Πολιτική|09.06.2019 19:28

ΣΥΡΙΖΑ - ΚΙΝΑΛ: Συγκατοίκηση για γερά νεύρα

Χρήστος Μαχαίρας

Διεκδικώντας τον χώρο της Κεντροαριστεράς, ΣΥΡΙΖΑ και Κίνηµα Αλλαγής θα µπορούσαν να ήταν όµοροι χώροι. Η πολιτική, ωστόσο, δεν είναι ποτέ ευθύγραµµη. Τα δύο κόµµατα µοιάζουν παγιδευµένα στη δίνη µιας σκληρής αντιπαράθεσης, που τροφοδοτείται διαρκώς µε θερµά πολιτικά επεισόδια. Είναι ο εκλογικός χρόνος που καθιστά αδύνατη την επικοινωνία και αποτρέπει κάθε συνεννόηση ή τα εµπόδια που ορθώνονται στον προοδευτικό χώρο είναι τέτοια που απαγορεύουν τις συγκλίσεις; Το «Εθνος της Κυριακής» δίνει τον λόγο σε τρεις διανοούµενους µε ενεργό ρόλο στα εσωτερικά της Κεντροαριστεράς, τον Νίκο Μουζέλη, τον Νίκο Μαραντζίδη και τον Γιώργο Σιακαντάρη, θέτει ερωτήµατα και ζητά απαντήσεις.

Το εκλογικό αποτέλεσµα της 26ης Μαΐου και οι εξελίξεις στο ΚΙΝΑΛ τροφοδοτούν νέες αντιπαραθέσεις για την εκπροσώπηση της Κεντροαριστεράς. Ποια πολιτική δύναµη εκφράζει κατά τη γνώµη σας τον κοινωνικό και εκλογικό χώρο που προσδιορίστηκε µεταπολιτευτικά ως προοδευτική παράταξη;

Νίκος Μουζέλης: Νοµίζω πως στην περίοδο της Μεταπολίτευσης δύο είναι οι κύριες προοδευτικές δυνάµεις. Το ΠΑΣΟΚ (πριν από την απότοµη κατάρρευσή του) και ο ΣΥΡΙΖΑ. Το κόµµα του Ανδρέα Παπανδρέου έφερε νέα στρώµατα στην ενεργό πολιτική αρένα, δηµιουργώντας έτσι το πρώτο αστικό, µαζικό κόµµα στη χώρα µας. Με τη βοήθεια αυτής της µαζικής οργάνωσης ο αρχηγός της παράταξης απέκτησε µια δύναµη που κανείς προκάτοχός του δεν είχε. Εκανε µια σειρά από προοδευτικές αλλαγές. Αλλαξε ριζικά το οικογενειακό δίκαιο δίνοντας σηµαντικά δικαιώµατα στις γυναίκες. Και παρόλο που το Εθνικό Σύστηµα Υγείας ξεκίνησε µε τον Σπύρο ∆οξιάδη, υπουργό της Ν∆, ήταν το ΠΑΣΟΚ που το ανέπτυξε διαχέοντας έτσι κοινωνικά δικαιώµατα στα λαϊκά και µικροµεσαία στρώµατα.

Κατόρθωσε επίσης να µειώσει τις ανισότητες µεταξύ της υπαίθρου και των αστικών κέντρων. Από την άλλη µεριά, το ΠΑΣΟΚ ανέπτυξε µια πιο γραφειοκρατική και συγχρόνως αυταρχική κοµµατική οργάνωση, όπου τα στελέχη στην περιφέρεια αλλά και στο κέντρο µετατράπηκαν σε πειθήνια όργανα του χαρισµατικού ηγέτη. Το ίδιο συνέβη και στον χώρο των συµµαχιών. Για παράδειγµα, η αντιδικτατορική οργάνωση ∆ηµοκρατική Αµυνα προσπάθησε να συνεργαστεί µε το ΠΑΣΟΚ. Αυτή η προσπάθεια απέτυχε γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν δέχτηκε το αίτηµά της για µια µικρή έστω αυτονοµία της.

Οσο για τον ΣΥΡΙΖΑ, αναπτύχθηκε ραγδαία και κατόρθωσε να γίνει κυβέρνηση. Στο εξωτερικό η Συµφωνία των Πρεσπών έκανε την Ελλάδα να πάψει να είναι το «µαύρο πρόβατο» της Ευρώπης. Η χώρα άρχισε να παίζει έναν σηµαντικό ρόλο όχι µόνο στα Βαλκάνια αλλά και πιο γενικά. Στο εσωτερικό βοήθησε ουσιαστικά τα οικονοµικά αδύναµα στρώµατα και, µεταξύ άλλων, ενίσχυσε τα συνδικαλιστικά δικαιώµατα των εργαζοµένων. Προχώρησε πρόσφατα στη δηµιουργία ενός προοδευτικού πόλου, όπου συλλογικότητες που δεν ανήκουν στον ΣΥΡΙΖΑ συνεργάζονται επί ίσοις όροις. Ας ελπίσουµε πως ο ΣΥΡΙΖΑ στο µέλλον δεν θα ακολουθήσει τη στρατηγική του ΠΑΣΟΚ, προσπαθώντας να «καπελώσει» τις νέες αυτές δυνάµεις.

Νίκος Μαρατζίδης: Η διαµάχη για το ποιος είναι ο «πραγµατικός» εκπρόσωπος δεν είναι καινούργια στην Αριστερά. ∆ιαπιστωνόταν ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν σοσιαλδηµοκράτες και κοµµουνιστές τσακώνονταν για το ποιος είναι ο γνήσιος εκφραστής της εργατικής τάξης. Στη χώρα µας, στην πρώτη φάση της Μεταπολίτευσης, είδαµε ατέρµονες και άγονες αντιπαραθέσεις για το εάν το ΠΑΣΟΚ είναι ή όχι αριστερό κόµµα και στη συνέχεια εάν είναι ο βασικός εκπρόσωπος των «δηµοκρατικών δυνάµεων». Τα τελευταία χρόνια, λόγω του πολωµένου κλίµατος, τέτοιες διαµάχες αναζωπυρώθηκαν. Οπως και να ’χει, ο χώρος της προοδευτικής παράταξης, λοιπόν, Κεντροαριστερά κατ’ άλλους, σήµερα, πολιτικά εκφράζεται πρωτίστως από τον ΣΥΡΙΖΑ, που προέρχεται από τη ριζοσπαστική Αριστερά, αλλά µετασχηµατίστηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια σε δύναµη της ρεαλιστικής Αριστεράς και το ΚΙΝΑΛ που κουβαλά τα ιστορικά φορτία της ελληνικής Σοσιαλδηµοκρατίας. ∆ευτερευόντως εκφράζεται, επίσης, από µικρότερες δυνάµεις, όπως το τοποθετηµένο στον χώρο του προοδευτικού φιλελευθερισµού «Ποτάµι» και τα σχήµατα της πολιτικής Οικολογίας, που δυστυχώς είναι αδύναµα και πολυδιασπασµένα.

Γιώργος Σιακαντάρης: : Στη Μεταπολίτευση µέχρι το 2016-2017 ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοπροσδιοριζόταν ως Αριστερά και όχι ως προοδευτικός ή κεντροαριστερός πόλος. Αυτόν τον χώρο διεκδικούσε µόνον η παράταξη του ΠΑΣΟΚ παλαιότερα και του Κινήµατος Αλλαγής σήµερα. Μόνο µετά το 2016 άρχισε ο ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικεί τον ίδιο χώρο. ∆ικαίωµά του. ∆ικαίωµα όµως έχουν και όσοι ζητούν αποδείξεις για τη µεταστροφή του και όσο δεν τις έχουν, δεν πιστεύουν την ειλικρίνεια της µεταστροφής του. Το Κίνηµα Αλλαγής, µε όλες τις εµφανείς αδυναµίες και την έλλειψη στρατηγικής που δεν καλύπτεται από τα «όχι στη ∆εξιά και τη νέα ∆εξιά», είναι ο προοδευτικός πόλος συσπείρωσης σοσιαλδηµοκρατών, µεταρρυθµιστών κεντρώων και δηµοκρατών αριστερών. Εκείνο όµως που προέχει είναι µετά τις εκλογές να αρχίσει µια πραγµατική συζήτηση για το ποια θα είναι η νέα ιδεολογική αφήγηση του ΚΙΝΑΛ και ποιες οι νέες κοινωνικές συµµαχίες και αναφορές του. ∆εν νοείται κόµµα σοσιαλδηµοκρατικό εντός του οποίου οι ιδέες να θεωρούνται πάρεργο. Είναι σαν ανεµόµυλος σε περιοχές που δεν φυσάει ποτέ. Οι τάσεις πάντως για «επαναπασοκοποίηση» δεν δείχνουν προς αυτή την κατεύθυνση.

Το ΚΙΝΑΛ υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει στην ευρωπαϊκή προοδευτική οικογένεια και ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί το ΚΙΝΑΛ δορυφόρο της ∆εξιάς. Μέσα σε αυτή την ατµόσφαιρα µήπως είναι χίµαιρα η προσδοκία µιας άλλης ποιότητας σχέσεων ανάµεσα στα δύο κόµµατα;

Νίκος Μουζέλης: Το ΚΙΝΑΛ υποστηρίζει πως θα κρατήσει την αυτονοµία του απέναντι στα δύο µεγάλα κόµµατα και θα εξελιχθεί σε έναν τρίτο σοβαρό πόλο. Νοµίζω πως αυτό δεν θα το καταφέρει. Ακολουθεί πιστά τον Κυριάκο Μητσοτάκη, κυρίως σε ό,τι αφορά τις Πρέσπες, παρόλο που η Φώφη Γεννηµατά καταλαβαίνει πως ήταν η πιο καλή συµφωνία που θα µπορούσε η χώρα µας να πετύχει. Επιπλέον, όπως τόνισε ο Νίµιτς, αυτή ήταν η τελευταία ευκαιρία που είχαµε για να λυθεί ένα πρόβληµα που ταλάνισε τη χώρα για περίπου 25 χρόνια. Στις επόµενες εκλογές, αν η Ν∆ βγει πρώτο κόµµα, το ΚΙΝΑΛ θα γίνει σίγουρα δορυφόρος της. Και αυτό θα οδηγήσει στην περαιτέρω συρρίκνωσή του.

Νίκος Μαρατζίδης: ∆εδοµένης της έντασης και της θεατρικότητας που χαρακτηρίζουν τις εκλογικές αναµετρήσεις στην Ελλάδα, το να αναµένει κανείς σε προεκλογική περίοδο µια άλλη ποιότητα σχέσεων µεταξύ ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ είναι προφανώς χίµαιρα. ∆εν πρέπει επίσης να ξεχνάµε, πως πρόκειται για δύο κόµµατα που αναµετρήθηκαν πολύ σκληρά, σχεδόν µε όρους «ζωής και θανάτου» κατά τα χρόνια των µνηµονίων. Το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αναπτύχθηκε πάνω στην εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ ενίσχυσε ασφαλώς την ένταση µεταξύ των δύο κοµµάτων. Οπότε, παρά το γεγονός πως οι πολιτικές πλατφόρµες τους είναι κοντινές, τα τραύµατα από τις «µάχες» που έχουν δώσει τα στελέχη τους δεν έχουν επουλωθεί ακόµη. Ιδιαίτερα στο ΚΙΝΑΛ είναι δύσκολο προς το παρόν να ξεχάσουν πως η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ των ετών 2010-2015 και τα αντιµνηµονιακά µέτωπα που αυτός συγκρότησε (συµπεριλαµβανοµένου στην πρώτη φάση 2010-2011 αυτού µε τη Ν∆ του Σαµαρά) οδήγησαν στη δραµατική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ και στο ουσιαστικό τέλος του. Επειδή, όµως, η ζωή δεν περιµένει πότε θα ξεπεράσει κανείς τη µελαγχολία του, οι αδήριτες ανάγκες των δύο κοµµάτων για επιβίωση θα οδηγήσουν σε εξελίξεις.

Γιώργος Σιακαντάρης: Προσωπικά απορώ πώς ένα κόµµα που ανήλθε στην εξουσία µε τον ορισµό της παραπλάνησης που άκουγε στο όνοµα Πρόγραµµα Θεσσαλονίκης έκανε ένα δηµοψήφισµα εξόδου της χώρας από τον ευρωπαϊκό πολιτισµό, εκπροσώπησε τον κόσµο της επιδοµατοκεντρικής αναπαραγωγής της φτώχειας, ανέδειξε ένα «αψύ» µοντέλο ήθους και αισθητικής στην πολιτική και είχε ως ιδεολογική του σηµαία το λενινιστικό και αντιδηµοκρατικό σύνθηµα «έχουµε την κυβέρνηση, αλλά δεν έχουµε την εξουσία», το «δηµοκρατία σας και δηµοκρατία µας» και το «θα τους τελειώσουµε ή θα µας τελειώσουν» σήµερα µπορεί να πείθουν ορισµένους ότι µπορεί να µετασχηµατιστεί, χωρίς βαθιά αυτοκάθαρση, σε ένα σύγχρονο, ευρωπαϊκό, σοσιαλδηµοκρατικό κόµµα. Από την άλλη, όµως, τα συνθήµατα και τα αναθέµατα για τον κ. Τσίπρα δεν αρκούν για έναν ισχυρό σοσιαλδηµοκρατικό πόλο. Η όποια προσδοκία µιας άλλης ποιότητας σχέσεών τους προϋποθέτει τη µείωση της διαφοράς ΚΙΝΑΛ - ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό σηµατοδοτεί και το αίτηµα της στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ. Μήπως όµως αυτήν τη µείωση τη φοβούνται περισσότερο στο ΚΙΝΑΛ απ’ όσο στον ΣΥΡΙΖΑ; Η αποποµπή Βενιζέλου συνηγορεί υπέρ της πρώτης ερµηνείας.

Με τις κάλπες προ των πυλών η συνεννόηση µοιάζει αδύνατη. Μετεκλογικά, ωστόσο, θεωρείτε ότι υπάρχουν περιθώρια συγκλίσεων; Και αν ναι, σε ποιους τοµείς;

Νίκος Μουζέλης: Με βάση τα όσα ανέφερα στην προηγούµενη απάντησή µου, µια σύγκλιση δεν είναι δυνατή. Οσο για την αποχώρηση ή µάλλον τον «εξοστρακισµό» του Ευάγγελου Βενιζέλου, που είναι εξίσου αρνητικός προς τον ΣΥΡΙΖΑ, η παραµονή του δεν θα άλλαζε τα πράγµατα. Αν στις επόµενες εκλογές η Ν∆ βγει πρώτο κόµµα, το ΚΙΝΑΛ σίγουρα θα συµµαχήσει µε τη συντηρητική παράταξη. Μεσοµακροπρόθεσµα όµως σε µερικούς τοµείς (π.χ. Ευρώπη, κοινωνικά προβλήµατα) µπορεί να υπάρχουν συνεννοήσεις µεταξύ Κεντροαριστεράς και ριζοσπαστικής Αριστεράς – αφού τα δύο κόµµατα έχουν, εν µέρει τουλάχιστον, κοινούς προσανατολισµούς. Με άλλα λόγια, δεν είναι οι πολιτικές διαφορές, αλλά η τωρινή δαιµονοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ που καθιστά µια προσέγγιση αδύνατη.

Νίκος Μαρατζίδης: Εφόσον ένα από τα δύο κόµµατα συµµετάσχει στην κυβέρνηση (για παράδειγµα, το ΚΙΝΑΛ µε τη Ν∆) ο πόλεµος µεταξύ των δύο βασικών συνιστωσών της Κεντροαριστεράς θα συνεχιστεί αδυσώπητος. Αντίθετα, εφόσον και τα δύο κόµµατα βρεθούν στην αντιπολίτευση, τότε θα διαµορφωθούν οι συνθήκες ενός διαλόγου µεταξύ τους, που σήµερα, φαινοµενικά, δεν υφίστανται. Οι συνθήκες όµως δεν αρκούν από µόνες τους. Ο συστηµατικός και οργανωµένος διάλογος είναι προϋπόθεση κάθε σύγκλισης. ∆εν χρειάζονται βιαστικές κινήσεις. Απαιτείται ο «πανδαµάτωρ χρόνος» για να επουλωθούν τα τραύµατα και χρειάζεται συνέπεια και υποµονή για να φύγουν από το τραπέζι οι αµοιβαίες καχυποψίες. ∆ιαφορετικά, οι όποιες κινήσεις αποτελούν απλώς καιροσκοπικές επιλογές που στο τέλος της ηµέρας κάνουν ζηµιά παρά όφελος. Ο διάλογος πρέπει να αφορά το παρελθόν και το µέλλον και να στηριχθεί πάνω σε µερικές βασικές και αυτονόητες παραδοχές προοδευτικού χαρακτήρα (π.χ. η θέση για την Ευρώπη, οι πολιτικές για την προστασία των κοινωνικά αδύναµων, η πρόκληση µιας νέας περιβαλλοντικής πολιτικής).

Γιώργος Σιακαντάρης: Είναι αλήθεια πως στη ∆υτική Ευρώπη πολλές φορές κυβέρνησαν σχήµατα συνεργασίας των σοσιαλδηµοκρατών µε τους ριζοσπάστες αριστερούς. Αλλά είναι εξίσου αλήθεια πως όπου αυτό συνέβη, ο κυρίαρχος σε αυτήν τη συνεργασία ήταν οι σοσιαλδηµοκράτες και όχι η ριζοσπαστική Αριστερά. Ακόµη και στο πιο πρόσφατο παράδειγµα της Πορτογαλίας κυρίαρχοι είναι οι σοσιαλδηµοκράτες. Αλλά υπάρχει και µια ακόµη ειδοποιός διαφορά. Στη ∆υτική Ευρώπη η ριζοσπαστική Αριστερά υπέβαλε σε κριτική πλευρές της φιλελεύθερης δηµοκρατίας, ήταν όµως πάντα αντίθετη στην κοµµουνιστική λογική τού «έχουµε την κυβέρνηση, αλλά όχι και την εξουσία». Η οποιαδήποτε αλλαγή στη σχέση των δύο χώρων προϋποθέτει τη µετάβαση του ΣΥΡΙΖΑ από το καθαρτήριο της υπεύθυνης αντιπολίτευσης και την καταγραφή του ΚΙΝΑΛ ως υπεύθυνης δύναµης που εγγυάται την πολιτική και κυβερνητική σταθερότητα του τόπου. ∆υστυχώς και οι δύο δεν φαίνεται να κινούνται προς αυτές τις κατευθύνσεις. Στην Ελλάδα, πάντως, όπως δείχνει το 12% και το 13% που έφυγε από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ αντίστοιχα και πήγε στη Ν∆, οι πολίτες δεν φοβούνται τον «µπαµπούλα» της ∆εξιάς, αλλά την πραγµατικότητα µιας διακυβέρνησης που δεν συνάδει µε τις στοιχειώδεις πολιτικές και αισθητικές αξίες του χώρου της Κεντροαριστεράς.

Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδηµοκρατία βρίσκεται σε µια ιστορική καµπή, επιχειρώντας να επαναπροσδιορίσει το στίγµα της. Σχηµατικά, το µεγαλύτερο τµήµα της αναζητά συµπλεύσεις µε την Αριστερά και την οικολογία, η τάση ωστόσο της συνεργασίας µε την Κεντροδεξιά παραµένει ζωντανή. Πώς αντιµετωπίζετε τον προβληµατισµό που αναπτύσσεται;

Νίκος Μουζέλης: Η ευρωπαϊκή Σοσιαλδηµοκρατία βρίσκεται όντως σε µια καµπή. Αλλά παρατηρούµε πρόσφατα µια σχετική ανάκαµψη. Οχι µόνο στην Ισπανία και την Πορτογαλία αλλά και στις σκανδιναβικές χώρες, όπου το κοινωνικό κράτος παραµένει ισχυρό. Οσο για το SPD στη Γερµανία, λόγω της συνεργασίας του µε τη Χριστιανοδηµοκρατία, έχει πάρει και αυτό την κατιούσα. Αλλά ένας µεγάλος αριθµός µελών του κόµµατος είναι πλέον εναντίον της συνέχισης της «µεγάλης συµµαχίας». Ετσι δεν αποκλείεται το κόµµα να αποχωρήσει και να συνεργαστεί µε τους Πράσινους που αυτήν τη στιγµή τείνουν να εξελιχθούν στο µεγαλύτερο κόµµα της χώρας. Πιο συγκεκριµένα, µια συνεργασία µεταξύ των Πρασίνων, των Σοσιαλδηµοκρατών και της ριζοσπαστικής Αριστεράς (Die Linke) µπορεί να αλλάξει ριζικά όχι µόνο το γερµανικό πολιτικό σύστηµα αλλά και την πορεία της Ευρώπης προς το προοδευτικότερο.

Νίκος Μαραντζίδης: Οι πρόσφατες ευρωεκλογές έστειλαν αντιφατικά µηνύµατα για τον προοδευτικό χώρο. Από τη µία µείωση ή στασιµότητα των δυνάµεων της Σοσιαλδηµοκρατίας και της ριζοσπαστικής Αριστεράς, από την άλλη άνοδος των Πρασίνων και των δυνάµεων του προοδευτικού φιλελευθερισµού. Πρόκειται για ένα σύνθετο τοπίο. Επιβιώνουν, µεν, οι διαιρέσεις της βιοµηχανικής επανάστασης (κοινωνικές ανισότητες και ταξικές διαιρέσεις) που αποτυπώθηκαν στα κοµµατικά συστήµατα του 19ου αιώνα, πλέον όµως συµπληρώνονται ή υποκαθίστανται από νέα ζητήµατα. Η κλιµατική κρίση, η προοπτική της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η παγκοσµιοποίηση, η αντιµετώπιση της µετανάστευσης, τα ζητήµατα των έµφυλων ταυτοτήτων, η τεχνητή νοηµοσύνη και το µέλλον της απασχόλησης καταλαµβάνουν ολοένα και µεγαλύτερο χώρο στη δηµόσια συζήτηση. ∆υστυχώς, αυτές οι ατζέντες «ανοίγουν» άτακτα και χωρίς συνοχή µεταξύ τους. Οι προοδευτικές δυνάµεις οφείλουν να ενοποιήσουν παλιές και νέες ατζέντες. Σήµερα, λοιπόν, χρειαζόµαστε µια προοδευτική ατζέντα που να καλύπτει συνεκτικά τέσσερα µεγάλα θέµατα: α) Πολιτικές για την αντιµετώπιση της κλιµατικής αλλαγής, β) Πολιτικές για την αντιµετώπιση των ανισοτήτων, γ) Πολιτικές για την εµβάθυνση της δηµοκρατίας και την κάλυψη της απόστασης που χωρίζει την εθνική πολιτική από τις ευρωπαϊκές δοµές λήψης αποφάσεων, δ) Πολιτικές για τη µετανάστευση και τον επαναπροσδιορισµό της έννοιας του πολίτη.

Γιώργος Σιακαντάρης: Στο προσφάτως εκδοθέν βιβλίο µου µε τίτλο «Το πρωτείο της δηµοκρατίας. Η Σοσιαλδηµοκρατία µετά τη Σοσιαλδηµοκρατία» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) υποστηρίζω ότι σήµερα η Σοσιαλδηµοκρατία δεν ηττάται επειδή έχει υποχωρήσει στον νεοφιλελευθερισµό ή επειδή δεν είναι αρκούντως αριστερή, όπως µια ρηχή ερµηνεία διατείνεται. Ηττάται γιατί ενώ η οικονοµία και οι θεσµοί της (τράπεζες, µεγάλες εταιρείες, χρηµατιστήρια και χρηµατοροές) παγκοσµιοποιούνται, οι πολιτικοί θεσµοί (κόµµατα, συνδικάτα, εθνικά Κοινοβούλια) παραµένουν εγκλωβισµένοι στο πλαίσιο του έθνους-κράτους. Ηττάται γιατί ενώ η οικονοµία παγκοσµιοποιήθηκε, αυτή δεν κατόρθωσε να δηµιουργήσει µια κίνηση για την παγκοσµιοποίηση της δηµοκρατίας και της πολιτικής. ∆εν κατόρθωσε, δηλαδή, να κάνει την παγκοσµιοποίηση αφήγηση της συµµαχίας της µε τα µεσαία στρώµατα στη βάση πολιτικών που θα εστιάζουν στα κέντρα των κοινωνιών. Υπό αυτήν τη λογική, για να ανακάµψει η Σοσιαλδηµοκρατία δεν χρειάζεται να στραφεί στα «αριστερά», ούτε να συµπλεύσει µε την Κεντροδεξιά. Το ζητούµενο είναι αυτή αλλά και η Κεντροδεξιά, οι δύο πόλοι της µεταπολεµικής ευηµερίας, να καταθέσουν διαφορετικές ανταγωνιστικές προτάσεις για το µέλλον των κοινωνιών στην εποχή της τέταρτης βιοµηχανικής επανάστασης. Πάντως, όπου ανέκαµψαν οι Σοσιαλδηµοκράτες στην Ευρώπη, δεν συνέβη λόγω της αντιδεξιάς στροφής τους, αλλά γιατί κατέθεσαν προτάσεις για την εργασία στην εποχή της παγκοσµιοποίησης.

Νίκος Μουζέλης: Οµότιµος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο LSE

Νίκος Μαραντζίδης: Καθηγητής στο Πανεπιστήµιο Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη

Γιώργος Σιακαντάρης: Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας, πρώην επιστηµονικός διευθυντής του ΙΣΤΑΜΕ – Ανδρέας Παπανδρέου

ΣΥΡΙΖΑΚΙΝΑΛ