All About History|19.12.2019 15:58

Τζακ ο Αντεροβγάλτης: Ο μανιακός κατά συρροήν φονιάς αποκαλύπτεται

Newsroom

Aύγουστος 1888. Το Ιστ Εντ του Λονδίνου είναι συνηθισμένο στη βία και στους φόνους, αλλά στην Μπακς Ρόου κείτεται ένα πτώμα διαμελισμένο σε τέτοιο βαθμό που μπροστά του ωχριά ακόμα και η αθλιότερη φήμη εξαχρείωσης του Ουάιτσαπελ. Με κομμένο λαιμό και πετσοκομμένη κοιλιά, η Μαίρη Αν Νίκολς, γνωστή στους φίλους της σαν Πόλι, είναι το πρώτο ανυποψίαστο θύμα του πιο διαβόητου κατά συρροή δολοφόνου της σύγχρονης εποχής.  

Η Πόλι Νίκολς θεωρείται το πρώτο θύμα του Αντεροβγάλτη και το προφίλ της μοιάζει με τα περισσότερα μεταγενέστερα θύματά του. Αποξενωμένη από τον άντρα και τα παιδιά της, η Νίκολς δούλευε στα σκοτεινά στενοσόκακα του Ουάιτσαπελ σχεδόν από τις αρχές της δεκαετίας. Η Πόλι αγαπούσε το ποτό, και το παρελθόν της ήταν πολυτάραχο. Για πάνω από πέντε χρόνια, από τότε που ο άντρας της σταμάτησε να την ενισχύει οικονομικά με τη δικαιολογία ότι η γυναίκα του εργαζόταν σαν πόρνη, μπαινόβγαινε στα πτωχοκομεία του Λονδίνου, όπου οι φτωχοί έβρισκαν στέγη και τροφή με αντάλλαγμα ανειδίκευτη εργασία.

Την άνοιξη του 1888 η Πόλι βρίσκει δουλειά ως υπηρέτρια σε ένα σπίτι, αλλά το καλοκαίρι επιστρέφει στον πλανόδιο τρόπο ζωής της μένοντας σε διάφορα πτωχοκομεία και οικοτροφεία. Στις 31 Αυγούστου 1888 η Πόλι έχει κερδίσει τριπλάσια χρήματα από ό,τι συνήθως, αλλά έχει ξοδέψει τα περισσότερα στο ποτό κι έτσι πρέπει να ξαναβγεί για δουλειά αν θέλει να εξασφαλίσει στέγη για το βράδυ. Την είδαν για τελευταία φορά στο πανδοχείο Ιπτάμενο Τηγάνι πριν ξαναβγεί στη νύχτα – λίγα λεπτά αργότερα το πτώμα της ανακαλύπτεται στην Μπακς Ρόου. Ο λαιμός της είναι κομμένος και η κοιλιά της πετσοκομμένη. Όπως θα διαπιστωθεί αργότερα στο νεκροτομείο, τα σπλάχνα έχουν αφαιρεθεί από το σώμα της Πόλι Νίκολς.

Πόλι Νίκολς (πηγή: Wikipedia)

Πριν ακόμα κυριαρχήσει ο τρόμος του Αντεροβγάλτη, το Ιστ Εντ ήταν εστία βίας, ιδίως σε βάρος των γυναικών. Το 1888 έχουν ήδη δολοφονηθεί δύο γυναίκες που εργάζονταν σαν πόρνες, αν και αργότερα η αστυνομία θα τις αποκλείσει από τις αποκαλούμενες ορθόδοξες δολοφονίες – τους πέντε φόνους που αποδόθηκαν στον Αντεροβγάλτη. Η Έμα Σμιθ και η Μάρθα Τάμπραμ είχαν δολοφονηθεί βίαια και διαμελιστεί, όμως τέτοια περιστατικά ήταν συνηθισμένα και η αστυνομία της πρωτεύουσας δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτό όμως σύντομα θα αλλάξει.

Ο Φρέντρικ Άμπερλαϊν, ένας μεγαλόσωμος άνδρας με μουστάκι, έχει προαχθεί σε επιθεωρητή πρώτης τάξης της Σκότλαντ Γιαρντ από τον Φεβρουάριο του 1888. Για δέκα χρόνια είχε υπηρετήσει ως επιθεωρητής στον Κλάδο Η της Μητροπολιτικής Αστυνομίας κι έτσι γνωρίζει καλά τους δρόμους του Ουάιτσαπελ. Επειδή το δυναμικό του Κλάδου Η θεωρείται ανεπαρκές και η δολοφονία της Νίκολς λαμβάνεται πολύ σοβαρά υπόψη, ο Άμπερλαϊν επιστρέφει στο Ουάιτσαπελ για να εποπτεύσει την έρευνα για τους φόνους, καθώς γνωρίζει άψογα τη γεωγραφία, τους εγκληματίες και τον τρόπο ζωής της περιοχής. Παρόλο που θυμίζει περισσότερο τραπεζικό υπάλληλο ή δικηγόρο, κανείς δεν αμφιβάλλει ότι ο Άμπερλαϊν είναι ο πιο κατάλληλος για τη δουλειά – θεωρείται δίκαιος  και σχολαστικός. Αν και όλο και περισσότεροι ντετέκτιβ και αστυνομικοί κλάδοι εμπλέκονται στην έρευνα των φόνων, ο Άμπερλαϊν γίνεται ο πιο αναγνωρίσιμος αστυνομικός, διεξάγοντας ανακρίσεις, εξετάζοντας δεκάδες ταυτότητες και ακούγοντας μαρτυρίες από πρώτο χέρι. Πολλοί ανώτεροι αξιωματούχοι της Σκότλαντ Γιαρντ θα συντάξουν τις θεωρίες τους βασισμένοι στις εκθέσεις του Άμπερλαϊν.

Δύσκολο το έργο της αστυνομίας

Ωστόσο, το έργο της αστυνομίας είναι πολύ δύσκολο. Το επάγγελμα των θυμάτων βοηθά αθέλητα τον Αντεροβγάλτη. Τον οδηγούν σε σκοτεινά μέρη όπου μπορεί να δράσει ανενόχλητος: ο τέλειος τρόπος για τη διάπραξη φόνου μέσα στην κοσμοπλημμύρα του Ουάιτσαπελ. Με πληθυσμό 90.000 ανθρώπων που συνωστίζονται σε λιγότερο από 2,6 τετραγωνικά χιλιόμετρα και με 1.200 γυναίκες που ανά πάσα στιγμή εργάζονται σαν πόρνες, η αστυνόμευση του Ουάιτσαπελ είναι σχεδόν αδύνατη. Γίνεται, μάλιστα, ακόμα δυσκολότερη εξαιτίας των βικτοριανών μεθόδων αστυνόμευσης που υπαγορεύουν ότι οι αστυνομικοί που περιπολούν πρέπει να επιστρέφουν εγκαίρως από τους γύρους τους και να «χτυπούν κάρτα», ειδάλλως περιστέλλεται ο μισθός τους: είναι ένας ιδεαλιστικός κανονισμός που οδηγεί ορισμένους αστυφύλακες  να κάνουν τα στραβά μάτια σε ένα έγκλημα προκειμένου να επιστρέψουν στην ώρα τους. Στις 19 Σεπτεμβρίου, ο Άμπερλαϊν καταλήγει αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι «επί του παρόντος δεν προκύπτει το παραμικρό στοιχείο». 

Μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία της Νίκολς, ο Αντεροβγάλτης ξαναχτυπά. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1888, το πτώμα της Άνι Τσάπμαν ανακαλύπτεται στην αυλή ενός σπιτιού στην οδό Χάνμπερι. Ο λαιμός της είναι κομμένος, αλλά ο διαμελισμός είναι ακόμα πιο φρικιαστικός. Το σώμα της Τσάπμαν έχει ξεκοιλιαστεί και τα έντερά της είναι τυλιγμένα γύρω από τον ώμο της. Μέρος από τη μήτρα της έχει αφαιρεθεί. Δίπλα στα πενιχρά υπάρχοντά της βρίσκεται μια πέτσινη ποδιά. 

Οι εφημερίδες πιάνονται αμέσως από τις δύο δολοφονίες –πολλές από τις κίτρινες φυλλάδες της εποχής θα κάνουν δυο εκδόσεις που διανέμονται στους δρόμους από παιδιά που φωνάζουν «αποτρόπαιη δολοφονία!»– και η πέτσινη ποδιά αντιμετωπίζεται από τον Τύπο ως σημαντικό στοιχείο. Σύμφωνα με αναφορές, λίγο πριν τη δολοφονία της είδαν την Τσάπμαν με τον Τζον Πίζερ, έναν άνδρα γνωστό σαν «Πέτσινη Ποδιά». Παλιότερα ο Πίζερ είχε επιτεθεί σε έναν άνδρα με μαχαίρι, ενώ το προηγούμενο καλοκαίρι είχε βιαιοπραγήσει σε βάρος μιας πόρνης, περιστατικά που δεν βοηθούν καθόλου την υπόθεσή του. Επιπλέον, εξαιτίας της καχυποψίας σε βάρος των Εβραίων στο Ιστ Εντ και δεδομένου ότι ο Πίζερ είναι Εβραίος, ο τύπος ξεσπά σε μια αντισημιτική υστερία.

Γελοιογραφία από εφημερίδα της εποχής όπου γίνεται κριτική στην αστυνομία για την αποτυχία της στην εύρεση του δολοφόνου

Σύμφωνα με την περιγραφή του The Εast London Observer, ο Πίζερ «έχει αντιπαθητικό πρόσωπο εξαιτίας των μακριών γκρίζων μαλλιών του και λεπτά χείλη που σχηματίζουν μια αποκρουστική σαρδόνια έκφραση». Σύντομα πάντως ο Πίζερ απαλλάσσεται όταν διαπιστώνεται ότι έχει άλλοθι και για τους δύο φόνους.

Στην πορεία της έρευνας, που επικεντρώνεται κυρίως σε σφαγείς, χασάπηδες και σε όσους ασχολούνταν με το ιατρικό επάγγελμα λόγω της αρχικής εντύπωσης ότι ο δολοφόνος πρέπει να έχει γνώσεις ανατομίας, ανακρίθηκαν πάνω από 2.000 άτομα. Οι χιλιάδες κατηγορίες κάθε εβδομάδα οδηγούν τον Άμπερλαϊν και τον Κλάδο Η στα όρια της κατάρρευσης. Η δημόσια δυσαρέσκεια απέναντι στην έρευνα καταλήγει στη συγκρότηση μιας ομάδας επαγρύπνησης, την Επιτροπή Επαγρύπνησης του Ουάιτσαπελ. Απογοητευμένη από την απόδοση της αστυνομίας η επιτροπή ξεκινά δικές της περιπολίες, δίνοντας σε άνδρες ένα μικρό μισθό για να περιπολούν στους δρόμους από τα μεσάνυχτα μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες.

Ο Άμπερλαϊν προσπαθεί να βρει κάποια άκρη χωρίς να διαθέτει τα βασικότερα ιατροδικαστικά εργαλεία που οι πολέμιοι του εγκλήματος θα θεωρούσαν δεδομένα τον 20ό αιώνα – τα αποτυπώματα δεν χρησιμοποιούνται και η λήψη φωτογραφιών περιορίζεται από τις δυσκίνητες και πανάκριβες συσκευές. Οι αστυνομικοί οργώνουν τους δρόμους μέχρι τα ξημερώματα ψάχνοντας για στοιχεία και συχνά δίνουν λίγα χρήματα σε δυστυχείς προκειμένου να διανυκτερεύουν κάπου και να μην κοιμούνται στο δρόμο. Σε κάποιο σημείο ο Κλάδος Η έχει να ξεψαχνίσει 1.600 αναφορές και το άγχος κοντεύει να διαλύσει τον Άμπερλαϊν. 

Η αστυνομία δέχεται καταιγισμό επιστολών –οι περισσότερες σίγουρα ψεύτικες– και πληροφορίες που δεν εμπιστεύεται. Ωστόσο, από καταθέσεις επικαλούμενων μαρτύρων σχεδιάζονται προφίλ τα οποία, αντίθετα με την εξιδανικευμένη εικόνα του Αντεροβγάλτη, παραπέμπουν σε έναν λευκό άνδρα γύρω στα είκοσι ή τα τριάντα με μουστάκι, που είναι ντυμένος με ελεεινά ρούχα ή σαν έμπορος ή ναυτικός. Το εγκληματικό προφίλ που σχεδιάζει ο γιατρός της αστυνομίας δρ. Τόμας Μποντ παραπέμπει σε έναν ήσυχο, εκκεντρικό άνδρα χωρίς γνώσεις ανατομίας, που είναι σεξομανής δολοφόνος: «Ο δολοφόνος πρέπει να είναι ένας αρκετά δυνατός άνδρας, πολύ ψύχραιμος και παράτολμος. Όλα τα στοιχεία δηλώνουν ότι δρα μόνος. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει να είναι ένας άνδρας που διακατέχεται από περιοδικές κρίσεις ανθρωποκτόνου και ερωτικής μανίας. Ο τρόπος των ακρωτηριασμών δηλώνει ότι ο άνδρας μπορεί να πάσχει από μια σεξουαλική πάθηση που ονομάζεται σατυρίαση».

Σεξουαλική δυσλειτουργία πίσω από τους φόνους

Στη βικτοριανή εποχή επικρατεί μεγάλη σεξουαλική δυσλειτουργία και πολλοί που καταλήγουν σε άσυλα φρενοβλαβών διαπράττουν πράγματα που σήμερα θεωρούνται συνηθισμένα. Ωστόσο, μολονότα θύματα του Αντεροβγάλτη δεν φέρουν σημάδια σεξουαλικής κακοποίησης, οι περισσότεροι πιστεύουν ότι πίσω από τους φόνους κρύβεται ένα σεξουαλικό στοιχείο, εξαιτίας του τρόπου τοποθέτησης των πτωμάτων και του ακρωτηριασμού των γεννητικών οργάνων που τα περισσότερα έχουν υποστεί. Ο Άμπερλαϊν υποψιάζεται τον Τζέικομπ Ίζενζμιντ και κάποια στιγμή τον χαρακτηρίζει ως τον πιθανότερο ύποπτο, όχι μια σημαντική εξέλιξη, καθώς έχει εκδηλώσει κρίσεις φρενοβλάβειας και είναι γνωστός ως ο «Τρελογούρουνος Χασάπης». Συνελήφθη στις 12 Σεπτεμβρίου και στη συνέχεια κλείστηκε σε άσυλο. Περνούν αρκετές εβδομάδες από το θάνατο της Τσάπμαν και η υστερία φαίνεται να καταλαγιάζει. Κι εκεί που το Ιστ Εντ πιστεύει ότι τα χειρότερα έχουν περάσει, τα ξημερώματα της 30ής Σεπτεμβρίου συγκλονίζεται από ένα διπλό φονικό. 

Όπως η Νίκολς και η Τσάπμαν, η Λιζ Στράιντ – γνωστή στους φίλους της σαν Ψηλή Λιζ– εργάζεται σαν πόρνη, αλλά παλιότερα είχε ένα καφενείο με τον άντρα της, που είχε πεθάνει το 1884. Εκείνη την εποχή η Στράιντ εργάζεται σαν παραδουλεύτρα και κερδίζει μερικά χρήματα με το ράψιμο, ενώ κατά καιρούς παίρνει χρήματα από τον περιστασιακό συνεταίρο της, Μάικλ Κίντνεϊ. Λίγες μέρες πριν τη δολοφονία της, ο δρ Τόμας Μπάρναρντο, ο οποίος το 1870 είχε ανοίξει τα πρώτα φιλανθρωπικά ιδρύματα για τη φροντίδα άπορων παιδιών, ισχυρίζεται ότι είδε τη Στράιντ σε ένα οικοτροφείο κάπου στο Ουάιτσαπελ μαζί με μερικές γυναίκες που κατά τη γνώμη του σύντομα μπορεί να γίνονταν θύματα του Αντεροβγάλτη.  Στις 30 Σεπτεμβρίου η Στράιντ βρίσκεται με κομμένο λαιμό στην οδό Μπέρνερ. Από τις ορθόδοξες πέντε, η δολοφονία της Στράιντ αμφισβητείται περισσότερο, καθώς δεν ακρωτηριάστηκε όπως οι άλλες, οδηγώντας στο συμπέρασμα ότι κάτι διέκοψε το δολοφόνο λίγο μετά το φόνο της ή ακόμα και ότι δεν την είχε δολοφονήσε ο Αντεροβγάλτης αλλά κάποιος άλλος, ίσως ένας επίδοξος μιμητής. Η θεωρία  αυτή γίνεται πιο αξιόπιστη όταν 45 λεπτά αργότερα ανακαλύπτεται το πτώμα της Κάθι Έντοους στην πλατεία Μάιτρ.

Η δολοφονία της Στράιντ είναι σημαντική επειδή υπάρχει η πειστική περιγραφή ενός αυτόπτη μάρτυρα, του Άισραελ Σβαρτς. Η περιγραφή του υποδηλώνει ότι είδε τον Αντεροβγάλτη να επιτίθεται στη Στράιντ πριν αντιληφθεί ότι τον έβλεπαν, φωνάζοντας «Λίπσκι!» προτού ο Σβαρτς το βάλει στα πόδια. Η αστυνομία υποθέτει ότι αυτή η λέξη της καθομιλουμένης, που εκείνη την εποχή χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίζει τους Εβραίους, απευθύνεται σε κάποιο συνεργό που στεκόταν εκεί κοντά και ο οποίος στρέφεται εναντίον του Σβαρτς. Η θεωρία αυτή οδηγεί αρχικά την αστυνομία να συμπεράνει ότι οι ύποπτοί τους είναι Εβραίοι. Ωστόσο, η γνώμη του Άμπερλαϊν είναι ότι ο όρος απευθυνόταν υποτιμητικά στον Σβαρτς λόγω των εβραϊκών χαρακτηριστικών του. Χάρις στο κύρος που έχει ο Άμπερλαϊν στην έρευνα, η γνώμη του λαμβάνεται υπόψη ασυζητητί και έτσι καταρρίπτεται η θεωρία ότι ο Αντεροβγάλτης είναι Εβραίος και ότι συνεργάζεται με Εβραίους. 

Δεν είναι γνωστό αν η Έντοους δουλεύει κανονικά σαν πόρνη και αν την εποχή του θανάτου της έχει κάποιο δεσμό. Ωστόσο, είναι πολύ πιωμένη και τη νύχτα του θανάτου της την οδηγούν στο αστυνομικό τμήμα του Μπίσοπσγκεϊτ και την κλειδώνουν σε ένα κελί μέχρι να ξεμεθύσει. Την αφήνουν γύρω στη μία τα ξημερώματα και αρχίζει να περπατάει αντίθετα από εκεί που βρίσκεται το οικοτροφείο της – σε λιγότερο από μια ώρα θα είναι νεκρή. Αντίθετα από τη Στράιντ, το πτώμα της Έντοους έχει υποστεί φριχτό ακρωτηριασμό. Αφού της κόβει το λαιμό, ο δολοφόνος ξεκοιλιάζει το δύστυχο θύμα του, αφαιρώντας κομμάτια από τα νεφρά και τη μήτρα. Της αφαιρεί τα μάτια και κόβει την άκρη της μύτης της και το λοβό του ενός αυτιού. Η αφαίρεση των νεφρών είναι σημαντικό στοιχείο.

Η Σκότλαντ Γιαρντ και ο Κλάδος Η κατακλύζονται από χιλιάδες επιστολές την εβδομάδα από ανθρώπους που υποδεικνύουν πιθανούς ενόχους. Και σαν να μη φτάνει αυτό, οι εφημερίδες υποστηρίζουν ότι στα γραφεία τους έχουν σταλεί πολλές επιστολές, που υποτίθεται ότι προέρχονται από τον ίδιο τον Αντεροβγάλτη. Από τις επιστολές αυτές μόνο μία μπορεί να θεωρηθεί γνήσια. Στέλνεται στον Τζορτζ Λασκ, τον επικεφαλής της Επιτροπής Επαγρύπνησης του Ουάιτσαπελ, και περιέχει ένα κομμάτι από νεφρό που υποτίθεται ότι ανήκε στην Έντοους. Η επιστολή κρίνεται σημαντική επειδή υπάρχουν αναφορές σύμφωνα με τις οποίες το νεφρό φέρει σημάδια της Νόσου του Μπράιτ, από την οποία είναι γνωστόν ότι υπέφερε η Έντοους. Ο συντάκτης της επιστολής –που αναφέρει ότι έχει σταλεί «Από την Κόλαση»– υποστηρίζει ότι έχει φάει το υπόλοιπο μισό νεφρό και απειλεί ότι θα στείλει στον Λασκ το ματωμένο μαχαίρι του φόνου. 

Από τις πολλές επιστολές που στέλνονται στην αστυνομία, μόνο δύο θεωρούνται κάπως αξιόπιστες. Η πρώτη στέλνεται στο Κεντρικό Πρακτορείο Ειδήσεων στις 25 Σεπτεμβρίου και απευθύνεται στο «Αγαπητό Αφεντικό». Υπογράφεται «Τζακ ο Αντεροβγάλτης» – η πρώτη που χρησιμοποιεί αυτό το παρατσούκλι. Απειλεί να στείλει στην αστυνομία τα αυτιά του επόμενου θύματος, αλλά ενώ το αυτί της Έντοους έχει κοπεί, ο παθολόγος υποθέτει πως αυτό ήταν συμπτωματικό με το κόψιμο του λαιμού της από τον Αντεροβγάλτη. 

Η επόμενη παραλαμβάνεται στη 1 Οκτωβρίου και υπογράφεται από τον «Τσαχπίνη Τζάκι», παραπέμποντας στο «διπλό περιστατικό» των φόνων των Στράιντ και Έντοους. Αν και αρχικά θεωρείται αξιόπιστο λόγω της προφανούς προαναγγελίας των φόνων, η κάρτα έχει σφραγιστεί από το ταχυδρομείο μετά το περιστατικό. Και οι δύο θεωρούνται φάρσες γραμμένες μετά το περιστατικό και η αστυνομία υποψιάζεται ακόμα και κάποιους ασυνείδητους δημοσιογράφους που επιθυμούν διακαώς να κρατήσουν την ιστορία στην επικαιρότητα. Η αστυνομία τοποθετεί αστυφύλακες με πολιτικά ανάμεσα στους ντόπιους του Ουάιτσαπελ και αντίγραφα επιστολών που υποτίθεται ότι προέρχονται από τον Αντεροβγάλτη τοιχοκολλούνται μάταια σε όλη την περιοχή με την ελπίδα ότι κάποιος θα αναγνωρίσει το γραφικό χαρακτήρα. 

Το γράμμα από τον σκανδαλιάρη Τζακ (πηγή: Wikipedia)

Ωστόσο, ο Άμπερλαϊν έχει να αντιμετωπίσει κι ένα άλλο πρόβλημα – το κλίμα φόβου και υστερίας τρέφει την ξενοφοβία, που βρίσκει διέξοδο στην καταδίωξη του ντόπιου εβραϊκού στοιχείου. Κοντά στο μέρος που βρέθηκε η Έντοους βρίσκεται ένα μήνυμα σκαλισμένο στον τοίχο που αφήνει υπόνοιες ότι υπεύθυνοι για τους φόνους είναι οι Εβραίοι. Έχουν περάσει πέντε εβδομάδες χωρίς άλλη δολοφονία, με αυξημένη αστυνομική παρουσία και κόσμο να επαγρυπνά στους δρόμους του Ουάιτσαπελ. 

Αντίθετα από τα άλλα θύματα, που όλα ήταν γύρω στα σαράντα, η Μαίρη Τζέιν Κέλι είναι 25 χρονών και νοικιάζει δικό της δωμάτιο. Δουλεύει σαν πόρνη και της αρέσει το ποτό, αφού κατέληξε στο Λονδίνο μέσω Ιρλανδίας και Ουαλίας, σύμφωνα με διάφορες αναφορές. Το πρωί της 9ης Νοεμβρίου, ο σπιτονοικοκύρης της Κέλι στέλνει έναν υπηρέτη να εισπράξει τα ενοίκια έξι μηνών που χρωστάει. Στο διαμέρισμά της βρίσκει μόνο το πτώμα της Κέλι, αγνώριστο και φριχτά ξεκοιλιασμένο. Στη φωτιά υπάρχει μια χύτρα και η συγκόλληση όπου ήταν ακουμπισμένη έχει λιώσει. Ο Άμπερλαϊν εικάζει ότι ο δολοφόνος έκαψε τα ρούχα της Κέλι –τα οποία λείπουν– για να έχει περισσότερο φως ώστε να εκτελέσει το μακάβριο έργο του. Ο διαμελισμός είναι τόσο διεξοδικός ώστε ο δρ. Μποντ πιστεύει ότι ο δολοφόνος θα πρέπει να εργάστηκε για δύο τουλάχιστον ώρες. Τα όργανα της Κέλι έχουν αφαιρεθεί από το στήθος και την κοιλιακή χώρα, το πρόσωπό της είναι παραμορφωμένο και η καρδιά της λείπει.

Η κτηνώδης δολοφονία αναζωπυρώνει το φόβο στο Ουάιτσαπελ κι έτσι η Σκότλαντ Γιαρντ ανακοινώνει ότι θα απαλλάξει οποιονδήποτε προσκομίσει πληροφορίες που θα οδηγήσουν στη σύλληψη του Αντεροβγάλτη. Ωστόσο, στο αποκορύφωμα της διαβόητης φήμης του, ο Αντεροβγάλτης εξαφανίζεται. Η βασιλεία του τρόμου του πάνω από το Ιστ Εντ τελειώνει το ίδιο ξαφνικά όπως είχε αρχίσει. Παρόλο που το 1889 και το 1891 διαπράχθηκαν παρόμοιοι φόνοι, δεν αποδίδονται στον ίδιο άνδρα. Οι έρευνες σιγά σιγά εξασθενούν, αλλά ο Αντεροβγάλτης ζει στη συνείδηση του κοινού. Οι φόνοι του Ουάιτσαπελ κινητοποιούν τους πολιτικούς να αναλάβουν δράση για τη μείωση της επικινδυνότητας των φτωχογειτονιών του Ιστ Εντ και τις επόμενες δεκαετίες πολλές εκκενώνονται. Ο Άμπερλαϊν επιστρέφει στη Σκότλαντ Γιαρντ, προάγεται σε επικεφαλής επιθεωρητής και συνταξιοδοτείται το 1892.

Ποιος ήταν ο Αντεροβγάλτης;

Αν και οι γνώμες για την ταυτότητα του Αντεροβγάλτη διχάζονται, οι περισσότεροι ειδικοί πιστεύουν ότι μόνο η φυλάκιση, η μετακόμιση από το Ουάιτσαπελ ή ο θάνατος θα εμπόδιζαν τη δολοφονική δράση του. Καθώς η ροπή του προς το φόνο ήταν ψυχαναγκαστική, θα ήταν αδύνατον να αντισταθεί αν είχε παραμείνει ελεύθερος στην περιοχή. Το 1894, ο αρχηγός της Μητροπολιτικής Αστυνομίας Μέλβιλ Μακνάτεν δημοσιεύει μια έκθεση κατονομάζοντας τρεις υπόπτους –τον Τζον Ντρούιτ, τον Άαρον Κοσμίνσκι και τον Μάικλ Όστρογκ– ως πιθανούς υποψήφιους.

Χάρτης της περιοχής με απεικόνιση των τοποθεσιών όπου συνέβησαν οι δολοφονίες (πηγή:Wikipedia))

Εντούτοις, η έκθεση περιέχει αντικειμενικές ανακρίβειες, ενώ την εποχή των φόνων ο Όστρογκ πιθανώς βρισκόταν φυλακισμένος στη Γαλλία. Η έκθεση του Μακνάτεν είναι ενδεικτική της έλλειψης τεκμηριωμένων στοιχείων πίσω από πολλές κατηγορίες σε βάρος του Αντεροβγάλτη. Όσο για τον άνθρωπο που εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος της έρευνας, ο αγαπημένος υποψήφιος του Άμπερλαϊν ήταν ο Σιούριν Αντόνοβιτς Κλοσόφσκι, γνωστός και ως Τζορτζ Τσάπμαν, ένας Πολωνός μετανάστης που απαγχονίστηκε το 1903 για τη δολοφονία τριών ερωμένων του. Ο Τσάπμαν εργαζόταν σαν χασάπης, είχε χαρακτηριστεί παράφρων και κυκλοφορούσε με μαχαίρι. Ζούσε κοντά στην τοποθεσία του πρώτου φόνου, το σωματικό του προφίλ έμοιαζε με τις περιγραφές των μαρτύρων και ήταν μισογύνης. «Έχω την αίσθηση ότι αυτός είναι ο άνθρωπος που πασχίσαμε τόσο σκληρά να συλλάβουμε πριν από δεκαπέντε χρόνια», δήλωσε ο διώκτης του Αντεροβγάλτη σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στην «Pall Mall Gazette» το 1903. 

Όπως επισήμανε ο Άμπερλαϊν, η ημερομηνία της άφιξης του Τσάπμαν στην Αγγλία συνέπεσε με την αρχή των κατά συρροή δολοφονιών στο Ουάιτσαπελ και οι φόνοι του Αντεροβγάλτη σταμάτησαν όταν ο Τσάπμαν έφυγε για την Αμερική, όπου αργότερα δικάστηκε και απαγχονίστηκε για τη δολοφονία των ερωμένων του. Ο Τσάπμαν είχε σπουδάσει ιατρική και χειρουργική στη Ρωσία – οδηγώντας τον Άμπερλαϊν να δηλώσει ότι μερικοί από τους φόνους του Αντεροβγάλτη ήταν έργο ειδικευμένου χειρουργού.

Ο επιθεωρητής μάλιστα θυμήθηκε μια υπόθεση, κατά την οποία ένας πλούσιος Αμερικανός είχε πληρώσει τον έφορο ενός μουσείου παθολογίας για όργανα – θέλοντας ίσως να συνδέσει αυτό το περιστατικό με στοιχεία ότι ο Αντεροβγάλτης είχε αφαιρέσει αρκετά όργανα από τα θύματά του. «Φαίνεται απίστευτο ότι μπορεί να υπάρξει τόση αθλιότητα στο μυαλό ενός ανθρώπου», δήλωσε ο Άμπερλαϊν για τη θεωρία του. Ωστόσο, όπως παραδέχτηκε 15 χρόνια αργότερα ο συνταξιούχος αστυνομικός, η Σκότλαντ Γιαρντ δεν είχε ιδέα για την ταυτότητα του Αντεροβγάλτη. Το ίδιο μπορούμε να πούμε 125 χρόνια αργότερα. Το μυστήριο του Τζακ του Αντεροβγάλτη διαρκεί, και όπως όλα δείχνουν η ταυτότητά του δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ.

Του Robin Brown 

To παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History στις 16/12/2018 

ΛονδίνοφόνοςδολοφόνοςΤζακ ο Αντεροβγάλτηςσίριαλ κίλερ