All About History|04.07.2020 17:20

Πειρατής Μαυρογένης: Η αλήθεια πίσω από τον μύθο του δολοφόνου των θαλασσών

Newsroom

Ο Μαυρογένης υστερούσε αριθμητικά σε τραγικό βαθμό. Η ριψοκίνδυνη φύση του τον είχε κυριεύσει και τον είχε στείλει στην αγκαλιά του θανάτου. Είχε επιβιβαστεί σε ένα αντίπαλο ιστιοφόρο με μια χούφτα άνδρες, αλλά το μόνο που έβλεπε ήταν οι εχθροί που τον είχαν περικυκλώσει. Το κατάστρωμα πάνω στο οποίο στεκόταν γυάλιζε από τα αίματα, κάποια των αντιπάλων του και κάποια δικά του. Ήδη τον είχαν πετσοκόψει και πυροβολήσει αλλά με κάποιον τρόπο εκείνος στεκόταν ακόμα όρθιος. Έμοιαζε σαν τρομακτικό φάσμα αιμορραγώντας πάνω στο κατάστρωμα, με τον καπνό από την πυρίτιδα ολόγυρά του, αγκομαχώντας και προσπαθώντας ν’ ανασάνει. Οι άνδρες δίσταζαν αλλά ήταν πολλοί κι αυτό τους έδινε σιγουριά.

Επιτέλους είχαν στριμώξει σαν άγριο θηρίο τον φόβο και τον τρόμο των θαλασσών που δεν ήταν δαίμονας αλλά ένας πραγματικός άνθρωπος που αιμορραγούσε και μπορούσε να πεθαίνει. Ακόμα και σήμερα το όνομα του Μαυρογένη προκαλεί το δέος. Ο πιο φοβερός και πιο διασυρμένος πειρατής της εποχής του είναι για μας ένα πρόσωπο που επισκιάζεται από τον μύθο και τον θρύλο. Το να βρεις πληροφορίες για τα πρώτα του χρόνια είναι σαν να κυνηγάς μια σκιά, μια σκοτεινή φιγούρα με μακρύ μαύρο μανδύα που εμφανίζεται για μια στιγμή σε κάποιο σκοτεινό σοκάκι και αμέσως μετά χάνεται μέσα στην ομίχλη. Δεν είμαστε βέβαιοι ούτε για το αληθινό του όνομα.

Οι περισσότερες πηγές υποστηρίζουν ότι λεγόταν Έντουαρντ Τιτς ή Έντουαρντ Θατς, ενώ μια άλλη υποστηρίζει ότι λεγόταν Ντάμοντ, όμως καμία από αυτές δεν έχει επιβεβαιωθεί και ούτε πρόκειται. Πολλά μπορεί να ισχύουν για εκείνη τη μυστηριώδη μορφή: μπορεί να είχε γεννηθεί στο Μπρίστολ, μπορεί να ήταν πλούσιος, δύο υποθέσεις που βασίζονται σε όσα γνωρίζουμε για την εποχή, αλλά καμία δεν αποτελεί στοιχείο. Πώς μπορεί κάποιος να κρύβεται τόσο καλά από την ιστορία; Πώς μπορεί κάποιος με τόσο διάσημο όνομα να κρύβεται ακόμα και σήμερα από το παρελθόν του; Ο λόγος είναι απλός: αυτό ήταν εξαρχής το σχέδιο του Μαυρογένη. Όπως πολλοί πειρατές, δεν ήθελε να κηλιδώσει το οικογενειακό του όνομα και αυτό που κυρίως επιθυμούσε ήταν να δημιουργήσει μια φοβερή εικόνα γύρω από τον εαυτό του. Δεν ήθελε να αποτελεί κομμάτι της πραγματικότητας και φρόντισε να παρουσιάσει τον εαυτό του σαν μια μορφή του θρύλου, της φρίκης και του αγνώστου.

Ο Μαυρογένης είναι σαν να εμφανίστηκε από το πουθενά γύρω στο 1717, μετά τη θητεία του ως στρατολογημένος κουρσάρος στη διάρκεια του Πολέμου της Βασίλισσας Άννας. Τότε μετακόμισε στις Μπαχάμες, στο Νιου Πρόβιντενς, όπου εντάχθηκε στο πλήρωμα του διαβόητου πλοιάρχου Μπέντζαμιν Χόρνιγκολντ, ενός πρώην κουρσάρου που είχε στραφεί στην πειρατεία. Ο Χόρνιγκολντ ήταν ένας άνθρωπος που δεν εντυπωσιαζόταν εύκολα, αλλά μάλλον είδε κάτι στον Μαυρογένη επειδή τον διόρισε κυβερνήτη ενός μικρού ιστιοφόρου που είχε κυριεύσει. Με τον Μαυρογένη να κυβερνά το δικό του σκάφος με ένα μικρό πλήρωμα, οι δυο άνδρες άρχισαν να κουρσεύουν πολλά πλοία  που συναντούσαν χτίζοντας σ’ αυτό το σύντομο διάστημα τη φοβερή φήμη τους.

Επειδή όμως ο Χόρνιγκολντ είχε κάποιο ηθικό ανάστημα και ήθελε να επιτίθενται μόνο εχθρικά πλοία, δεν συμφωνούσε με το κούρσεμα πλοίων με βρετανική σημαία, παρά τα πολύτιμα λάφυρα που μετέφεραν. Αυτό προκαλούσε δυσφορία στο πλήρωμά του και έπειτα από ψηφοφορία υποβιβάστηκε από καπετάνιος. Έτσι, ο δεύτερος στην ιεραρχία Μαυρογένης ανέλαβε τη διοίκηση μιας από τις πιο φοβερές δυνάμεις των θαλασσών. Σε αντίθεση με τον Χόρνιγκολντ, δεν είχε αντίρρηση να λεηλατούν οποιοδήποτε πλοίο, ακόμα και των ίδιων των συμπατριωτών του. Σύντομα ο Χόρνιγκολντ αποσύρθηκε, αν και αργότερα θα αναλάμβανε δράση ως διώκτης πειρατών, και ο Μαυρογένης έγινε υπεύθυνος δύο ισχυρών πλοίων και ενός αφοσιωμένου πληρώματος, με ακόρεστη δίψα για πλούτη και περιπέτειες. Αργότερα τον ίδιο χρόνο ο Μαυρογένης και το πλήρωμά του έπλευσαν στην ανατολική Καραϊβική και αντιμετώπισαν το δουλεμπορικό πλοίο Λα Κονκόρντ. Το τεράστιο γαλλικό πλοίο ήταν ένα αξιοζήλευτο λάφυρο και αφού ο Μαυρογένης το έπληξε με δυο πλάγιες ομοβροντίες, το πλοίο και το πλήρωμα παραδόθηκαν. Ο Μαυρογένης το έκανε ναυαρχίδα του και το εφοδίασε με 40 κανόνια. Το ονόμασε Εκδίκηση της Βασίλισσας Άννας, μια αναφορά στον πόλεμο όπου πιθανόν είχε συμμετάσχει (αν και, όπως με πολλές αποφάσεις του Μαυρογένη, είναι αδύνατον να είμαστε σίγουροι για το σκεπτικό του).

Ένα από τα πολυτιμότερα «εμπορεύματα» του Μαυρογένη ήταν οι σκλάβοι και είναι μάλλον απίθανο να μεταχειρίστηκε ποτέ κάποιον από αυτούς τους άνδρες ως μέλος του πληρώματος

Ωστόσο, ένα ήταν βέβαιο: αντιλαμβανόταν τη σημασία του μεγέθους και της δύναμης στον ωκεανό. Τα 40 κανόνια δεν είχαν απαραιτήτως σκοπό να καταστρέφουν τα εχθρικά πλοία –ο Μαυρογένης δεν ήθελε να τα βυθίζει– αλλά κυρίως να προκαλούν τρόμο ώστε να αποθαρρύνουν όποιον αντίπαλο σκεφτόταν να τον αντιμετωπίσει. Ο Μαυρογένης αντιλαμβανόταν πολύ καλά την απίστευτη δύναμη των εντυπώσεων και φρόντισε να τις καλλιεργήσει όχι μόνο για το πλοίο του αλλά και για τον εαυτό του. Ήθελε να ενσταλάζει τον φόβο στον αντίπαλό του πριν καν χρειαστεί να σηκώσει όπλο. Καθώς ήταν εκ φύσεως ψηλός και μεγαλόσωμος, φορούσε μπότες ψηλές μέχρι το γόνατο, μαύρα ρούχα και ένα κατακόκκινο πανωφόρι. Για να δείχνει ακόμα πιο επιβλητικός φορούσε ένα πλατύγυρο καπέλο. Η διάσημη μαύρη γενειάδα του ήταν μακριά και στολισμένη με κορδέλες. Αργότερα τον περιέγραψαν σαν «μια τέτοια μορφή που ούτε η φαντασία δεν μπορεί να πλάσει μια τόσο τρομακτική εικόνα μιας μαινάδας από την Κόλαση».

Οι ναυτικοί που είχαν ακούσει αυτές τις ιστορίες για ένα τέτοιο θηρίο, σίγουρα θα έτρεμαν βλέποντας τη σημαία του υψωμένη σε κάποιο πλοίο και το ίδιο το τέρας να τους λοξοκοιτάζει από το κατάστρωμα. Επομένως, δεν είναι παράξενο που σε αρκετές περιπτώσεις τα πλοία παραδίδονταν αμαχητί. Στην πραγματικότητα υπήρχαν πειρατές πολύ πιο φοβεροί από τον Μαυρογένη και μερικοί ήταν τόσο μοχθηροί που σκότωναν δίχως έλεος και διέπρατταν φοβερές φρικαλεότητες στους αιχμαλώτους.

Τηρουμένων των αναλογιών, εκείνος ήταν πιο λογικός από τους περισσότερους ανταγωνιστές του, αλλά το φοβερό παρουσιαστικό και η φήμη του προηγούνταν, όπως ακριβώς ήθελε. Συγκεκριμένα, οι ενέργειες του Μαυρογένη είναι απόδειξη της ευφυΐας και της πανουργίας του. Όταν ταξίδευε με τον Χόρνιγκολντ, ο Μαυρογένης είχε γνωρίσει τον Στιντ Μπόνετ. Ήταν ένας πλούσιος γαιοκτήμονας που είχε αποφασίσει αυθόρμητα να γίνει πειρατής και είχε αγοράσει δικό του πλοίο για να ζήσει περιπέτειες. Σύντομα ο Μαυρογένης συνειδητοποίησε ότι τα 70 μέλη του πληρώματός του ήταν δυσαρεστημένα από τις διοικητικές του ικανότητες και έτσι του ζήτησε ευγενικά να αναλάβει εκείνος τον έλεγχο του πλοίου και του πληρώματός του. Ο Μπόνετ έμεινε ως διακεκριμένος επιβάτης. Ο Μαυρογένης είχε καταλάβει πόσο αποτελεσματικός μπορούσε να γίνει αυτός ο συνδυασμός, όπως και το πλεονέκτημα της φιλίας με έναν πλούσιο και αφελή αριστοκράτη. Αν και παράδοξη, η συνεργασία λειτούργησε και ο Μαυρογένης έπλεε στην Καραϊβική έχοντας μαζί του τον Μπόνετ, λεηλατώντας και διεκδικώντας λάφυρα από το Σεντ Βίνσεντ μέχρι τη Σάντα Λουτσία, από τη Νέβις μέχρι την Αντίγκουα, φτάνοντας μέχρι το Πουέρτο Ρίκο. Ελάχιστα πλοία τολμούσαν να δώσουν μάχη ή να αρνηθούν, εν μέρει επειδή ο στόλος του Μαυρογένη μεγάλωνε συνεχώς, αλλά κυρίως εξαιτίας της απαίσιας φήμης του. Το 1718 οι πειρατές είχαν φτάσει στα νησιά Τουρνέφ στον κόλπο της Ονδούρας, όπου εντόπισαν το ιστιοφόρο Αντβέντσουρ.

Ο Μαυρογένης διορίστηκε «Μάγιστρος» της Δημοκρατίας των Πειρατών από τους συναδέλφους του, που έτρεφαν βαθύ σεβασμό προς το πρόσωπό του

Ο καπετάνιος Ντέιβιντ Χέριοτ «κλήθηκε» να ενταχθεί στον στόλο του Μαυρογένη και δέχτηκε φοβούμενος μήπως κάνει κάτι και θυμώσει τους φοβερούς πειρατές, κι έτσι άλλο ένα γερό σκαρί εντάχθηκε στον στολίσκο. Το ταξίδι του τρόμου και της λεηλασίας συνεχίστηκε καθώς έπλευσαν στον Κόλπο της Ονδούρας, όπου ο Μαυρογένης πρόσθεσε άλλα τέσσερα μικρά ιστιοφόρα και ένα πλοίο στον στόλο του. Σε εκείνη τη φάση πρέπει να αισθανόταν ακαταμάχητος. Εκμεταλλεύτηκε κάθε πλοίο και κάθε ευκαιρία που μπορούσε, ήξερε τη δύναμη της φήμης και σε διάστημα ενός χρόνου είχε καταφέρει πράγματα που ελάχιστοι θα κατάφερναν σε μια ζωή.

Αυτή η φήμη ήταν αναγκαία επειδή ο Μαυρογένης προετοιμαζόταν για τη σημαντικότερη και τολμηρότερη κίνησή του. Τον Μάιο του 1718 ο φοβερός στόλος της Εκδίκησης και τρία άλλα ιστιοφόρα έφτασαν στα ανοιχτά της Τσαρλς Τάουν στη Νότια Καρολίνα. Δεν επρόκειτο για επιδρομή λεηλασίας ούτε για μια γρήγορη αποστολή διαφυγής. Απεναντίας, ο Μαυρογένης απέκλεισε ολόκληρο το λιμάνι. Η πόλη δεν είχε ναυτική προστασία και ο Μαυρογένης το εκμεταλλεύτηκε εμποδίζοντας τα πλοία να μπουν ή να βγουν από το λιμάνι με την τεράστια δύναμη πυρός του και την εντυπωσιακή φήμη του. 

wikipedia

Μέσα σε έξι μέρες σταμάτησε και λαφυραγώγησε εννέα πλοία. Ήταν σαν να ψάρευε ψάρια μέσα σε βαρέλι. Ένα από τα πλοία αυτά ήταν το Κρόουλι, και ο Μαυρογένης αποφάσισε να αιχμαλωτίσει όλους τους επιβάτες και το πλήρωμα. Αυτή φάνηκε σαν μια θρασύτατη και απάνθρωπη ενέργεια, όμως ο Μαυρογένης είχε ζητήσει φάρμακα για το πλήρωμά του. Απαίτησε ένα σεντούκι με φάρμακα ως αντάλλαγμα για τους ομήρους και απείλησε ότι αν δεν το έπαιρνε την προκαθορισμένη ώρα θα σκότωνε όλους τους αιχμαλώτους, θα έστελνε τα κεφάλια τους στον κυβερνήτη και θα έκαιγε τα πλοία που είχε κυριεύσει. Όταν η κυβέρνηση απέτυχε να στείλει τα φάρμακα την ορισμένη ώρα, ο Μαυρογένης πλησίασε με τα πλοία του στην πόλη και οι πολίτες την εγκατέλειψαν πανικόβλητοι. Πιστεύοντας ότι η πόλη θα δεχόταν επίθεση, άρχισαν να λεηλατούν και να φεύγουν. Το μόνο που είχε κάνει ο Μαυρογένης ήταν να μετακινήσει τα πλοία του, αλλά το όνομά του ήταν τόσο διαβόητο που πίστεψαν πραγματικά ότι ήταν ικανός για αποτρόπαιες πράξεις. Η κυβέρνηση έστειλε γρήγορα τα λύτρα και οι αιχμάλωτοι επιστράφηκαν εκτός, φυσικά, από τα πολύτιμα αντικείμενα και τα κομψά ρούχα τους. Για άλλη μια φορά ο Μαυρογένης είχε νικήσει και το είχε καταφέρει χωρίς να χύσει σταγόνα αίμα. Αν ο Μαυρογένης δεν ήταν ήδη αρκετά διαβόητος, οι τολμηρές του ενέργειες γύρω από το λιμάνι της Τσαρλς Τάουν πέτυχαν τον στόχο τους.

Σύμφωνα με τον θρύλο, το ακέφαλο πτώμα του Μαυρογένη κολύμπησε πέντε φορές γύρω από το πλοίο

Ο Μαυρογένης είχε την τόλμη και το θράσος να αναλαμβάνει τις πιο ριψοκίνδυνες περιπέτειες και να διαπράττει πειρατείες που άλλοι καπετάνιοι ούτε καν θα ονειρεύονταν. Η έξυπνη παράσταση με τους ομήρους και ο τεράστιος όγκος αγαθών που είχε καταφέρει να λεηλατήσει πλέοντας κοντά στην Τσαρλς Τάουν γέμισαν τις σελίδες των εφημερίδων και τον μετέτρεψαν σε θρύλο. Λίγο μετά από αυτά τα γεγονότα, ο Μαυρογένης έπλευσε με τον στόλο του στον Όρμο Τόπσεϊλ στη Βόρεια Καρολίνα. Σε αυτό το διάστημα, η Εκδίκηση της Βασίλισσας Άννας προσάραξε και εγκαταλείφθηκε σε έναν αμμόλοφο. Αυτό μπορεί να ήταν ατύχημα και ίσως ο Μαυρογένης απλώς σχεδίαζε να γείρει το πλοίο του για να λειάνει το σκαρί. Μπορεί όμως να ήταν και εσκεμμένο. Ο στόλος του αποκτούσε τεράστιο, πρωτοφανές μέγεθος και εκείνος σκόπευε να το εκμεταλλευτεί. Όπως πάντα, είχε ένα πανούργο σχέδιο. Η είδηση μιας βασιλικής χάρης διαδόθηκε γρήγορα ανάμεσα στους πειρατές. Είχε ανακοινωθεί ότι θα δινόταν χάρη σε όλους τους πειρατές που θα παραδίνονταν πριν τις 5 Σεπτεμβρίου 1718, αλλά ίσχυε μόνο για εγκλήματα που είχαν διαπραχθεί πριν τις 5 Ιανουαρίου. Αυτό φυσικά θα άφηνε εκτεθειμένο τον Μαυρογένη εξαιτίας της δράσης του στην Τσαρλς Τάουν. Ε

ίχε όμως ένα βασικό ατού – έναν εύπιστο σύντροφο, τον οποίο μπορούσε να στείλει για να του χορηγηθεί χάρη και να διαπιστώσει τι θα συνέβαινε. Ο Στιντ Μπόνετ προφανώς παρακινήθηκε από τον Μαυρογένη και αναχώρησε με ένα μικρό ιστιοφόρο για να δοκιμάσει την τύχη του. Πήρε τη χάρη και επέστρεψε στον Μαυρογένη για να πάρει το πλοίο του και το πλήρωμά του, επειδή σκόπευε πλέον να δουλεύει με αναθέσεις. Ωστόσο, ο πειρατής καπετάνιος όχι μόνο σκόπευε να εκμεταλλευτεί τον Μπόνετ ως πλεονέκτημα, αλλά και για την τελευταία του κομπίνα. Αφαίρεσε από το Ριβέντζ, το πλοίο του Μπόνετ, τις προμήθειες και ό,τι άλλο είχε αξία και εγκατέλειψε το πλήρωμα. Ο Μπόνετ κατάλαβε επιτέλους τι ήταν ο Μαυρογένης: όχι φίλος αλλά ένα ύπουλο φίδι. Διψώντας για εκδίκηση, συγκέντρωσε το πλήρωμά του και επέστρεψε στην πειρατεία για να καταδιώξει με λύσσα τον προδότη. Ήδη όμως ο Μαυρογένης είχε χαθεί στην ομίχλη και ο Μπόνετ και το πλήρωμά του συνελήφθησαν και απαγχονίστηκαν για τα εγκλήματά τους. Ήταν φυσικό που ο Μπόνετ δεν μπορούσε να βρει τον διαβόητο πειρατή που τον είχε εξαπατήσει. Ο Μαυρογένης είχε επιστρέψει στην πόλη Μπαθ, πούλησε τα πρόσφατα λάφυρα, αγόρασε ένα σπίτι και πήρε χάρη. Σε κάθε περίπτωση, για τον Τιτς αυτή ήταν η ιδανική ευκαιρία να νοικο
Αν κυρευτεί, να πάρει χάρη για τα εγκλήματά του και να αποσυρθεί με πάρα πολλά χρήματα.

Ο Μαυρογένης άναβε φιτίλια κάτω από το καπέλο του για να δημιουργεί γύρω του ένα σύννεφο καπνού 

Σύμφωνα μάλιστα με αφηγήσεις, παντρεύτηκε την κόρη ενός πλούσιου ιδιοκτήτη φυτείας. Ο Μαυρογένης όμως δεν ήταν ο τύπος του νοικοκύρη. Τα διάφορα παραπτώματά του στη θάλασσα δεν ήταν για τα πλούτη ή για μια άνετη ζωή, αλλά κυρίως για τις συγκινήσεις της περιπέτειας και της κατάκτησης. Και αυτές τις συγκινήσεις σίγουρα δεν θα τις έβρισκε σε μια ήσυχη ζωή στην ξηρά. Ο Μαυρογένης πήρε την άδεια να γίνει κουρσάρος, όμως το δέλεαρ των πολύτιμων εμπορικών πλοίων ήταν πολύ μεγάλο για να αντισταθεί και έτσι επέστρεψε στην πειρατεία και τις λεηλασίες. Προσπάθησε να το κάνει συγκαλυμμένα – υπέταξε, για παράδειγμα, το πλήρωμα δυο γαλλικών πλοίων, τους μετέφερε όλους στο ένα και υποκρίθηκε ότι είχε πέσει τυχαία πάνω στο «εγκαταλειμμένο» πλοίο. Για ένα διάστημα ο κυβερνήτης τον πίστεψε και μοιράστηκε το φορτίο με τον Μαυρογένη.

Σύντομα όμως άρχισε να υποψιάζεται ότι περιβόητοι πειρατές όπως ο Τσαρλς Βέιν και ο Κάλικο Τζακ σταματούσαν στη βάση του Μαυρογένη στο νησί Όκρακοουκ για αυτοσχέδιες συναντήσεις. Η είδηση για τις πειρατικές συνευρέσεις διαδόθηκε γρήγορα και ο κυβερνήτης της Βιρτζίνια, Αλεξάντερ Σπόρτσγουντ, άρχισε να ανησυχεί για τα επικίνδυνα πληρώματα που πλησίαζαν όλο και περισσότερο στην περιοχή του. Με μια προκήρυξη απαίτησε την παράδοση όλων των πρώην πειρατών στις αρχές και τους απαγόρευσε να ταξιδεύουν σε ομάδες μεγαλύτερες των τριών. Φυσικά, ο Μαυρογένης αρνήθηκε την προσφορά και ο Σπόρτσγουντ κατέληξε στην άμεση δράση. Αφού εξασφάλισε πληροφορίες για τη θέση του Μαυρογένη, έστειλε τον υπολοχαγό Ρόμπερντ Μέιναρντ με δυο βαριά οπλισμένα πλοία και 57 άνδρες για να καταδιώξουν τον γενειοφόρο κανάγια. Όπως το περίμενε, ο Μέιναρντ βρήκε τους πειρατές αγκυροβολημένους στο Νησί Όκρακοουκ κι έτσι σταματούσε όποιο πλοίο ήθελε να μπει στον ορμίσκο, τοποθετώντας παρατηρητήρια για να εμποδίσει τον Μαυρογένη να διαφύγει. Στο μεταξύ, ο πειρατής δεν είχε ιδέα για την παρουσία του Μέιναρντ.

Μόλις ξημέρωσε, τα δυο ιστιοφόρα κινήθηκαν εναντίον του αλλά ο Μαυρογένης τα εντόπισε αμέσως, έκοψε την άγκυρα, ξεδίπλωσε τα πανιά και έριξε με τα κανόνια του στα δυο πλοία. Ήταν ένα συντριπτικό χτύπημα που κόστισε μεγάλες απώλειες στον Μέιναρντ, ενώ το ένα ιστιοφόρο του δέχτηκε τέτοια πλήγματα που τέθηκε εκτός μάχης.Έπειτα από παρατεταμένη ανταλλαγή πυρών, τα δυο εναπομείναντα πλοία εξόκειλαν και τα σκάφη βρέθηκαν το ένα κοντά στο άλλο. Βλέποντας την ευκαιρία και γνωρίζοντας ότι ο χρόνος μετρούσε, ο Μαυρογένης διέταξε τους άνδρες του να εφορμήσουν στο ουσιαστικά άδειο πλοίο του Μέιναρντ εν μέσω πυκνού καπνού και πυρών. Έτρεξε προς τον Μέιναρντ που ήταν στριμωγμένος με μια μικρή ομάδα στην πρύμνη και τότε άνοιξε το αμπάρι και από μέσα ξεχύθηκε ένα πλήθος ανδρών. Ήταν κρυμμένοι εκεί εν αγνοία του Μαυρογένη και η αιφνιδιαστική επίθεση προκάλεσε τη συντριβή που επιδίωκε ο Μέιναρντ. Οι πειρατές του Μαυρογένη πολέμησαν απεγνωσμένα κάτω από τις κραυγές του επικεφαλής τους αλλά αυτό δεν ήταν αρκετό. Οι πειρατές απωθήθηκαν στην πλώρη και χωρίστηκαν από τον ατρόμητο αρχηγό τους. Μόνος, κυκλωμένος και εκτεθειμένος, ο Μαυρογένης πυροβόλησε τον Μέιναρντ, που ανταπέδωσε. Ξιφομάχησαν και ο ρωμαλέος πειρατής κατάφερε να σπάσει τη λεπίδα του υπολοχαγού. Καθώς ο Μέιναρντ γέμιζε βιαστικά το όπλο του, ο Μαυρογένης έγειρε για να τον καρφώσει αλλά πριν προλάβει ένας από τους άνδρες του Μέιναρντ τον έκοψε στον λαιμό. Ενώ παράπαιε αιμορραγώντας, το πλήρωμα χίμηξε και σκότωσε τον διαβόητο δαίμονα των θαλασσών.

Του έκοψαν το κεφάλι και πέταξαν το πτώμα του στο νερό, σαν να πίστευαν ότι μπορεί να ζωντάνευε και να εφορμούσε ξανά εναντίον τους

Όταν εξέτασαν το πτώμα του Μαυρογένη, ανακάλυψαν ότι τον είχαν πυροβολήσει πέντε φορές και έφερε περίπου 20 ουλές από κοψίματα.Του έκοψαν το κεφάλι και πέταξαν το πτώμα του στο νερό, σαν να πίστευαν ότι μπορεί να ζωντάνευε και να εφορμούσε ξανά εναντίον τους. Κρέμασαν το κεφάλι του στον πρόβολο του ιστιοφόρου του Μέιναρντ. Οι περισσότεροι από το πλήρωμα του Μαυρογένη πέθαναν μαζί με τον αρχηγό τους, απαγχονίστηκαν ή έμειναν να σαπίζουν κρεμασμένοι στην Οδό της Αγχόνης. Ο Μαυρογένης σίγουρα δεν ήταν ο πιο πετυχημένος πειρατής της εποχής του. Πολλοί άλλοι αποσύρθηκαν με αμύθητα πλούτη και υπάρχουν πολλές αφηγήσεις ανθρώπων που κυρίευσαν πολύ περισσότερα πλοία από αυτόν. Δεν άφησε τεράστιους θησαυρούς και η πειρατική «καριέρα» του κράτησε μόνο μερικά χρόνια. Κι όμως είναι ο πιο διάσημος πειρατής, όχι μόνο της Καραϊβικής αλλά όλων των εποχών. Η ιστορία και η εικόνα του έχουν γεμίσει τις σελίδες πολλών βιβλίων και είναι ο πρωταγωνιστής αμέτρητων ταινιών και ιστοριών. Για χρόνια λέγονταν ιστορίες για το στοιχειωμένο φάντασμά του που πλανιέται ψάχνοντας το κεφάλι του, ενώ σύμφωνα με έναν θρύλο το κρανίο του χρησιμοποιήθηκε σαν κύπελλο. Δεν απέκτησε φήμη για τις επιτυχίες ή τα πλούτη του, αλλά γι’ αυτό που εκπροσωπούσε: την ακόρεστη δίψα του για περιπέτεια, την παράτολμη φύση του να μάχεται σε πείσμα ανυπέρβλητων αντιξοοτήτων και τη μυστηριώδη, τρομακτική εικόνα ενός σατανικού ανθρώπου. Μπορεί να μη γνωρίζουμε το πραγματικό του όνομα ούτε όλη την ιστορία του, όμως γνωρίζουμε τι συμβολίζει ακόμα και σήμερα ο Μαυρογένης και ότι αυτό είναι το αγέρωχο και ατρόμητο πνεύμα της πειρατείας.

Ο Πειρατικός Κώδικας Δεοντολογίας

Κάθε άνδρας θα δίνει ένα δίκαιο μερίδιο από τα λάφυρα. Ωστόσο, αν κλέψει από το πλήρωμα θα εγκαταλειφθεί σε νησί. Αν κλέψει από άλλον πειρατή θα του κοπούν τα αυτιά και η μύτη και μετά θα εγκαταλειφθεί στη στεριά, σε ένα μέρος όπου σίγουρα θα αντιμετωπίσει κακουχίες. Απαγορεύεται ο τζόγος στο πλοίο και αυτό περιλαμβάνει τη χαρτοπαιξία και τα ζάρια έναντι χρημάτων. Όλα τα φώτα σβήνουν στις 8 μ.μ. Αν κάποιος θέλει να πιει μετά από αυτή την ώρα, πρέπει να βγει στο κατάστρωμα χωρίς φως. Στο πλοίο απαγορεύονται τα γυναικόπαιδα. Όποιος κρύψει γυναίκα στο πλοίο θα τιμωρείται με θάνατο. Απαγορεύονται οι καβγάδες στο πλοίο. Οι διαφορές θα λύνονται στην ακτή. Οι άνδρες θα στέκονται πλάτη με πλάτη, θα διανύουν μια καθορισμένη απόσταση, θα κάνουν μεταβολή και θα πυροβολούν. Όποιος χύσει το πρώτο αίμα θα είναι ο νικητής. Όποιος λιποτακτεί ή κρατά μυστικά από το πλήρωμα θα εγκαταλείπεται σε νησί με ένα μπουκάλι μπαρούτι, ένα μπουκάλι νερό, ένα όπλο και ένα βόλι. Όποιος αποπειραθεί να βιάσει γυναίκα θα εκτελείται. Ο πρώτος που θα δει σκάφος θα παίρνει το καλύτερο πιστόλι στο πλοίο. Όλοι οι άνδρες έχουν ίσο δικαίωμα ψήφου. Θα έχουν επίσης ίδιο μερίδιο στις προμήθειες. Αν χάσεις κάποιο μέλος ή γίνεις ανάπηρος θα πάρεις 800 χρυσά νομίσματα από το κοινό ταμείο. Το ίδιο ισχύει για ελαφρότερα τραύματα, αν και θα πάρεις λιγότερα. Το Σάββατο οι μουσικοί είναι ελεύθεροι να ξεκουράζονται.

Της Frances White
Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History που κυκλοφορεί μια φορά το μήνα με το Εθνος της Κυριακής.

πειρατέςΜαυρογένηςall about History