Βιβλίο|18.04.2020 17:30

Ο Νίκος Μπόβολος γράφει για το Πάσχα: Οταν οι βίγκαν έσωσαν τις γιορτές

Μαρία Ριτζαλέου

Κάνε τώρα εικόνα έναν µαντραχαλαίο µόλις στα 18, µε τα µυαλά πάνω από το κεφάλι και το κάτω κεφάλι χωρίς ψήγµα µυαλού, να πρέπει να κουµαντάρει ένα ολόκληρο στρατόπεδο. Ντάξει, όχι ακριβώς να κουµαντάρει, αλλά κατά κύριο λόγο να θέτει τους όρους προσβασιµότητας σε αυτό και να τσακώνεται µε τα στελέχη γιατί δεν ανοίγει τέσσερα δευτερόλεπτα νωρίτερα για να σχολάσουν. Αυτός ο µαντραχαλαίος ήµουν εγώ που λες. Σου-τουρου-που-ζου που για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο επέλεξαν να χρίσουν «αλφαµίτη». Δηλαδή να ανοιγοκλείνει την πύλη ζητώντας τα απαραίτητα έγγραφα, αλλά κυρίως να φορά ένα γελοίο γαλανόλευκο πλαστικό κράνος µε τα αρχικά Α.Μ. (στην ξεκαρδιστική -ή και όχι- αργκό του στρατού αυτό µεταφράζεται ως «άνοιξε µαλάκα») και µία διαγώνια ζώνη σαν άλλη Μις Ελλάς που κατέληγε σε θήκη για περίστροφο. Χωρίς το περίστροφο όµως γιατί ντάξει, ελληνικός στρατός είσαι, σιγά µη δώσεις και όπλο σε αυτόν που φυλάει την είσοδο.

Με αυτή την οµολογουµένως θελκτική εικόνα σαν αποσκευή, συνέχισε το ταξίδι της γνώσης γνωρίζοντας ότι αυτός ο δόλιος νέος έπρεπε να περάσει το Πάσχα του εντός του στρατοπέδου το οποίο και τοποθετείται σε ένα από τα οµορφότερα νησιά της χώρας που το όνοµά του αρχίζει από Ρο- και τελειώνει σε -δος (δεν θα σου το δώσω και στο πιάτο, βάλε το µυαλό σου να δουλέψει, θέλω έξυπνους αναγνώστες). Και το πέρασε. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται.

Για να µην υπερβάλλουµε, οφείλω να τονίσω σε αυτό το σηµείο ότι υπήρχε η επιλογή να κάνω Πάσχα µε την οικογένειά µου, αλλά στην πραγµατικότητα, αν ήξερες έστω και λίγο την οικογένειά µου, θα καταλάβαινες µε τον πλέον εµφατικό τρόπο ότι αυτή η επιλογή ήταν ίδια µε εκείνη που έχει ένας ανειδίκευτος εξουδετερωτής βόµβας στο Ιράκ που πρέπει να επιλέξει ανάµεσα στο πράσινο και το κόκκινο καλώδιο ενώ είναι γνωστός για την αχρωµατοψία του. Ε, δεν την αναλαµβάνεις τη δουλειά ρε παιδί µου, θα σε µαζεύουν µε τις σύριγγες.

Η παρωδία άρχισε µε την Ανάσταση του Κυρίου που παραδοσιακά σε όλα τα στρατόπεδα της χώρας συµβαίνει 3 ώρες νωρίτερα από τον υπόλοιπο ορθόδοξο κόσµο. Αν έχεις κι εσύ την προφανή απορία «γιατί;», τότε θα πάρεις την απάντηση που παίρνουν όλοι οι φαντάροι όταν δεν υπάρχει άλλη. «Γιατί έτσι προβλέπεται». Ο,τι κατάλαβες!

Η συνέχεια ήταν εξίσου εντυπωσιακή, το επόµενο πρωί που θα ψήναµε τα αρνιά τιµώντας την πατροπαράδοτη µαζική και άγρια δολοφονία αµνοεριφίων προς τέρψιν ενός εθίµου που αν το έβλεπαν οι εξωγήινοι θα σχηµάτιζαν µια µάλλον στρεβλή εικόνα για το επίπεδο της ανθρωπότητας. Γιατί ο αλφαµίτης (ναι εγώ) θα πρέπει να είναι στην πύλη και να ανοιγοκλείνει σε όλα τα οχήµατα τροφοδοσίας και να ανταλλάζει ευχές κάθε φορά σαν να είναι η πρώτη. Και µέχρι εκεί όλα καλά. Αλλά, ρε διάολε, Κυριακή του Πάσχα είναι, πίνει όλο το στρατόπεδο, εγώ να υποδύοµαι τον ευσυνείδητο και άοκνο δούλο της πατρίδος και του έθνους; Οχι. Σε καµία περίπτωση δεν ψάχνω τρόπο να δικαιολογηθώ που είχα πιει τον Αχέροντα σε λευκό κρασί χείριστης ποιότητας, ζητώ απλά την κατανόησή σου. Ναι, είχα πιει, ναι, είχα πιει πολύ και από πολύ νωρίς. 

Και ξαφνικά βλέπω πολιτικό αυτοκίνητο να έρχεται. Είναι το λιτό και λαϊκό Lexus SUV του διοικητή, στο τιµόνι βρίσκεται ο οδηγός του που από µέσα του µπινελικώνει που δεν πίνει µπίρες µε τους υπόλοιπους που ψήνουν στο προαύλιο (sic), δηλαδή στο γήπεδο του µπάσκετ που είχαν απλωθεί οι σούβλες (ή σούφλες, όπως θα έλεγε ο καψιµιτζής από την Αρτα).

«Χριστός Ανέστη, αλφαµίτη».

«Αληθώς, κύριε διοικητά»

«Ελα να τσουγκρίσουµε αβγό, ρε χαµένε»

Τσουγκρίζουµε και του κάνω το αβγό όπως ήθελα ακριβώς να κάνω και τη µούρη του, δεδοµένης της µεγάλης απέχθειας που είχε χωρίς ιδιαίτερο κόπο αναπτυχθεί µεταξύ µας. Στραβώνει αλλά δεν θέλει να το δείξει στον ασήµαντο φαντάρο που τον ταπείνωσε µπροστά στον οδηγό του και έτσι το ρίχνει στην πλάκα σαν τον κουλ θείο που κάθεται µε τη νεολαία.

«Ε, κάτσε, αυτό ήταν για δοκιµή, πάµε άλλη µία, εκτός αν φοβάσαι, χαχαχα!»

Μιλάµε για χιούµορ που θα έκανε τον Σεφερλή να ντρέπεται για όλα τα «αχά, καλό ε;» που ξεστόµισε στην καριέρα του.

∆εύτερος γύρος, δεύτερο πετσόκοµµα και η ψυχολογία του φαντάρου βαράει κόκκινα, θέλει να φωνάξει, θέλει να βγάλει το χιτώνιο και να αρχίσει να χορεύει ηµίγυµνος κετελαπόνγκο, αλλά δεν θα το κάνει γιατί απολύεται σε λίγους µήνες και είναι πολύ κρίµα να φάει 20 µέρες φυλακή στην καλύτερη περίπτωση.

«Καλά, θα τα πούµε µετά».

Εφυγε µε την ουρά στα σκέλια και φαντάζοµαι ότι πήγε να συνεχίσει το Balantines του, έτσι κι αλλιώς είχε πάει ήδη 11 το πρωί. Ανθρωπος είναι, δεν θα αλλάξει τις καθηµερινές του συνήθειες επειδή ένα κωλόπαιδο του χάλασε τη διάθεση!

Κάτω στο προαύλιο υπήρχε µια περίεργη αναµπουµπούλα. Θα µου πεις, αυτό συµβαίνει κάθε µέρα, ναι, αυτό θα σου πω, αλλά τώρα ήταν πολύ εµφανές ότι κάτι σηµαντικό είχε συµβεί και επικρατούσε µια αναταραχή που µπορούσες να την ψυχανεµιστείς ανάµεσα στην τσίκνα και την µπόχα από τις αρβύλες. Οι υπεύθυνοι της τροφοδοσίας είχαν κάνει τους υπολογισµούς τους για να βγουν τα αρνιά ακριβώς όσα πρέπει και να µην πεινάσει κανείς. Είχαν ξεχάσει όµως κάτι πάρα πολύ σηµαντικό που ίσως και να είχε επίδραση στην καριέρα τους στον ελληνικό στρατό. Στους λεπτοµερέστατους υπολογισµούς τους είχαν αµελήσει να λογαριάσουν τα τρόφιµα που θα έκλεβαν ο διοικητής και ο υποδιοικητής για τα τραπεζώµατα που -δηµοσία δαπάνη- θα έκαναν στο σπίτι τους σε δηµάρχους, βουλευτές και πολιτευτές, τιµώντας ένα ακόµα παραδοσιακό έθιµο κάθε τάγµατος που σέβεται τον εαυτό του, αυτό του ξεζουµίσµατος της δηµόσιας περιουσίας. Που αν µε ρωτάς, µιλάµε για τραγική αµέλεια από πλευράς τους. ∆εν είσαι νεοσύλλεκτος, αγαπητέ µου, είσαι επαγγελµατίας στρατιωτικός που έχει τελειώσει και µία σχολή δύο ή τεσσάρων ετών, ανάλογα πού πήγες. Είναι δυνατόν, άνθρωπέ µου, να µη σκέφτηκες ότι όπως κάνουν µε τον ιµατισµό, όπως κάνουν µε τα τρόφιµα, όπως κάνουν µε το πετρέλαιο τον χειµώνα, έτσι και µε τα αρνιά του Πάσχα κάποιοι µε υψηλότερο βαθµό από εσένα θέλουν να κάνουν ένα δώρο στον εαυτό τους; Πού νοµίζεις ότι βρίσκεσαι; Για ένα κωλοαρνί θα πέσει η κυβέρνηση;

Η βάρδιά µου στην πύλη είχε τελειώσει και βάδιζα τρεκλίζοντας προς τον λόχο για να αλλάξω, να βάλω την καλή µου παραλλαγή και να εντυπωσιάσω τους κριτές αυτού του ιδιότυπου reality στο οποίο είχα την τύχη να συµµετέχω, χωρίς τη θέλησή µου φυσικά. Ανεβαίνοντας προς το προαύλιο είδα, αλλά κυρίως άκουσα, τον διοικητή να επικαλείται τα Θεία µε όχι και τόσο ευχάριστη διάθεση απευθυνόµενος στους σιτιστές που τόλµησαν να ξεχάσουν ότι είθισται να χάνονται µυστηριωδώς (ή και όχι) δύο-τρία αρνιά στη διαδροµή από το κρεοπωλείο στο στρατόπεδο. Εκείνοι οι δύσµοιροι γνώριζαν καλά ότι δεν είχαν κάνει κανένα λάθος, αλλά ήξεραν πολύ καλύτερα πως έπρεπε να συµπεριφερθούν σαν να έχουν κάνει, γιατί... στρατός. Τι γιατί; ∆εν έβγαζαν άχνα, κοίταζαν κάτω και φώναζαν κάθε τόσο «µάλιστα, κύριε διοικητά», ενώ την ίδια στιγµή σκέφτονταν τη σούβλα να περνάει από τον αυχένα του «δίκα» και να καταλήγει στις πατούσες ύστερα από ένα αργό και επώδυνο ταξίδι στον εσωτερικό του κόσµο.

Οταν πλέον ο ταγµατάρχης επέστρεψε στο σπίτι του να κάνει Πάσχα σαν άνθρωπος, τα προβλήµατα στη µονάδα είχαν λυθεί. Γιατί η πολύχρονη εµπειρία µου στην παρανοµία (είχα κλέψει µια φορά το «Αστρα και όραµα» για τη µάνα µου, αφού τα λεφτά που µου έδωσε τα έπαιξα virtual sports στο προποτζίδικο) φάνηκε καθοριστική στην επίλυση του προβλήµατος.

«Ρε συ Γιώργη, τίποτα άλλο εκτός από κρέας παίζει να φάµε; Μπορεί κάποιος να κατουράει καθιστός».

Γουρλώνουµε ταυτόχρονα τα µάτια. Εγώ επειδή κατάλαβα ότι προσβλήθηκε ο gay συφάνταρος δίπλα. Ο Γιώργης γιατί µόλις είχε βρει τη λύση.

«Ρε βλαµµένε, αυτό είναι, έχουµε και βίγκαν στο τάγµα».

«Θεέ µου, πόσο χακί ξοδεύεις για να µη χρησιµοποιούµε τον εγκέφαλό µας;».

Λίγα δευτερόλεπτα µετά, από τα ηχεία του ΚΕΠΙΚ (είναι το δωµατιάκι που σηκώνει τηλέφωνα και κάνει ανακοινώσεις) ακούγεται σε όλο το στρατόπεδο η γνωστή ηλίθια φωνή (γιατί η πιο κανονική φωνή που θα ακούσεις σε ηχείο στρατοπέδου θα είναι κάποια επιπέδου Γκούφι) να φωνάζει για έκτακτη αναφορά τάγµατος.

«Πόσοι από εδώ είστε βίγκαν;».

«Θα µας εκτελέσετε;».

«Δεν ακούγεται τόσο κακή ιδέα, αλλά όχι».

Δεκαέξι θαρραλέοι άνδρες έκαναν ένα βήµα δεξιά και σκόρπισαν ικανοποίηση στον µέχρι τότε τροµοκρατηµένο αξιωµατικό υπηρεσίας. Τα αρνιά ήταν σχετικά µικρά και η πρόβλεψη που είχε γίνει ήταν ένα ψητό για κάθε οκτώ άτοµα.

Κατά τα άλλα, η Γη συνέχισε να γυρίζει όπως πάντα. Οι διοικητές συνέχισαν να κλέβουν υλικό από τον ελληνικό στρατό, οι ανθυπασπιστές συνέχιζαν να κάνουν την πάπια και έψαχναν να βρουν τρόπο να µην µπουν φυλακή για τις µαλακίες των διοικητών. Οι φαντάροι συνέχισαν να υποµένουν τον παραλογισµό της θητείας και οι βίγκαν συνέχισαν απρόσκοπτα να προσπαθούν να σώσουν τον κόσµο.

Τώρα είναι καλοί οι βίγκαν; Τώρα δεν κοροϊδεύουµε πια;

Ο Νίκος Μπόβολος έκανε το συγγραφικό του ντεµπούτο µε το βιβλίο «Επαγγελµατίας ζαµπονοκόπτης», από τις εκδόσεις iWrite, που έγινεbest seller από τις πρώτες µέρες της κυκλοφορίας του.

Πάσχα