Πολιτική|17.02.2019 11:53

Συνταγματική Αναθεώρηση: Σε δόσεις η μάχη για την εκλογή προέδρου

Γεράσιμος Λιβιτσάνος

Σε πολιτικό και νοµικό σταυρόλεξο αναδεικνύεται το θέµα της εκλογής Προέδρου της ∆ηµοκρατίας, µετά τις εξελίξεις στη συζήτηση αλλά και την ψηφοφορία της πρώτης φάσης της συνταγµατικής αναθεώρησης. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ΣΥΡΙΖΑ και Ν∆ συµφωνούν στην «αρχή» της αποσύνδεσης της προεδρικής εκλογής από τη διάλυση της Βουλής, όπως άλλωστε τεκµηριώθηκε και από τις ψήφους των βουλευτών. Βασικό ζήτηµα διαφωνίας είναι το αν η αναθεώρηση των άρθρων που αφορούν την προεδρική εκλογή δεσµεύει και την επόµενη Βουλή για την κατεύθυνση που θα πάρει η αναθεώρησή τους.

Επίσης όµως, το αν αποτελεί προαπαιτούµενο η αναθεώρηση του άρθρου 30 του Συντάγµατος, προκειµένου να «προχωρήσει» η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας µε 6 διαδοχικές ψηφοφορίες και άµεση εκλογή. Το δεύτερο ερώτηµα προκύπτει από τη στιγµή που το άρθρο δεν συγκέντρωσε τις απαραίτητες 151 ψήφους ώστε να συζητηθεί στην επόµενη φάση της αναθεώρησης. Στη σηµερινή του µορφή το άρθρο 30 αναφέρει πως «ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας είναι ρυθµιστής του πολιτεύµατος.

Εκλέγεται από τη Βουλή για περίοδο πέντε ετών, όπως ορίζεται στα άρθρα 32 και 33». Στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ -που δεν υπερψηφίστηκε- προστέθηκαν µόνο τέσσερις λέξεις, ώστε να αναδιατυπωθεί ως εξής: «O Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας είναι ρυθµιστής του πολιτεύµατος. Εκλέγεται από τη Βουλή ή το εκλογικό σώµα για περίοδο πέντε ετών, όπως ορίζεται στα άρθρα 32 και 33».

Ερμηνείες

Από την πλευρά της κυβέρνησης το ερώτηµα απαντάται αρνητικά. Υποστηρίζεται πως το ότι δεν ψηφίστηκε ως αναθεωρητέο το άρθρο 30 δεν σηµαίνει ότι η επόµενη -αναθεωρητική- Βουλή δεν µπορεί να προχωρήσει σε αλλαγή που να προβλέπει ακόµη και την άµεση εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας. Στηρίζει τον ισχυρισµό της στο ότι έχει κριθεί αναθεωρητέα η διάταξη στο ισχύον Σύνταγµα που προβλέπει πως ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας εκλέγεται από τη Βουλή και αν δεν εκλεγεί έπειτα από τρεις ψηφοφορίες, τότε διαλύεται η Βουλή και προκηρύσσονται εκλογές (άρθρο 32 παρ. 4). Σηµειώνεται πως η διάταξη αυτή ψηφίστηκε ως αναθεωρητέα από 221 βουλευτές και αυτή η επιταγή µιας ισχυρής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας δεν µπορεί σε καµία περίπτωση να «µείνει κενό γράµµα».

Μάλιστα, επισηµαίνεται πως το άρθρο 30 δεν ορίζει µε απόλυτο τρόπο τη διαδικασία. Αναφέρεται µεν στην καταρχήν εκλογή του Πτ∆ από τη Βουλή, όµως παραπέµπει σε άλλα άρθρα του Συντάγµατος για τον ορισµό της διαδικασίας. Μεταξύ αυτών και στο άρθρο 32, που, όπως προαναφέρθηκε, έχει κριθεί αναθεωρητέο. Σηµειώνεται µάλιστα ότι το «πνεύµα» του άρθρου 30 δεν αλλοιώνεται από την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, αφού «η εκλογή Προέδρου πράγµατι θα γίνεται καταρχήν από τη Βουλή και µόνο κατ’ εξαίρεση, και µετά από διαδοχικές ψηφοφορίες στη Βουλή, ως έσχατη λύση θα προβλέπεται προσφυγή στον λαό».

Στον αντίποδα, οι επικριτές αυτής της θέσης, τόσο στην αντιπολίτευση όσο και πολύ πιθανόν και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, εκτιµούν ότι στο άρθρο 30 «δεν χωρούν ερµηνείες» και ότι κατά απόλυτο τρόπο ορίζει ως µόνο αρµόδιο για την εκλογή Πτ∆ το Κοινοβούλιο. Να σηµειωθεί πάντως πως οι 5 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ (Ν. Φίλης, Ν. Κοτζιάς, Φ. Βάκη, Ν. Κασιµάτη, Στ. Κοντονής) που εµφανώς αντιτίθενται στη λογική της άµεσης εκλογής καταψήφισαν ως «πακέτο» το άρθρο 30 και το άρθρο 32 του Συντάγµατος, αποτιµώντας προφανώς την οργανική σχέση µεταξύ τους. Πάντως, η «σύµπλευσή» τους φαίνεται πως απηχεί έναν ευρύτερο προβληµατισµό στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για την άµεση προεδρική εκλογή, αφού οι 5 βουλευτές δεν έχουν -προφανώς- κοινές πολιτικές αφετηρίες.

Σενάρια

Πάντως, το θέµα του τρόπου εκλογής του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας έχει δηµιουργήσει προβληµατισµό σε όλο το πολιτικό φάσµα. Οπως και αρκετές εκδοχές της εξέλιξης των πραγµάτων και σενάρια. Από την πλευρά της Νέας ∆ηµοκρατίας (που έχει προτείνει εκλογή στην τρίτη ψηφοφορία µε 151 βουλευτές) η βασική κριτική εστιάζεται στην πιθανή ύπαρξη Προέδρων δύο ταχυτήτων στο µέλλον: ενός εκλεγµένου από τον λαό και ενός από το Κοινοβούλιο.

Όμως, στελέχη της Ν∆ όπως ο Γ. Τραγάκης έχουν επισηµάνει τον κίνδυνο και άλλων «σεναρίων». Οπως επεσήµανε στη Βουλή: «Εστω ότι σε αυτό το εξάµηνο διαλύεται η Βουλή, είτε λόγω του ότι τελείωσε η περίοδος Βουλής, είτε λόγω του ότι προκηρύσσονται ξαφνικά εκλογές, είτε κατά κάποιον τρόπο εκλείψει ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας. Τι θα έχει γίνει; Η επόµενη Βουλή θα θέλει πάλι πλειοψηφία 180 για την εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας.

Δηλαδή θα παρουσιάζεται το φαινόµενο µία Βουλή να θέλει τρεις ψηφοφορίες µε 180 και η άλλη Βουλή που θα προκύψει, αφού έχουν παρεµβληθεί εκλογές, αντί να θέλει 151 να θέλει 180». ∆εν έχουν λείψει, πάντως, και οι νοµικοί προβληµατισµοί για το θέµα. Οπως αυτός που έχει καταθέσει ο Ευάγγελος Βενιζέλος, σηµειώνοντας στη συζήτηση για τη συνταγµατική αναθεώρηση πως υφίσταται θεσµικός κίνδυνος αντιφάσεων στο Σύνταγµα, έτσι όπως διαµορφώνονται οι πολιτικές συνθήκες.

Έθεσε το εξής ερώτηµα: «Αν δεχθούµε ότι η πρώτη Βουλή δεσµεύει τη δεύτερη ως προς τον τρόπο εκλογής του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας και υπάρξει διαφωνία για το αν η επόµενη Βουλή µπορεί να αναθεωρήσει το άρθρο 32, µειώνοντας την πλειοψηφία και όχι επιλέγοντας άµεση εκλογή, θα αµφισβητηθεί η συνταγµατικότητα του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας που θα εκλεγεί από τη Βουλή;».

Και επεσήµανε µε βάση αυτό πως δηµιουργείται «θεσµική εκκρεµότητα κολοσσιαίων διαστάσεων», αφού «θα µπορούσε να έρθει ένα δικαστήριο και να πει ότι είναι αντισυνταγµατική η διάταξη για την εκλογή µε απλή πλειοψηφία, άρα δεν έχουµε Σύνταγµα και άρα πρέπει να επανέλθει το προηγούµενο Σύνταγµα». Υπάρχουν πάντως και πολύ πιο… πρακτικές ενστάσεις, όπως αυτή που εξέφρασε ο Θανάσης Θεοχαρόπουλος.

Τόνισε ότι «δεν συµφωνώ µε την εκλογή Προέδρου της ∆ηµοκρατίας από τον λαό. Θεωρώ ότι µπορεί δυνητικά να οδηγήσει σε συνθήκες διαρχίας. Αυτή η πρόταση µε τις πολλές ψηφοφορίες και ένα ολόκληρο εξάµηνο ψηφοφοριών στη Βουλή νοµίζω ότι είναι και πρακτικά ανεφάρµοστο».

Σε ελάχιστα άρθρα οι µεγάλες συγκλίσεις µεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ

Το μικρό εύρος συναίνεσης ανάµεσα στις πολιτικές δυνάµεις για το νέο Σύνταγµα κατέδειξε εµφατικά η ψηφοφορία της πρώτης φάσης για τη συνταγµατική αναθεώρηση. Μικρές είναι, µάλιστα, οι δυνατότητες να υπάρξει σηµαντική αλλαγή της εικόνας αυτής στην ψηφοφορία που θα επαναληφθεί σε περίπου έναν µήνα. Το αποτέλεσµα αυτό είχε ουσιαστικά προεξοφληθεί µε βάση τις αφετηριακές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της Νέας ∆ηµοκρατίας, πολύ πριν η Βουλή ξεκινήσει την αναθεωρητική διαδικασία.

Η κυβερνητική πλευρά εξαρχής επεδίωξε µία αναθεώρηση ισχυρού πολιτικού πρόσηµου, µιλώντας για µια «µεγάλη ευκαιρία της Αριστεράς» να αλλάξει τον συνταγµατικό χάρτη. Αντίθετα, η Νέα ∆ηµοκρατία αρχικά αρνήθηκε την εµπλοκή της στην αναθεωρητική διαδικασία και στη συνέχεια προέβαλε τη θέση τής διακοµµατικής συµφωνίας για αλλαγή όλων των άρθρων που θα προταθούν µε 180 ψήφους, ώστε να υπάρξει «λευκή επιταγή» στην επόµενη κυβέρνηση.

Συγκλίσεις

Σε βασικότερο πεδίο σύγκλισης αναδείχθηκε το περίφηµο άρθρο 86 του Συντάγµατος. Αυτό, δηλαδή, που όχι απλά καθόρισε το πλαίσιο αλλά ουσιαστικά «υπαγόρευσε» τον περίφηµο νόµο 3126 του 2003 «περί ευθύνης υπουργών». Η παράγραφος 3 του συγκεκριµένου άρθρου κρίθηκε αναθεωρητέα µε 253 ψήφους σε σύνολο 274 παρόντων βουλευτών.

Μάλιστα, µε τη διευκρίνιση ότι κινείται «στην κατεύθυνση περιορισµού των προνοµιακών ρυθµίσεων περί ποινικής ευθύνης υπουργών, ιδίως µέσω της κατάργησης της αποσβεστικής και της κατάργησης της δυνατότητας αναστολής της δίωξης της προδικασίας ή της κύριας διαδικασίας». Παρ’ όλα αυτά, λιγότερες ψήφους πήρε η πρόταση αναθεώρησης της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου.

Αυτή αφορά τη φύση τυχόν αδικηµάτων υπουργών, αφού ξεκαθαρίζει πως οι διατάξεις του άρθρου 86 αφορούν «αποκλειστικά στα αδικήµατα που τελέστηκαν κατά την άσκηση και όχι επ’ ευκαιρία της άσκησης των υπουργικών καθηκόντων». Η συγκεκριµένη διάταξη έλαβε 179 θετικές ψήφους και 92 αρνητικές.

Η Βουλή µε συντριπτική, επίσης, πλειοψηφία αποφάσισε πως µε συνταγµατική επιταγή πρέπει να «γίνουν παρελθόν» τα προβλήµατα διακοµµατικής συνεννόησης για τη συγκρότηση ανεξάρτητων Αρχών. Ετσι, 231 βουλευτές ήταν θετικοί στην αλλαγή του σχετικού άρθρου 101 που διευκολύνει µε µικρότερες αναγκαίες πλειοψηφίες τη συγκρότηση των Αρχών. Επίσης, προβλέπει την ενίσχυση του κοινοβουλευτικού τους ελέγχου, αλλά και τον περιορισµό της συνεχούς ίδρυσής τους, δυσχεραίνοντας τις προϋποθέσεις. Εξάλλου, οι βουλευτές αποφάνθηκαν θετικά για τον περιορισµό της ασυλίας τους µέσω αλλαγής του άρθρου 62. Ετσι ώστε αυτή να αφορά αποκλειστικά και µόνο την πολιτική τους δραστηριότητα.

Η αλλαγή του άρθρου στηρίχθηκε από 237 βουλευτές. Πάντως, εκτός από τα άρθρα που συγκέντρωσαν ευρεία πλειοψηφία, µεγαλύτερη των 3/5 του κοινοβουλευτικού σώµατος, αξίζει κανείς να αναφερθεί και στις κυβερνητικές προτάσεις που έτυχαν αποδοχής µεγαλύτερης της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Ανάµεσά τους ξεχωρίζει το άρθρο 22 παρ. 1, που πλησιάζει τον «µαγικό αριθµό» των 180 βουλευτών. Συγκεκριµένα, στην ψηφοφορία συγκέντρωσε 172 «ναι», 96 «όχι» και 5 «παρών».

Το εν λόγω άρθρο αφορά την εξοµοίωση των αµοιβών των εργαζοµένων χωρίς διακρίσεις. Αναφέρει πως «όλοι οι εργαζόµενοι, ανεξάρτητα από φύλο, ηλικία ή άλλη διάκριση, έχουν δικαίωµα ίσης αµοιβής για παρεχόµενη εργασία ίσης αξίας». Ορίζει, µάλιστα, ότι «µε νόµο τίθενται οι γενικοί, ελάχιστοι όροι προστασίας των εργαζοµένων, µε σεβασµό των ορίων των διεθνών συµβάσεων και της αρχής της ανθρώπινης αξίας. Ειδικότεροι όροι εργασίας και ο ελάχιστος µισθός ρυθµίζονται µε συλλογικές συµβάσεις εργασίας που συνάπτονται µε ελεύθερες συλλογικές διαπραγµατεύσεις και, αν αυτές αποτύχουν, µε διαιτητικές αποφάσεις που εξοµοιώνονται πλήρως µε συλλογικές συµβάσεις.

Η µονοµερής προσφυγή στη διαιτησία είναι δικαίωµα των µερών της συλλογικής διαφοράς και ασκείται όπως ο νόµος ορίζει. Σε περίπτωση σύγκρουσης ή σώρευσης συλλογικών ρυθµίσεων ή νοµοθετικών ή κανονιστικών πράξεων, ισχύει η αρχή της εύνοιας». Ευρύτερη πλειοψηφία υπήρξε και για την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την καθιέρωση αναλογικού εκλογικού συστήµατος στις εκλογές για τους Οργανισµούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και για τη θέσπιση τοπικών λαϊκών συνελεύσεων δηµοψηφισµάτων και λαϊκών πρωτοβουλιών.

Η ίδια πρόταση προβλέπει την αναγνώριση δυνατότητας απονοµής εκλογικού δικαιώµατος σε αλλοδαπούς µε µόνιµη εγκατάσταση στη χώρα. Η διάταξη ψηφίστηκε από 168 βουλευτές, ένας δήλωσε «παρών» και καταψήφισαν 101 βουλευτές.

Για τον πολιτικό όρκο

Μεγαλύτερη της αναµενόµενης αποδοχή είχαν οι δύο προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ που αφορούν τον πολιτικό όρκο (άρθρο 59 παρ. 1 και 2). Η αναθεώρηση του συγκεκριµένου άρθρου συσπείρωσε 167 βουλευτές που ψήφισαν υπέρ, ενώ 4 ψήφισαν «παρών» και 96 κατά, γεγονός που προσδίδει στη συγκεκριµένη πρόταση ιδιαίτερη δυναµική. Τέλος, µία από τις προτάσεις που στηρίχθηκαν ευρύτερα ήταν η αλλαγή του άρθρου 22 παρ. 4, που ορίζει την απαγόρευση της επιστράτευσης σε περίπτωση απεργιακών κινητοποιήσεων. 

Στο υφιστάµενο Σύνταγµα προστίθεται η απόλυτη διατύπωση σύµφωνα µε την οποία «επίταξη υπηρεσιών απαγορεύεται ως µέτρο αντιµετώπισης των συνεπειών απεργίας». Εξαιρούνται, βέβαια, οι περιπτώσεις «πολέµου ή επιστράτευσης ή για την αντιµετώπιση αναγκών της άµυνας της χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από θεοµηνία ή ανάγκης που µπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δηµόσια υγεία».

Ακολουθήστε το ethnos.gr στο Instagram

 

Πρόεδρος της ΔημοκρατίαςΣυνταγματική Αναθεώρησηεκλογές