Βιβλίο|19.04.2020 16:36

Ο Δηµήτρης Σωτάκης γράφει για το Πάσχα: Ο ιός του Θεού

Άγγελος Γεραιουδάκης

Τα ξύλα είχαν βραχεί από τις συνεχείς πληµµύρες και ήταν πλέον τόσο βαριά που δεν µπορούσαν να τα σηκώσουν ούτε οι στρατιώτες που είχε στείλει ο διοικητής την προηγούµενη µέρα. Με είχαν αρχικά βάλει σε έναν από τους µπροστινούς χώρους µαζί µε τους άλλους δύο που είχαν καταδικαστεί, όµως από τότε που άρχισα να βήχω µε ανάγκασαν να µεταφερθώ σε ένα από τα πίσω δωµάτια που έβλεπαν σε εκείνον τον µεγάλο κήπο µε τα γυµνά δέντρα. Είχα κάποιες δυσκολίες στον ύπνο, κυρίως λίγο πριν αποκοιµηθώ, εκεί που νόµιζα ότι είχε έρθει να κλείσουν τα µάτια µου, στο γλυκύτερο σηµείο δυσκολευόταν η αναπνοή µου, ήταν εκνευριστικό και δεν µπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτό, παραπονέθηκα σε έναν γιατρό που είχαν εκεί, µου έδωσε να πιω ζεστό νερό µε βότανα, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Το δωµάτιο ήταν σκοτεινό και υγρό, όµως η αίσθηση δεν ήταν πολύ άσχηµη, το κρεβάτι ήταν σχετικά βολικό και η θερµοκρασία ήταν κατάλληλη για την κατάστασή µου. Και όταν εκείνος ο αναθεµατισµένος βήχας κάποτε µε άφηνε, κατάφερνα να κοιµηθώ για µερικές ώρες, µέχρι που το ξηµέρωµα έβλεπα -τουλάχιστον τις πρώτες µέρες- τον γιατρό από πάνω µου να µε ρωτάει επανειληµµένως αν έχω συνέλθει και πώς αισθάνοµαι, µα γρήγορα εγκατέλειπε αυτή την προσπάθεια, µια που µε έβλεπε ταλαιπωρηµένο και µε κόκκινο µέτωπο δεν χρειαζόταν να πω λέξη.

Πέρασε έτσι µια βδοµάδα, τις πρώτες µέρες δεν υπήρχε µεγάλη ανησυχία, όµως καθώς ο χρόνος περνούσε και δεν έβλεπαν καλυτέρευση, άρχισαν να µαζεύονται γύρω απ’ το κρεβάτι µου, µε πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον διοικητή, που επέµενε να πληροφορηθεί από τον γιατρό για την κατάστασή µου. Ο κλοιός έσφιγγε, είχαν αποµείνει έξι µέρες, µα όσο παρέµενα στο κρεβάτι, χωρίς δύναµη και σηµάδια βελτίωσης, τόσο τους έβλεπα να ξεφυσάνε προβληµατισµένοι. Και ήταν, αν θυµάµαι καλά, ο στρατηγός της Α’ Λεγεώνας εκείνος που πρότεινε αρχικά να καλέσουν τους Αιγύπτιους γιατρούς, οι οποίοι, αν τουλάχιστον ευσταθούσαν οι φήµες, ήταν πλήρως καταρτισµένοι σε τέτοιες ασθένειες και µάλιστα εξειδικεύονταν σε πνευµονολογικά νοσήµατα. Εγώ στην αρχή γέλασα µε όλον αυτόν τον θόρυβο, κάτι που δεν άρεσε στο επιτελείο, όµως αυτό που προείχε ήταν η άµεση θεραπεία µου και έτσι οι Αιγύπτιοι έφτασαν την όγδοη µέρα το απόγευµα, τρεις γιατροί, ο επικεφαλής και δύο βοηθοί του, ειδικοί στις λοιµώξεις, όπως τουλάχιστον διατυµπάνιζαν οι άνθρωποι του διοικητή. Αρχικά µε εξέτασαν µε διάφορα όργανα που είχαν κρεµασµένα στον λαιµό τους, η αίσθηση των παγωµένων ιατρικών εργαλείων δηµιουργούσε στο σώµα µου µια παράξενη διάθεση, οι γιατροί µε κοιτούσαν µε γουρλωµένα µάτια, ωστόσο αισθανόµουν ασφαλής στα χέρια τους. Είχαν ζητήσει από τον Ρωµαίο γιατρό να αποµακρυνθεί, παραδόξως αυτός το δέχθηκε αδιαµαρτύρητα, όµως ο διοικητής και το επιτελείο κάθε λίγο εµφανίζονταν στο κατώφλι της πόρτας ζητώντας µια γρήγορη διάγνωση. Οι γιατροί κάποια στιγµή (αφού είχαν απαυδήσει µε την πίεση που δέχονταν) βγήκαν και τους ανακοίνωσαν ότι θα χρειαστεί να φύγουν και να επιστρέψουν µε µια νέα συσκευή, η οποία βρισκόταν σε πειραµατικό στάδιο, και ενώ πολλοί από το επιτελείο εντυπωσιάστηκαν µε τα λεγόµενά τους, ο διοικητής έγινε έξαλλος και άρχισε να φωνάζει, λέγοντας ότι δεν µπορεί να καθυστερεί ολόκληρη η διαδικασία της Σταύρωσης εξαιτίας ενός κρυολογήµατος, όµως αργότερα κάπως τον ηρέµησαν και οι Αιγύπτιοι έφυγαν, για να επιστρέψουν την εποµένη µε τη συσκευή ανά χείρας.

Εγώ δεν κατάλαβα τι ήταν αυτό ακριβώς, δεν µου φάνηκε κάτι µε ιδιαίτερη σηµασία δηλαδή, ο βήχας µου είχε ενταθεί, όµως σε γενικές γραµµές ένιωθα καλά, κάτι που έκανε τους γιατρούς αισιόδοξους, αν έκρινα σωστά από τα χαµόγελα τους και τον τόνο της φωνής τους. Τοποθέτησαν για µερικά δευτερόλεπτα µια µεµβράνη στο στόµα µου, αυτό δεν µου άρεσε, και όταν την έβγαλαν, την τοποθέτησαν σε έναν κυλινδρικό άξονα πάνω σε ένα αυτοσχέδιο τραπέζι δίπλα στο κρεβάτι. Κάθισαν σε κάτι καρέκλες απέναντί µου και περίµεναν. Εγώ ρουφούσα αµέριµνος µια σούπα που µου είχαν φέρει, καθόλου νόστιµη, αλλά ζεστή, και έτσι ήµουν ευχαριστηµένος.

Ενώ στην αρχή, όσο περίµεναν δηλαδή, οι Αιγύπτιοι ήταν ήρεµοι, όταν σηκώθηκαν να δουν τα αποτελέσµατα, έχασαν το χρώµα τους, µε κοίταξαν έντροµοι και κατάπιαν το σάλιο τους. Τους ρώτησα τι είχε συµβεί, αλλά δεν απάντησαν, έκαναν κάτι νεύµατα στον αέρα, δεν κατάλαβα τίποτα. Τότε κάλεσαν µέσα στο δωµάτιο το επιτελείο και τον Ρωµαίο γιατρό, εκείνοι µπήκαν και στάθηκαν όρθιοι γύρω απ’ το κρεβάτι και περίµεναν µε αγωνία την ετυµηγορία τους. Ο επικεφαλής στάθηκε στο µέσον του δωµατίου και καθάρισε τον λαιµό του σαν να επρόκειτο να ανακοινώσει κάτι πολύ σηµαντικό. Οι άλλοι τον κοίταξαν µε περιέργεια, είχαν µισοκλείσει τα µάτια και πάσχιζαν να καταλάβουν τι σκεφτόταν ο γιατρός, ο οποίος είχε πάρει πλέον ένα πολύ σοβαρό ύφος, ανέπνευσε βαθιά και είπε: «Εχει τον ιό της κορόνας». Για τα επόµενα δευτερόλεπτα επικράτησε µια αµήχανη σιωπή, όλοι παρέµειναν βουβοί, µέχρι ο γιατρός να ξαναπάρει τον λόγο «Πρόκειται για έναν νέο ιό, τον οποίο είχαµε εντοπίσει στη φύση, αλλά ποτέ δεν έχουµε ξανασυναντήσει σε άνθρωπο» συνέχισε να εξηγεί και οι υπόλοιποι απλώς κουνούσαν το κεφάλι τους αριστερά δεξιά, σαν απορηµένοι σκύλοι που προσπαθούσαν να αποκρυπτογραφήσουν τα λόγια του. «Τι είναι αυτό;» τόλµησε να ρωτήσει το δεξί χέρι του διοικητή, ένας µεσόκοπος άντρας µε αραιά γένια και ασθενικό πρόσωπο. «Μα, ακριβώς αυτό που σας είπα!» απάντησε ο Αιγύπτιος. «Ο ιός της κορόνας, δεν µπορώ ούτε εγώ να το πιστέψω, αλλά είναι αλήθεια». «Δηλαδή, τι πρέπει να γίνει τώρα;» πετάχτηκε ο Ρωµαίος γιατρός, ο οποίος, από τη χροιά στη φωνή του, φάνηκε ότι δεν είχε ιδέα σε τι αναφερόταν ο επικεφαλής. «Δυστυχώς δεν υπάρχει θεραπεία, επηρεάζει τους πνεύµονες, ίσως τα καταφέρει, είναι νέος, αλλά θα πάρει µέρες, ίσως δύο βδοµάδες, ωστόσο το περίεργο είναι ότι έχει τον ιό, πρακτικά φαίνεται αδύνατο, ίσως πρέπει να το ελέγξω µε ένα ακόµα τεστ και τότε θα πρέπει να…». «Μα, τι είναι αυτές οι ανοησίες;

Σε µερικές µέρες είναι η Σταύρωση, για ποιες δύο βδοµάδες µιλάτε και ποιον ιό; Εµείς σας φωνάξαµε εδώ για να τον κάνετε καλά, σε διαφορετική περίπτωση µπορείτε να πηγαίνετε!» µίλησε δυνατά και µε έναν εσωτερικό θυµό ο διοικητής, που σχεδόν τρόµαξε τους Αιγύπτιους γιατρούς. Φάνηκε πως οι γιατροί κάτι ήθελαν να απαντήσουν, όµως απ’ το στόµα τους βγήκε µόνο ένα µουρµουρητό, σαν να µασάνε τα λόγια τους, και την επόµενη στιγµή µπήκαν στο δωµάτιο καµιά δεκαριά στρατιώτες και συνόδεψαν τους Αιγύπτιους έξω, στο δωµάτιο παρέµειναν µόνο ο διοικητής µε το επιτελείο του και µε µένα σκεπασµένο µε µια µάλλινη κουβέρτα. Τότε ο διοικητής παραµέρισε και ήρθε ακριβώς µπροστά µου, τα χείλη του έτρεµαν και κατάλαβα ότι η οργή του µεγεθυνόταν όσο έµοιαζα να µη συµµερίζοµαι την έντασή του και να µη δείχνω φόβο για την εικόνα του. Τότε ούρλιαξε: «Πάρτε τον!» και αµέσως µια νέα διµοιρία κατέφτασε στο δωµάτιο και µε σήκωσαν µε τη βία απ’ το κρεβάτι µου. Το κεφάλι µου πήγε να σπάσει από µια φοβερή ζαλάδα που µου ήρθε εκείνη τη στιγµή, νόµιζα ότι θα λιποθυµήσω, τα πόδια µου δεν µε βάσταγαν, όµως εκείνοι δεν φάνηκαν να νοιάζονται, µε έσερναν στο πάτωµα, ο χιτώνας µου κόντευε να διαλυθεί, περάσαµε από πολλά δωµάτια, κάποιοι κοιτούσαν αυτό το θέαµα µε έκπληξη και στο τέλος µε οδήγησαν σε ένα µπουντρούµι του κτιρίου, σκοτεινό και στεγνό, υπήρχε µόνο µια εσωτερική σκάλα και µια ξεχαρβαλωµένη καρέκλα. Με έβαλαν να καθίσω και µε κατάβρεξαν µε νερό. Υστερα στάθηκαν γύρω µου, τρεις αριστερά, τρεις δεξιά και φάνηκε ότι κάτι περίµεναν. Και πράγµατι, σε λίγο µπήκε ο διοικητής µε δύο παρατρεχάµενούς του, στάθηκε σε απόσταση αναπνοής απ’ το πρόσωπό µου και µου µίλησε: «Αυτά δεν περνάνε εδώ, τελείωσε αυτό το παιχνίδι, τέρµα οι ανοησίες για τον ιό της κορόνας και όλες αυτές οι γελοιότητες, σε δυο-τρεις µέρες πρέπει να είσαι καλά».

Υστερα απ’ αυτό µε άφησαν µόνο και έφυγαν. Και όσο έφευγε η µέρα, το σώµα µου γινόταν όλο και πιο αδύναµο, πονούσαν τα γόνατά µου και οι αγκώνες µου, µα και εκείνος ο καταραµένος πονοκέφαλος δεν µε άφηνε λεπτό. Το χειρότερο ήταν ότι άρχισα να βήχω και να αναπνέω µε δυσκολία, ήθελα να αποκοιµηθώ, σωριάστηκα στο πάτωµα και το προσπάθησα, έκανε κρύο. Εκείνη η πρώτη µέρα ήταν εφιαλτική. Το ξηµέρωµα άκουσα βήµατα. Ηταν δύο στρατιώτες, µου έφεραν ένα κοµµάτι ψωµί και µισή κούπα νερό, τους είπα ότι δεν µπορώ να αναπνεύσω, έκαναν ότι δεν το άκουσαν. Με πήγαν σε µια αυλή, ένας µεγαλόσωµος άνδρας µε πλησίασε και άρχισε να µε χτυπάει, στην αρχή απαλά σαν να αστειεύεται και µετά δυνατότερα, µε έδεσαν σε έναν πάσσαλο και µε µαστίγωσαν, µία, δύο, εκατό φορές. Η πλάτη µου γέµισε πληγές, το µέτωπό µου έκαιγε, είχα καταρρεύσει, τίποτα δεν είχε σηµασία πια, στο τέλος µε σκέπασαν µε ένα λεπτό σεντόνι και µε άφησαν εκεί. Ακριβώς το ίδιο επαναλήφθηκε και τις τρεις επόµενες µέρες, αισθανόµουν ότι δεν πατάω πλέον στη γη, η ύπαρξή µου διαιρούνταν σε δύο κόσµους.

Ηµουν γεµάτος πληγές, το αίµα είχε ξεραθεί πάνω στη σάρκα µου. Οταν ήρθε η ώρα, ο Γολγοθάς ήταν απλώς ακόµα ένα βήµα. Είχε µαζευτεί κόσµος και µε χλεύαζε, φώναζαν «Ο ιός της κορόνας!», και όταν πια έφτασα σε εκείνο τον λόφο, έµπηξαν τα καρφιά στα χέρια και στα πόδια µου. Ο πόνος πληµµύρισε κάθε ζωντανό µου κύτταρο και στο τέλος, αφού κρεµιόµουν από τον µεγάλο Σταυρό, ήρθε κάποιος και µου φόρεσε µια αγκάθινη κορόνα, τα γέλια τους γέµισαν τη σιωπή εκείνης της ώρας. Και πριν κλείσω για τελευταία φορά τα µάτια µου, είδα τον κόσµο να γεννιέται απ’ την αρχή, χωρίς παρελθόν, παρόν και µέλλον, µια αιµάτινη καρδιά που χτυπάει στους αιώνες των αιώνων.

Ο ∆ηµήτρης Σωτάκης είναι συγγραφέας. Το νέο του µυθιστόρηµα, «Ο µεγάλος υπηρέτης», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος

ΠάσχαΚέδρος