Πολιτική|24.05.2019 09:06

Αδιαφορία και αποχή δυναμώνουν την ακροδεξιά

Κατερίνα Τζαβάρα

Το ερώτηµα είναι παµπάλαιο, χωρίς οριστική απάντηση: Η ψήφος είναι δικαίωµα ή υποχρέωση; ∆ηλαδή είµαστε υποχρεωµένοι -πέρα από νόµους- να µετέχουµε σε κάθε ψηφοφορία που αναδεικνύει τους άρχοντες ή διατηρούµε το δικαίωµα της αποχής, συνειδητής ή όχι; Η Αρχαία Ελλάδα τα έχει πει όλα: Ο µεν Πλάτων ξεκαθάρισε ότι «µία από τις τιµωρίες σου, αν δεν καταδέχεσαι να ασχοληθείς µε την πολιτική, είναι να σε κυβερνούν οι κατώτεροί σου», άρα το µήνυµα είναι σαφές.

Από την άλλη, ο Πυθαγόρας απάντησε µε µόλις δύο λέξεις: «Κυάµων απέχεσθαι», δηλαδή απόφευγε τα κουκιά, που χρησιµοποιούνταν για την ψηφοφορία εκείνη την εποχή (αυτή είναι µία µόνο ερµηνεία της ρήσεως…). Στις µέρες µας, πόσοι ακολουθούν τον Πλάτωνα και πόσοι τον Πυθαγόρα; Στην Ελλάδα καταγράφονται «παραδοσιακά» από τα µεγαλύτερα ποσοστά συµµετοχής στις ευρωεκλογές σε σχέση µε όλες τις υπόλοιπες χώρες, ακόµη και µεταξύ εκείνων που η ψηφοφορία είναι υποχρεωτική. Το 1981, οπότε και έγινε απόλυτη προβολή του γενικού ενθουσιασµού συµµετοχής της χώρας µας στην τότε ΕΟΚ, προσήλθε στις κάλπες για το Ευρωκοινοβούλιο το 81,48%. Στη συνέχεια αυτό που ευρέως αναγνωρίζεται ως φθίνουσα πορεία συµµετοχής σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα δεν είχε ποτέ µεγάλη διακύµανση. Ετσι, το 1984 η συµµετοχή ήταν 80,59% και το 1989 80,03%.

Από το 1994 και µετά η πτώση της συµµετοχής γίνεται αισθητή, αν αντιµετωπιστεί µε απόλυτα κριτήρια, µια και παραµένει υψηλή σε σχέση µε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ετσι, το 73,18% που είναι η συµµετοχή στις ευρωεκλογές του 1994, πέφτει ακόµη περισσότερο στο 70,25% το 1999. Είναι όµως ενδεικτικό να αναφέρουµε ότι αντιστοίχως, στις ίδιες εκλογές, το ποσοστό συµµετοχής στο Ηνωµένο Βασίλειο είναι 36,43% (έχοντας µάλιστα σηµειώσει µικρή άνοδο σε σχέση µε το 1984 που ήταν ακόµη χαµηλότερη – 32,57%), εδώ είναι ο «θρίαµβος» του Πυθαγόρα.

Επίσης η Ιταλία, που είχε ξεκινήσει µε υψηλά ποσοστά συµµετοχής στις ευρωεκλογές του 1979 (85,65%), έπεσε στο 69,76% το 1999. Στην Ελλάδα η φθίνουσα πορεία συνεχίζεται: το 2004 η συµµετοχή κυµαίνεται στο 63,22%, το 2009 στο 52,61%, ενώ το 2014, που ευρύτερα είναι η χρονιά µε το χαµηλότερο ποσοστό συµµετοχής συνολικά στην Ευρώπη (42,61%), στη χώρα µας καταγράφεται ενίσχυση της συµµετοχής που φθάνει στο 59,97%.

Η συµµετοχή στην Ευρώπη

Οσον αφορά τη συµµετοχή των Ευρωπαίων από τις πρώτες ευρωεκλογές το 1979, οπότε έφθασε το 61,99%, το 2009 και το 2014 έπεσε στο 42,97 και 42,61%, αντίστοιχα, έχοντας ήδη από το 1999 πέσει κάτω από το όριο του 50%, µε 49,51%. Σταθερά υψηλές επιδόσεις συµµετοχής στις ευρωεκλογές έχουν οι Βέλγοι, που ξεκίνησαν µε 91,36% και έπεσαν µόλις στο 89,64% το 2014, οι Λουξεµβούργιοι, που το δικό τους τόξο ανοίγει από το 88,91% στο 85,55% µε peak το 2004 και το 2009 πάνω από 90%, και οι Ιταλοί, των οποίων οι… επιδόσεις έπεσαν αισθητά στις δύο προηγούµενες ευρωεκλογές.

Στο Βέλγιο και το Λουξεµβούργο, η συµµετοχή είναι υποχρεωτική, όπως επίσης στη χώρα µας, στην Κύπρο και τη Βουλγαρία. Η Κύπρος, που έχει µετάσχει σε τρεις ευρωεκλογές (από το 2004), είχε ποσοστά συµµετοχής 72,5%, 59,4% και 43,97%, αντίστοιχα. Τα χαµηλότερα ποσοστά συµµετοχής κατεγράφησαν στις εκλογές του 2014 στη Σλοβακία (13,1%), την Τσεχία (18,20%), την Πολωνία (23,83) και τη Σλοβενία (24,55%).

Είναι ανάγκη να ανακοπεί η άνοδος της ακροδεξιάς

Γράφει ο Μιχάλης Σταθόπουλος, Ακαδηµαϊκός, επίτιµος καθηγητής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστηµίου Αθηνών, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης

Η συµµετοχή στις ευρωεκλογές της 26ης/5/2019, ανεξάρτητα από τη νοµική διάσταση του θέµατος, συνιστά, κατά τη γνώµη µου, ηθικό και δηµοκρατικό καθήκον του πολίτη για πολλούς λόγους. Οι κυριότεροι: Πρώτον, οι άνθρωποι ζούµε σε κοινωνίες, όχι εκτός αυτών. ∆εν ζούµε στα δάση ή σε σπηλιές. Οι κοινωνίες είναι ο χώρος µας, το σπίτι µας. Κάθε µέλος της κοινωνίας έρχεται σε επαφή µε άλλα, έστω λίγα, µέλη της κοινωνίας, που και αυτά διασυνδέονται µε άλλους κοινωνούς κ.ο.κ. Αρα, τελικά όλοι συνδεόµαστε άµεσα ή έµµεσα µε την κοινωνία, είτε το συνειδητοποιούµε είτε όχι, είτε το θέλουµε είτε όχι. Γι’ αυτό πρέπει να µην αδιαφορούµε γι’ αυτήν. Η συνύπαρξη των µελών της κοινωνίας επιβάλλει να επικρατεί το «εµείς» και όχι το «εγώ». Πράγµατι, τελικά είναι φαινόµενο εγωισµού η αδιαφορία για την τύχη της κοινωνίας. Οπως είχε πει ο Περικλής στον «Επιτάφιο» για την αθηναϊκή δηµοκρατία, εκείνος ο πολίτης που δεν µετέχει στις δηµόσιες υποθέσεις δεν θα πρέπει να θεωρηθεί «απράγµων», δηλαδή φιλήσυχος, αλλά «αχρείος», δηλαδή άχρηστος. ∆εύτερον, ειδικά στις ευρωεκλογές αυτές υπάρχει ανάγκη να αντιµετωπισθεί η µεγάλη απειλή για την Ευρώπη που προέρχεται από την άκρα ∆εξιά. Τα κόµµατα του χώρου αυτού έχουν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (ακόµη και στις πιο προηγµένες) ανοδική πορεία τα τελευταία χρόνια. Καλλιεργούν αντιευρωπαϊκές, εθνικιστικές θέσεις και εκφράζουν ρατσιστικές απόψεις, όπως για το Μεταναστευτικό.

Τρεις λόγοι επιβάλλουν τη συµµετοχή των πολιτών στις εκλογές της Κυριακή

Στην ουσία περιφρονούν τα ανθρώπινα δικαιώµατα. Η αλληλεγγύη στον συνάνθρωπο, η κοινωνική αλληλεγγύη και µαζί τους οι κατακτήσεις της εποχής µας στο πεδίο σεβασµού των ανθρωπίνων δικαιωµάτων υφίστανται από τον χώρο αυτό σοβαρά πλήγµατα. Οι ακροδεξιές δυνάµεις ανά την Ευρώπη επιδιώκουν τώρα δυναµική (και σε ποσοστά) παρουσία στις ευρωεκλογές, φανατίζοντας και συσπειρώνοντας έτσι τους οπαδούς τους. Είναι ανάγκη να ανακοπεί αυτή η πορεία που απειλεί τα µεγάλα κεκτηµένα της εποχής µας, ώστε να µη σηµειωθεί οπισθοδρόµηση σε σκοτεινές εποχές. Η αποχή από τις ευρωεκλογές πολιτών που συνειδητοποιούν τον κίνδυνο από τη στάση αυτή της ακροδεξιάς θα είχε ως συνέπεια την άνοδο των ποσοστών της. Αυτό ακριβώς θέλει η ακροδεξιά, που γνωρίζει ότι στους κόλπους της η αποχή θα είναι ελάχιστη. Τρίτον, γι’ αυτούς τους πολίτες που δεν υποστηρίζουν κανένα πολιτικό κόµµα ή, ακόµη, έχουν τελείως αρνητική άποψη για όλα τα κόµµατα, η αποχή θα σήµαινε ισοπέδωση όλων των κοµµάτων, τα οποία όµως κάθε άλλο παρά τα ίδια είναι.

Οι πολιτικές τους δεν είναι εξίσου επιζήµιες ή µη επιζήµιες για τη χώρα. Οι αποφάσεις τους αναγκαστικά µας αφορούν. Τελικά, δεν πρόκειται παρά για σύγκριση των κοµµάτων. Η αποχή αφήνει στην κρίση των λοιπών πολιτών (που θα ψηφίσουν) την επιλογή, η οποία µπορεί να είναι η χειρότερη και να έχει ως αποτέλεσµα την επικράτηση της πιο αρνητικής, κατά την εκτίµηση του απέχοντος, πολιτικής. Εδώ ισχύει το λεγόµενο «το µη χείρον βέλτιστον», που θα έπρεπε να καθοδηγήσει την ψήφο αυτής της κατηγορίας των πολιτών. Αυτό είναι το νόηµα και η χρησιµότητα της συµµετοχής τους στις ευρωεκλογές. Συµπέρασµα: Ενδιαφέρον για την κοινωνία στην οποία αναγκαίως ζούµε και συνυπάρχουµε, προστασία των ανθρωπίνων δικαιωµάτων από τον κίνδυνο της επελαύνουσας άκρας ∆εξιάς και αποτροπή επικράτησης εκείνου ή εκείνων των κοµµάτων που ο πολίτης θεωρεί χειρότερα έναντι άλλων: Αυτό είναι το τρίπτυχο που επιβάλλει τη συµµετοχή στις ευρωεκλογές

Ο κίνδυνος της εκλογικής αποχής

Γράφει ο Ξενοφών Κοντιάδης, Καθηγητής Συνταγµατικού Δικαίου, πρόεδρος του Ιδρύµατος Τσάτσου

Τον σκληρό πυρήνα της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας αποτελεί η διεξαγωγή περιοδικών εκλογών, µε την απρόσκοπτη συµµετοχή πολιτικών κοµµάτων και την εγγύηση ατοµικών ελευθεριών και δικαιωµάτων συλλογικής δράσης. Στο πλαίσιο αυτό δεν αρκεί, ωστόσο, η διασφάλιση της δυνατότητας συµµετοχής του πολίτη στις δηµοκρατικές διαδικασίες, αλλά η επιβεβαίωση του νοήµατος της πολιτικής συµµετοχής.

Παρά την προεκλογική πόλωση που επιδιώκεται, ιδίως από τα δύο µεγάλα κόµµατα, προκειµένου να αυξήσουν τα ποσοστά συσπείρωσης των ψηφοφόρων τους, οι δηµοσκοπήσεις προβλέπουν υψηλό ποσοστό αποχής την ερχόµενη Κυριακή. Αυτό δεν οφείλεται µόνο στην αποτελµάτωση της πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά κατά βάση στη γενικευµένη δυσθυµία των πολιτών απέναντι στο ελληνικό κοµµατικό σύστηµα και στην πολιτική τάξη. Μια πολιτεία όπου οι πολίτες αισθάνονται ότι δεν υπάρχει δυνατότητα για ουσιαστική συµµετοχή στη λήψη αποφάσεων µετατρέπεται σε ελλειµµατική δηµοκρατία. Οµως, εν προκειµένω οι πολίτες δεν επιλέγουν την αποχή µόνο επειδή θεωρούν ότι ελάχιστα µπορούν να αλλάξουν στο σηµερινό καταθλιπτικό πολιτικό τοπίο, αλλά και ως έκφραση απαξίωσης της πολιτικής τάξης και δυσθυµίας απέναντι στον τρόπο που λειτουργεί η πολιτεία.

Οι όροι µε τους οποίους διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση τα τελευταία χρόνια απωθούν τους πολίτες

Βρισκόµαστε, λοιπόν, µπροστά στο ενδεχόµενο ενός ρεκόρ αποχής, που µάλιστα δεν θα εκφράζει µόνο την αδιαφορία, αλλά σε έντονο βαθµό τη δυσανεξία και την αποδοκιµασία των πολιτών απέναντι σε πρόσωπα και θεσµούς. Αυτή η εκλογική συµπεριφορά πιθανόν αποτελεί επακόλουθο µιας ευρύτερης αντισυστηµικής στάσης διευρυνόµενων τµηµάτων της κοινωνίας και ασφαλώς συναρτάται µε την παρατεταµένη σκανδαλολογία και τη συρρίκνωση της αξιοπιστίας της πολιτικής τάξης. Η κρίση της αντιπροσωπευτικής δηµοκρατίας επιτείνεται εξαιτίας της κρίσης του πολιτικού λόγου. Η διαρκής αποδυνάµωση της ικανότητας των πολιτικών κοµµάτων να αντιπροσωπεύσουν τις κοινωνικές δυνάµεις προς τις οποίες απευθύνονται δεν είναι µόνο αποτέλεσµα του σταδιακού µετασχηµατισµού τους σε κόµµατα µε άµεση, εξωθεσµική ή και παρασιτική παρέµβαση στον κρατικό µηχανισµό, αλλά και συνέπεια της ανεπάρκειάς τους να αρθρώσουν πολιτικό λόγο που να υπερβαίνει µια διαµεσολαβητική-διαχειριστική λογική.

Οι όροι µε τους οποίους διεξάγεται η πολιτική αντιπαράθεση εντός και εκτός Κοινοβουλίου τα τελευταία χρόνια απωθούν τους πολίτες. Ετσι επιτείνεται η απουσία πολιτειακής εκπαίδευσης και η συρρίκνωση του ενδιαφέροντος για τη λειτουργία της πολιτείας. Είναι σηµαντικό να ενισχυθούν το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά και η κατανόησή τους για τους κανόνες διεξαγωγής του πολιτικού παιχνιδιού. Πρωτότυπες εκπαιδευτικές και ενηµερωτικές δράσεις, όπως η ιστοσελίδα www.syntagmawatch.gr, που αναπτύσσει διάλογο µε τον πολίτη του ∆ιαδικτύου, µπορούν να βοηθήσουν σε αυτήν την κατεύθυνση. Η επιστροφή των πολιτών στις κάλπες δεν µπορεί να γίνει µε φιέστες και προεκλογικές αντιπαραθέσεις στα τηλεοπτικά παράθυρα

Η ψήφος ως δικαίωµα και απόλυτη υποχρέωση

Γράφει η Μαριέττα Γιαννάκου, Πρώην υπουργός

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο πραγµατοποιεί ένα εξαιρετικά σηµαντικό έργο µε την αρµοδιότητα του συννοµοθέτη µαζί µε το Συµβούλιο σε ένα εκτεταµένο πεδίο πολιτικών της ΕΕ. Στις τάξεις του συγκαταλέγονται πολιτικοί µε µακρά εµπειρία στον πολιτικό στίβο των χωρών τους, όσο και της Ευρώπης, oι οποίοι γνωρίζουν διά ζώσης τι σηµαίνει η αναζήτηση της χρυσής τοµής µεταξύ διαφορετικών εθνικών συµφερόντων, η αναζήτηση του κοινού συµφέροντος και η αντιπροσώπευση των ανησυχιών των πολιτών σε κάθε επίπεδο λήψης αποφάσεων.  Ωστόσο, αυτή η σηµαντική λειτουργία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου επισκιάζεται από τουλάχιστον δύο παράγοντες. Πρώτον, από την εδραίωση της άποψης ότι δεν διαθέτει αρµοδιότητες και ότι υφίσταται µάλλον για συµβολικούς λόγους. Η άποψη αυτή δεν ανταποκρίνεται στη θεσµική πραγµατικότητα, όπως αυτή διαµορφώθηκε από διαδοχικές συνθήκες τα τελευταία τριάντα χρόνια. ∆εύτερον, από την επιρροή των διακυβερνητικών οργάνων και την επικοινωνιακή απήχηση των επικεφαλής των κυβερνήσεων και των θεσµών της ΕΕ. Πράγµατι, οι συναντήσεις του Ευρωπαϊκού Συµβουλίου τυγχάνουν τέτοιας δηµοσιογραφικής κάλυψης µε έµφαση στους ηγέτες, η οποία δεν µπορεί να συγκριθεί µε εκείνη των κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων. Η κατάσταση αυτή δεν θα πρέπει να µας οδηγήσει στην απαξίωση των ευρωεκλογών. Αλλωστε, τα εθνικά Κοινοβούλια χωρίς εξαιρέσεις απολαµβάνουν µειωµένη δηµοσιότητα έναντι της κυβερνητικής λειτουργίας, χωρίς αυτό να µας υποχρεώνει να αδιαφορούµε για τις γενικές εκλογές. 

Οι Ελληνες πολίτες έχουν επιπλέον λόγους να ενδιαφέρονται για τις ευρωεκλογές. Η χώρα κατά την τελευταία δεκαετία κλυδωνίζεται σε κάθε επίπεδο. Η επιλογή των αντιπροσώπων στις Βρυξέλλες αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, αφού θα µεταφέρουν στη χώρα µια πλήρη εικόνα των ευρωπαϊκών εξελίξεων τις οποίες πρέπει στενά να παρακολουθούµε. Ταυτόχρονα, αποτελούν σηµαντικούς διαύλους επικοινωνίας σχετικά µε τα ζητήµατα οικονοµίας, ασφάλειας, τεχνολογικών εξελίξεων και άλλα, τα οποία απασχολούν ιδιαιτέρως τη χώρα µας. Παρά το γεγονός ότι το επίπεδο της εγχώριας πολιτικής διολισθαίνει, µε αποτέλεσµα την ύπαρξη χαµηλού επιπέδου εµπιστοσύνης των πολιτών προς το πολιτικό προσωπικό, η συµµετοχή είναι αυτή που θα καθορίσει σε σηµαντικό βαθµό την εξέλιξη των πραγµάτων. Εξυπακούεται, λοιπόν, ότι η επιλογή των υποψηφίων πρέπει να γίνει µε γνώµονα την ικανότητα των προσώπων να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Κανείς δεν πρέπει να αναρωτιέται τι κάνει η Ευρώπη για οποιοδήποτε θέµα, αν ο ίδιος δεν έχει δώσει το «παρών» στις 26 Μαΐου

Το σύστηµα ανάδειξης µε την πρόβλεψη για µια ενιαία εκλογική περιφέρεια σε όλη την επικράτεια µάλλον εξυπηρετεί τις πιο θορυβώδεις και ίσως υπερφίαλες και δίχως προοπτική υποψηφιότητες. Οι ευρωπαϊκές εκλογές προσφέρουν, όµως, και µια αναντικατάστατη ευκαιρία για την επιστροφή των πολιτών έπειτα από τέσσερα χρόνια δίχως καµία εκλογική διαδικασία. Είναι πολλά τα συµπτώµατα τα οποία καθιστούν πρόδηλη την παθητική στάση των πολιτών απέναντι στις κυβερνητικές δράσεις, την απογοήτευση και ενίοτε τον κυνισµό. Οι λόγοι είναι κατανοητοί, αλλά δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία. Με την ψήφο τους οι πολίτες θα συνδιαµορφώσουν τις ευρωπαϊκές εξελίξεις και θα δηµιουργήσουν πολιτικά γεγονότα σε εθνικό επίπεδο.

Η συµµετοχή αυτή καθαυτή, ανεξαρτήτως επιλογών, αποτελεί σηµαντικό γεγονός και για τη ζωή του καθενός από εµάς. Προσωπικά η θέση µου είναι σαφής: πρέπει να αποδοκιµαστούν η δηµαγωγία, οι ακρότητες, οι πρακτικές πόλωσης και διαίρεσης της κοινωνίας, ο εκµαυλισµός µε ανυπόστατες υποσχέσεις και ο προσεταιρισµός ετερόκλητων και ακραίων στοιχείων χάριν της διατήρησης της εξουσίας. Η ψήφος των πολιτών την Κυριακή θα έχει ιδιαίτερη αξία αν αποδοκιµαστούν όσοι επιδιώκουν την πολιτική κυριαρχία εις βάρος της συνεννόησης και της συναίνεσης, την οποία προϋποθέτει η χάραξη µιας νέας κατεύθυνσης για τη χώρα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ιδιαίτερα οι νέοι που ψηφίζουν για πρώτη φορά οφείλουν να δώσουν ένα ισχυρό «παρών» σ’ αυτή την εκλογή, εν όψει µάλιστα αναµενοµένων σηµαντικών ευρωπαϊκών εξελίξεων. Επιπλέον το αποτέλεσµα θα προδιαγράψει και την ευθύνη των κοµµάτων µέσω της συµµετοχής τους στα ευρωπαϊκά πολιτικά κόµµατα. Υπάρχουν χίλιοι λόγοι εποµένως για πλήρη συµµετοχή σε αυτές τις εκλογές. Κανείς δεν πρέπει να αναρωτιέται τι κάνει η Ευρώπη για οποιοδήποτε θέµα, αν ο ίδιος δεν έχει δώσει το «παρών» στις 26 Μαΐου 

ακροδεξιάΕυρωεκλογέςΔημοτικές εκλογές