Οικονομία|02.04.2020 17:25

Θα «λύσει» ο κορονοϊός τον «Γόρδιο Δεσμό» των «γιατρών εργασίας»;

Newsroom

Ρόλο κλειδί στην λήψη και εφαρμογή μέτρων προστασίας στις επιχειρήσεις από τον κορονοϊό έχουν αναλάβει οι γιατροί εργασίας, οι οποίοι ενημερώνουν τους εργαζόμενους για όλες τις πιθανές συνέπειες και κυρίως για το πώς πρέπει να ενεργούν για να παραμένουν ασφαλείς και υγιείς.

Όμως αρκούν οι περίπου 550 - που εκτιμάται ότι υπάρχουν σήμερα διαθέσιμοι - για να καλύψουν τις ανάγκες που έχουν προκύψει μετά την πανδημία του κορονοϊού, όταν σε κανονικές συνθήκες χρειάζονται περίπου 1.000-1.500 γιατρούς εργασίας, σύμφωνα με τα αποτελέσματα ερευνών;

Με την από 20/3/2020 Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, μεταξύ άλλων, καταργήθηκαν οι γεωγραφικοί περιορισμοί και οι λοιπές γραφειοκρατικές διαδικασίες για τις υπηρεσίες γιατρού εργασίας, ικανοποιώντας ένα φλέγον αίτημα που εδώ και 2-3 χρόνια αντιμετώπιζαν επιχειρήσεις σε όλη την χώρα.

Από το 1985, όταν και καθιερώθηκε για πρώτη φορά  η υποχρέωση για τις επιχειρήσεις που απασχολούσαν πάνω από  150 εργαζόμενους (από το 1996  το όριο κατέβηκε στους 50) να χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες γιατρού εργασίας, έως και το 2005, η νομοθεσία επέτρεπε σε κάθε ιατρό ανεξαρτήτως ειδικότητας να ασκεί τα καθήκοντα αυτά. Το 2005 ασκούσαν καθήκοντα περίπου 800 ιατροί άλλων ειδικοτήτων και περίπου 90 ιατροί με την ειδικότητα της ιατρικής εργασίας.

Το 2005 τίθεται ο πρώτος περιορισμός, καθώς έκτοτε μπορούσαν να παρέχουν τις υπηρεσίες αυτές, μόνο όσοι γιατροί άλλων ειδικοτήτων ήδη ασκούσαν καθήκοντα σε μία επιχείρηση, καθώς επίσης, και κάθε ιατρός με την ειδικότητα ιατρικής της εργασίας. Μετά το «κλείσιμο» του επαγγέλματος το 2005 σε νέους γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, η «δεξαμενή» αυτών των γιατρών άρχισε σταδιακά να μειώνεται φυσιολογικά για διάφορες αιτίες (συνταξιοδοτήσεις, έναρξη απασχόλησης στο ΕΣΥ, μετακίνηση στο εξωτερικό κ.α.). Παράλληλα, η αύξηση του αριθμού των γιατρών με την ειδικότητα της ιατρικής εργασίας ήταν πολύ μικρή ετησίως, κυρίως λόγω περιορισμένου αριθμού διαθέσιμων θέσεων για την συγκεκριμένη ειδικότητα.

Σύμφωνα με μελέτη του Ελληνικού Ινστιτούτου για την Υγεία και Ασφάλεια (ΕΛΙΝΥΑΕ) εκείνη την περίοδο, για την κάλυψη των αναγκών μόνο των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα, απαιτούνταν τουλάχιστον 1000, λαμβάνοντας υπόψη και τις ιδιαιτερότητες της χώρας μας (νησιωτικότητα, εποχική ζήτηση κ.α.).

Τα παράλογα

Το 2017, όταν σύμφωνα με εκτιμήσεις οι ιατροί άλλων ειδικοτήτων, που είχαν παραμείνει διαθέσιμοι δεν ήταν περισσότεροι από 550-600, ενώ οι γιατροί με την ειδικότητα ιατρικής της εργασίας ήταν λιγότεροι από 150, η τότε πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εργασίας έλαβε μια απόφαση με την οποία άλλαξε το καθεστώς στις υπηρεσίες γιατρού εργασίας. Με την υπουργική απόφαση που εξεδόθη τότε, έπρεπε όλοι οι γιατροί άλλων ειδικοτήτων, που παρείχαν τις υπηρεσίες αυτές για τουλάχιστον 12 χρόνια, να ενταχθούν σε έναν κατάλογο με βάση κάποια κριτήρια, προκειμένου να εξακολουθήσουν να έχουν το δικαίωμα αυτό.

Η διαδικασία  περιελάμβανε ορισμένα κριτήρια που προκάλεσαν αντιδράσεις, όπως κάθε γιατρός να διαθέτει αποδεικτικά παροχής των υπηρεσιών του πριν το 2005, δηλαδή δώδεκα και πλέον χρόνια νωρίτερα, και παράλληλα να είχε ενεργή ανάθεση στις 15/5/2009. Ενδεικτικά μέσω της διαδικασίας αυτής είχε απορριφθεί γιατρός που ασκούσε από το 2003 έως το 2008 καθήκοντα, το 2009 έλειπε για λίγους μήνες στο εξωτερικό, και ασκούσε και πάλι καθήκοντα από τον Ιούνιο του 2009 έως και το 2017. Επίσης απορρίφθηκαν γιατροί που δεν κατάφεραν να βρουν αποδεικτικά του ότι παρείχαν υπηρεσίες προ του 2005, αφού οι επιχειρήσεις στις οποίες παρείχαν υπηρεσίες είχαν κλείσει πολλά χρόνια νωρίτερα και έτσι δεν ήταν εφικτό να προσκομίσουν αποδεικτικά στοιχεία, ενώ και οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν ήταν σε θέση να τους δώσουν σχετικές βεβαιώσεις για τόσα χρόνια πριν, καθώς δεν είχαν μηχανογραφημένο αρχείο και δεν μπορούσαν να αναζητήσουν τα στοιχεία αν ο γιατρός δεν είχε στη διάθεση του τον αριθμό πρωτοκόλλου της ανάθεσης. Το αποτέλεσμα αυτής της υπουργικής απόφασης ήταν να υποβάλλουν αίτηση μόνο περίπου 450 γιατροί άλλων ειδικοτήτων, εκ των οποίων εντάχθηκαν στον σχετικό κατάλογο αρχικά 354 και μετά την υποβολή ένστασης άλλοι 20, ήτοι συνολικά 374 πανελλαδικά.

Εξαιτίας των μεθοδεύσεων αυτών ενώ η αγορά χρειαζόταν πάνω από 1000 γιατρούς εργασίας, έμεινε τελικά με περίπου 150 περίπου γιατρούς με την ειδικότητα ιατρού εργασίας και άλλους 374 άλλων ειδικοτήτων. Όμως δεν έμεινε εκεί η τότε πολιτική ηγεσία. Θέλοντας να κατοχυρώσει επίσημα το μονοπώλιο των 150 ειδικών γιατρών εργασίας, προχώρησε περισσότερο και θεσμοθέτησε νέες ρυθμίσεις που δυσκόλευαν ακόμα περισσότερο την κατάσταση. 

Για τους 374 γιατρούς που τελικά κατάφεραν να μπουν στον εν λόγω κατάλογο, απαγόρευσε την παροχή υπηρεσιών εκτός των ορίων του ιατρικού συλλόγου στον οποίο ανήκαν, ενώ ήδη από το 2011 είχε καταργηθεί κάθε γεωγραφικός περιορισμός στην άσκηση κάθε επαγγέλματος. Δηλαδή ίσχυε το εξής απίστευτο, ένας παθολόγος που είχε ενταχθεί στον κατάλογο μπορούσε να ασκεί την ειδικότητα του σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς κανένα περιορισμό, όμως υπηρεσίες γιατρού εργασίας μπορούσε να παρέχει μόνο εντός των ορίων του ιατρικού του συλλόγου. Επίσης, για να έχει την δυνατότητα κάθε γιατρός εκ των 374, να παρέχει τις υπηρεσίες του σε κάθε επιχείρηση, έπρεπε να προσκομίσει βεβαίωση του Ιατρικού Συλλόγου, ότι δεν υπάρχει ή δεν είναι διαθέσιμος γιατρός με την ειδικότητα της ιατρικής της εργασίας στην περιοχή του Ιατρικού Συλλόγου. 

Η προσφυγή στο ΣτΕ

Κατά των διατάξεων αυτών προσέφυγαν στο ΣτΕ 64 γιατροί. Τρία χρόνια μετά την άσκηση της προσφυγής δεν έχει εκδοθεί ακόμα η απόφαση του ΣτΕ. Οι νομοθετικές αυτές ρυθμίσεις οδήγησαν, όπως ήταν φυσικό, σε αδιέξοδο καθώς :

Οι ειδικοί ιατροί εργασίας ζητούσαν πλέον από τις επιχειρήσεις  2πλάσιες και 3πλάσιες αμοιβές από ότι ζητούσαν μέχρι τότε, πιέζοντας τους Ιατρικούς Συλλόγους, να μην δίνουν βεβαιώσεις στους ιατρούς άλλων ειδικοτήτων αν δεν τους ρωτούν για κάθε μία επιχείρηση ξεχωριστά! Ακόμα και σε ιατρικούς συλλόγους όπου υπήρχαν περισσότεροι από 1-2 εγγεγραμμένοι, η διαδικασία που ακολουθούσαν οι ιατρικοί σύλλογοι εφαρμόζοντας το νόμο, ήταν να ζητούν από τους ιατρούς των άλλων ειδικοτήτων να υποβάλλουν αιτήσεις για κάθε μία επιχείρηση ξεχωριστά, τις οποίες προωθούσαν στους ειδικούς γιατρούς εργασίας για να δηλώσουν αν είναι διαθέσιμοι και αν έστω ένας δήλωνε διαθεσιμότητα, η επιχείρηση ήταν υποχρεωμένη να συνεργαστεί μαζί του ανεξαρτήτως τιμήματος και εργασιακής πρακτικής. 

Θα φέρει ο κορονοϊός τη λύση;

Τα τελευταία δύο χρόνια φορείς, επιμελητήρια, σύνδεσμοι, επιχειρήσεις απηύθυναν εκκλήσεις στο υπουργείο Εργασίας για επίλυση του ζητήματος. Είναι γεγονός ότι η νυν πολιτική ηγεσία από την πρώτη στιγμή είχε δηλώσει ότι αναγνωρίζει το πρόβλημα.  Επρεπε να φτάσουμε στην σημερινή συγκυρία, όπου ο θεσμός του γιατρού εργασίας είναι πολύ σημαντικός για έναν ακόμα λόγο, γιατί οι γιατροί παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες στις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους σχετικά με την πανδημία, για να τερματιστεί αυτό το θέατρο του παραλόγου.

Βέβαια η λύση που δόθηκε δεν αντιμετωπίζει οριστικά το πρόβλημα, καθώς η πρόσφατη ΠΝΠ ναι μεν καταργεί την προτεραιότητα των 150, καταργεί τους γεωγραφικούς περιορισμούς για τους υπόλοιπους και επαναφέρει το δικαίωμα να παρέχουν υπηρεσίες όσοι «κόπηκαν» από την λίστα το 2018, όμως δεν ανοίγει το επάγγελμα σε νέους γιατρούς. Και καθώς ο ρυθμός αύξησης των ειδικών ιατρών εργασίας παραμένει εξαιρετικά αργός, λόγω περιορισμένων νέων θέσεων για την ειδικότητα αυτή, και ο μέσος όρος ηλικίας των γιατρών των άλλων ειδικοτήτων είναι λίγο πάνω από τα 60, η δυσχέρεια εξεύρεσης γιατρών εργασίας για τις επιχειρήσεις, θα μεγαλώνει χρόνο με το χρόνο.

γιατρός εργασίαςΚορονοϊός