Βιβλίο|18.04.2020 17:31

Ο Κωσταντίνος Τζαµιώτης γράφει για το Πάσχα: Η νόσος των οικογενειακών γιορτών

Άγγελος Γεραιουδάκης

Από τότε που ζω στη Στοκχόλµη δεν βλέπω πλέον τη γιαγιά Αναστασία όσο θα ήθελα, αλλά η επικοινωνία µας ποτέ δεν διακόπηκε πραγµατικά. Για την ακρίβεια τής τηλεφωνώ τουλάχιστον µία φορά τη βδοµάδα για να µάθω πώς πάει και τολµώ να πω ότι οι συνοµιλίες µας, αν και συχνά τραβάνε παραπάνω από όσο θα ήθελα, σπάνια γίνονται κουραστικές ή αδιάφορες. Να σηµειώσω εδώ ότι η γιαγιά Αναστασία έκλεισε πριν από µερικούς µήνες τα 103. Κι όµως το µυαλό της συνεχίζει να λειτουργεί άψογα. Η γιαγιά παρά τα χρόνια της παραµένει αφύσικα διαυγής, εξίσου ζωηρή όπως τη θυµάµαι από τότε που ήµουν παιδί και κυρίως διατηρεί αναλλοίωτη την αίσθηση του χιούµορ. Το πιο ενδιαφέρον χαρακτηριστικό της. Την πήρα πριν από λίγο µε σκοπό να της πω πόσο στενοχωριέµαι που φέτος λόγω του κορονοϊού και της απαγόρευσης µετακίνησης δεν θα γιορτάσουµε µαζί την Ανάσταση και ούτε πρόκειται να ανταµώσουµε όπως κάθε χρόνο στο κτήµα της οικογένειας για να ψήσουµε το αρνί. Περίµενα να ακούσω κάτι ανάλογο, γιατί πίστευα πως από τότε που ζει αποτραβηγµένη παρέα µόνο µε το ζευγάρι των Ρουµάνων που την προσέχουν, της λείπουν περισσότερο οι δικοί της, αλλά αντί γι’ αυτό η γιαγιά Αναστασία καθόλου δεν αισθάνεται έτσι. Ούτε λίγο ούτε πολύ, από τα λεγόµενά της δεν αργώ να συµπεράνω πως όχι µόνο δεν είναι στενοχωρηµένη µε τις εξελίξεις, αλλά αντίθετα νιώθει ανακουφισµένη που η ετήσια οικογενειακή σύναξη αναβάλλεται. Μπερδεµένος, της ζητάω εξηγήσεις. Την ακούω να χασκογελάει µε νόηµα. «Η Κυριακή του Πάσχα είναι σκέτος µπελάς» πετάει. «Ε, µα πώς;» λέω χωρίς να το πολυσκεφτώ. «Μπελάς» επαναλαµβάνει αυτή, «ξέρω τι σου λέω. Ανέκαθεν. Από πάντα».

Σιωπώ µέχρι να αποφασίσω πώς πρέπει να αντιδράσω. «Εχεις πέντε λεπτά να σου πω για να µην απορείς;» την ξανακούω ξαναµµένη. «Εχω» λέω. «Περίµενε τότε» λέει και την ακούω που ζητάει κάτι από κάποιον εκεί δίπλα της. Αναρωτιέµαι τι σκαρώνει. Οπως σας είπα, δεν αποτελεί τυπικό δείγµα ηλικιωµένης. Συχνά, όπως τώρα, γίνεται απρόβλεπτη. Αλλά ξέρω πάλι ότι σε ζητήµατα που έχουν να κάνουν µε την οικογένεια δεν αστειεύεται.

Προπολεµικά, τη διετία 1933-1935, η γιαγιά Αναστασία στάλθηκε εσωτερική σε ένα αγγλικό παρθεναγωγείο που υποτίθεται ότι µυούσε κορίτσια καλών οικογενειών σ’ όσα µυστικά και δεξιότητες απαιτούσε η σωστή διοίκηση ενός αξιοσέβαστου σπιτιού. Παρά τις άπειρες ιστορίες που κατά καιρούς έχω ακούσει για την παραµονή της σ’ εκείνο το κάπως µυστηριώδες ίδρυµα, από εκείνη την εµπειρία απέκτησε σίγουρα µόνον τη συνήθεια του καπνίσµατος (που εγκατάλειψε µόλις στα ενενήντα της), την αγάπη της για το τζιν και µια ελαφρά απέχθεια για τους ανοιχτόχρωµους άντρες, πράγµα µάλλον παράδοξο µια και ο σύζυγός της και παππούς µου, Κωνσταντής, υπήρξε ξανθός. Οι δυο τους απέκτησαν τέσσερις γιους και δύο κόρες. Η νέα αυτή γενιά, εκτός από τη θεία Καλλιόπη που πνίγηκε πριν κλείσει τα δεκαεφτά, τον θείο Μόδεστο που σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό και τον θείο Ντίνο που δεν παντρεύτηκε ποτέ, έφερε στον κόσµο συνολικά δεκαεφτά εγγόνια. Εκτός από µένα, τον ξάδερφο Ηρακλή και τρεις ακόµη ξαδέρφες που δεν γίναµε γονείς, οι υπόλοιποι προσέθεσαν στην οικογένεια άλλα δεκαέξι µέλη, µερικά εκ των οποίων απέκτησαν ήδη τους δικούς τους απογόνους. Αν τώρα συνυπολογίσει κανείς πως η γιαγιά Αναστασία είχε πέντε αδερφούς και ο παππούς Κωνσταντής ισάριθµες αδερφές, που όλοι τους δηµιούργησαν µεγάλες οικογένειες, εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως η φαµίλια µας αποτελούνταν και αποτελείται από έναν τριψήφιο αριθµό προσώπων που συνδέονται µεταξύ τους µε κάθε βαθµό και είδος συγγένειας. Παππούδες, γιαγιάδες, πατεράδες, µητέρες, πεθεροί, πεθερές, γαµπροί, νύφες, γιοι, κόρες, εγγόνια, αδέρφια, αδέρφια ετεροθαλή ή αδέρφια εξ αγχιστείας, πρώτα, δεύτερα ή και τρίτα ξαδέρφια, θείοι, θείες, πρώην γαµπροί και νύφες, κουνιάδοι, κουνιάδες, κουµπάροι, βαφτισιµιοί και βαφτισιµιές, τελειωµό δεν έχουν. Τέλος πάντων, δεν θέλω να σας κουράσω παραπάνω, τα αναφέρω όλα αυτά για να καταλάβετε τι πανηγύρι στηνόταν κάτι τέτοιες γιορτινές µέρες στο οικογενειακό κτήµα. Ακόµη και ως τώρα τελευταία, που έχουν πεθάνει πια οι περισσότεροι από εκείνους τους παππούδες και τις γιαγιάδες και σιγά σιγά φεύγουν οι θείες και οι θείοι, η παρουσία της γιαγιάς Αναστασίας στάθηκε αρκετή για µας τους νεότερους να συνεχίσουµε να γιορτάζουµε µαζί της έστω κι αν δεν είναι πάντα εφικτό. Αυτά σκέφτοµαι όταν την ακούω ξανά.

«Εγγονέ...» φωνάζει, «είσαι εδώ;». Την καθησυχάζω µε ένα ξερό ναι. «Λοιπόν, αρχίζουµε. Θα σου αποδείξω πως πρέπει να τελειώνουµε µε την Κυριακή του Πάσχα. Εδώ τα έχω όλα στο ηµερολόγιό µου» ακούγεται σχεδόν απειλητική. Και όντως αρχίζει. Το 1937, αρραβωνιασµένη µόλις έναν µήνα, παραλίγο να τα τινάξει όλα στον αέρα και να το σκάσει επειδή η πεθερά της της φερόταν δεσποτικά, και σαν να µην έφτανε αυτό όταν ζήτησε εξηγήσεις, ο παππούς απέφυγε να πάρει τη θέση της. «Καταλαβαίνεις τι έγινε;» σκάει στα γέλια. Πάµε παρακάτω: Την επόµενη χρονιά, παντρεµένη πια και µε τη θεία Ηλέκτρα στην κοιλιά της, συνέβη ένα τραγικό ατύχηµα που αµαύρωσε τη µέρα. Ενα από τα παιδιά των εργατών του κτήµατος έχασε το µάτι του όταν γλίστρησε το µαχαίρι κάποιου ενώ ξεκοκάλιζε το κρέας για να σερβιριστεί. Οσο για το 1939, τίποτα δεν είχε πάει καλά. Η αδερφή του παππού µου, Γλαύκη, έπιασε τον άντρα της να έχει στριµώξει µια ψυχοκόρη σε κάποια από τις αποθήκες και έγινε χαλασµός. Το 1940 παραδόξως όλα µοιάζουν να πήγαν καλά και το προσπερνάει. Το 1941 έτσι κι αλλιώς δεν είχε κανένας µυαλό για γιορτές, αλλά τι να πει κανείς για το 1942. Εκείνη τη χρονιά λίγο έλειψε να γίνει φονικό επειδή ο παππούς Κωνσταντής θεώρησε πως ένας από τους δύο Ιταλούς αξιωµατικούς που έµεναν στο σπίτι και είχαν δεχτεί να συµµετάσχουν στο γλέντι, την κόρταρε και αυτή υποτίθεται ότι ανταποκρινόταν.

«Υποτίθεται;» προσπαθώ να την πειράξω. «Ο Αλµπέρτο είναι ο οµορφότερος άντρας που φίλησα ποτέ» λέει άξαφνα. «Φίλησες;» παριστάνω εγώ τον έκπληκτο. «Μη µε διακόπτεις σε παρακαλώ» µε µαλώνει. Και πάµε παρακάτω. Το 1943, ένα ξαφνικό µπουρίνι όχι µόνο µαταίωσε κάθε ιδέα για υπαίθριο ψήσιµο, αλλά ξεπατώνει δεκάδες δέντρα, γκρεµίζει υπόστεγα και πνίγει ούτε αυτή ξέρει πόσα ζώα. Το 1944, το ’45 και το ’46 λείπουν, «κάποιος καλός λόγος θα υπάρχει γι’ αυτό» µουρµουρίζει. Το 1947, το 1948 και το 1949 δεν τόλµησαν να γιορτάσουν στο κτήµα από τον φόβο των ανταρτών και έµειναν αναγκαστικά στην πόλη. Από το 1950 µέχρι το 1961, ο χαµός της θείας Καλλιόπης και από εκεί και πέρα το χάος. Καβγάδες και πάλι καβγάδες µεταξύ του παππού και των αδερφών της για την τύχη του εργοστασίου κεραµοποιίας που ανήκε στην οικογένεια. «Το 1964! αυτό κι αν ήταν αξέχαστο» την ακούω να ρουθουνίζει. Το 1964 ο άντρας της, ο παππούς Κωνσταντής, µπέρδεψε το δώρο της µε το δώρο µιας συνονόµατης ερωµένης του και έτσι όχι µόνο δεν έκαναν Ανάσταση σαν άνθρωποι, αλλά και η επόµενη µέρα πέρασε µέσα στην γκρίνια και τα µαλώµατα. Το 1965, το 1966, το 1967 και το 1968 πάλι καβγάδες για το ποιος θα πάρει το πάνω χέρι µεταξύ αδερφών και γαµπρών µε πρόσχηµα τα πολιτικά. Το 1969 µάλιστα ο θείος Απόστολος µε τον τότε άντρα της θείας Νίτσας έρχονται στα χέρια, µε αποτέλεσµα να χτυπήσουν άσχηµα και οι δύο και να µην ξαναµιλήσουν ποτέ έκτοτε. Το 1970 αν και η οικογένεια απέκτησε τρία νέα µέλη (µεταξύ των οποίων και µένα), ο θάνατος του αδερφού της Πάτροκλου δεν επέτρεψε να γιορτάσουν. Το 1971, το 1972, το 1973 γκρίνια, κατήφεια, θυµός, που µόλις βρουν αφορµή ξεσπούν. Οι οικογενειακές δουλειές έχουν µεγαλώσει µετά την απόκτηση ενός µικρού εργοστασίου λιπασµάτων και δύο πολύ σηµαντικών αντιπροσωπειών γεωργικών φαρµάκων και ο εµφύλιος φαίνεται να γίνεται ανελέητος. Επιπλέον, την τελευταία χρονιά η θεία Νίτσα σε κατάθλιψη λόγω του χωρισµού της. Το 1974 σκοτώνεται ενώ έρχεται να γιορτάσει µαζί τους ο θείος Μόδεστος. Την επόµενη χρονιά ήταν η σειρά µου να πρωταγωνιστήσω. Προσπαθώντας να εµποδίσω τον ξάδερφό µου Ντίνο να σκοτώσει κάποιο πουλί, εκείνος εκνευρισµένος µε πυροβολεί µε το αεροβόλο του στο πόδι. Περιστατικό που φυσικά δίνει τέλος στη γιορτή κάνοντας µικρούς και µεγάλους µαλλιά κουβάρια.

Το 1976 ο θείος Βασίλης που δεν συµφωνεί καθόλου µε τα επιχειρηµατικά σχέδια του αδερφού του, τον αποκαλεί µπροστά σε όλους «αρσενική π*υτάνα που δεν άφησε φαντάρο για φαντάρο» και ξεσπά νέος πόλεµος.

Το 1977 τον ρόλο του µπουρλοτιέρη αναλαµβάνει αυτή η ίδια, µην αντέχοντας άλλο να κοροϊδεύουν την κόρη της Καλλιόπη µπροστά στα µάτια της και επιτίθεται στον γαµπρό της θείο Νίκο κατηγορώντας τον για µοιχεία µε τη γυναίκα του λογιστή του, που όλως τυχαίως έχουν καλεστεί και είναι παρόντες στη σύναξη· ακολουθεί καταστροφή. Το 1978 η οικογένεια για πρώτη φορά µετά από σχεδόν σαράντα χρόνια δεν διαθέτει πια πολιτικό πρώτης γραµµής, καθώς ο θείος Αχιλλέας χάνει τη βουλευτική του έδρα. Η γιαγιά Αναστασία θεωρεί περιττό να συνεχίσει. «Θες κι άλλα; Οχι, δε θες. Εκεί ήσουν, τα υπόλοιπα τα ξέρεις...» αρκείται απλώς να πει. Αλλά ενώ ετοιµάζοµαι να ξεστοµίσω κάτι του τύπου: «Ελα, βρε γιαγιά, σύµφωνοι, συµβαίνουν αυτά στις οικογένειες, µη γίνεσαι όµως ισοπεδωτική, υπήρχαν και φορές που περάσαµε ωραία», εκείνη λες και το καταλαβαίνει µε προλαβαίνει: «Πότε οι δουλειές, πότε τα πολιτικά, πότε τα κληρονοµικά, πότε οι έρωτες, πότε οι δικές σας συµπεριφορές όταν πια µεγαλώσατε», λέει τώρα έντονα· «δεν θυµάµαι ούτε µία Κυριακή του Πάσχα που να µην τελείωσε άσχηµα. Βαρέθηκα τους τσακωµούς». Σιωπή. «Κι αν θες τη γνώµη µου» συνεχίζει απτόητη, «οι οικογενειακές συγκεντρώσεις όπως το χριστουγεννιάτικο τραπέζι ή το ψήσιµο του αρνιού το Πάσχα θα έπρεπε να απαγορευτούν διά νόµου. Ναι, ναι, µαχαίρι. Αφού στην τελική κανείς δεν περνάει καλά, γιατί επιµένουµε και δεν τις καταργούµε µια και καλή; Και µη µου πεις πως δεν είναι όλες οι οικογένειες τρελές σαν τη δική µας. Δε θα το δεχτώ. Ολες οι οικογένειες ίδιες και ακόµη χειρότερες από τη δική µας είναι...». «Σαν και µας άλλους δεν έχει» την πειράζω για να ελαφρύνω το κλίµα. «Καλά, κορόιδευε εσύ...» παραπονιέται αυτή, «αλλά εγώ ξέρω τι λέω... Και να σου πω και κάτι τελευταίο. Εµένα αυτός ο άνοστος που έχουµε για πρωθυπουργό δεν µου γεµίζει το µάτι, αλλά στις επόµενες εκλογές θα τον ξαναψηφίσω µόνο και µόνο που απαγόρευσε το φετινό Πάσχα. Κι ας το έκανε γιατί δεν µπορούσε να κάνει αλλιώς». 

Γελάω πάλι, τι άλλο να κάνω; Αφού ξέρω πως ο µόνος και τελευταίος Ελληνας πολιτικός που ενέκρινε ποτέ ήταν ο Καραµανλής ο πρεσβύτερος. Αντε και ο Λαµπράκης, που λεβέντη τον ανέβαζε, λεβέντη τον κατέβαζε. Ισως και επειδή τους έβρισκε όµορφους άντρες, τα έχει κάτι τέτοια η γιαγιά µου. Φυσικά ούτε που σκέφτοµαι να αναφέρω τίποτα επ’ αυτού. «Εντάξει, γιαγιά» λέω µόνο, γιατί βλέπω τη σκυλίτσα µου να µε κοιτάει ανήσυχη και απορηµένη που δεν έχουµε ακόµη κατεβεί για την απογευµατινή µας βόλτα. «Να προσέχεις» µου λέει. «Και συ, θα σε πάρω στη γιορτή σου το Σάββατο» υπόσχοµαι. Το εννοώ, θα την πάρω οπωσδήποτε, θέλω να µάθω τι ακριβώς είχε γίνει µε εκείνον τον µορφονιό τον Αλµπέρτο.

Το πρόσφατο βιβλίο του Κωσταντίνου Τζαµιώτη µε τίτλο «Σε ποιον ανήκει η κόλαση» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχµιο.

ΠάσχαΜεταίχμιο