Οικονομία|10.02.2020 15:25

Οι προκλήσεις της κτηματαγοράς για το 2020

Θεμιστοκλής-Ανδρέας Μπάκας

Το 2019 μπορεί να θεωρηθεί εύλογα η χρονιά του real estate για την ελληνική οικονομία, αλλά το 2020 θα αποτελέσει μια χρονιά γεμάτη προκλήσεις που θα καθορίσουν την πορεία της άλλοτε ατμομηχανής της ανάπτυξης. Η εγχώρια κτηματαγορά βρέθηκε για 10 χρόνια στην εντατική της οικονομικής κρίσης με μειώσεις που άγγιξαν το 42,4% ( τιμές πώλησης) συνολικά κατά το διάστημα από το τρίτο τρίμηνο του 2008 μέχρι και το αντίστοιχο τρίμηνο του 2017, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι μειώσεις άγγιξαν ακόμη και το 60%. 

Η εικόνα πλέον αλλάζει, ειδικότερα, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΤτΕ, οι τιμές το πρώτο τρίμηνο του 2019 αυξήθηκαν κατά 5,3% σε ετήσια βάση, το δεύτερο τρίμηνο η άνοδος άγγιξε το 7,7% και το τρίτο τρίμηνο αυξήθηκαν κατά 9,1%, κατά μέσο όρο η αύξηση στις τιμές των ακινήτων το 2019 άγγιξαν το 7,4%. Συνολικά το 2018 η μέση άνοδος δεν είχε ξεπεράσει το 1,8%.

Πέραν της Αττικής, όπου η μεγάλη ζήτηση από το εξωτερικό έχει πυροδοτήσει ένα ράλι τιμών, αυξήσεις καταγράφηκαν και στη Θεσσαλονίκη, όπου η αύξηση άγγιξε το 8,5%, ενώ στις άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, η άνοδος των τιμών διαμορφώθηκε στο 6,9%. Αυξητικές τάσεις καταγράφηκαν και στα επαγγελματικά ακίνητα, αυξημένες κατά 10% σε ετήσια βάση ήταν οι τιμές πώλησης εμπορικών καταστημάτων με το πέρας του φετινού πρώτου εξαμήνου, ενώ άνοδο της τάξεως του 6,4% σημείωσαν οι τιμές πώλησης των κτιρίων γραφείων σύγχρονων προδιαγραφών.

Οι αγοραπωλησίες των ακινήτων το 2019 παρουσίασαν μια μικρή μείωση σε σχέση με το 2018, 26.000 αγοραπωλησίες και 26.769 αντίστοιχα, βάση του Μητρώου Αξιών Μεταβιβάσεων Ακινήτων. Η ελαφρά μείωση οφείλεται κατά μεγάλο ποσοστό, στη στάση αναμονής των επενδυτών για τη νομοθέτηση των εξαγγελιών της κυβέρνησης αναφορικά με τις φοροελαφρύνσεις στην ακίνητη περιουσία, όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ, η αναστολή του ΦΠΑ 24% για τα νεόδμητα και η έκπτωση φόρου για ανακαινίσεις.

Το κλίµα πλέον προκαλεί αισιοδοξία και δημιουργεί προσδοκίες για κάτι καλύτερο, ιδιαίτερα μετά τα νέα αναπτυξιακά κίνητρα που νομοθετήθηκαν εντός του 2019 και ισχύουν πλέον από τις αρχές του 2020. Σίγουρα δημιουργούνται εύλογα ερωτήματα που αφορούν τη πορεία της κτηματαγοράς, όπως:

  • Το 2020 θα αποτελέσει μια χρονιά σταθερότητας στις τιμές των ακινήτων;
  • Θα συνεχιστεί το ράλι αυξήσεων στις τιμές πώλησης και ενοικίασης;
  • Θα αυξηθούν οι αγοραπωλησίες σε σχέση με το 2019;
  • Βρισκόμαστε στην αρχή μιας «φούσκας» στιγμιαίας που γρήγορα θα αντιστρέψει το κλίμα αισιοδοξίας;

Το 2020, αποτελεί μια χρονιά προκλήσεων για την κτηματαγορά και η πορεία της θα καθοριστεί από πολλούς παράγοντες, όπως:

  1. Πλειστηριασμοί: Το 2019  οι πλειστηριασμοί κινήθηκαν σε επίπεδα ρεκόρ,  σύμφωνα με τα στοιχεία της Axia Research το τελευταίο τρίμηνο του 2019 ανήλθαν στους 6.422 ενώ για το σύνολο του έτους έφτασαν τους 18.421. Οι πλειστηριασμοί που ήταν προγραμματισμένοι έφτασαν τους 29.107 καταγράφοντας άνοδο της τάξης του 30% σε σχέση με τα επίπεδα του 2018. Για το 2020 έχουν δρομολογηθεί έως τώρα 4.126, με τη λίστα να μεγαλώνει συνεχώς. Παράλληλα όμως, το ποσοστό των πλειστηριασμών που καταλήγουν γόνιμοι δεν ξεπερνά το 40% κατά μέσον όρο , ενώ τα περισσότερα ακίνητα περνούν τελικά στις ίδιες τις τράπεζες. Βασική αιτία είναι κυρίως το ότι ο τρόπος που έχει στηθεί η πλατφόρμα αν και η διαδικασία είναι διαφανής,  δεν μπορεί να προκαλέσει τη ζήτηση ακόμα και από αλλοδαπούς δυνητικούς ενδιαφερόμενους που ήταν ο αρχικό στόχος, καθώς η πλατφόρμα προσφέρει ελάχιστη ουσιαστική πληροφόρηση για το είδος του ακινήτου που πλειστηριάζεται και η αρχική τιμή σε πολλές περιπτώσεις είναι υψηλότερη από την ελεύθερη αγορά. Ενώ, όσον αφορά τους εγχώριους ενδιαφερόμενους, θα πρέπει να έχουν εξασφαλίσει σημαντική ρευστότητα που για τα σημερινά δεδομένα είναι κάτι δύσκολο. Να σημειωθεί ότι τα ακίνητα που μεταβιβάζονται μέσω πλειστηριασμού έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις πλήθος πολεοδομικών εκκρεμοτήτων και η τράπεζα θα πρέπει να το «τακτοποιήσει» πριν μπορέσει να το μεταβιβάσει. 
  2. Funds - Χαρτοφυλάκια Ακινήτων :  22.300 ακίνητα περιλαμβάνονται στα χαρτοφυλάκια κόκκινων δανείων που πωλήθηκαν ή πρόκειται να πωληθούν από τις Τράπεζες τους επόμενους μήνες σε επενδυτικά funds, τα οποία  αναμένεται να διατεθούν στην αγορά τα επόμενα χρόνια, είτε μέσω απευθείας πωλήσεων είτε πλειστηριασμών, με ότι αυτό συνεπάγεται για την πορεία των τιμών.  Μεγάλο μέρος των ακινήτων (περίπου το 40%) αφορά σε κατοικίες, ένα μέρος αφορά σε επαγγελματικά ακίνητα, ενώ στο πακέτο υπάρχουν και δεκάδες ξενοδοχειακά ακίνητα. Ο μεγαλύτερος όγκος των ακινήτων βρίσκεται στην Αθήνα. Καθοριστικό παράγοντα θα αποτελέσει ο τρόπος και η συχνότητα που θα διοχετευτούν στην αγορά καθώς και οι τιμές πώλησης. Σύμφωνα με πληροφορίες, μετά την τιτλοποίηση των χαρτοφυλακίων τους, οι συστημικές τράπεζες θα προχωρήσουν σε πώληση μεγάλων χαρτοφυλακίων κόκκινων στεγαστικών δανείων.  Αρχικά για το 2020, το ύψος του χαρτοφυλακίου  θα ξεπεράσει τα 3,9 δισ. ευρώ από δυο συστημικές τράπεζες, ενώ το 2021 μόνον μια συστημική τράπεζα , αναμένεται  να μπει στον χορό των τιτπλοιήσεων, με την τιτλοποίηση ενός μεγάλου πακέτου στεγαστικών δανείων που ενδέχεται να ξεπεράσει τα 3 δισ. ευρώ. 
  3. Χορήγηση στεγαστικών δανείων : Ανασταλτικός παράγοντας η υψηλή ιδία συμμετοχή του δανειολήπτη. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ενδιαφερόμενων, ενώ πληρούν τις προδιαγραφές δανειοδότησης, δεν έχουν καταφέρει εν μέσω οικονομικής κρίσης 10 ετών να αποταμιεύσουν την ιδία συμμετοχή που σε πολλές περιπτώσεις αγγίζει και το 30%-40%.  Αν ισχυροποιηθεί το τραπεζικό σύστημα και χορηγηθούν στεγαστικά δάνεια  ή τα τραπεζικά ιδρύματα οικειοποιηθούν νέα χρηματοδοτικά εργαλεία (leasing ακινήτων για ιδιώτες για την ιδία συμμετοχή) , ιδιαίτερα τη δεδομένη στιγμή λόγω της ραγδαίας αύξησης των ενοικίων,  που αν ο ενδιαφερόμενος διαθέτει το 25 % της αξίας αγοράς του ακινήτου ως ιδία συμμετοχή, η δόση του δανείου για διάρκεια 30 ετών αγγίζει το 50% του μηναίου μισθώματος, η κτηματαγορά θα αποτελέσει το σημαντικότερο πυλώνα ανάπτυξης. Οι συνολικές νέες εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων εκτιμάται ότι το 2019 ξεπέρασαν τα 400 εκατ. ευρώ. Τα μεγέθη αυτά απέχουν κατά πολύ από την «χρυσή» εποχή της στεγαστικής πίστης που κορυφώθηκε το 2007 με συνολικές εκταμιεύσεις που ξεπέρασαν σε ετήσια βάση τα 16 δισ. ευρώ. Το μέσο στεγαστικό δάνειο των νέων εκταμιεύσεων κινήθηκε μεταξύ 60.000 και 65.000 ευρώ. Οι Έλληνες, σε αντίθεση με το παρελθόν αγοράζουν σπίτια 15-20 ετών, μέσης αξίας 110.000-120.000 ευρώ. Το 75% των νέων στεγαστικών αφορά ιδιόχρηση και σε ποσοστό 25% επί των νέων εκταμιεύσεων έγινε από δανειολήπτες που δανείσθηκαν για πρώτη φορά, με στόχο τη χρήση του ακινήτου ως πρώτη κατοικία. Η ίδια συμμετοχή κινήθηκε σε ποσοστό 50%-55%.
  4. Επενδυτικές ευκαιρίες – Γρήγορες αποδόσεις : Αποδόσεις ακόμη και 30%-40% σε 3-4χρόνια  για όσους επένδυσαν στην κτηματαγορά του κέντρου των Αθηνών στα τέλη του 2015. Στην αλλαγή του κλίματος συνέβαλε το γεγονός πως οι τιμές των ακινήτων κατά την περίοδο της κρίσης διολίσθησαν σημαντικά, με αποτέλεσμα να αποτελούν «χρυσή» επένδυση για ξένα funds, αλλοδαπούς που επιθυμούσαν κατοικία στην Ελλάδα, αλλά και Έλληνες, που έχουν τη δυνατότητα να επενδύσουν. Οι επενδυτές στράφηκαν κατ΄αρχήν στα παλιά, μικρά διαμερίσματα στο κέντρο κυρίως της Αθήνας, με συνέπεια να αποτελούν, πλέον, είδος προς εξαφάνιση. Αξίζει να σημειωθεί πως η μέση τιμής πώλησης παλιών ακινήτων που διατέθηκαν στις αρχές του 2016-2017 ήταν στα 600 €/τμ, ενώ όταν επρόκειτο για αυτοτελή κτίρια, το κόστος αγοράς ήταν μειωμένο ακόμη και κατά 100€/τμ . Η Αθήνα μπήκε στο στόχαστρο των επενδυτών λόγω των προσφερόμενων χαμηλών τιμών και διαβλέποντας, παράλληλα την κινητικότητα που καταγράφεται λόγω του συνεχώς αυξανόμενου τουρισμού, αποφάσισαν να αδράξουν την ευκαιρία και να τοποθετηθούν σε αυτή. Το μεγαλύτερο ποσοστό των ακινήτων που αγοράστηκαν ιδιαίτερα έως τα τέλη του 2018, ανακαινίστηκαν και εγγράφτηκαν σε πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης ή μεταπουλήθηκαν σε επενδυτές που επιθυμούσαν τη χορήγηση «χρυσής βίζας» αλλά ταυτόχρονα να έχουν εισοδήματα από το ακίνητό τους το διάστημα που δεν διαμένουν. Σημαντικά είναι τα ποσοστά αύξησης των αγοραπωλησιών ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας και ιδιαίτερα το 2015 που καταγράφηκε η πρώτη αύξηση της τάξεως + 46,8% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά, με τις αγοραπωλησίες να αγγίζουν τις 1.981 , 2.516 το 2016 , 2.696 το 2017, 5.808 το 2018 και 5.303 το 2019. Η απόκλιση των τιμών πώλησης για το χρονικό διάστημα 2007 - 2019 αγγίζει το -29,33%, η συγκεκριμένη απόκλιση σημαίνει ότι η κτηματαγορά στη χώρα μας έχει ακόμη περιθώρια αυξήσεων αλλά με μικρότερους ρυθμούς, αρκεί να διατηρηθεί αμείωτο το επενδυτικό ενδιαφέρον και ταυτόχρονα οι απαιτήσεις των ιδιοκτητών επιτρέπουν να δημιουργούνται επενδυτικές ευκαιρίες. Η επιλεκτική πληροφόρηση από τη πλευρά των ιδιοκτητών καθώς και η λογική να καλύψουμε τη «χασούρα» των 10 ετών άμεσα,  εκμεταλλευόμενοι τη στιγμιαία αυξημένη ζήτηση που καταγράφεται σήμερα, έχει αρχίσει να επηρεάζει αρνητικά πολλές περιοχές του κέντρου.  Περιοχές που μπορούν  να αλλάξουν τη σημερινή τους εικόνα και να επιστρέψουν στην αίγλη του παρελθόντος, τείνουν να βρεθούν και πάλι στα αζήτητα. 
  5. Ο ρυθμός αύξησης των τιμών πώλησης: Μπορεί οι τάσεις να είναι αυξητικές και οι τιμές να καταγράφουν εντυπωσιακές αυξήσεις επί της %, αλλά το πλήθος των αγοραπωλησιών πλέον  δεν θυμίζουν σε τίποτα την εποχή προ οικονομικής κρίσης, 215.148  αγοραπωλησίες το 2005, 172.897 το 2006, 167.699 το 2007, 157.978 το 2008, 136.967 το 2009 και 117.948 το 2010. Για να μπορέσουν οι τιμές πώλησης να συνεχίσουν την αυξητικής τους τάση σε εθνικό επίπεδο και να διατηρηθούν, θα πρέπει να υπάρχουν αναπτυξιακά μέτρα που θα ενδυναμώσουν τα εισοδήματα της μεσαίας τάξης που παραδοσιακά αποτελεί και τον βασικό αγοραστή κατοικίας με στόχο τη στέγαση. Σύμφωνα με στοιχεία του ΕΦΚΑ για το 2018, οι μέσες μηνιαίες μεικτές αποδοχές διαμορφώθηκαν σε 921,53€, καταγράφοντας πτώση της τάξεως του 0,3% σε σχέση με το 2017, ενώ τον Απρίλιο του 2019 λόγω αναπροσαρμογής των κατώτατων αποδοχών το μέσο ημερομίσθιο στις κοινές επιχειρήσεις αυξήθηκε κατά 3,46%. Το 2020 θα καταγράψουμε στιγμιαία αυξητικές τάσεις που ο μεγαλύτερος αριθμός συναλλαγών  θα προέρχεται  κυρίως από επενδυτές που θα επενδύσουν σε ακίνητα με στόχο την άμεση ανακαίνιση και την μακροχρόνια – συμβατή  μίσθωση. Οι επενδυτές γνωρίζουν ότι η αναζήτηση κατοικίας προς μίσθωση στην Ελλάδα έχει ενταθεί τα τελευταία 2 χρόνια και οι τιμές μίσθωσης σε περιοχές του κέντρου της Αθήνας έχουν καταγράψει αυξήσεις ακόμη και 30%. Σκεπτόμενοι τα παραπάνω δεδομένα, θα επενδύουν στην αγορά κατοικίας με στόχο το μηνιαίο εισόδημα. Μη ξεχνάμε ότι, αν κάποιος αλλοδαπός επενδυτής έχει αποταμιεύσεις σε τράπεζες του εξωτερικού πολλές φορές αντί να έχει αποδόσεις από τον καταθετικό του λογαριασμό (δλδ κάποιο επιτόκιο) , πληρώνει ετήσια έξοδα για την τήρηση του τραπεζικού λογαριασμού. Παράλληλα, πολλές φορές το αποταμιευμένο κεφάλαιο που διαθέτει για επένδυση, σε πολλές χώρες της Δυτικής Ευρώπης, στην Αμερική και στην Αυστραλία δεν επαρκεί για αγορά κατοικίας. Σε αντίθεση με την Ελλάδα που με την αγορά κατοικίας σε περιοχές του κέντρου (δυάρι, γκαρσονιέρα) έως 50.000 € μπορεί να αποκτήσει μηνιαίο εισόδημα ακόμη και 300€-400€, απόδοση καθόλου ευκαταφρόνητη σε σχέση με το επενδυμένο κεφάλαιο και τα δεδομένα στις χώρες που διαμένουν. 
  6. Ο ρυθμός αύξησης των μισθωμάτων: Οι τιμές μίσθωσης έχουν καταγράψει εντυπωσιακές αυξήσεις, η μεταβολή των τιμών μίσθωσης για το χρονικό διάστημα 2007 - 2019 αγγίζει το +6,5% , ενώ σε πολλές περιοχές των Αθηνών η αύξηση των τιμών μίσθωσης άγγιξαν και το 30%. Η ζήτηση για κάλυψη της στεγαστικής ανάγκης έχει συσσωρευτεί όλα αυτά τα χρόνια, κάθε χρόνο 15.000 έως 20.000 άνθρωποι – οικογένειες αναζητούν κατοικία. Ορισμένοι από αυτούς προ κρίσης επέλεγαν την αγορά ακινήτου, πλέον με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορούν να προβούν σ΄αυτή την επιλογή αν και η εποχή είναι κατάλληλη αν σκεφτούμε τη συνάρτηση δόση δανείου - μηνιαίο μίσθωμα. Μέσα σε 10 χρόνια η ζήτηση άγγιξε τις 150.000 – 200.000 κατοικίες, σε μια περίοδο που η οικοδομική δραστηριότητα – η ανέγερση νέων πολυκατοικιών ήταν ανύπαρκτη. Παράλληλα, εμφανίστηκε το φαινόμενο βραχυχρόνιας μίσθωσης που ιδιαίτερα τα τελευταία 3 χρόνια απορρόφησε από την κτηματαγορά πανελλαδικά περισσότερα από 60.000 ακίνητα και συγκεκριμένα στο Νομό Αττικής περισσότερα από 12.000 συμβάλλοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αύξηση των ενοικίων. Ο ρυθμός αύξησης των μισθωμάτων θα συνεχιστεί και το 2020 σε μικρότερα επίπεδα, ήδη βρισκόμαστε σε πολλές περιπτώσεις στο ανώτερο σημείο των τιμών. Η ζήτηση για μίσθωση κατοικίας θα είναι αυξανόμενη λόγω της μη δυνατότητας αγοράς ακινήτων από την μεσαία οικονομικά τάξη. Ταυτόχρονα, θα καταγράφεται αύξηση της καθυστέρησης καταβολής των μισθωμάτων από τους ενοικιαστές, ήδη τα μισθωτήρια που έχουν καταρτιστεί από τα τέλη του 2018 έως και σήμερα παρουσιάζουν καθυστέρηση καταβολής του μισθώματος κατά 15,6%. Το 2016 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το ποσοστό επιβάρυνσης του κόστους στέγασης για τους ενοικιαστές που πλήρωναν ενοίκιο στην αγοραία τιμή ήταν υψηλότερο στην Ελλάδα: το 84,6 % από τους ενοικιαστές δαπανούσαν περισσότερο από το 40 % του ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγαση, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 28,0 %. Σήμερα σε πολλές περιπτώσεις οι ενοικιαστές δαπανούν περισσότερο από το 60% του διαθέσιμου εισοδήματός του για στέγαση.
  7. Το στοίχημα της Golden visa:  Η αλήθεια είναι ότι το ελληνικό κράτος προσφέρει ένα από τα πιο φθηνά πακέτα χρυσής βίζας στην Ευρώπη. Το πρόγραμμα  χορήγησης «golden visa» με την απόκτηση ακινήτου ελάχιστης αξίας 250.000 ευρώ σε συνάρτηση της επενδυτικής ευκαιρίας, πρόσθεσε στην εγχώρια κτηματαγορά 2.239 αγοραπωλησίες ακινήτων έως τον Δεκέμβριο του 2019, 1.833 το 2018 , 959 το 2017, 488 το 2016, 421 το 2015,343 το 2014 και 21 το 2013, που ήταν το πρώτο έτος εφαρμογής του προγράμματος. Το 80 % των ακινήτων που αγοράστηκαν με στόχο τη χρυσή βίζα, βρίσκονται εντός του Λεκανοπεδίου της Αττικής με αποτέλεσμα πολλά ακίνητα στη Περιφέρεια να βρίσκονται ακόμη στα αζήτητα.  Ο νέος αναπτυξιακός νόμος «Επενδύω στην Ελλάδα» αλλάζει το τοπίο και μπορεί να αποτελέσει αρωγό ανάπτυξης της Περιφέρειας. Προβλέπει ότι με κοινή απόφαση των υπουργών Ανάπτυξης και Επενδύσεων και Οικονομικών, το ύψος επένδυσης σε ακίνητη περιουσία για παροχή άδειας διαμονής (golden visa), μπορεί να αναπροσαρμόζεται καθώς και να καταρτίζονται κατάλογοι περιοχών της επικράτειας, με τουλάχιστον πενταετή διάρκεια, για τις οποίες δύναται να ισχύει διαφοροποίηση ως προς το ύψος της επένδυσης. Για τον καθορισμό του ύψους της επένδυσης θα λαμβάνονται υπόψη στοιχεία, όπως η αναπτυξιακή στόχευση, η τουριστική ανάπτυξη, η γεωγραφική θέση καθώς και οι εμπορικές ή αντικειμενικές αξίες των ευρισκόμενων στις περιοχές αυτές ακινήτων. Η παραπάνω νομοθετική ρύθμιση αποτελεί κίνητρο για τις Περιφέρειες που θέλουν να λάβουν μέρος στην αναπτυξιακή πολιτική και να διαδραματίσουν ρόλο στην τουριστική βιομηχανία. 
  8. Το στοίχημα της Εξοχική Κατοικίας: Παρά τα θετικά αποτελέσματα των τελευταίων δυο ετών, η χώρα μας δεν τα καταφέρνει όσον αφορά τις εξοχικές κατοικίες, το μεγαλύτερο ποσοστό των ξένων επενδυτών γνωρίζουν μόνο τους δημοφιλείς προορισμούς όπως τη Μύκονο, Σαντορίνη  κ.λπ. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στην εξοχική κατοικία της Γαλλίας επενδύουν το 2% των τουριστών της κάθε χρόνο, ενώ η Ισπανία πουλάει 350.000-400.000 εξοχικές κατοικίες κάθε χρόνο που αντιστοιχεί στο ίδιο ποσοστό με την Γαλλία βάση των τουριστών της. Η Ελλάδα μπορεί να προσεγγίσει όλα τα οικονομικά βαλάντια της Ευρώπης και να δώσει ζωή σε περιοχές παρθένες με αρχαιολογικούς χώρους, ιστορία και πολιτισμό που σήμερα πραγματικά έχουν ανάγκη την τουριστική ανάπτυξη και τα έσοδα από την τουριστική βιομηχανία. Περιοχές που ο δείκτης ανεργίας αυξάνεται συνεχώς και οι νέοι μεταναστεύουν τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Η επιχείρηση με το κωδικό «Εξοχική Κατοικία» μπορεί να συμμετέχει στην ελληνική οικονομία με 115 δισ. ευρώ εντός 10ετιας, αν υπολογίσουμε ότι το 0,5 % ανά έτος και όχι το 2 %  που ισχύει στις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρώπης , των τουριστών επένδυαν στην εξοχική κατοικία της χώρας ποσά των 100.000€-120.000€. Η κτηματαγορά θα μετρήσει 115.000 πωλήσεις εξοχικών κατοικιών ανά έτος σε περιοχές εκτός των δημοφιλών προορισμών και εκτός των επενδυτών που στοχεύουν στη «χρυσή βίζα». Τα οφέλη για την ελληνική οικονομία θα είναι ποσαπλάσια μέσω των έμμεσων και άμεσων φόρων.  
  9. Η κτηματαγορά ακολουθεί την οικονομία: Η πορεία της οικονομίας, τόσο της ελληνικής όσο και της παγκόσμιας, θα είναι εκείνη που θα καθορίσει και την πορεία της αγοράς ακινήτων. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ ) προβλέπει πλαφόν 2,9% για την παγκόσμια ανάπτυξη το 2020, όπως ακριβώς και το 2019. Είναι το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης από την παγκόσμια ύφεση του 2009, που προκάλεσε η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από την πλευρά του προβλέπει ανάπτυξη του 3,4% για το 2020. Η Morgan Stanley δίνει τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις για το 2020, με το ΑΕΠ των 19 χωρών που μοιράζονται το ευρώ, η ανάπτυξη θα υποχωρήσει στο 0,9%.
  10. Σημαντικοί παράγοντες θα είναι η διατήρηση του αισθήματος ασφάλειας και σταθερότητας στη χώρα μας. Παρά τις ευρύτερες γεωπολιτικές ανησυχίες και τις δυσκολίες του κλάδου, σε παγκόσμιο επίπεδο κυριαρχεί θετική, αλλά επιφυλακτική προσέγγιση. Θεωρούμε ότι η κυβέρνηση αναλύοντας τα δεδομένα των τελευταίων ετών, έχει τη δυνατότητα να σχεδιάσει ένα σταθερό αναπτυξιακό μοντέλο με ορίζοντα τουλάχιστον 10ετίας που θα αποτελέσει βάση ουσιαστικής ανάπτυξης. Κλειδί στην εξέλιξη και τη δυναμική της αγοράς θα αποτελέσουν οι χρηματοοικονομικοί δείκτες, η διαθεσιμότητα και η ευκολία  δανεισμού, τα αναπτυξιακά μέτρα που θα στοχεύουν στην οικονομική ενδυνάμωση των πολιτών, το φορολογικό καθεστώς αλλά και η εν γένει εσωτερική και εξωτερική σταθερότητα της χώρας μας. Η αγορά των ακινήτων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή στην παρούσα φάση ώστε να μην οδηγηθεί σε μια νέα κρίση. Εν αναμονή των εξελίξεων.  
ακίνηταΕΝΦΙΑΦΠΑreal estate