Βιβλίο|05.05.2020 17:11

Μια φορά κι ένα ποτάμι: Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Νταϊάν Σέτερφιλντ

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την Παρασκευή (8/5) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell, το νέο μυθιστόρημα της Νταϊάν Σέτερφιλντ με τίτλο «Μια φορά κι ένα ποτάμι» στα ελληνικά, που τιμήθηκε με το Βραβείο Gold Crown της Ένωσης Συγγραφέων Ιστορικών Μυθιστορημάτων ως το «Καλύτερο μυθιστόρημα του 2019» και έγινε #1 The Times Bestseller. Ένα πληθωρικά υποβλητικό μυθιστόρημα που η πλοκή του ξετυλίγεται τον 19ο αιώνα γύρω από τον Τάμεση και συνδυάζει στοιχεία λαϊκών θρύλων και επιστημονικές ανακαλύψεις που έκαναν αίσθηση εκείνη την εποχή. Η Νταϊάν Σέτερφιλντ αποδεικνύει για ακόμη μια φορά πόσο σπουδαία αφηγήτρια είναι. Και, πράγματι, «ξέρει πώς να κάνει τις λέξεις να τραγουδούν. 

Μια σκοτεινή χειμωνιάτικη νύχτα, σ’ ένα παμπάλαιο πανδοχείο πλάι στον Τάμεση, συμβαίνει κάτι απίστευτο. Ενώ οι τακτικοί θαμώνες σκοτώνουν την ώρα τους λέγοντας ιστορίες, ανοίγει ξάφνου η πόρτα και μπαίνει τρικλίζοντας ένας σοβαρά πληγωμένος άγνωστος άντρας. Στα χέρια του κρατάει το άψυχο σώμα ενός μικρού παιδιού. Λίγες ώρες αργότερα, ωστόσο, το κοριτσάκι σαλεύει, παίρνει ανάσα και επιστρέφει στη ζωή. Είναι θαύμα; Αποτέλεσμα μαγείας; Ή μήπως υπάρχει επιστημονική εξήγηση; Τα ερωτήματα αυτά έχουν πολλές απαντήσεις –κάποιες απ’ αυτές πολύ σκοτεινές.

Οι ντόπιοι επιστρατεύουν όλη τους την επινοητικότητα για να λύσουν το γρίφο του κοριτσιού που πέθανε και ξαναζωντάνεψε, μα όσο περνούν οι μέρες, το μυστήριο αντί να διαλευκανθεί βαθαίνει ακόμα περισσότερο. Το παιδί είναι μουγγό και δεν μπορεί ν’ απαντήσει σε καμία ερώτηση. Ποια είναι; Από πού ήρθε; Και σε ποιον ανήκει; Μια εύπορη νεαρή μητέρα είναι σίγουρη ότι πρόκειται για την κόρη της, που έπεσε θύμα απαγωγής και εξαφανίστηκε πριν από δύο χρόνια. Η οικογένεια ενός κτηματία, σοκαρισμένη ακόμη από την ανακάλυψη της κρυφής σχέσης του γιου τους, είναι έτοιμη να καλωσορίσει το παιδί ως εγγόνι τους. Και η ταπεινή και μοναχική οικονόμος του πάστορα βλέπει στο κοριτσάκι την εικόνα της μικρής της αδερφής. Κάθε οικογένεια κρύβει τα δικά της μυστικά και είναι πολλά αυτά που πρέπει να αποκαλυφθούν για να γίνει γνωστή η ταυτότητα του παιδιού.

Το «Μια φορά κι ένα ποτάμι» είναι μια πολυεπίπεδη ιστορία μυστηρίου που ξεχειλίζει από γοητευτικά στοιχεία λαϊκών θρύλων και παραδόσεων, σκιαγραφώντας ταυτόχρονα το κλίμα των επιστημονικών αναταράξεων της εποχής του Δαρβίνου.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Η ιστορία του περαματάρη

Ο Χένρι Ντοντ κοιμόταν, ξυπνούσε και ξανακοιμόταν. Κάθε φορά αναδυόταν απ’ τον ύπνο μια σταλιά λιγότερο μπερδεμένος, κάπως περισσότερο ο εαυτός του. Δεν ήταν σαν το χειρότερο ξύπνημά του μετά από μεθύσι, αλλά δεν έμοιαζε περισσότερο με τίποτε άλλο απ’ ό,τι είχε ποτέ βιώσει. Τον τύφλωναν ακόμα τα ίδια του τα βλέφαρα, που πιέζονταν σφιχτά μεταξύ τους και πάνω στους βολβούς των ματιών του.

Μέχρι την ηλικία των πέντε ετών, ο Χένρι Ντοντ έκλαιγε σταθερά κάθε βράδυ. Η μητέρα του, που ξυπνούσε απ’ τα απαρηγόρητα κλάματα του γιου της, είχε χρειαστεί κάμποσο καιρό για να καταλάβει ότι τα δάκρυά του δεν ήταν αποτέλεσμα του φόβου για το σκοτάδι, αλλά τα προκαλούσε ένας τελείως διαφορετικός λόγος. «Δεν υπάρχει τίποτα να δω», είπε ο μικρός τελικά μέσα από τους σπαραχτικούς λυγμούς του, βάζοντας τέλος στην παρανόηση. «Φυσικά δεν υπάρχει τίποτα να δεις», του είπε. «Είναι νύχτα. Η νύχτα είναι για να κοιμόμαστε». Εκείνος, όμως, δεν έλεγε να ησυχάσει. Ο πατέρας του είχε αφήσει έναν αναστεναγμό. «Αυτό το παιδί γεννήθηκε με τα μάτια ανοιχτά και δεν τα έχει κλείσει από τότε». Αλλά εκείνος ήταν που είχε βρει τη λύση. «Κοίτα τα σχέδια που υπάρχουν μέσα απ’ τα βλέφαρά σου. Όμορφα σχήματα που επιπλέουν, θα τα δεις, όλα σε διαφορετικά χρώματα». Αποκαμωμένος και με το φόβο μήπως αυτό ήταν κάποιο κόλπο, ο Χένρι είχε κλείσει τα μάτια του και είχε νιώσει μαγεμένος.

Αργότερα, είχε μάθει μόνος του να ανακαλεί εικόνες από τη μνήμη του με τα μάτια κλειστά και να τις απολαμβάνει το ίδιο άνετα όπως και όταν τις αντίκριζε στη διάρκεια της ημέρας. Ακόμα πιο άνετα, μάλιστα. Έφτασε σε μια ηλικία που καλούσε τις Κόρες του Πεπρωμένου για να τον ψυχαγωγούν τις νυχτερινές ώρες. Οι γοργόνες του υπόγειου κόσμου αναδύονταν μέσα από μια δίνη ταραγμένων νερών, με το πανωκόρμι τους μισοκρυμμένο από στρογγυλεμένες γραμμές που θα μπορούσαν να είναι κύματα ή σγουρές μπούκλες ή –πολύ λογικά αν ήσουν δεκατετράχρονο αγόρι– ίσως δεν ήταν διόλου ακαθόριστες, αλλά πραγματικές καμπύλες σε πραγματικά στήθια. Ήταν η εικόνα που κρατούσε στο μυαλό του τις ώρες του σκοταδιού. Ένα πλάσμα με χυτά μαλλιά, μισό γυναίκα, μισό ποτάμι, χαριεντιζόταν μαζί του και τα χάδια της ήταν τόσο μεθυστικά, που είχαν στον Χένρι την ίδια επίδραση που μπορεί να είχε μια πραγματική γυναίκα. Τύλιγε το χέρι του γύρω απ’ το μόριό του και ήταν σκληρό σαν κουπί. Λίγες κινήσεις πάνω-κάτω ήταν αρκετές για να τον τραβήξει το ρεύμα κι έπειτα γινόταν κι ο ίδιος ρεύμα και διαλυόταν σε μια έκσταση ευτυχίας.

Καθώς τα σκεφτόταν όλα αυτά και θυμήθηκε τις Κόρες του Πεπρωμένου, ήταν λογικό η ακολουθία των σκέψεών του να τον κάνει να αναρωτηθεί πώς να ήταν άραγε η νοσοκόμα Ρίτα Σάντεϊ. Ήξερε ότι ήταν εκεί, στο δωμάτιο. Υπήρχε μια καρέκλα, αφημένη διαγώνια πέρα από τα πόδια του κρεβατιού, πλάι σ’ ένα παράθυρο. Αυτό το είχε καταλάβει. Κι εκείνη ήταν εκεί τώρα, σιωπηλή κι ακίνητη, πιστεύοντας σίγουρα ότι ο Χένρι κοιμόταν. Προσπάθησε να συναρμολογήσει όσα κομμάτια είχε για να φτιάξει μια εικόνα της. Τα χέρια της είχαν πιάσει σταθερά τα δικά του όταν είχε προσπαθήσει να του τα τραβήξει απ’ τα μάτια του. Πρέπει να ήταν δυνατή, λοιπόν. Ήξερε επίσης ότι δεν ήταν ούτε πολύ ψηλή ούτε πολύ κοντή, γιατί όταν στεκόταν όρθια, η φωνή της ερχόταν από ένα μεσαίο σημείο στο δωμάτιο. Στα βήματα και στις κινήσεις της υπήρχε μια σιγουριά που του έλεγε ότι δεν ήταν ούτε πολύ νέα ούτε πολύ ηλικιωμένη. Άραγε ήταν ξανθιά ή μελαχρινή; Όμορφη ή άσχημη; Πρέπει να ήταν ασχημούλα, σκέφτηκε, αλλιώς θα ήταν παντρεμένη και, αν ήταν παντρεμένη, δε θα ήταν εδώ, να γιατροπορεύει έναν άγνωστο άντρα μόνη της σε μια κρεβατοκάμαρα. Πιθανότατα θα διάβαζε καθισμένη στην καρέκλα

της. Ή θα σκεφτόταν. Αναρωτήθηκε τι να σκεφτόταν. Αυτή την υπόθεση με το κοριτσάκι μάλλον. Θα τη σκεφτόταν κι εκείνος, αν ήξερε από πού ν’ αρχίσει.

«Τι νόημα βγάζετε απ’ όλα αυτά;» την άκουσε να τον ρωτάει.

Μόλις συνήλθε από την έκπληξη της φευγαλέας ιδέας ότι αυτή η γυναίκα μπορούσε να διαβάζει τη σκέψη του, απάντησε, «Πώς το ξέρατε ότι ήμουν ξύπνιος;»

«Ο ρυθμός της αναπνοής σας μου το είπε. Πείτε μου τι έγινε χτες το βράδυ. Αρχίστε με το ατύχημα».

Αλήθεια, πώς είχε συμβεί;

Είναι καλό να είσαι μόνος σου στο ποτάμι. Υπάρχει ελευθερία. Δεν είσαι ούτε στο ένα μέρος ούτε στο άλλο, αλλά είσαι διαρκώς σε κίνηση, κάπου ενδιάμεσα. Αποδράς από τα πάντα και δεν ανήκεις σε κανέναν. Ο Ντοντ θυμήθηκε αυτή την αίσθηση: υπήρχε απόλαυση στον τρόπο που το σώμα του οργανωνόταν με και κόντρα στο ποτάμι, με και κόντρα στον αέρα, απόλαυση σ’ εκείνη την τρεμάμενη, επισφαλή ισορροπία που το ποτάμι βάζει σε δοκιμασία και οι μύες ανταποκρίνονται και πασχίζουν να την κρατήσουν. Έτσι ήταν και χτες. Ήταν χαμένος στον κόσμο του. Τα μάτια του είχαν δει μόνο το ποτάμι, το μυαλό του ήταν ολοκληρωτικά απορροφημένο στην προσπάθεια να προβλέψει τα καπρίτσια του, τα μέλη του μια καλολαδωμένη μηχανή που ανταποκρινόταν σε κάθε του κίνηση. Υπήρξε μια στιγμή αγαλλίασης όταν σώμα, βάρκα και ποτάμι συνδυάστηκαν σ’ ένα μπαλέτο πάρε-δώσε, έντασης και χαλάρωσης, αντίστασης και ροής... Ήταν μεγαλειώδες, εξαίσιο –και κάτι εξαίσιο δεν πρέπει να το εμπιστεύεσαι.

Δεν είναι ότι δεν είχε σκεφτεί από πριν το Φράγμα του Διαβόλου: πώς θα κατάφερνε να το περάσει, αν θα υπήρχε κανένας εκεί γύρω να τον βοηθήσει να τραβήξει τη βάρκα του έξω και να τη σύρει ως την άλλη πλευρά. Είχε επίγνωση και της άλλης πιθανότητας, μιας κι ήταν χειμώνας... Ήξερε πώς να το κάνει: θα μάζευε τα κουπιά, έχοντάς τα έτοιμα για να σταθεροποιήσει τη βάρκα στην άλλη πλευρά, και ταυτόχρονα –γρήγορα, με μία και μόνο στρωτή κίνηση– θα ξάπλωνε προς τα πίσω, μένοντας όσο πιο χαμηλά μπορούσε. Αν το έκανες λάθος, είτε θα χτυπούσες άσχημα στο κεφάλι είτε θα κομματιαζόταν το πλατύ μέρος του κουπιού σου ή και τα δύο. Αλλά εκείνος ήξερε. Το είχε ξανακάνει.

Τι είχε πάει στραβά, λοιπόν; Τον είχε πλανέψει το ποτάμι και ήταν σαν να είχε υπνωτιστεί –αυτό ήταν το λάθος του. Ίσως να είχε γλιτώσει, αλλά τότε –όπως θυμόταν τώρα– είχαν συμβεί τρία πράγματα μαζί.

Το πρώτο ήταν ότι, χωρίς να το προσέξει, η ώρα είχε περάσει και ένα μουντό γκρίζο είχε διαδεχτεί το φως.

Το δεύτερο ήταν ότι το μάτι του είχε πιάσει κάποιο σχήμα –ακα θόριστο και συγκεχυμένο– που του είχε αποσπάσει την προσοχή α- κριβώς τη στιγμή που έπρεπε να είναι πιο συγκεντρωμένος.

Το τρίτο ήταν το Φράγμα του Διαβόλου. Εδώ. Τώρα.

Το ρεύμα είχε πάρει τον έλεγχο της βάρκας, εκσφενδονίζοντάς τον προς τα πίσω. Το ποτάμι φούσκωσε ορμητικό αποκάτω του, σαν μεγάλο υγρό μέλος που τιναζόταν, σπρώχνοντάς τον προς τα πάνω, προς το κάτω μέρος του φράγματος, μαύρο, βρεγμένο και στέρεο σαν κορμό δέντρου, και η πρόσκρουση, στο ύψος της μύτης του, έγινε τόσο αστραπιαία, που δεν πρόλαβε καν να φωνάξει «Ωχ!» προτού...

Προσπάθησε να τα εξηγήσει όλα αυτά στη νοσοκόμα. Είχε πολλά να πει, μα κάθε του λέξη έπρεπε ν’ ακολουθήσει μια νέα, κοπιαστική διαδρομή μέσα από το αλφάβητο και το στόμα του το ένιωθε ξένο. Στην αρχή μιλούσε αργά και αδέξια, πασχίζοντας να συμπληρώσει τα κενά της αφήγησής του με χειρονομίες. Κάθε τόσο εκείνη παρενέβαινε, μαντεύοντας έξυπνα τι ήθελε να πει, κι εκείνος γρύλιζε εννοώντας «Ναι, σωστά». Σιγά σιγά βρήκε τρόπους να προσεγγίζουν οι ήχοι που έβγαζε περισσότερο τις λέξεις που ήθελε να αρθρώσει και η ομιλία του έγινε πιο κατανοητή.

«Κι εκεί τη βρήκατε; Στο Φράγμα του Διαβόλου;»

«Όχι. Εδώ».

Είχε ξαναβρεί τις αισθήσεις του κάτω από τον νυχτερινό ουρανό. Ήταν πολύ ξεπαγιασμένος για να νιώθει πόνο, αλλά από ζωικό ένστικτο ήξερε ότι ήταν τραυματισμένος. Συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν ζεστασιά και καταφύγιο αν ήθελε να

επιβιώσει. Είχε βγει με τεράστια προσπάθεια απ’ τη βάρκα, προσέχοντας να μην καταρρεύσει στο παγωμένο νερό. Τότε ήταν που το λευκό εκείνο σχήμα είχε έρθει προς το μέρος του, παρασυρμένο απ’ το ρεύμα. Είχε καταλάβει αμέσως ότι ήταν ένα μικρό σώμα, το σώμα ενός παιδιού. Είχε απλώσει τα χέρια του και το ποτάμι είχε φέρει το παιδί ολόισια στην αγκαλιά του.

«Και νομίζατε ότι ήταν νεκρή».

Απάντησε καταφατικά μ’ άλλο ένα γρύλισμα.

«Χμ». Την άκουσε να παίρνει μια αργή εισπνοή, σαν ν’ άφηνε τη σκέψη αυτή στην άκρη για αργότερα. «Μα πώς ήρθατε ως εδώ απ’ το Φράγμα του Διαβόλου; Δεν μπορεί να τα καταφέρατε μόνος σας με τέτοια τραύματα και κατεστραμμένη βάρκα».

Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Δεν είχε ιδέα.

«Αναρωτιέμαι τι είδατε. Τι ήταν αυτό που σας απέσπασε την προσοχή στο Φράγμα του Διαβόλου».

Ο Ντοντ ήταν άνθρωπος που η μνήμη του απαρτιζόταν από εικόνες. Και βρήκε μία: το χλομό φεγγάρι να κρέμεται πάνω απ’ το ποτάμι. Βρήκε κι άλλη: τον σκούρο όγκο του φράγματος, να ορθώνεται δυσοίωνα στο φόντο τού ολοένα σκοτεινότερου ουρανού. Υπήρχε και κάτι άλλο. Το πρόσωπό του πόνεσε καθώς συνοφρυώθηκε στην προσπάθεια να το ξεδιαλύνει. Σαν φωτογραφική πλάκα, το μυαλό του συνήθως κατέγραφε καθαρά περιγράμματα, λεπτομέρειες, χρωματικές αποχρώσεις, προοπτικές. Αυτή τη φορά βρήκε μονάχα μια θολούρα. Ήταν σαν φωτογραφία αντικειμένου που είχε κουνηθεί, χο-ρεύοντας τα δέκα εκείνα δευτερόλεπτα που απαιτούνται για να αποτυπωθεί η ψευδαίσθηση μίας και μόνης στιγμής. Θα ήθελε να μπορούσε να γυρίσει πίσω και να ξαναζήσει εκείνη τη στιγμή, ν’ ανοίξει και να επεκτείνει το χρόνο σε όλο το μήκος του για να δει τι είχε αφήσει αυτή η θολούρα στον αμφιβληστροειδή του.

Ξανακούνησε το κεφάλι του αβέβαιος και η κίνηση τον έκανε να μορφάσει απ’ τον πόνο.

«Ήταν άνθρωπος; Μήπως κάποιος που είδε τι συνέβη και έτρεξε να σας βοηθήσει;»

Ήταν; Με κάποιο δισταγμό, κούνησε καταφατικά το κεφάλι.

«Στην όχθη;»

«Ποτάμι». Ήταν σίγουρος γι’ αυτό.

«Είδατε βάρκες τσιγγάνων; Συνήθως τέτοια εποχή έρχονται».

«Μόνο μία».

«Βάρκα με κουπιά;»

«Όχι».

«Μαούνα μήπως;»

Εκείνο το θολό πράγμα δεν ήταν μαούνα. Ήταν πιο μικρό· το σχήμα του διαγραφόταν με λίγες γραμμές μονάχα... «Προιάρι, μήπως;» Τώρα που άκουγε τη λέξη, η θολούρα άρχισε να ξεκαθαρίζει λιγάκι. Ήταν ένα μακρόστενο, χαμηλό σκάφος που οδηγούσε μια ψηλόλιγνη φιγούρα... «Ναι, έτσι νομίζω».

Άκουσε τη νοσοκόμα να γελάει. «Προσέξτε σε ποιους θα το πείτε αυτό. Θα λένε ότι συναντήσατε τον Ήσυχο στο ποτάμι».

«Ποιον;»

«Τον Ήσυχο. Τον περαματάρη. Φροντίζει να γυρίζουν στην ασφά λεια της στεριάς όποιοι συναντούν προβλήματα στο ποτάμι. Εκτός αν έχει έρθει η ώρα τους, οπότε τους περνάει στην απέναντι πλευρά του ποταμού». Τα τελευταία λόγια τα είπε με έναν τόνο προσποιητής σοβαρότητας, σαν να αστειευόταν.

Ο άντρας γέλασε, αισθάνθηκε το τράβηγμα του πόνου στο κομμένο του χείλι και πήρε μια κοφτή ανάσα.

Βήματα. Ένιωσε τη σταθερή, ήπια πίεση ενός πανιού στο πρόσωπό του και μια αίσθηση δροσιάς. «Αρκετά μιλήσατε για την ώρα», του είπε.

«Εσείς φταίτε. Με κάνατε να γελάσω».

Δεν ήθελε, όμως, να τελειώσει η συζήτησή τους. «Πείτε μου για τον Ήσυχο».

Τα βήματά της ζύγωσαν και πάλι στην καρέκλα και τη φαντάστηκε εκεί, ασχημούλα, με μέτριο ύψος και δυνατή, ούτε πολύ νέα ούτε πολύ μεγάλη.

«Υπάρχουν πάνω από μια ντουζίνα εκδοχές. Θα ξεκινήσω και θα δούμε τι θα βγει.

»Πριν από πολλά χρόνια, μια εποχή που υπήρχαν λιγότερες γέφυρες απ’ ό,τι σήμερα, η οικογένεια των Ήσυχων ζούσε πλάι στο ποτάμι, όχι πολύ μακριά από δω. Η οικογένεια αυτή είχε μια ιδιαιτερότητα: όλοι οι άντρες ήταν μουγκοί. Γι’ αυτό λέγονταν έτσι και κανένας δε θυμάται το πραγματικό τους όνομα. Έβγαζαν το ψωμί τους κατασκευάζοντας προιάρια και, χρεώνοντας μια λογική τιμή, σε περνούσαν στην όχθη απέναντι απ’ το καρνάγιο τους, κι έρχονταν να σε ξαναφέρουν πίσω όταν τους έκανες νόημα. Το καρνάγιο περνούσε από πατέρα σε γιο για πολλές γενιές, μαζί με την αδυναμία των αντρών της φαμίλιας να μιλήσουν.

»Ίσως νομίσετε ότι το γεγονός πως δε μιλούσαν θα δημιουργούσε δυσκολίες στο θέμα των αισθηματικών σχέσεων, αλλά οι Ήσυχοι ήταν αξιόπιστοι και καλόκαρδοι και σε πολλές γυναίκες αρέσει η ήσυχη ζωή. Έτσι, σε κάθε γενιά, βρισκόταν κάποια γυναίκα που δεν είχε πρόβλημα να ζει χωρίς συζητήσεις και η μια γενιά κατασκευαστών προιαρίων διαδεχόταν την άλλη. Κι ενώ όλα τα κορίτσια μπορούσαν να μιλούν, τα αγόρια ήταν όλα μουγκά.

»Τον καιρό της συγκεκριμένης ιστορίας, ο Ήσυχος εκείνης της γενιάς είχε μια κόρη. Της είχε μεγάλη αδυναμία και τη λάτρευαν και οι γονείς και οι παππούδες της. Μια μέρα, όμως, χάθηκε. Την έψαξαν παντού, ειδοποίησαν τους γείτονες και η ακροποταμιά αντιλαλούσε απ’ τις φωνές της μητέρας της και άλλων ανθρώπων, που φώναζαν το όνομά της ώσπου νύχτωσε. Δεν τη βρήκαν ούτε εκείνη τη μέρα ούτε την επόμενη. Τελικά, τρεις μέρες αργότερα, βρέθηκε πνιγμένη η καημενούλα σ’ ένα σημείο του ποταμού λίγο πιο κάτω, και την έθαψαν.

»Πέρασε καιρός. Όλο τον υπόλοιπο χειμώνα και την άνοιξη και το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, ο πατέρας του κοριτσιού συνέχισε να φτιάχνει προιάρια όπως πρώτα και να περνάει τον κόσμο απέναντι όποτε χρειαζόταν. Τα βράδια κάπνιζε καθισμένος πλάι στο τζάκι, αλλά η μουγκαμάρα του άλλαξε. Η σιωπή που κάποτε ήταν ζεστή, καλοκάγαθη και γεμάτη συντροφικότητα έγινε σκοτεινή και γέμισε γκρίζες σκιές. Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος και έφτασε η επέτειος της εξαφάνισης του μικρού κοριτσιού.

»Εκείνη τη μέρα, όταν η γυναίκα του Ήσυχου γύρισε από την αγορά, βρήκε έναν πελάτη να περιμένει. “Αν θέλετε να περάσετε στην αντίπερα όχθη, χρειάζεστε το σύζυγό μου”, του είπε. “Θα τον βρείτε στο καρνάγιο”. Μα ο πελάτης, που ήταν κάτωχρος όπως πρόσεξε τώρα, της είπε, “Τον βρήκα ήδη. Με πήγε ως τα μισά του ποταμού και, όταν ήμασταν στο πιο βαθύ σημείο, μου έδωσε το κοντάρι της βάρκας και πήδησε στο νερό”».

Η Ρίτα έκανε μια παύση για να πιει μια γουλιά τσάι.

«Και τριγυρνάει στο ποτάμι μέχρι σήμερα;» ρώτησε ο Ντοντ.

«Η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Πέρασαν τρεις μέρες κι ένα βράδυ, κοντά στα μεσάνυχτα, ενώ η γυναίκα του Ήσυχου έκλαιγε πλάι στο τζάκι, ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα. Ποιος να ήταν τέτοια ώρα; Μήπως κάποιος που ήθελε να περάσει απέναντι; Πήγε στην πόρτα, αλλά φοβήθηκε ν’ ανοίξει και φώναξε από μέσα, “Είναι πολύ αργά, ελάτε το πρωί και ο πεθερός μου θα σας περάσει απέναντι”.

»Και τότε άκουσε μια φωνούλα: “Μαμά! Άνοιξέ μου να μπω! Κάνει κρύο έξω”.

»Με τρεμάμενα χέρια ξεκλείδωσε την πόρτα και στο κατώφλι βρήκε το κοριτσάκι της, που είχε θάψει ακριβώς πριν από ένα χρόνο, ζωντανό και υγιές. Πίσω απ’ το παιδί, στεκόταν ο άντρας της, ο Ήσυχος. Το έσφιξε στην αγκαλιά της, κλαίγοντας από χαρά που το είχε ξανά κοντά της, και στην αρχή ήταν τόση η χαρά της, που δεν απόρησε πώς είχε συμβεί κάτι τέτοιο. Έπειτα, όμως, σκέφτηκε, Δεν είναι δυνατό, και κάνοντας ένα βήμα πίσω, κοίταξε προσεκτικά το παιδί, αλλά, ναι, δε χωρούσε αμφιβολία ότι ήταν η κόρη της, η κόρη που είχε χάσει πριν από δώδεκα μήνες.

»“Από πού ήρθες;” τη ρώτησε σαστισμένη, κι εκείνη αποκρίθηκε, “Από εκείνο το μέρος στην άλλη πλευρά του ποταμού. Ήρθε ο μπαμπάς και με πήρε”.

»Η γυναίκα έστρεψε το βλέμμα στον άντρα της, που έστεκε λίγο πιο πίσω απ’ το παιδί, όχι στο κατώφλι, μα στο μονοπάτι της αυλής.

»“Έλα, καλέ μου”, του είπε κι άνοιξε διάπλατα την πόρτα, δείχνοντάς του το αναμμένο τζάκι και την πίπα του, που τον περίμενε στο γείσο. Όμως ο Ήσυχος δεν έκανε βήμα προς

το μέρος της. Η γυναίκα πρόσεξε τότε ότι φαινόταν κάπως αλλαγμένος, αν και δεν μπορούσε να προσδιορίσει πώς ακριβώς. Ίσως ήταν πιο χλομός κι αδύνατος από πριν ή ίσως τα μάτια του είχαν τώρα ένα πιο σκοτεινό χρώμα.

»“Έλα μέσα”, του ξανάπε, αλλά εκείνος κούνησε αρνητικά το κεφάλι.

»Τότε η γυναίκα του κατάλαβε ότι ο άντρας της δε θα μπορούσε να ξαναμπεί ποτέ πια στο σπίτι τους.

»Πήρε την κόρη τους μέσα κι έκλεισε την πόρτα και από τότε πολλοί έχουν συναντήσει τον Ήσυχο στο ποτάμι. Αυτό ήταν το τίμημα για την επιστροφή της κόρης του, και το πλήρωσε πρόθυμα. Πρέπει τώρα αιώνια να έχει το νου του στο ποτάμι και, αν δει κάποιον να κινδυνεύει και δεν είναι η ώρα του να φύγει απ’ τη ζωή, τον πηγαίνει με ασφάλεια στην όχθη· αν είναι, όμως, η ώρα του, τον περνάει σ’ εκείνο το άλλο μέρος, εκεί που πήγε κάποτε κι ο ίδιος για να βρει το παιδί του, κι όπου θα πρέπει να μείνει για πάντα».

Ακολούθησε η σιωπηλή παύση που άξιζε στην ιστορία και μετά ο Ντοντ μίλησε ξανά.

«Δηλαδή δεν ήταν ακόμα η ώρα μου και ο Ήσυχος μ’ έφερε στο Ράντκοτ».

«Αν πιστεύετε την ιστορία που μόλις ακούσατε, ναι».

«Εσείς δεν την πιστεύετε;»

«Όχι βέβαια».

«Είναι ωραία ιστορία πάντως. Ο στοργικός πατέρας που σώζει το παιδί του θυσιάζοντας τη δική του ζωή».

«Δε θυσίασε μόνο τη ζωή του», είπε η Ρίτα, «αλλά και το θάνατό του. Δεν υπάρχει αιώνια γαλήνη για τον Ήσυχο: πρέπει να μείνει για πάντα ανάμεσα στις δύο καταστάσεις και να φρουρεί τα σύνορά τους».

BellΠροδημοσίευση