Πολιτική|19.12.2023 07:00

Πώς φτάσαμε στη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και ο ρόλος Τσίπρα

Τίμος Φακαλής

Μόνο τυχαίος δεν ήταν ο θάνατος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως δεν ήταν τυχαίος και ο θάνατος του αναρχικού στα χέρια της αστυνομίας  στο βιβλίο του θεατρικού συγγραφέα Ντάριο Φo, εκτιμά ο Κώστας Ελευθερίου, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης ΔΠΘ κατά τη διάρκεια διήμερου Συνεδρίου, με θέμα «Βουλευτικές Εκλογές 2023: Πολιτικές και εκλογικές συνέχειες και ρήξεις» που διοργάνωσε πριν λίγες μέρες το τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ.

Το Συνέδριο εξέτασε και ανέλυσε τον συνεχιζόμενο κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων, την αποδυνάμωση της αντιπολίτευσης, την αυξημένη αποχή, τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της ψήφου, την ανάδειξη νέων πολιτικών σχημάτων, τις νέες μορφές ριζοσπαστισμού και την κοινωνική δυσαρέσκεια».

Σύμφωνα με την επιστημονική μελέτη του κ. Ελευθερίου-την οποία παρουσίασε κατά τη διάρκεια διήμερου συνεδρίου- τo προγραμματικό, στρατηγικό και οργανωτικό έλλειμμα  αλλά και η σχέση εκπροσώπησης του κόμματος με την προεδροποίησή του συνέβαλαν καταλυτικά προκειμένου να καταρρεύσει το κόμμα της Κουμουνδύρου.

«Θεωρώ ότι το αποτέλεσμα στις εκλογές του 2023 συνδέεται με συγκεκριμένες εξελίξεις οι οποίες είχαν αρχίσει να διαμορφώνονται στο ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2012-2013» παρατηρεί ο κ. Ελευθερίου και προσθέτει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βίωσε έναν αντεστραμμένο εκλογικό σεισμό που οδήγησε τόσο σε μια αποδόμηση της εκλογικής του βάσης και στην απώλεια πρόσβασης στα κοινωνικά ακροατήρια (νέοι, υπάλληλοι του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) όσο και στην απώλεια προβαδίσματος αλλά και στα ερείσματα σε αστικά κέντρα και σε δήμους εκλογικής διαδικασίας. 

Όπως εξηγεί ο κ. Ελευθερίου στην υποχώρηση του 2023 που έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στα όρια της κατάρρευσης συνέβαλε και η σχέση εκπροσώπησης την οποία σφυρηλάτησε το κόμμα από το 2012 και αποτέλεσε την βάση της εντυπωσιακής ανόδου της κυβερνητικής του ανέλιξης και της διατήρησης του για παραπάνω από μια δεκαετία στη θέση της αριστερής εναλλακτικής στο κομματικό σύστημα 

Πώς δημιουργήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ

Ο Καθηγητής του ΔΠΘ εξηγεί ότι η σχέση εκπροσώπησης συνίσταται σε τρία στοιχεία: από την μια ο ενισχυμένος εκλογικά ΣΥΡΙΖΑ ήταν η πολιτική έκφραση ενός πολύμορφου και ετερόκλητου τρόπου δυνάμεων η οποία τουλάχιστον μέχρι το 2015 συνερχόταν από το λεγόμενο αντιμνημονιακό πρόταγμα. Μια συνολική απόρριψη του τρόπου που ο δικομματισμός προ κρίσης επέλεξε ή αναγκάστηκε να διαχειριστεί την χρεοκοπία της χώρας.

Ο αντιμνημονιακός συνασπισμός στο πλαίσιο αυτό βρήκε την αναφορά του σε ένα κόμμα συμμαχιακής συγκρότησης και λογικής  το οποίο μέσω του αντιμημονιακού προτάγματος  κατόρθωσε να διαμορφώσει και να υπηρετήσει μια λογική πολιτικής ενότητας και  μια λογική εξουσίας. Την αντιμνημονιακή πολιτική ενότητα ο ΣΥΡΙΖΑ την σφυρηλάτησε προβάλλοντας την ιδέα της κυβερνώσας αριστεράς και ότι είναι διατεθειμένος να επεξεργαστεί και να υλοποιήσει συλλογικά ένα πρόγραμμα αριστερής διεξόδου από την κρίση, βασιζόμενη στην αμφησβήτηση και στοχοθέτηση των μνημονιών.

«Τα δύο προηγούμενα στοιχεία ήταν προϋπόθεση και για τη συνύπαρξη στην κομματική οργάνωση πολλών ρευμάτων από τη σοσιαλδημοκρατία μέχρι και την αντικαπιταλιστική αριστερά. Αυτή η ετερόκλητη συμμαχία διευθετούνταν μέσω ενός μοντέλου εσωκομματικής δημοκρατίας  που βασιζόταν αφενός στην συλλογική λειτουργία των ενδιάμεσων μεγάλων του κόμματος και αφετέρου στην ανάδειξη του ρόλου του προέδρου ως ενός μονοπρόσωπου, πέραν τάσεων, ρευμάτων και συνιστωσών». 

Από την άλλη, κατά τη διάρκεια της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβέρνηση μέχρι και την επιστροφή του στην αντιπολίτευση προέκυψαν αντιφάσεις που δημιούργησαν έλλειμμα προγραμματικό, στρατηγικό και οργανωτικό, οδηγώντας το 2023 στη διάλυση της σχέσης εκπροσώπησης που διαμόρφωσε τις προυποθέσεις της εκλογικής του υποχώρησης.

«Ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε δυσκολίες στο να συγκροτήσει ένα πρόγραμμα, προτάσσοντας ένα θετικό πρόταγμα αριστερής προοδευτικής διαχείρισης πέραν της  μνημονιακής του επίδρασης». 

Σχετικά με το προγραμματικό του έλλειμα, αυτό εμφανίζεται μετά κυρίως το 2018 και την ολοκλήρωση του τρίτου μνημονιακού προγράμματος τον Αύγουστο του ίδιου έτους.  Επί της ουσίας, όπως εξηγεί ο κ. Ελευθερίου, μέχρι τότε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ ήταν συνδεδεμένο με τα μνημόνια. «Μέχρι το καλοκαίρι του 2015 οι προγραμματικές του εξαγγελίες κινούνταν σε μια λογική αμφισβήτησης, αλλαγής εως και κατάργησης των μνημονιακών συμφωνιών».

Από το καλοκαίρι του 2015 ως το 2018 το επίδικο στο πρόγραμμα και στην στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η  ολοκλήρωση του τρίτου μνημονίου. Έκτοτε από το 2018 εώς και το 2023, όπως παρατηρεί ο κ. Ελευθερίου, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνισε δυσκολίες στο να συγκροτήσει ένα πρόγραμμα, προτάσσοντας ένα θετικό πρόταγμα αριστερής προοδευτικής διαχείρισης πέραν της  μνημονιακής του επίδρασης.

Ενδεικτικό είναι ότι από το 2019 εως το 2023 δημιουργήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους στο κόμμα δύο ομάδες επεξεργασίας προγραμματικών θέσεων και παρήγαγαν δυο διαφορετικά προγραμματικά κείμενα τα οποία ως ένα βαθμό δεν δεσμεύουν και το κόμμα.

«Αυτή η αμηχανία της κομματικής ελίτ αποκάλυπτε και τη δυσκολία εύρεσης ενός νέου σημείου αναφοράς για το κόμμα πέραν κυρίως της αντιδεξιάς πολιτικής και αντιμητσοτακικής πολιτικής η οποία επικράτησε στο λόγο των στελεχών του κόμματος».

Σύμφωνα με τον κ. Ελευθερίου, ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2023 επένδυσε σε ένα προσωποκεντρικό και μονομέτωπο αγώνα απέναντι στον Κυριάκο Μητσοτάκη, σε έναν αβαθύ πολυσυλλεκτισμό που υπονόμευσε την συνοχή της εκλογικής του βάσης και σε μια αντίληψη περί νέας ανθρωπιστικής κρίσης, μια προεκλογική τακτική, όμως, που όπως φάνηκε δεν λειτούργησε σε όλες τις κινητοποιήσεις απέναντι στις απευθύνσεις του κόμματος.

«Υπό μία έννοια ο ΣΥΡΙΖΑ κατανοήθηκε από ένα τμήμα του εκλογικού σώματος ως ένα κόμμα κρίσης ή καλύτερα διαχείρισης κρίσης το οποίο δυσκολεύονταν να επαναπροσδιοριστεί ως κόμμα εναλλαγής στο πλαίσιο μιας συνθήκης ‘κανονικότητας’». 

«Δεν μπόρεσε μετά το 2015 να ενεργοποιήσει εκ νέου τον αντιμνημονιακό συνασπισμό» 

Σε στρατηγικό επίπεδο από το 2015 μετά την Συμφωνία της 6η Ιουλίου για νέα μνημόνια φαίνεται ότι αποσυντέθηκε η όποια συνοχή του αντιμνημονιακού συνασπισμού ο οποίος αντικαταστάθηκε αρχικά  από την διαίρεση μεταξύ παλαιού και νέου στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 και μετά από το 2019 από την επανακάμψη μιας αντιδεξιάς ρητορικής. 

«Από εκείνη την φάση ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να ενεργοποιήσει εκ νέου τον αντιμνημονιακό συνασπισμό μέρος του οποίου έχει οδηγηθεί σε πολιτική αποστράτευση και ταυτόχρονα δεν μπορεί να αξιοποιήσει συσπειρωτικά το αντιδεξιό επιχείρημα. Και αυτό γιατί η ΝΔ δεν εμφανίζεται ως έκφραση αποκλειστικά του δεξιού χώρου αλλα ως κορμός μια ευρύτερης συσπείρωσης  κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων». 

Σχολιάζοντας την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για μια προοδευτική διακυβέρνηση ο κ. Ελευθερίου σημειώνει ότι πέρα από το γεγονός ότι ήταν ΄προμεθοδευμένη΄ από την σύμπλευση του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, το κόμμα δεν δημιούργησε τις προϋποθέσεις για την προοπτική κάποιας σύμπλευσης με άλλες προοδευτικές δυνάμεις καμιά από τις οποίες δεν είχε πρόθεση συμπόρευσης συννεόησης με το ΣΥΡΙΖΑ.

Το οργανωτικό έλλειμα του ΣΥΡΙΖΑ αρχίζει, σύμφωνα με τον κ. Ελευθερίου, να παρουσιάζεται από την ιδρυτική του φάση ως ενιαίου κόμματος το 2013 και σχετίζεται με δύο εξελίξεις: με την ανεπαρκή θεσμοποίηση της κομματικής οργάνωσης μετά το 2012 και με την προεδροποίηση του κόμματος σε βάρος της λειτουργίας των ενδιάμεσων συλλογικών οργάνων.

Ενδεικτικό είναι ότι την δεκαετία 2012-2022 ο αριθμός των μελών  κινούνταν μεταξύ 30.000-60.000 και ως εκ τούτου ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσίαζε μια οργανωτική πυκνότητα της τάξεως του 1,5%-3%.

Αυτή η ατελής μαζικοποίηση του κόμματος επέδρασε οργανωτικά σε τρία επίπεδα, όπως εξηγεί ο κ. Ελευθερίου:

Α. σε επίπεδο πολιτικού προσωπικού το κόμμα από το 2015 αποξενώθηκε

Β. σε τοπικό επίπεδο με την ισχνή παρουσία των μελών του κόμματος τόσο με ποσοτικούς όρους όσο και με κινητοποιήσεις στο πεδίο. Από αυτήν την σκοπιά ενδεικτική είναι η απουσία δημοτικών παρατάξεων που στήριζε το κόμμα η οποία κατέστη ιδιαίτερα εμφανής στις αυτοδιοικητικές εκλογές από το 2019 και το 2023

Γ. στην περιορισμένη παρουσία σε οργανώσεις και στην κοινωνία των πολιτών, όπως για παράδειγμα σε συλλόγους, επιμελητήρια κ.α. Το ίδιο συνέβη και με τα κοινωνικά κινήματα. «Γνωρίζουμε ότι πριν από το 2013 ο ΣΥΡΙΖΑ επένδυσε συμβολικά και οργανωτικά στη διατήρηση μιας λιγότερο ή περισσότερο οργανικής σύνδεσης με κινηματικές πρωτοβουλίες που είχαν αρχίσει να πυκνώνουν λίγο πριν ή μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Το 2015 και μετά επήλθε και σε αυτήν την σχέση μια συνθήκη αμφίπλευρης απομάκρυνσης που απομόνωσε το κόμμα από το πιο ριζοσπαστικό κομμάτι της πρότερης επιρροής». 

Δεν περπάτησε η διεύρυνση του κόμματος 

Την αδυναμία θεσμοποίησης του κόμματος επιχείρησε, όπως λέει ο κ. Ελευθερίου, να θεραπεύσει το εγχείρημα της λεγόμενης διεύρυνσης το 2019 και μετά ,το οποίο οδήγησε δια μέσω της άμεσης εκλογής αρχηγού τον Μάιο του 2022 σε μια επαύξηση της βάσεως των κομματικών μελών σε κάτι παραπάνω από 150.000. 

Από την άλλη πλευρά, η προεδροποίηση του κόμματος άρχισε να διαμορφώνεται σε μια ισχυρή τάση με την ενοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2013 που επέφερε την κατάργηση των συνιστωσών. Όπως εξηγεί ο Καθηγητής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης στο ΣΥΡΙΖΑ και στον Συνασπισμό νωρίτερα ο ρόλος του προέδρου ήταν πάντα ισχυρός. Ωστόσο, ο  εκάστοτε πρόεδρος είχε να διαχειριστεί πολιτικά αντίβαρα τα οποία προέκυπταν από τον ανταγωνισμό των τάσεων κυρίως στα ενδιάμεσα συλλογικά όργανα.

«Από το 2013 αναδύεται μια άλλου τύπου σχέση μεταξύ ηγεσίας και κόμματος η οποία βρίσκει αναφορά στην αυτονόμηση της ηγετικής ελίτ  και ιδίως του Προέδρου και του κύκλου επιρροής του σε σχέση με το οργανωμένο κόμμα. Αυτό οδήγησε στη μονοπώληση κρίσιμων κομματικών αποφάσεων από τον ηγετικό πυρήνα  σε βάρος της όποιας συλλογικής λειτουργίας των ενδιάμεσων οργάνων του κόμματος».

Για παράδειγμα το πρώτο οκτάμηνο του 2015  η επιλογή της συμμαχίας με τους ΑΝΕΛ και της δημιουργίας κυβερνητικού συνασπισμού, η συμφωνία της 20 Φεβρουαρίου του 2015 στο  Eurogroup, η απόφαση για το δημοψήφισμα, η συμφωνία της 12ης Ιουλίου με τους δανειστές, η υπερψήφιση ενός τρίτου μνημονίου στις 13 Αυγούστου και η απόφαση για έκτακτες εκλογές το Σεπτέμβριο του 2015 ήταν όλες αποφάσεις που ελήφθησαν από τον κύκλο του προέδρου και του πρωθυπουργού, παρακάμπτοντας την όποια διαβούλευση και νομιμοποίηση των συλλογικών οργάνων. «Και αυτό έγινε μια μόνιμη κατάσταση. Με τα ενδιάμεσα συλλογικά όργανα του κόμματος να εκπληρώνουν μια συμβολική παρά μια ουσιαστική λειτουργία». Το συγκεκριμένο μοτίβο λειτουργίας συνεχίστηκε και μετά το 2019 με αποκορύφωμα την θέσπιση της διαδικασίας άμεσης εκλογής ηγεσίας και μελών της ΚΕ αλλά και τον τρόπο με τον οποίο τελέστηκε τελικά το τρίτο συνέδριο του κόμματος τον Απρίλιο του 2022.

«Η προεδροποίηση δεν οδηγεί αυτόματα σε εκλογική αποσυσπείρωση, ωστόσο στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ η ιστορική κατανόηση των δεδομένων του κομματικού ανταγωνισμού από την ηγεσία οδήγησε σε λανθασμένες επιλογές οι οποίες αποφασίστηκαν προφανώς από τον ίδιο τον πρόεδρο και τον κύκλο του. Σε κάθε περίπτωση η προεδροποίηση είναι σαφές ότι αποτελεί βασικό επίδικο για την μετεκλογική εξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, την εκλογή Κασσελάκη και την διάσπαση του κόμματος» καταλήγει ο κ. Ελευθερίου.

ειδήσεις τώραΑλέξης ΤσίπραςΣΥΡΙΖΑΣτέφανος Κασσελάκης