναι περισσότερο ανοικτή, ώστε να διαρθρώνεται αποτελεσματικά και με τις τεχνολογικές εξελίξεις, ή δυνάμεις που η καθεμία για τους δικούς της λόγους προτιμά τα παροδικά οφέλη που έχει απόν την κλειστή λειτουργεία παρά το ότι αυτό υπονομεύει τελικά τις προοπτικές.

5. Μιλάμε για ανάγκη επιτάχυνσης της ανάπτυξης αλλά λίγα λέμε για το πώς θα κατακτήσουμε ένα νέο, πιο ανταγωνιστικό, αναπτυξιακό μοντέλο ώστε να αποφύγουμε λάθη του παρελθόντος…

Μια χώρα που πτώχευσε, έστω και συγκροτημένα, πέρασε μια δραματική δεκαετία, και ακόμη έχει το υψηλότερο χρέος στην Ευρώπη, το χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων και την υψηλότερη ανεργία, δεν έχει την πολυτέλεια της αμεριμνησίας.  Η στροφή σε ένα νέο υπόδειγμα ανάπτυξης, που θα ενθαρρύνει συστηματικά την επένδυση σε φυσικό και ανθρώπινο κεφάλαιο και θα καθιστά τη χώρα καινοτόμο διεθνώς σε μια σειρά από υπηρεσίες και προϊόντα είναι μονόδρομος. Αυτό θα έπρεπε όχι μόνο να είναι το κέντρο του δημόσιου διαλόγου αλλά και η κατεύθυνση όλων των πολιτικών και της κοινωνικής συναίνεσης.

6. Σε ορίζοντα 12 – 18 μηνών, εάν δεν επιδεινωθεί η οικονομική κατάσταση στην ευρωζώνη, θα έχουμε απομακρυνθεί από τον κίνδυνο διολίσθησης της οικονομίας σε στασιμότητα;

Με τα σημερινά δεδομένα, οι ρυθμοί μεγέθυνσης τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι υψηλότεροι από ό,τι στα δυο προηγούμενα. Αυτό όμως από μόνο του δεν αρκεί. Για να μην επικρατήσουν τελικά δομικά χαρακτηριστικά που θα οδηγήσουν σε οπισθοδρόμηση θα χρειαστεί ουσιαστική μεταρρυθμιστική δυναμική που θα εκσυγχρονίζει σταδιακά τη δημόσια διοίκηση, την εκπαίδευση και το σύστημα δικαιοσύνης, θα απελευθερώνει τις αγορές. Σε αυτή την περίπτωση, αλλά μόνο τότε, η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί σημαντικά και η οικονομία θα μπορεί να κινείται με ασφάλεια σε σταθερό έδαφος.

ΙΟΒΕ