Βιβλίο|21.04.2020 18:16

Ο Θωμάς Κοροβίνης γράφει για το Πάσχα: Περί Επιταφίων και Αναστάσεων-μνήμη Περικλή Κοροβέση

Μαρία Ριτζαλέου

Βαθιά η συγκίνηση στο λαό μας, αλλιώτικη, μοναδική, τέτοιες μέρες. Ο Επιτάφιος έχει μακρά, καθολικά βιωμένη  παράδοση, με τα περίτεχνα, ευλαβικά κεντήματα, φιλοτεχνημένα  με μαλαματένιες κι ασημένιες κλωστές από χρυσοχέρες Ελλαδίτισσες και Μικρασιάτισσες  κεντήστρες να κοσμούν τους ορθόδοξους ναούς της επικράτειας. Το είχαν στο αίμα τους, κληροδοτημένο απ’ τους προγόνους τους, οι παλαιοί Ρωμιοί να θύουν με την ψυχή τους στα ιερά και τα όσια αποτείοντας παράλληλα φόρο τιμής και στην υψηλή λαική τέχνη. «Η τέχνη» λέει ο Σαρτρ, «είναι μια ιεροτελεστία της δωρεάς». Και το νεκρό σώμα του Χριστού τριγυρισμένο από την συνοδεία των προσφιλών πενθούντων με κορυφαία του θρήνου την Μάνα-Παναγιά είναι πιο οικείο στο λαό από το παράστημα του αναστημένου Ιησού του «εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενου».

Ο νεαρός Χριστός και ο επιτάφιος θρήνος του συνδυάστηκε ή ταυτίστηκε με το πένθος για αδικοθανατισμένους νέους άνδρες και έδωσε έμπνευση σε λογοτεχνικά αριστουργήματα όπως π.χ. «Ο θάνατος του παλικαριού» του Παλαμά και «Ο Επιτάφιος» του Ρίτσου. Και η Ανάσταση με το χαρμόσυνο σάλπισμά της έχει αποδοθεί μαεστρικά από σπουδαίους αγιογράφους και ζωγράφους. Μα δεν υπάρχει χαρά δίχως λύπη! Γιατί και η αναστάσιμη πάνδημη χαρά της Πασχαλιάς, το «Πάσχα των Ελλήνων» που εξυμνεί ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, στην καρδιά της άνοιξης και της παντοειδούς ευγονίας ματώνει από θλιβερές εικόνες. Αρνάκια που χτυπιούνται για τον αποχωρισμό τους απ’ τη μάνα -κι απ’ τη ζωή- και προβατίνες που σπαράζουν για καιρό αναζητώντας τα βρέφη τους που στο μεταξύ έχουν γίνει κουρμπάνι, σφάγιο σε θυσιαστήριο, σ’ Ανατολή και Δύση, όχι ευχαριστίας προς τον Δία ή τον Γιαχβέ της Βίβλου ή Τον Αλλάχ του Ισλάμ, αλλά ως έθιμο χριστιανικό του οβελία, πατροπαράδοτο, συγκερασμένο με παγανιστικές, θρησκευτικές και νεωτερικές δοξασίες, λαϊκά δρώμενα, καμπανοκρουσίες και φωταψίες, τσουγκρίσματα αυγών, τσάμικα, τσίπουρα και κρασά, μπαλωθιές και μπουρλότα, ως συνακόλουθα της Αναστάσεως που στον εαρινό εορτασμό της συνεργάζεται ένας πλούσιος συνοδευτικός θίασος από εορταστικά στάσιμα και λατρευτικά δρώμενα, -λόγω και των ημερομηνιών που «πέφτουν κοντά», ο αναστημένος Λάζαρος, η Κασσιανή, ο Νυμφίος και τα Βάγια, οι Μυροφόρες, ο Αϊ Γιώργης, η Πρωτομαγιά, ο Άγιος Κωνσταντίνος και η Αγία Ελένη, τ’ Αναστενάρια, ο άπιστος Θωμάς, οι γιορτές των λουλουδιών, πες ισχνό επιβίωμα των Ανθεστηρίων της αρχαιότητας,  και άλλα.

Ο αναστηθείς Υιός, Κύριος και Θεός,  γιορτάζεται, έχοντας μαρτυρήσει πριν, την Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών που οδηγεί αυτοματικά τον πιστό –αλλά και τον άπιστο- σε μια μοναδικής δυναμικής αυθυποβολή όπου ταυτίζεται η φθαρτή ζωή του μ’ εκείνη του Θεανθρώπου, -έτσι κι αλλιώς ο καθείς και τα μαρτύρια του βίου του-, και έχει την τιμητική της μέσα μας η συνείδηση της κοινής μας μοίρας, αφού συμβαίνει μάλιστα κάποιοι από μας  όντως να τυραννιούνται χειρότερα κι απ’ τον Θεάνθρωπο(«τράβηξε του Χριστού τα πάθη» λένε»)

Η Ανάσταση-Λαμπρή  φέρνει μαζί με τη λαμπριατικη κουλούρα τη Λαμπρινή και τον Λάμπρο, τον Αναστάση και την Αναστασία ή Αναστασιά. Όμως άλλο Τάσος και Σούλης, Τασούλα και Στάσα κι άλλο Αναστασιά.

«Αναστασιά Βολιώτισσα, τι μου κουνάς το χέρι, μαζί θα το περάσουμε κι αυτό το καλοκαίρι», που λέει και το δημοτικό τραγούδι.

Τέτοιες και άλλες, πολλές και ποικίλες, συναφείς αναγωγές  θα μπορούσε να κάνει κάποιος, «ελληνικός» και το δυνατόν ουμανιστής αποδίδοντας στον εαυτό του το ταυτοτικό αντιθετικό δίπολο ηρώων της καβαφικής ποίησης –και ίσως του ίδιου του ποιητή- «εν μέρει εθνικός, εν μέρει χριστιανίζων».  Έτσι είμαστε οι περισσότεροι Έλληνες, η ύπαρξή μας σ’ αυτή τη χώρα ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια του βίου μας το εθιμικό μας δίκαιο που συνδυάζει πολύ φυσικά τον παγανισμό με την ορθοδοξία κι εκεί δε χωράει κανένας δογματισμός.

Αλλά πότε η Ανάσταση; Ανάσταση δεν είναι μόνο η εκ νεκρών επαναφορά στη ζωή μα και η ανόρθωση απ’ τους καναπέδες και τη στρωματσάδα, η ανέγερση απ’ την κατάκλιση και το κωλοκάτσι, η αφύπνιση απ’ το κοιμίσι, η συνείδηση και η συναίσθηση αντί της χαύνωσης και της απραξίας. Ανάσταση είναι η έγερση, η εξέγερση, ο ξεσηκωμός, η επανάσταση.

Που λοιπόν η Ανάσταση; Οι πραίτορες κι οι δικαστές, οι φαρισαίοι κι οι γραμματείς, οι καίσαρες και οι χιλίαρχοι, καλά κρατούν. Οι φυλές και τα έθνη, οι απανταχού μειονοτικές πλειονότητες, Δύσης και προπαντός Ανατολής –και Αφρικής-, εξακολουθούν με αύξουσα πρόοδο από τις εποχές της αρχαίας Αθήνας και Ρώμης, κι απ’ την εποχή του Χριστού και πέρα, ως «νεόδουλοι» πλέον, να ποδηγετούνται, να χλευάζονται, να μαστιγώνονται, να λεηλατούνται, να βιώνουν καθημερινά τον Γολγοθά τους, αναμένοντας με πίστη ή όχι, συνειδητά ή μη, την δική τους Ανάσταση. Ίνα δικαιωθεί, άμποτε,  η ενθουσιαστική, χαρμοποιός ρήση: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν, λαοί….».

Θωμάς ΚοροβίνηςΠάσχα