All About History|21.03.2020 15:55

Μάρκο Πόλο: Ταξίδι στην αυλή του Κουμπλάι Χάν

Newsroom

H ζωή του Μάρκο Πόλο μοιάζει με παραμύθι. Ήταν ένα συνηθισμένο παιδί από τη Βενετία που ο πατέρας του και ο θείος του τον παίρνουν μαζί τους για να διασχίσουν την Ασία και να συναντήσουν τον ισχυρότερο ηγεμόνα, ο οποίος τον προσλαμβάνει για 17 χρόνια. Όταν επιστρέφει στην πατρίδα του καταγράφει το ταξίδι του, που έγινε το γνωστότερο ταξιδιωτικό βιβλίο στον κόσμο. Το 1253, έναν χρόνο πριν γεννηθεί ο Μάρκο, ο πατέρας του, ο Νικολό, και ο θείος του, ο Ματέο, έφυγαν από τη Βενετία για την Κωνσταντινούπολη, την πρωτεύουσα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος την είχε εκχριστιανίσει και τώρα ήταν η έδρα της ορθόδοξης χριστιανοσύνης, αντίθετα από τη Ρώμη, την έδρα της καθολικής Δύσης. Όμως, η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν σε παρακμή και την οικονομία της ήλεγχαν ξένοι έμποροι, κυρίως Βενετοί. Έτσι, οι Νικολό και Ματέο άρχισαν να ανταλλάσσουν τα προϊόντα που είχαν φέρει μαζί τους για κοσμήματα και έπειτα από έξι χρόνια προσοδοφόρου εμπορίου, και πιθανόν αγνοώντας τη γέννηση του Μάρκο, τράβηξαν για την Κριμαία, όπου με τα κοσμήματά τους θα μπορούσαν να αγοράσουν ρωσικό σιτάρι, κερί, παστά ψάρια και κεχριμπάρι από τη Βαλτική, αγαθά που ήταν σε ζήτηση παντού στην Ευρώπη.

Στο σημείο αυτό, η μοίρα έπαιξε τον ρόλο της – και μάλιστα επανειλημμένα. Όπως διαπίστωσαν, η Σολτάγια (το σημερινό Σουντάκ) και η Κάφα (Φεοντοσίγια), οι δύο βενετικές εμπορικές βάσεις, βρίσκονταν ακριβώς μέσα στη νεοϊδρυθείσα Μογγολική Αυτοκρατορία. Οι Μογγόλοι είχαν καταλάβει το 1238 την Κριμαία, που πλέον αποτελούσε μέρος της λεγόμενης Χρυσής Ορδής, του δυτικού τμήματος μιας αυτοκρατορίας που εκτεινόταν από τη Ρωσία μέχρι την Κίνα. Για να γλιτώσουν από ανταγωνιστές, ταξίδεψαν 1.000 χιλιόμετρα ανατολικά προς την τοπική πρωτεύουσα Σαράι, μια πόλη με σκηνές και άμαξες στον Βόλγα. Έπειτα από άλλη μία επιτυχημένη χρονιά, ετοιμάστηκαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους αλλά έμαθαν ότι η Γένοβα, η αντίπαλος πόλη-κράτος της Βενετίας, είχε εκδιώξει τους Βενετούς από την Κωνσταντινούπολη.

Η άγνωστη διαδρομή

Υπήρχε μόνο μία διαδρομή: και πάλι ανατολικά για την Μπουχάρα και μετά μια μακρά επιστροφή μέσω του Αφγανιστάν. Για άλλη μία  φορά όμως παρενέβη η μοίρα. Ένας εμφύλιος πόλεμος ανάμεσα στα μογγολικά κρατίδια τους εγκλώβισε για τρία χρόνια στην Μπουχάρα. Εκεί τους συνάντησε ένας απεσταλμένος του Μογγόλου ηγεμόνα της Περσίας, ο οποίος τα έχασε βρίσκοντας δύο «Λατίνους» που μιλούσαν μογγολικά. Τους είπε να κατευθυνθούν ανατολικά μέχρι την Κίνα, όπου ο Κουμπλάι, ο αφέντης του και ο εγγονός του Τζέγκινς, θα χαιρόταν να τους γνωρίσει. «Κύριοι», είπε, σύμφωνα με την αφήγηση του Μάρκο, «θα έχετε μεγάλο κέρδος από αυτό και μεγάλες τιμές».

Δεν θα ήταν οι πρώτοι Ευρωπαίοι που θα διέσχιζαν την Ασία ακολουθώντας τους σύντομους δρόμους των Μογγόλων, αλλά οι προηγούμενοι, ιερείς και οι δύο, είχαν πάει στη Μογγολία και όχι στην Κίνα. Οι Πόλο έφτασαν στο Ζαναντού, την πρωτεύουσα του Κουμπλάι, όπου έτυχαν καλής υποδοχής. Όπως ήθελε η τύχη, ο Κουμπλάι χρειαζόταν μια χριστιανική παρουσία για να αντισταθμίσει την επιρροή των τοπικών θρησκειών. Έτσι, ζήτησε από τους δύο Βενετούς να γυρίσουν πίσω και να επιστρέψουν με 100 ιερείς και λίγο αγιασμένο έλαιο από την Ιερουσαλήμ (ίσως για να το χρησιμοποιήσει σαν μαγικό φυλαχτό). Τους έδωσε άδεια για ασφαλή διέλευση, που τους επέτρεπε να χρησιμοποιούν τις αυτοκρατορικές οδούς και τους έδιωξε. Πέρασαν άλλα τρία χρόνια μέχρι τα αδέλφια να φτάσουν στη Βενετία, το 1269.

Έλειπαν για 16 χρόνια και διαπίστωσαν ότι η γυναίκα του Νικολό είχε πεθάνει και ο γιος τους, ο Μάρκο, ήταν ένας καλλιεργημένος 15χρονος έτοιμος να γνωρίσει τον κόσμο. Δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1271, πατέρας και θείος πήραν μαζί τους τον Μάρκο και ξεκίνησαν πάλι μέσω της Ιερουσαλήμ για να συγκεντρώσουν αγιασμένο έλαιο. Στάθηκαν ξανά τυχεροί, επειδή μόλις είχε γίνει πάπας ένας τοπικός ιεράρχης, ο Τεντάλντο Βισκόντι, που ήλπιζε να εκχριστιανίσει την Κίνα κι έτσι έγραψε μια βιαστική επιστολή προς τον Κουμπλάι, ζητώντας του να προσηλυτιστεί.

Τους έδωσε δύο και όχι 100 ιερείς, οι οποίοι όμως γρήγορα γύρισαν πίσω. Σύντομα το ταξίδι απέκτησε επικές διαστάσεις. Παντού υπήρχε πόλεμος: μουσουλμάνοι πολεμούσαν Σταυροφόρους και οι μογγολικές ηγεμονίες πολεμούσαν μεταξύ τους. Το χρυσό πάσο δεν τους παρείχε καμία ασφάλεια. Απέφυγαν τους μπελάδες ταξιδεύοντας μέσω της ανατολικής Τουρκίας, του Ιράκ και της Περσίας, μέχρι το λιμάνι του Ορμούζ. Η ακριβής διαδρομή είναι άγνωστη, επειδή όταν ο Μάρκο υπαγόρευσε τη άδεια για ασφαλή διέλευση, που τους επέτρεπε να χρησιμοποιούν τις αυτοκρατορικές οδούς και τους έδιωξε.

Πέρασαν άλλα τρία χρόνια μέχρι τα αδέλφια να φτάσουν στη Βενετία, το 1269. Έλειπαν για 16 χρόνια και διαπίστωσαν ότι η γυναίκα του Νικολό είχε πεθάνει και ο γιος τους, ο Μάρκο, ήταν ένας καλλιεργημένος 15χρονος έτοιμος να γνωρίσει τον κόσμο. Δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1271, πατέρας και θείος πήραν μαζί τους τον Μάρκο και ξεκίνησαν πάλι μέσω της Ιερουσαλήμ για να συγκεντρώσουν αγιασμένο έλαιο. Στάθηκαν ξανά τυχεροί, επειδή μόλις είχε γίνει πάπας ένας τοπικός ιεράρχης, ο Τεντάλντο Βισκόντι, που ήλπιζε να εκχριστιανίσει την Κίνα κι έτσι έγραψε μια βιαστική επιστολή προς τον Κουμπλάι, ζητώντας του να προσηλυτιστεί. Τους έδωσε δύο και όχι 100 ιερείς, οι οποίοι όμως γρήγορα γύρισαν πίσω.

Το ταξίδι

Σύντομα το ταξίδι απέκτησε επικές διαστάσεις. Παντού υπήρχε πόλεμος: μουσουλμάνοι πολεμούσαν Σταυροφόρους και οι μογγολικές ηγεμονίες πολεμούσαν μεταξύ τους. Το χρυσό πάσο δεν τους παρείχε καμία ασφάλεια. Απέφυγαν τους μπελάδες ταξιδεύοντας μέσω της ανατολικής Τουρκίας, του Ιράκ και της Περσίας, μέχρι το λιμάνι του Ορμούζ. Η ακριβής διαδρομή είναι άγνωστη, επειδή όταν ο Μάρκο υπαγόρευσε την  ιστορία του η μνήμη του ήταν θολή και ο ίδιος ένας αναξιόπιστος μάρτυρας. Όμως η αφήγησή του περιέχει πολλές αλήθειες. Ο Μάρκο ισχυρίζεται ότι τους είχαν καταδιώξει ληστές που ήταν γνωστοί σαν Καράουνας και είχαν βασιλιά τον Νόγκονταρ. Αυτό παραπέμπει στη μογγολική συνοριακή δύναμη των Κουαραγκούνας και τον διοικητή τους, Νέγκουντερ, οι οποίοι είχαν γίνει πλιατσικολόγοι, κινούμενοι απρόβλεπτα ανάμεσα στη νομιμοφροσύνη, την επανάσταση και τις λεηλασίες. Οι απόγονοί τους είναι οι σημερινοί Χαζάροι και διάφορες μογγολικές μειονότητες στο Αφγανιστάν.

Το Ορμούζ ήταν κύριο λιμάνι. Η ζέστη ήταν αφόρητη και ο άνεμος σιμούν μπορούσε να ψήσει ακόμη και πτώμα. Ίσως ήλπιζαν να ταξιδέψουν με πλοίο στην Ινδία, αλλά τελικά το απέφυγαν πιστεύοντας ότι τα πλοία δεν παρείχαν ασφάλεια. Επέστρεψαν από τον ίδιο δρόμο προς τα νοτιοανατολικά, διασχίζοντας το σημερινό Ιράν, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τη δολοφονική μουσουλμανική σέχτα των χασασίνων, που ονομάζονταν έτσι από τη συνήθειά τους να καπνίζουν χασίς. Ο Μάρκο αφηγείται ευφάνταστες ιστορίες για ναρκωμένους νεαρούς που τους οδηγούσαν σε έναν όμορφο κήπο για να τους ξελογιάσουν κοπέλες «τραγουδώντας, παίζοντας και παρέχοντας ό,τι χάδια και ερωτικές απολαύσεις μπορούσαν να φανταστούν, πριν τους στείλουν για να σκοτώσουν».

Το αρχηγείο των χασασίνων ήταν το Άλαμουτ, ένα ζοφερό οχυρό στα βουνά Ελμπρούζ, και βρισκόταν 700 χιλιόμετρα από τη διαδρομή του Μάρκο. Όμως οι ιστορίες θα ήταν πρόσφατες, επειδή το 1257 οι Μογγόλοι κατέστρεψαν το Άλαμουτ, μαζί και τους χασασίνους. Στο Αφγανιστάν, ο Μάρκο περιγράφει το Μπαλκ, που καταστράφηκε ολοσχερώς δύο φορές από τον Τζέγκινς Χαν αλλά τώρα ήταν μια «επιβλητική και σπουδαία πόλη» που είχε αναγεννηθεί. Αποκαλύπτει επίσης ότι ως νεαρός ενδιαφερόταν για τη γυναικεία ομορφιά. Σε μια περιοχή οι κάτοικοι ήταν πολύ όμορφοι, «ιδίως οι γυναίκες, που είναι απίστευτα ωραίες», ενώ κάπου αλλού οι γυναίκες φορούσαν βαμβακερά παντελόνια «για να φαίνονται μεγαλύτεροι οι γοφοί τους».

Συνέχισαν το ταξίδι διασχίζοντας αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Διάδρομος του Γουακάν, μια στενή λωρίδα του Αφγανιστάν, η οποία δημιουργήθηκκε τον 19ο αιώνα από τους Βρετανούς σαν ένα φράγμα ανάμεσα στη Βρετανική Ινδία και την αυτοκρατορική Ρωσία. Ήταν μια καθιερωμένη διαδρομή μέσα στην Κίνα, αλλά προκαλούσε δέος με την τραχύτητά της μέσω της οροσειράς του Παμίρ, όπου οι παγετώνες σχηματίζονται από κορυφές ύψους 6 χιλιάδων μέτρων και (σύμφωνα με τον Μάρκο) το κρύο ήταν τόσο δριμύ που δεν πετούσαν πουλιά. Ακολούθησε τον ποταμό Γουακάν σε μια χώρα όπου χιόνιζε συνεχώς. Εκεί ζούσαν τεράστια πρόβατα με κέρατα ενάμισι μέτρο, εκείνα που το 1840 θα ονομάζονταν προς τιμήν του Ovis Poli άδεια για ασφαλή διέλευση, που τους επέτρεπε να χρησιμοποιούν τις αυτοκρατορικές οδούς και τους έδιωξε. Πέρασαν άλλα τρία χρόνια μέχρι τα αδέλφια να φτάσουν στη Βενετία, το 1269.

Έλειπαν για 16 χρόνια και διαπίστωσαν ότι η γυναίκα του Νικολό είχε πεθάνει και ο γιος τους, ο Μάρκο, ήταν ένας καλλιεργημένος 15χρονος έτοιμος να γνωρίσει τον κόσμο. Δύο χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1271, πατέρας και θείος πήραν μαζί τους τον Μάρκο και ξεκίνησαν πάλι μέσω της Ιερουσαλήμ για να συγκεντρώσουν αγιασμένο έλαιο. Στάθηκαν ξανά τυχεροί, επειδή μόλις είχε γίνει πάπας ένας τοπικός ιεράρχης, ο Τεντάλντο Βισκόντι, που ήλπιζε να εκχριστιανίσει την Κίνα κι έτσι έγραψε μια βιαστική επιστολή προς τον Κουμπλάι, ζητώντας του να προσηλυτιστεί.

Τους έδωσε δύο και όχι 100 ιερείς, οι οποίοι όμως γρήγορα γύρισαν πίσω. Σύντομα το ταξίδι απέκτησε επικές διαστάσεις. Παντού υπήρχε πόλεμος: μουσουλμάνοι πολεμούσαν Σταυροφόρους και οι μογγολικές ηγεμονίες πολεμούσαν μεταξύ τους. Το χρυσό πάσο δεν τους παρείχε καμία ασφάλεια. Απέφυγαν τους μπελάδες ταξιδεύοντας μέσω της ανατολικής Τουρκίας, του Ιράκ και της Περσίας, μέχρι το λιμάνι του Ορμούζ. Η ακριβής διαδρομή είναι άγνωστη, επειδή όταν ο Μάρκο υπαγόρευσε την  ιστορία του η μνήμη του ήταν θολή και ο ίδιος ένας αναξιόπιστος μάρτυρας. Όμως η αφήγησή του περιέχει πολλές αλήθειες. Ο Μάρκο ισχυρίζεται ότι τους είχαν καταδιώξει ληστές που ήταν γνωστοί σαν Καράουνας και είχαν βασιλιά τον Νόγκονταρ.

 

Οι ευφάνταστες ιστορίες του Μάρκο

Αυτό παραπέμπει στη μογγολική συνοριακή δύναμη των Κουαραγκούνας και τον διοικητή τους, Νέγκουντερ, οι οποίοι είχαν γίνει πλιατσικολόγοι, κινούμενοι απρόβλεπτα ανάμεσα στη νομιμοφροσύνη, την επανάσταση και τις λεηλασίες. Οι απόγονοί τους είναι οι σημερινοί Χαζάροι και διάφορες μογγολικές μειονότητες στο Αφγανιστάν. Το Ορμούζ ήταν κύριο λιμάνι. Η ζέστη ήταν αφόρητη και ο άνεμος σιμούν μπορούσε να ψήσει ακόμη και πτώμα. Ίσως ήλπιζαν να ταξιδέψουν με πλοίο στην Ινδία, αλλά τελικά το απέφυγαν πιστεύοντας ότι τα πλοία δεν παρείχαν ασφάλεια. Επέστρεψαν από τον ίδιο δρόμο προς τα νοτιοανατολικά, διασχίζοντας το σημερινό Ιράν, συγκεντρώνοντας πληροφορίες για τη δολοφονική μουσουλμανική σέχτα των χασασίνων, που ονομάζονταν έτσι από τη συνήθειά τους να καπνίζουν χασίς.

Ο Μάρκο αφηγείται ευφάνταστες ιστορίες για ναρκωμένους νεαρούς που τους οδηγούσαν σε έναν όμορφο κήπο για να τους ξελογιάσουν κοπέλες «τραγουδώντας, παίζοντας και παρέχοντας ό,τι χάδια και ερωτικές απολαύσεις μπορούσαν να φανταστούν, πριν τους στείλουν για να σκοτώσουν». Το αρχηγείο των χασασίνων ήταν το Άλαμουτ, ένα ζοφερό οχυρό στα βουνά Ελμπρούζ, και βρισκόταν 700 χιλιόμετρα από τη διαδρομή του Μάρκο. Όμως οι ιστορίες θα ήταν πρόσφατες, επειδή το 1257 οι Μογγόλοι κατέστρεψαν το Άλαμουτ, μαζί και τους χασασίνους. Στο Αφγανιστάν, ο Μάρκο περιγράφει το Μπαλκ, που καταστράφηκε ολοσχερώς δύο φορές από τον Τζέγκινς Χαν αλλά τώρα ήταν μια «επιβλητική και σπουδαία πόλη» που είχε αναγεννηθεί. Αποκαλύπτει επίσης ότι ως νεαρός ενδιαφερόταν για τη γυναικεία ομορφιά.

Σε μια περιοχή οι κάτοικοι ήταν πολύ όμορφοι, «ιδίως οι γυναίκες, που είναι απίστευτα ωραίες», ενώ κάπου αλλού οι γυναίκες φορούσαν βαμβακερά παντελόνια «για να φαίνονται μεγαλύτεροι οι γοφοί τους». Συνέχισαν το ταξίδι διασχίζοντας αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως Διάδρομος του Γουακάν, μια στενή λωρίδα του Αφγανιστάν, η οποία δημιουργήθηκκε τον 19ο αιώνα από τους Βρετανούς σαν ένα φράγμα ανάμεσα στη Βρετανική Ινδία και την αυτοκρατορική Ρωσία. Ήταν μια καθιερωμένη διαδρομή μέσα στην Κίνα, αλλά προκαλούσε δέος με την τραχύτητά της μέσω της οροσειράς του Παμίρ, όπου οι παγετώνες σχηματίζονται από κορυφές ύψους 6 χιλιάδων μέτρων και (σύμφωνα με τον Μάρκο) το κρύο ήταν τόσο δριμύ που δεν πετούσαν πουλιά. Ακολούθησε τον ποταμό Γουακάν σε μια χώρα όπου χιόνιζε συνεχώς. Εκεί ζούσαν τεράστια πρόβατα με κέρατα ενάμισι μέτρο, εκείνα που το 1840 θα ονομάζονταν προς τιμήν του Ovis Poli, πρόβατα του Μάρκο Πόλο.

Εκεί του άρεσε επειδή ο καθαρός αέρας τον θεράπευσε από μια απροσδιόριστη ασθένεια. Κατεβαίνοντας από το ύψους 5.000 μέτρων Πέρασμα Γουακίρ, ο Μάρκο και οι μεγαλύτεροι Πόλο –πιθανόν μαζί με ένα καραβάνι από άλογα, καμήλες, γιακ και οδηγούς– έφτασαν στην κατασκήνωση του σημερινού Τασκουργκάν, περίπου 250 χιλιόμετρα νοτίως του Κασγκάρ. Ο Μάρκο δεν αναφέρει αυτό το κομμάτι του ταξιδιού, παρά τον στενό δρόμο, το ορμητικό ποτάμι και τις επικίνδυνες γέφυρες της Κλεισούρας Γκεζ και τον παγετώνα του Μούσταγκ Άτα, του Πατέρα του Παγωμένου Βουνού. Στη μνήμη του κυριαρχούσαν κήποι, αμπελώνες και τα κτήματα του Κασγκάρ, της πρώτης μεγάλης πόλης στη σημερινή Κίνα.

Τότε, όπως και σήμερα, αυτή ήταν η περιοχή των Ουιγούρων. Ο Μάρκο δεν φαίνεται να τους συμπάθησε: «ένα εξαθλιωμένο, ανάξιο λόγου σύνολο ανθρώπων, που τρώνε χάλια και πίνουν χάλια». Στην πραγματικότητα, αυτός ήταν ένας εκλεπτυσμένος λαός με δική του γραφή και οι λόγιοί του ήταν γνωστοί ως γραφείς σε μεγάλο μέρος της Ασίας. Ανατολικά του Κασγκάρ υπάρχει η νεκρή καρδιά της Ασίας, οι πετρώδεις ερημιές και οι αμμόλοφοι της Λεκάνης Ταρίμ, με τους αχανείς ερημότοπους – οι έρημοι του Τακλαμακάν, του Λοπ, της Γκασούν Γκόμπι και του Κουμτάγκ. Τίποτα δεν φυτρώνει εκεί εκτός από σποραδικούς αγκαθωτούς θάμνους, ενώ υπάρχει ελάχιστη ζωή πέρα από μύγες, τσιμπούρια και κοπάδια από άγριες καμήλες.

Οι Μογγόλες και η σκληρότητα

Ο Μάρκο υπερβάλλει όταν περιγράφει τους κινδύνους, μιλώντας για πνεύματα της ερήμου και για φωνές δαιμόνων που καλούν τους ανθρώπους στον θάνατό τους. Κανένας ταξιδιώτης του Μεσαίωνα δεν είχε ταξιδέψει εκεί – άλλωστε, δεν χρειαζόταν επειδή υπήρχε μια καθιερωμένη διαδρομή που αργότερα θα ονομαζόταν Δρόμος του Μεταξιού και διέσχιζε τις νότιες παρυφές, από όαση σε όαση, ακολουθώντας ποτάμια που πήγαζαν από τα βουνά Κουνλούν. Ο Μάρκο αναφέρει πόλεις (Γιαρκάν, Κχοτάν, Τσαρτσάν) οι οποίες υπάρχουν ακόμα και σήμερα. Άλλες έχουν εξαφανιστεί κάτω από την περιπλανώμενη άμμο, με πιο γνωστή τη Λου Λαν, κοντά στα ερείπια της οποίας σήμερα η Κίνα πραγματοποιεί πυρηνικές δοκιμές.

Αυτό είναι το δυτικότερο μέρος της Κίνας και τα δυτικότερα όρια του Κουμπλάι Χαν. Σαν ένας κομήτης στην άκρη του ηλιακού συστήματος, ο Μάρκο άρχιζε πλέον το μακρύ, αργό του ταξίδι προς το Ζαναντού, τον Ήλιο της αυτοκρατορίας. Όμως, ο έλεγχος του Κουμπλάι στις Δυτικές Περιοχές, τις οποίες ο Μάρκο αποκαλεί «Μεγάλη Τουρκία», ήταν ασήμαντος. Μεγάλο μέρος διεκδικούσε ο Καϊντού, ο εξάδελφος του Κουμπλάι, ο οποίος επί 40 χρόνια παρέμενε ένα αγκάθι στο πλευρό του Κουμπλάι. Ο Μάρκο αφηγείται μια ιστορία για τον Καϊντού: είχε μια κόρη, τη φοβερή Αϊτζαρούκ (όπως εκείνος λέει, σημαίνει Λαμπρό Φεγγάρι, ενώ στην πραγματικότητα σημαίνει Φεγγαρόφωτο).

Ήταν τόσο μεγαλόσωμη («σχεδόν σαν γίγαντας»), τόσο δυνατή και γενναία που κανένας άνδρας δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί της. Ο Καϊντού της έδινε προίκα και ήθελε να την παντρέψει. Εκείνη όμως μονίμως αρνιόταν, λέγοντας ότι θα παντρευόταν μόνο τον άνδρα που θα μπορούσε να τη νικήσει στην πάλη. Κάθε διεκδικητής έπρεπε να δώσει 100 άλογα. Έπειτα από 100 αγώνες, η Αϊτζαρούκ είχε 10.000 άλογα. Πάλευαν κι εκείνη πάντα νικούσε. Στη συνέχεια, ο Καϊντού την πήρε σε εκστρατείες μαζί του και εκεί απέδειξε την αξία της χιμώντας στον εχθρό για ν’ αρπάξει έναν άνδρα «τόσο επιδέξια όσο ένα γεράκι αρπάζει ένα πουλί». Υπάρχει άραγε κάποια αλήθεια σε όλα αυτά; Λίγη.

Οι Μογγόλες πράγματι φημίζονταν για τη σκληρότητά τους και πράγματι ο Καϊντού είχε μια αγαπημένη κόρη, μόνο που την έλεγαν Κουτουλούν. Στα ανατολικά της ερήμου, ο Μάρκο πέρασε το δυτικό άκρο του Σινικού Τείχους που είχε χτιστεί πριν από 1.000 χρόνια για να εμποδίζει νομάδες όπως οι Μογγόλοι. Δεν πρέπει να του φάνηκε σπουδαίο, επειδή ήταν χτισμένο από χώμα και καλάμια και είχε εγκαταλειφθεί πριν από μισό αιώνα, αφού οι Μογγόλοι κυριαρχούσαν πλέον και στις δυο πλευρές του. Αν πάντως το παρατήρησε, δεν θεώρησε ότι άξιζε κάποια αναφορά. Τώρα (πιθανόν την άνοιξη του 1275) φαίνεται ότι εκείνος και η ακολουθία του είχαν γίνει πλέον αντιληπτοί. Αγγελιοφόροι είχαν σπεύσει μπροστά με την είδηση ότι έρχονταν ξένοι – που μιλούσαν μογγολικά, είχαν χρυσό πάσο και σίγουρα ήταν οι «Λατίνοι» που είχαν βρεθεί στην αυλή του Κουμπλάι δέκα χρόνια νωρίτερα.

Φρουροί κάλπασαν «για 40 ολόκληρες μέρες» για να τους συναντήσουν και να τους οδηγήσουν στο Ζαναντού, όπου κατοικούσε ο Κουμπλάι. Σε αυτό το σημείο, ίσως επειδή το περιβάλλον είχε περισσότερη βλάστηση, ο Μάρκο μιλάει για δύο ζώα. Μερικές φορές τίθεται το ερώτημα αν ο Μάρκο έζησε πράγματι όλα όσα περιέγραψε. Η απάντηση είναι: σχεδόν πάντα. Οι περιγραφές αυτές είναι η απόδειξη. Η πρώτη αναφέρεται σε ένα είδος δασύτριχης αγελάδας, λέγοντας με κάποια υπερβολή ότι ήταν «μεγάλη σαν ελέφαντας». Αυτή είναι η πρώτη περιγραφή ενός γιακ, που τότε ήταν άγνωστο στην Ευρώπη. Το δεύτερο είναι ένα ελάφι σε μέγεθος σκύλου, το οποίο αποκαλεί «ένα πανέμορφο πλάσμα». Πρόκειται για το είδος ελαφιού που από τους αδένες του λαιμού του παράγεται ο μόσχος, ένα αγαπημένο συστατικό των αρωματοποιών. Υποθέτει επίσης το μογγολικό του όνομα, γκουντέρι (khder στα μογγολικά) και αυτό μπορούσε να το μάθει κανείς μόνο με πρακτική εξάσκηση.

Εντυπωσιάστηκε ο Μάρκο

Ο Μάρκο βρισκόταν πλέον στη μέση της διαδρομής προς τη σύγχρονη Κίνα. Έφτασε στο Γιντσουάν, την πρωτεύουσα του λαού των Τανγκούτ της Δυτικής Ζία, μιας ξεχωριστής αυτοκρατορίας που το 1227 είχε καταστραφεί από τον Τζέγκινς Χαν. Η ορολογία του Μάρκο δεν είναι ακριβώς σωστή, αλλά δεν απέχει πολύ. Ξεσήκωσε το μογγολικό όνομα για το Γιντσουάν (Εγκριγκάρια στο κείμενό του, Ερικάγια στα μογγολικά) και το όνομα της τοπικής οροσειράς (Χελάν Σαν, την οποία αντέγραψε ως Καλατσάν). Κατόπιν διέσχισε την περιοχή Όρντος της ενδότερης Μογγολίας, πέρασε από χωριά και καλλιεργημένους αγρούς, σε ένα μέρος «με πολλούς τεχνίτες που προμήθευαν τα στρατεύματα του αυτοκράτορα».

Αυτό ήταν το Ζουανχούα, στον κύριο δρόμο που οδηγεί στο σημερινό Πεκίνο, εκεί που κάποτε υπήρχαν τα μογγολικά σύνορα. Εδώ θα στράφηκε δεξιά για το Πεκίνο, τη νέα πρωτεύουσα του Κουμπλάι ή αριστερά για το Ζαναντού, την πρώτη πρωτεύουσα του Κουμπλάι και θερινή του κατοικία. Ήταν καλοκαίρι. Οι οδηγοί του ήξεραν πως ο αφέντης τους ήταν στο Ζαναντού. Απείχαν μόνο 250 χιλιόμετρα. Το όνομα Ζαναντού προέρχεται από το κινεζικό Σανγκ Ντου, «Άνω Πρωτεύουσα», αντίθετα με το Πεκίνο, το οποίο ήταν η Νταντού, η «Μεγάλη Πρωτεύουσα». Το προφέρουμε με αυτό τον τρόπο επειδή έτσι το προφέρει ο ποιητής Σάμιουελ  Τέιλορ Κόλριτζ στο γνωστό ποίημα Κούμπλα Χαν που έγραψε το 1797 ξυπνώντας από ένα όνειρο: Στὸ Ζαναντού κεῖ ὁ Κούμπλαϊ Χὰν γιὰ ἕνα δῶμα ἡδονῶν ἀπεφάνθη κραταιό: Ὅπου ἔτρεχε ποτάμι ἱερὸ ὁ Ἄλφ μέσ’ ἀπὸ σπήλαια ἀβυθομέτρητα στὸν ἄνθρωπο κάτω σε μι’ ἀνήλια θάλασσα… Το Ζαναντού βρισκόταν –και βρίσκεται– στο μογγολικό οροπέδιο, ένα μέρος με λιβάδια και χαμηλούς λόφους.

Την εποχή του Μάρκο, αυτή η κινεζικού στιλ πόλη είχε 120.000 κατοίκους με πρόσβαση κατά μήκος της λεγόμενης Βασιλικής Οδού, η οποία διέσχιζε μια τεράστια περιοχή από στρογγυλές τσόχινες σκηνές, άλογα, καμήλες και εμπόρους. Οδήγησαν τους τρεις ταξιδιώτες μέσα από την κύρια πύλη σε «ένα πολύ κομψό μαρμάρινο παλάτι» και μπροστά στον αυτοκράτορα. Εκείνος χάρηκε με την επιστροφή των «Λατίνων» απεσταλμένων του. Ο Μάρκο εντυπωσιάστηκε από τον «ισχυρότερο άνδρα που υπήρξε ποτέ». Γονάτισαν ταπεινά κι έπειτα περιέγραψαν το ταξίδι τους. Παρέδωσαν την επιστολή του πάπα και το αγιασμένο έλαιο.

Έπειτα, ο Κουμπλάι ρώτησε για τον Μάρκο. «Αυτός είναι ο γιος μου και ο σύνδεσμός σας, Κύριε», είπε ο Νικολό και παρέδωσε τον Μάρκο στην υπηρεσία του Κουμπλάι. «Καλωσόρισε κι αυτός», είπε ο Κουμπλάι, αρχίζοντας μια σχέση που θα διαρκούσε 17 χρόνια. Εκείνη την εποχή, ο Μάρκο ήταν κοντά στον αυτοκράτορα όσο οποιοσδήποτε υπουργός του, ίσως ακόμα πιο κοντά, επειδή ο Κουμπλάι τον εκτιμούσε ως μια ανεξάρτητη πηγή πληροφοριών, απρόσβλητη από τις έριδες των διαφόρων ομάδων. Σχεδόν σίγουρα ήταν μέλος της κεσίνγκ, της προσωπικής φρουράς του αυτοκράτορα από 12.000 άνδρες. Αργότερα έγραψε αυτά που είχε δει για τους Ευρωπαίους χριστιανούς αναγνώστες, αλλά δεν αποκάλυψε για ποιο λόγο στάλθηκε εκεί,  ίσως επειδή αυτό θα πρόδιδε τη στενή του σχέση με έναν μη χριστιανό κυβερνήτη. Ανάμεσα στα ταξίδια του ο Μάρκο ζούσε τη ζωή της αυλής σε όλη της τη μεγαλοπρέπεια.

Συνόδευε τον Κουμπλάι στα ταξίδια του ανάμεσα στο Ζαναντού και στο Πεκίνο, τη νέα του πρωτεύουσα, ένα ταξίδι τριών εβδομάδων, με τον Κουμπλάι να επιβαίνει σε ένα ειδικά σχεδιασμένο δωμάτιο στερεωμένο με σχοινιά πάνω σε τέσσερις ελέφαντες, τον έναν δίπλα στον άλλο. Το Πεκίνο είχε επιλεγεί επειδή ήταν το κλειδί για την κατάκτηση και την κυριαρχία σε όλη την Κίνα, και ήταν χτισμένο σχεδόν εξαρχής μετά την καταστροφή που είχε προκαλέσει ο Τζέγκινς Χαν, ο παππούς του Κουμπλάι: ναοί, κήποι, λίμνες και ένα παλάτι από λουστραρισμένο ξύλο και αστραφτερά πλακάκια. Αναρίθμητες αίθουσες, θησαυροφυλάκια, γραφεία και διαμερίσματα γύρω από μια αίθουσα ακροάσεων που χωρούσε 6.000 καλεσμένους.

Στα κοντινά πάρκα έβοσκαν ελάφια και γαζέλες. Η ζωή της αυλής περιστρεφόταν γύρω από 150 παλιά τελετουργικά που ελέγχονταν από τέσσερις κυβερνητικούς κλάδους και ένα Συμβούλιο Τελετουργικών. Άλλοι κλάδοι απασχολούσαν 17.000 λόγιους-αξιωματούχους. Οι τρεις κύριες κρατικές εκδηλώσεις ήταν τα γενέθλια του Χαν στο τέλος Σεπτεμβρίου, η Πρωτοχρονιά και το εαρινό κυνήγι. Για την Πρωτοχρονιά και τα γενέθλια του Χαν έφταναν δώρα από τα πέρατα της αυτοκρατορίας. Άλογα, ελέφαντες και καμήλες παρήλαυναν, χιλιάδες κόλακες ντυμένοι στα λευκά (για καλοτυχία) άγγιζαν το μέτωπό τους στο δάπεδο και συμμετείχαν σε ένα τεράστιο γεύμα, με τον αυτοκράτορα και την ακολουθία του πάνω σε μια εξέδρα, να τον σερβίρουν υπουργοί κρατώντας πετσέτες στο στόμα τους έτσι ώστε «καμία οσμή ή ανάσα από αυτά τα άτομα να μην μολύνει το πιάτο ή τα κύπελλα που πρόσφεραν στον Αφέντη». Την 1η Μαρτίου, ο Κουμπλάι επέβλεψε ένα κυνήγι σε τεράστια κλίμακα.

Μέσα σε 40 μέρες το κυνήγι κάλυψε περίπου 500 χιλιόμετρα. Ο Μάρκο περιγράφει 14.000 κυνηγούς και 10.000 γερακάρηδες (αν και οι αριθμοί είναι μάλλον διογκωμένοι), με τη βοήθεια 2.000 σκύλων που κυνηγούσαν λαγούς, αλεπούδες, ελάφια, αγριόχοιρους, ακόμα και λύκους. Τη νύχτα ο αυτοκράτορας κατασκήνωνε στη σκηνούπολή του, που περιέβαλλε την πελώρια σκηνή του και που ήταν στρωμένη με γούνες από ερμίνες και ζιμπελίνες και στεγανοποιημένη με δέρματα τίγρης. Τη μέρα ο αυτοκράτορας ταξίδευε καθισμένος σε ένα κάθισμα στην πλάτη των ελεφάντων του. Ο Μάρκο περιέγραψε την ακόλουθη σκηνή: «Μερικές φορές, καθώς προχωρούν και ο αυτοκράτορας συσκέπτεται με τους βαρόνους στον κοιτώνα του, ένας από αυτούς μπορεί να φωνάξει: “Κύριε! Κοιτάξτε για γερανούς!”

Αμέσως ο αυτοκράτορας ανοίγει τη σκεπή του κοιτώνα του και μόλις εντοπίσει τους γερανούς αμολάει ένα από τα γεράκια του». Για τον Μάρκο, αυτή η ζωή τέλειωσε το 1292. Ο Κουμπλάι ήταν ηλικιωμένος, πολύ παχύσαρκος και άρρωστος, κι έτσι ο Μάρκο, ο πατέρας του και ο θείος του ανησυχούσαν για το μέλλον τους υπό έναν νέο κυβερνήτη. Απρόθυμα, ο Κουμπλάι τους επέτρεψε να φύγουν από τη θάλασσα, συνοδεύοντας μια πριγκίπισσα που θα παντρευόταν έναν από τους συγγενείς του Κουμπλάι στην Περσία. Έφτασαν στην πατρίδα τους το 1296, δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Κουμπλάι.

John Man

Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό All About History που κυκλοφορεί μια φορά το μήνα με το Εθνος της Κυριακής

Μάρκο ΠόλοΚουμπλάι Χαν