Βιβλίο|01.10.2020 19:51

Το Τζόκερ: Προδημοσίευση από το πρώτο βιβλίο της Μαργαρίτας Αλευρίδη

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την Παρασκευή (2/10) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Bell, το πρώτο μυθιστόρημα της Μαργαρίτας Αλευρίδη με τίτλο «Το Τζόκερ». Ενα ιδιαίτερο κοινωνικό μυθιστόρημα που θα σας κάνει να χαμογελάσετε, να δακρύσετε, να αναπολήσετε. Αναλογιστείτε το χρόνο που περνάει, τα όνειρα που πραγματοποιούνται, τα όνειρα που μένουν ανεκπλήρωτα, τις συναντήσεις εκείνες που καθόρισαν τελικά τις διαδρομές. Η Μαργαρίτα Αλευρίδη ανακατεύει αριστοτεχνικά έξι αριθμούς μαζί με μπόλικη ζάχαρη άχνη και κανέλα και από το χαρμάνι αυτό φτιάχνει την απολαυστική γεύση του «Τζόκερ».

Τα νεανικά όνειρα της Σοφίας έμειναν ανεκπλήρωτα. Η προαγωγή που περίμενε δεν ήρθε ποτέ και κανένα βατράχι από όσα φίλησε δεν έγινε πρίγκιπας. Ένα άλλο όνειρο όμως, αυτό που θα δει το βράδυ των γενεθλίων της, θα πυροδοτήσει μια σειρά από γεγονότα που θα φέρουν τα πάνω κάτω στη ζωή της και τότε θα συνειδητοποιήσει πως κάποιες φορές μπορεί όλα να καθοριστούν όχι απαραίτητα από την έκβαση μιας κλήρωσης αλλά από το πόσα είναι διατεθειμένος κανείς να ποντάρει σε ένα και μόνο στοίχημα. Από το αν είναι σε θέση τελικά να διακρίνει τη μοναδική εκείνη ευκαιρία που μπορεί να αλλάξει ολόκληρη τη ζωή του.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Με λένε Σοφία.

Όχι.

Δηλαδή ναι, αλλά όχι Σοφία σκέτο.

Με λένε Σοφία και αύριο θα κλείσω τα τριάντα οκτώ μου χρόνια. Καλύτερα τώρα; Όχι.

Με λένε Σοφία και αύριο που θα κλείσω τα τριάντα οκτώ η μαύρη συμπαντική τρύπα θα έχει καταπιεί για τα καλά την πιθανότητα να κάνω οικογένεια.

Πολύ καλύτερα τώρα.

Όχι;

Με λένε Σοφία και αύριο που θα κλείσω τα τριάντα οκτώ η μαύρη συμπαντική τρύπα θα έχει καταπιεί για τα καλά την πιθανότητα να κάνω οικογένεια γιατί ούτε η τελευταία μου σχέση είχε την προσδοκώμενη εξέλιξη. Τώρα; Όχι!

Με λένε Σοφία και αύριο που θα κλείσω τα τριάντα οκτώ η μαύρη συμπαντική τρύπα θα έχει καταπιεί για τα καλά την πιθανότητα να κάνω οικογένεια γιατί ούτε η τελευταία μου σχέση είχε την προσδοκώμενη εξέλιξη και η καριέρα μου θα εξακολουθεί να βρίσκεται πεταμένη πίσω από κάποιο φωτοτυπικό. Ούτε τώρα; Ξανά.

Με λένε Σοφία και αύριο που θα κλείσω τα τριάντα οκτώ η μαύρη συμπαντική τρύπα θα έχει καταπιεί για τα καλά την πιθανότητα να κάνω οικογένεια γιατί ούτε η τελευταία μου σχέση είχε την προσδοκώμενη εξέλιξη και η καριέρα μου θα εξακολουθεί να βρίσκεται πεταμένη πίσω από κάποιο φωτοτυπικό γιατί αυτή η χώρα πεθαίνει.

Τώρα;

Τώρα κοιτάζομαι στον καθρέφτη του μπάνιου και ξέρω πια πως με λένε Σοφία και από αύριο –μια ανάσα πριν από τα σαράντα μου χρόνια– τα όνειρά μου θα αρχίσουν να αυτομολούν στην πασιέντζα που θα βγει τελικά σε κάποια άλλη. Άλλωστε η θεία η Καίτη, που ασχολείται με τα ζώδια, λέει πως έχω πολλούς πλανήτες στον Καρκίνο και στους Ιχθύς και πως ο αστρολογικός μου χάρτης –προφανώς;– με έστειλε από τα αποδυτήρια κατευθείαν στον πάγκο με ένα διαβατήριο που είχε λήξει πριν καλά καλά χρησιμοποιηθεί. Συνεπώς το ανθόσπαρτον παρακάτω με αποχαιρετά τρεμοσβήνοντας στο στερέωμα και σε λίγα λεπτά η άδεια θέση δίπλα μου στο κρεβάτι θα βρομάει πάλι σαν κάλτσα που έχει να πλυθεί ένα μήνα.

Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω, έτσι;

Ή μήπως όχι;

Μαργαρίτα Αλευρίδη (Copyright: Bell)

Μέρος Πρώτο: Birthday Girl!

Tετάρτη 28 Φεβρουαρίου του 2018 και το 07:29 a.m. αναβοσβήνει στο ρολόι του κομοδίνου μου. Το κεφάλι μου είναι τόσο βαρύ λες και χθες το βράδυ κατέβασα ένα Βόσπορο ουίσκι μονοκοπανιά. Σκέφτομαι πως πρέπει να σταματήσω πριν το γραφείο να πάρω ένα κουτί σοκολατάκια για να κεράσω για τα γενέθλιά μου. Αν ήταν βέβαια στο χέρι μου –αλλά δεν είναι– θα προτιμούσα να περάσω τη σημερινή μέρα στο κρεβάτι τραβώντας το πάπλωμα μέχρι το μέτωπο μπας και καταφέρω να εξαφανιστώ, έστω για λίγο, από αυτό το τριάντα οκτώ που μου έχει κάτσει στο λαιμό.

07:29 π.μ. και σε λίγη ώρα θα πρέπει να ετοιμαστώ για να κυκλοφορήσω εκεί έξω χωρίς να τρέξει κάστανο.

07:29 π.μ. και εγώ είμαι μια στρουθοκάμηλος τριάντα οκτώ ετών που αρνείται να βγάλει το κεφάλι της από την άμμο του κρεβατιού της μπας και καταφέρει να κρυφτεί από έναν πυρετό που θα ανέβει κι άλλο.

Θυμάμαι πέρυσι την ίδια μέρα, που εμφανίστηκαν εκείνα τα πρώτα δέκατα των τριάντα επτά μου χρόνων, σκεφτόμουν πως τόσοι και τόσες στην ηλικία μου έκαναν restart σε μια ζωή που δεν πήγε όπως την ονειρεύτηκαν. Πως τόσοι και τόσες κατάφεραν να αλλάξουν τα δεδομένα τους, ακόμα και μετά τα σαράντα. Να δραπετεύσουν φέρ’ ειπείν από μια καθημερινότητα που τους έπνιγε, να αφήσουν πίσω όσα είχαν ήδη πάει στραβά, να βρουν επιτέλους ό,τι τους έλειπε και να παλέψουν γι’ αυτό –έστω καθυστερημένα–, βρίσκοντας εκ νέου το νόημα που είχε χαθεί μέσα σε όσα είχαν πια βαλτώσει για τα καλά.

Σ’ εκείνο το σεμινάριο για την Αυτοβελτίωση που είχα παρακολουθήσει, άκουσα για πολλούς ανθρώπους που ξεκίνησαν μια καινούργια καριέρα και πέτυχαν επειδή πίστεψαν πολύ σ’ αυτήν, δε δίστασαν να παρατήσουν καλές δουλειές για να κάνουν ταξίδια, έφτιαξαν μια μικρή περιουσία επενδύοντας σε κάτι που δε γέμιζε το μάτι σε κανέναν, ή ακόμα –πετώντας τη μιζέρια τους από το παράθυρο– η ζωή άνοιξε τις πύλες της διάπλατα φέρνοντας στο δρόμο τους τον άνθρωπο των ιλουστρασιόν happily ever after ονείρων τους.

Να τονίσω εδώ πως αυτό το τελευταίο αποτελούσε το φλέγον ζήτημα όχι μόνο για μένα αλλά και για τη συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων που –συμπτωματικώς;– ήταν γυναίκες της ηλικίας μου.

«Οι περισσότερες φίλες μου απέκτησαν παιδί στα σαράντα!» έλεγε η διπλανή μου στο σεμινάριο ποτίζοντας με ελπίδες τα διψασμένα της όνειρα.

«Και πολύ καλά έκαναν!» απαντούσα εγώ υπερθεματίζοντας, υπερασπιζόμενη αυτό που στην εποχή της γιαγιάς μου θεωρείτο αδιανόητο. Άλλωστε πού είναι το κακό τη μία μέρα να έχεις ραντεβού στο γυναικολόγο για υπέρηχο και την ακριβώς επόμενη στην αισθητικό για μπότοξ και υαλουρονικά; Σκεφτόμουν πως ποτέ δεν είναι αργά και πως έχω ακόμα χρόνο μπροστά μου για γάμο και παιδί. Έτσι το αγαπημένο μου μότο στο τέλος όλα θα πάνε καλά και αν όχι τότε δεν είναι το τέλος έβρισκε κατευθείαν το στόχο του, σηκώνοντας ψηλά την παντιέρα της θετικής μου ενέργειας, που είχε αρχίσει πια να χάσκει μεσίστια.

07:30 π.μ. και χτυπάει το ξυπνητήρι μου με έναν επαναλαμβανόμενο ήχο που ειδικά σήμερα θυμίζει συναγερμό. Ποιες ελπίδες, παντιέρες, θετικές ενέργειες και αηδίες; Εγώ τώρα ακούω το χρόνο να χτυπάει μέσα στα μηνίγγια μου με αυτόν τον επαναλαμβανόμενο ήχο του συναγερμού και νιώθω πως αρχίζει πια να λιγοστεύει επικίνδυνα. Θέλω να βγάλω το χέρι μου έξω από το πάπλωμα και να σπάσω το ξυπνητήρι μήπως και σταματήσουν οι κόκκοι της άμμου να γλιστράνε στο κάτω μέρος της κλεψύδρας μου με ταχύτητες διαστημικές!

07:31 π.μ., χωρίς ήχο.

07:32 π.μ. και εγώ που –από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου– κρατούσα στα χέρια μια Μπάρμπι ντυμένη νύφη παρακολουθώ σήμερα τα προσεχώς της ζωής μου με κομμένη την ανάσα και φοβάμαι πως όλο αυτό θα πάει λέγοντας μέχρι τα σαράντα οκτώ, όπου θα σπάσει το θερμόμετρο και θα στρογγυλοκαθίσω επίσημα στο κοινωνικό ράφι που ονομάζεται χωρίς βέρα στο δεξί, θα σπιτώσω πέντε γάτες και θα οργανώνω δηλητηριώδεις βραδιές με θέμα Άντρες, πεταμένα λεφτά! αποκλειστικά για γυναίκες που παρόλο που νέρωσαν πολύ το κρασί τους με δαύτους τελικά δεν είδαν χαΐρι. Να μη σου πω βέβαια πόσο πολύ θα ήθελα να είχα τουλάχιστον μια καριέρα από εδώ ως την Παταγονία για να ρίξω εκεί το φταίξιμο, αλλά ποιος την έχασε για να τη βρω εγώ;

07:42 π.μ. και ανασαίνω μέσα σ’ ένα σώμα που ζυγίζει περί τους τρεις τόνους.

07:51 π.μ. και νιώθω πως αν μείνω ακόμα ένα λεπτό σ’ αυτό το δωμάτιο αυτοί οι τόνοι θα γίνουν τέσσερις και μετά πέντε και μετά θα με καταπιεί το στρώμα και θα λήξουν όλα άδοξα ανάμεσα στους σουμιέδες.

08:18 π.μ. και Happy Birthday!!! Ελπίζω η δική μου να είναι η πρώτη ευχή!!! διαβάζω στην οθόνη του κινητού μου το άρτι αφιχθέν μήνυμα της Χαράς. Η Χαρά είναι η κολλητή μου. Τη γνώρισα όταν εκείνη προσλήφθηκε στην εταιρεία που εγώ εργαζόμουν ήδη. Σε πολύ λίγο καιρό συνειδητοποιήσαμε πως το μόνο που έχει διαφορά εκατόν ογδόντα μοίρες μεταξύ μας είναι τα αντικριστά μας γραφεία. Με άλλα λόγια, οι μία από τα ίδια απόψεις και εμπειρίες μας έχτισαν μια φιλία που μετράει ήδη έξι χρόνια ζωής.

08:18 π.μ. και της στέλνω Φυσικά και είσαι η πρώτη!!!, γυρνάω το βλέμμα στη –δυστυχώς– άδεια θέση δίπλα μου, τινάζομαι όρθια και μπαίνω στο μπάνιο.

09:22 π.μ. και –αναμασώντας δυο τρία SOS από εκείνο το σεμινάριο της Αυτοβελτίωσης– φτάνω στο σταθμό των Άνω Πατησίων μ’ ένα κουτί σοκολατάκια με λικέρ κεράσι στο χέρι. Παρατηρώ να περνούν από μπροστά μου –κατά διαβολεμένη προτεραιότητα– μαμάδες που σπρώχνουν καροτσάκια με μωρά. Ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω τι σκατά έχει αλλάξει στις εικόνες που διαλέγει αυτό το σύμπαν να προβάλλει στην οθόνη μου πια και από κει που όπου γυρνούσα το κεφάλι έβλεπα γκόμενους, βιτρίνες και σκουπιδιάρικα τώρα βλέπω μαμάδες με μωρά και γυναίκες με αστραφτερά μονόπετρα στα δάχτυλα.

09:25 π.μ. και ανοίγω με τρόπο το κουτί που κρατάω, κοιτάζω ένα γύρο αν με βλέπει κανείς και βουτάω ένα σοκολατάκι στα κλεφτά. Ξετυλίγω το χρυσό του περιτύλιγμα και χώνω στο στόμα μου όσα μικρά χεράκια και ποδαράκια κουνιούνται παιχνιδιάρικα μέσα στα καρότσια που εξακολουθούν να περνούν μπροστά από τα μάτια μου. Γεμίζει ο ουρανίσκος μου με λικέρ κεράσι.

09:26 π.μ. και χτυπάει το τηλέφωνό μου.

«Χρόνια πολλά, αγάπη μου!» ακούω τη φωνή της μάνας μου από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Ευχαριστώ, μαμά», της απαντάω μπουκωμένη.

«Να περάσουμε το απόγευμα με τον πατέρα σου να σου ευχηθούμε από κοντά ή έχεις κανονίσει κάτι;»

«Δεν έχω κανονίσει τίποτα, να έρθετε», την ενημερώνω, αλλά το μετανιώνω μόλις ένα δευτερόλεπτο μετά. Ξετυλίγω το δεύτερο σοκολατάκι. Ένα παιδάκι, περίπου τριών ετών, τρέχει και αρπάζει το κουτί από τα χέρια μου. Αρχίζει να το κουνάει πέρα δώθε.

«Με συγχωρείτε!» απολογείται η μαμά του επιστρέφοντάς μου το κουτί. Τραβάει μετά το μικρό κοντά της με το ζόρι. Το μαλώνει, και εκείνο κλαίει πολύ.

«Τι ώρα είναι; Δεν έχεις αργήσει για το γραφείο; Πήρες γλυκά για να κεράσεις;» ξεκινάει την ανάκριση η δική μου μαμά.

«Εσύ τι λες, ρε μαμά;» της απαντάω κι αναρωτιέμαι αν θα έχει μείνει τίποτα μέσα στο κουτί μέχρι να φτάσω.

«Καλά, παιδάκι μου, πώς κάνεις έτσι; Από ενδιαφέρον ρώτησα!»

«Το ξέρω, μαμά, δεν είπα τίποτα», απολογούμαι με τη σειρά μου που της μίλησα απότομα.

«Σοφάκι μου, έχεις πολλά νεύρα τελευταία. Σου συμβαίνει κάτι;» συνεχίζει, και αυτομάτως μετανιώνω για τις ενοχές που μόλις ένιωσα.

«Δεν έχω τίποτα! Απλά αγχώνομαι γιατί έχω αργήσει στο γραφείο», της μπουκώνω στο στόμα ένα ψέμα γεμάτο με λικέρ κεράσι κι αυτό.

«Να έχεις το νου σου! Άκουσα χθες το βράδυ στην τηλεόραση πως θα βρέξει σήμερα. Αν έχεις απλώσει ρούχα στο μπαλκόνι, να φύγεις νωρίτερα».

09:29 π.μ. και συνειδητοποιώ πως ένα από τα βασικά άγχη κάποιων ανθρώπων είναι τα απλωμένα ρούχα στο μπαλκόνι που κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή να βραχούν. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους λοιπόν είναι και η μάνα μου, η οποία θεωρεί πως στέκει πολύ καλά σε περιβάλλοντα εργασίας η δικαιολογία Συγνώμη αλλά το πάει για βροχή και θα πρέπει να φύγω γιατί έχω απλώσει τα ρούχα στο μπαλκόνι.

Εν πάση περιπτώσει, στο μεταξύ μας ανέκαθεν, πάντα υπήρχε αυτό το άγχος. Όταν ήμουν παιδάκι και έπεφταν δύο σταγόνες από τον ουρανό, μας βουτούσε με την αδελφή μου και γυρνούσαμε άρον άρον από το πάρκο γιατί θα βρέχονταν τα απλωμένα ρούχα στο μπαλκόνι. Όταν τελείωσα το σχολείο και εκείνη έβγαινε για ψώνια, χτυπούσε το τηλέφωνο του σπιτιού πάνω από εφτά φορές, διαλύοντας πάντα τον καλύτερο μετασχολικό μου ύπνο, για να έχω το νου μου να μαζέψω τα απλωμένα ρούχα από το μπαλκόνι. Από τότε που μετακόμισα στο δικό μου διαμέρισμα, κάθε φορά που σκοτεινιάζει ο ουρανός με παίρνει τηλέφωνο να μαζέψω τα απλωμένα ρούχα από το μπαλκόνι.

09:31 π.μ. και «Όχι, μαμά, δεν έχω απλώσει στο μπαλκόνι. Γενικώς δεν απλώνω στο μπαλκόνι! Σ’ το έχω πει χίλιες φορές!» της υπενθυμίζω τονίζοντας το χίλιες.

09:32 π.μ. και τέταρτο σοκολατάκι.

«Καλά, παιδάκι μου… ηρέμησε… από ενδιαφέρον το είπα…»

«Μαμά, σε κλείνω, γιατί έρχεται το τρένο και δε θα έχω σήμα μέσα στο βαγόνι. Θα μιλήσουμε αργότερα».

09:33 π.μ. και καταφέρνω επιτέλους να τελειώσω όπως όπως αυτή τη συνομιλία των ευχών, των συμβουλών και των εύλογων αποριών.

09:51 π.μ. και μπαίνω στο γραφείο πενήντα ένα ολόκληρα λεπτά αργότερα από την ώρα που θα έπρεπε να βρίσκομαι ήδη εκεί. Ανεβαίνω τα σκαλιά και συνειδητοποιώ πως το πατρικό μου, το διαμέρισμα που νοίκιασα πέρυσι και η δουλειά μου βρίσκονται όλα στον πρώτο όροφο, λες και δεν είμαι φτιαγμένη για πιο πάνω. Μπροστά μου κλειστή η μεγάλη διπλή ξύλινη πόρτα της εισόδου της εταιρείας. Πάνω της, ακριβώς στη μέση, διαβάζει κανείς στα μεγάλα χρυσά γράμματα KMB Advertising Agency S.A. Από πίσω ακούγονται τηλέφωνα που χτυπάνε σαν τρελά, ομιλίες και φαξ. Η KMB Advertising Agency S.A. έχει προφανώς ξυπνήσει προ πολλού και τρέχει την ημέρα της.

Ανοίγω αργά το δεξί φύλλο της πόρτας αυτής ελπίζοντας να περάσω τελείως απαρατήρητη, όπως όταν περπατάω στο δρόμο ή πίνω με την κολλητή μου ένα ποτό σ’ ένα μπαρ. Ρίχνω μια διερευνητική ματιά στο τέλος του διαδρόμου προς το γραφείο της Χατζοπούλου και, παρόλο που είναι πολύ νωρίς για κείνη, για κακή μου τύχη η πόρτα της είναι ορθάνοιχτη και το φως αναμμένο. Το αφεντικό είναι εδώ! Γαμώτο! Δεν είναι εποχές για τέτοια τώρα! Έπρεπε να είμαι πιο προσεκτική! Γαμώτο!

Μπροστά μου ο μεγάλος διάδρομος που πρέπει να διασχίσω προκειμένου να φτάσω αόρατη μέχρι τη θέση μου και να κάνω μετά την πάπια παριστάνοντας πως είμαι εκεί από ώρα. Κάτι τέτοιο είναι προφανώς αδύνατον, αφού ειδικά από τότε που οι δουλειές βρίσκονται με μεγαλύτερη δυσκολία απ’ ό,τι χάνονται, οι τοίχοι και οι μοκέτες γέμισαν με κακόβουλα αυτιά και μάτια που είναι έτοιμα να δώσουν με την πρώτη ευκαιρία το στίγμα του καθενός σ’ εκείνους που αποφασίζουν για το εργασιακό του μέλλον. Δυο τρεις από τους συναδέλφους μου παρέχουν στη Διοίκηση τέτοιου είδους πληροφορίες, όπως το πότε έρχεται και πότε φεύγει ο τάδε υπάλληλος, ποια είναι η οικογενειακή του κατάσταση, πόση ώρα μιλάει στο τηλέφωνο για θέματα εκτός δουλειάς ή τι ψηφίζει.

BellΠροδημοσίευσητζόκερ