Βιβλίο|21.12.2018 18:34

Όταν ο Γιώργος Νταλάρας έκανε µεροκάµατα στην οικοδοµή… (pics)

Αναστασία Κουκά

Ποιος πραγµατικά είναι ο Γιώργος Νταλάρας; Ποια είναι τα γεγονότα και τα πρόσωπα που σηµάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή του; Τι τον έκανε ευτυχισµένο και τι τον πλήγωσε βαθιά; Για ποιες αποφάσεις που πήρε δεν µετάνιωσε ποτέ και ποια είναι τα πράγµατα που θέλει να κάνει οπωσδήποτε πριν φύγει από τη ζωή; Ειλικρινείς απαντήσεις σε αυτά και σε πολλά ακόµη ερωτήµατα δίνονται από τον ίδιο τον ερµηνευτή στο βιβλίο του γνωστού δηµοσιογράφου και interviewer Θανάση Λάλα, µε τίτλο «Γιώργος Νταλάρας… και το καλοκαίρι κρυώνω!» (εκδόσεις Αρµός).

Η αποκρυπτογράφηση της πολυσύνθετης καλλιτεχνικής, αλλά και ανθρώπινης προσωπικότητας του δηµοφιλούς τραγουδιστή επιχειρείται µέσα από 121 αυτογραφικά διηγήµατα διαλόγου, 112 φωτογραφικά στιγµιότυπα και 18 λίστες µε αυστηρά προσωπικές επιλογές που έχει καταρτίσει ο ίδιος.

Βασικό κορµό του βιβλίου αποτελούν αποσπάσµατα από συνεντεύξεις που έχει πάρει ο Θ. Λάλας από τον Γ. Νταλάρα τις τελευταίες δεκαετίες. Άλλωστε, όπως εξοµολογείται ο δηµοσιογράφος, το βιβλίο αυτό αποτελούσε για τον ίδιο όνειρο πολλών ετών. Η έκδοση έχει τη µορφή βιογραφίας, η οποία εξελίσσεται µε τη µορφή ερωταπαντήσεων, χωρίς συνοδευτικά, συνδετικά ή σχολιαστικά κείµενα, και καλύπτει το µεγαλύτερο µέρος της ζωής του ερµηνευτή, από τα δύσκολα παιδικά του χρόνια µέχρι σήµερα.

Οι γονείς του Γιώργου Νταλάρα, Λουκάς και Τάνια

Όσο για τον παράξενο τίτλο, είναι εµπνευσµένος από µία εξοµολόγηση του Γιώργου Νταλάρα: «(…) Δεν το άντεχα το κρύο, υπέφερα σαν παιδί. Να σκεφτείς ότι αυτό µού έµεινε κουσούρι και µεγάλος τώρα πια… είναι καλοκαίρι και κρυώνω». Δεν είναι βέβαια αυτή η µόνη εξοµολόγηση που έκανε ο σπουδαίος ερµηνευτής στον Θανάση Λάλα. Ξεχωρίζει, ανάµεσα σε άλλες, αυτή σχετικά µε τον πατέρα του, η πρόωρη απουσία του οποίου τον στιγµάτισε: «Θυµάµαι κάποτε που δούλευα στις οικοδοµές, ήµουν πολύ αδύνατος για να κουβαλάω ντενεκέδες και πήγαινα στο σπίτι και τα ’βαζα µε τον πατέρα µου… Έλεγα, “γιατί, ρε γαµώτο, έχω τέτοια καταδίκη;”. Να είµαι δεκατεσσάρων χρονών παιδί και ν’ ανεβαίνω έξι ορόφους την πολυκατοικία µε τον ντενεκέ και να κάνει λούκι ο ντενεκές πάνω στον ώµο µου; Ποιον έπρεπε να βρίσω; Τη µάνα µου, τη ζωή µου, τα Θεία, τον Θεό; Επρεπε να βρίσω κάποιον εκείνη τη στιγµή. Έλεγα, “τι διάολο… ποιος µ’ έφτυσε εµένα στη µούρη, ο διάολος;”. Γιατί άµα σε φτύσει ο άγγελος κάτι παίρνεις, αν σε φτύσει ο διάολος σε παίρνει και σε σηκώνει… στο διάολο όλα!».

Ο τραγουδιστής με τη σύζυγό του, Άννα, και την κόρη τους

Σε άλλο σηµείο, βέβαια, ο τραγουδιστής παραδέχεται ότι χρόνια αργότερα συγχώρησε και αποδέχτηκε τον πατέρα του: «Όταν εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα πια, γίναµε φίλοι. Κατάλαβα ότι πρόκειται για έναν άνθρωπο που δεν µπορείς να τον παρεξηγήσεις. Πρέπει να τον αγαπάς κι αν µπορείς να τον βοηθάς. Όταν όµως κουράστηκε να τρέχει και άραξε κι εκείνος, ήταν πια αργά να τον βοηθήσω. ∆υστυχώς, από το ποτό είχε προσβληθεί η υγεία του και έφυγε νέος, 50 χρονών».

Στο βιβλίο ο Γ. Νταλάρας περιγράφει τη σχέση που τον έδενε µε πολλούς κορυφαίους εκπροσώπους του τραγουδιού. Ανάµεσά τους και ο Στέλιος Καζαντζίδης, µπροστά στον οποίο πρωτοτραγούδησε όταν ήταν µόλις 16 ετών: «Ναι, πήγα και στον Καζαντζίδη µε τρεµάµενα πόδια µπροστά στον ζωντανό θρύλο που άκουγα από παιδάκι. Ήταν εκεί και ο πατέρας της Βιτάλη, ο Τάκης ο Λαβίδας, αδελφικός φίλος κι αυτός του πατέρα µου. Μπουζούκι έπαιζε ο Χρήστος Νικολόπουλος, µικρό παιδί τότε, 17-18 χρονών και ήταν ήδη το πρώτο µπουζούκι του Καζαντζίδη. Άρχισα να τραγουδάω κυρίως Θεοδωράκη, για να του κάνω εντύπωση. Μου λέει ο Καζαντζίδης: “Λαϊκά δεν λες; Αυτά είναι πιο πολύ τραγούδια της πείνας”. Από την άποψή του είχε δίκιο, γιατί εκείνη την εποχή σκίζανε τα λαϊκά. Εγώ που ήµουν πιτσιρικάς, ένιωθα ότι µε τους καινούργιους στίχους αλλάζει σιγά-σιγά η µουσική. Τέλος πάντων, δεν του άρεσα».

Στο στούντιο για την ηχογράφηση της «Επιστροφής», πίνοντας σαμπάνια σε πλαστικά ποτήρια με τον Στέλιο Καζαντζίδη

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξήγηση που δίνει ο τραγουδιστής στο γεγονός ότι αρκετοί τον θεωρούν… µυστήριο τρένο: «Ξέρω γιατί το λένε και πότε το λένε. Οχι όταν τραγουδάω ή όταν παίζω. Εκεί δεν έχουν παράπονο. Οταν µιλάω ή όταν παίρνω πρωτοβουλίες. Αυτό όµως δεν µπορώ να το αλλάξω. ∆εν είµαι της άποψης “ή παπάς ή ζευγάς”. Γιατί τότε θα έπρεπε να ακολουθήσει και η άποψη “ή πολίτης ή κοπρίτης”. ∆εν είµαι του “αφού κάνεις καλά τη δουλειά σου, µην ανακατεύεσαι”. Αρκετά πια µε τη µισαλλοδοξία».

Όσο για τις αποφάσεις εκείνες που πήρε και δεν µετάνιωσε ποτέ; «Η Αννα σ’ όλα και για όλα». «Οταν πήρα την απόφαση να φύγω από τα νυχτερινά κέντρα ήµουν µόλις 23 ετών». «Οι συναυλίες, τα τραγούδια και οι αγώνες για την Κύπρο µε επιµονή και αφοσίωση». «Η συνεχής ενασχόλησή µου µε το προσφυγικό»… Κι αν αναρωτιέστε τι θα ήθελε να κάνει ο Γ. Νταλάρας πριν φύγει από τη ζωή, κάποιες απαντήσεις του πιθανότατα θα σας ξαφνιάσουν: «Ταξίδι στην Ανταρκτική». «Ελεύθερη πτώση µε αλεξίπτωτο». «Με βαθυσκάφος στον ωκεανό». «Να πιλοτάρω υπερηχητικό τζετ»...

Ο ερμηνευτής με τον αδερφό του, Χρήστο στον «Ερωτόκριτο» της Πλάκας ρο 1966
αυτοβιογραφίαΓιώργος Νταλάρας