Βιβλίο|14.12.2020 16:01

Μαργαρίτα Θεοδωράκη: «Η ζωή με τον μπαμπά μου» - Προδημοσίευση από το βιβλίο της

Newsroom

Λίγες ημέρες μετά την ανάρτηση της Μαργαρίτας Θεοδωράκη στο προσωπικό της προφίλ στο Facebook, αναφορικά με τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η ίδια, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ianos, το βιβλίο της με τίτλο «Αναμνήσεις ενός κοριτσιού». Ένα βιβλίο γεμάτο συναισθήματα και αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια δίπλα στον πατέρα της Μίκη Θεοδωράκη.

Διαβάστε περισσότερα: Μαργαρίτα Θεοδωράκη: Η άγνωστη ζωή και πού αποδίδει την έλλειψη χρημάτων παρά τη βαριά κληρονομιά

Η κόρη του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, με τον ιδιαίτερο συγγραφικό και ποιητικό λόγο της, αποτυπώνει στο χαρτί αναμνήσεις, σκέψεις και συναισθήματα που κουβαλάει από τα παιδικά της χρόνια μεγαλώνοντας δίπλα στον «δέσμιο άγριων λύκων» Μίκη Θεοδωράκη. Βιώνει τις στρατιωτικές εφόδους στο σπίτι, τις εκτοπίσεις, τις φυλακίσεις και με το αθώο παιδικό της βλέμμα παρακολουθεί πάντα από εκεί, χαμηλά, τις θεόρατες φιγούρες του πατέρα της και των αμέτρητων φρουρών του, συμμετέχοντας κι η ίδια σ’ έναν αέναο «Χορό αρχαίας τραγωδίας».

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο της που εξασφάλισε το ethnos.gr:

Η ζωή με τον μπαμπά μου - Al Βano, μία αναπάντεχη επίσκεψη

Αχ, καλέ μου μπαμπά! Να ’σαι πάντα καλά! Είμαστε πάλι καλά σαν τότε, μπαμπά μου! Θυμάσαι;

Που ήρθες ένα βράδυ στο κρεβάτι μου το ροζ, με τη ροζ πλάτη, το κεφαλάρι από μπαμπού, με σχέδια λαχούρια, όπως έδειχνε η φωτογραφία στη βιτρίνα του καταστήματος «Σεργάκη» με τα έπιπλα μπαμπού, στην οδό Μπενάκη 9, που πήγαμε εγώ μαζί με τη μαμά μου –ναι, το θυμάμαι, ήταν καλοκαιράκι– και στη φωτογραφία ήταν η Ζωή Λάσκαρη ξαπλωμένη πάνω στο όμορφο ροζ κρεβάτι, με τη ροζ πλάτη από μπαμπού με τα λαχούρια.

Η μαμά μού αγόρασε το κρεβάτι και το έφεραν στο Βραχάτι, στο νέο μου υπνοδωμάτιο, διακοσμημένο αποκλειστικά από τη μαμά, με υφάσματα πολύχρωμα, με σχέδια λουλουδάτα, με περισσότερα ροζ και θαλασσί χρώματα. 

Ροζ παλ και θαλασσί ανοιχτό πάνω στις κουρτίνες, στο σκέπασμα του κρεβατιού μου, στα μαξιλάρια, στην ταπισερί του μεγάλου κάδρου με τη θαλασσιά ξύλινη κορνίζα αλά vénitienne, στο μαξιλαράκι της θαλασσιάς καρέκλας μπροστά στο θαλασσί κοριτσίστικο κομοδίνο μου, με θαλασσί πατίνα, και από πάνω ο οβάλ καθρέφτης με την κορνίζα τυλιγμένη σε θαυμάσιο θαλασσί ύφασμα από βελούδο.

Κάθε απόγευμα, αργά, μόλις σουρούπωνε, μετά το βραδινό μας μπάνιο και τη δροσερή νυχτικιά, καθόμουνα στη μικροσκοπική καρεκλίτσα και κοιταζόμουν στον καθρέφτη. Κάθε βράδυ, όρθια πίσω μου η μαμά, μου χτένιζε τα σγουρά μακριά καστανόξανθα μαλλιά μου. 

Κοίταζα στον καθρέφτη εμένα κι εκείνη. 

Η μαμά πάντα ζωηρή, αποφασιστική, ομιλητική, όλο κάτι μου διηγιόταν κι αυτή. Το πιο συχνά, ιστορίες της παιδικής της ηλικίας˙ και της δεκαετίας του ’50 στο Παρίσι. 

Δεν ξέχναγε ποτέ να αναφέρει κάτι από το αγαπημένο της Παρίσι! 

Όλα μαζί ένας γύρος η ζωή μας, η δική σου, πατέρα, η δική της, η δική μου, του Γιώργου, του παππού του Κρητικού, του παππού Ηλία, της γιαγιάς της Κρητικιάς και προπαντός και περισσότερο –ας με συγχωρείτε για την αδυναμία μου– της γιαγιάς μου Μαργαρίτας.

Όλοι μαζί σε αέναες κυκλικές διαδρομές, κυκλικές κινήσεις των ψυχών μας, πάντα στην καθορισμένη διαδρομή, στην ολοκληρωμένη φάση μιας επαναλαμβανόμενης διαδικασίας, η κυκλική γραμμή που μας περιβάλλει και μας ορίζει, ο γύρος του θριάμβου, όλα πάλι σε έναν γύρο, ιστορίες αμέτρητες, συναρπαστικές, περιπετειώδεις, η μία ζωή διεισδύει μέσα στην άλλη, η μία ζωή συνεχίζει έπειτα από μιαν άλλη.

Κι όλοι μαζί, συμπτυγμένοι, μια συμπαγής μάζα ψυχών λουσμένη από αγάπη.

Είναι, προπάντων, η ανάμνηση μιας μυστήριας ξεχωριστής ατμόσφαιρας˙ κρυφής, μόνο δικής μας, που μας περιέβαλλε. 

Οι ζωές όλων μας είναι αλησμόνητες για πάντα. 

Περίεργες ζωές. 

Εξαιρετικές στον κίνδυνο και στην αβεβαιότητα. 

Χρόνια πολλά κοιμήθηκα πάνω στο κρεβάτι αυτό, από μικρό κοριτσάκι και μετά που επιστρέψαμε από το Παρίσι, πάλι κοιμόμουνα εκεί έφηβη όλα τα Σαββατοκύριακα μετά τη χούντα, μετά το 1974. 

Έως που δεν χώραγα πια λόγω του ύψους μου – ήταν κρεβάτι παιδικών διαστάσεων. Οπότε, μετά τη χούντα, η μαμά έφερε ένα νέο ορθοπεδικό κρεβάτι με ορθοπεδικό σούπερ στρώμα. Αλλά κρέμασε πάνω στον τοίχο, πάνω από το νέο κρεβάτι, το κεφαλάρι, τη ροζ πλάτη από μπαμπού με τα λαχούρια˙ να μοιάζει πάλι το δωμάτιο όπως ήταν όταν ήμουνα παιδί και ήσασταν, μπαμπά, πραγματικά πολύ νέοι.

Όμως, από τότε πέρασαν σαράντα πέντε χρόνια. 

Πολλά χρόνια πριν, δηλαδή. 

Προϊστορία, δηλαδή.

Κι εσύ πιο παλιά, παλιά όμως, ήρθες ένα βράδυ, ήμουνα κοριτσάκι, θα ήταν την εποχή της χούντας, αλλά θυμάμαι πως ήρθες στον πρώτο όροφο, σ’ αυτό το δικό μου υπνοδωμάτιο. Βέβαια, κάτι τέτοιο χρονολογικά δεν κολλάει, γιατί την εποχή της χούντας κοιμόμασταν ακόμη στο ισόγειο. (Μα είμαι σίγουρη πως ήμουνα μικρό κοριτσάκι και είμαι σίγουρη πως ήταν στον πάνω όροφο στο υπνοδωμάτιό μου με το ροζ κρεβάτι και τη ροζ μπαμπού πλάτη με τα λαχούρια.)

Όμως αυτό δεν έχει σημασία. 

Σημασία έχει πως ήρθες, όπως κάθε βράδυ, πρώτα εσύ κι ύστερα η μαμά, χωριστά, πρώτα σε μένα κι ύστερα στον Γιώργο. 

Καθόσουνα πάντα στο κρεβάτι δίπλα μου, κοντά στο παιδικό κορμάκι μου και μου μιλούσες˙ μου διηγιόσουν αμέτρητες δικές σου κι άλλων ιστορίες. 

Μου έλεγες πάντα κάτι. Κι εκείνη τη φορά μου είπες:

«Είσαι η πριγκίπισσά μου! 

»Όταν θα γίνεις κοπελίτσα θα σου αγοράσω ένα ξεσκέπαστο σπορ αυτοκίνητο που θα το οδηγάς και θα τρέχεις με χίλια, σαν βολίδα, Αθήνα-Βραχάτι, Βραχάτι-Αθήνα.

»Θα τρέχεις σαν τον βοριά! 

»Θα ’σαι μια όμορφη κομψή δεσποινίδα, μια λεπτεπίλεπτη αιθέρια ύπαρξη, πανέμορφη! 

»Θα έχεις γύρω σου αγόρια που θα σε φλερτάρουν, κι εσύ μαζί με τις φιλενάδες σου και τα αγόρια θα τρέχετε με το υπερ-ταχύτατο σπορ αμάξι σου. 

»Αθήνα-Βραχάτι!

»Γλυκιά μου αγάπη!»

Με φίλαγες, με χάιδευες. Θυμάμαι που σου άρεσε –άρεσε και σ’ εμένα– περιπαιχτικά να με γαργαλάς, με τόση αθωότητα, σαν παιδάκια μεταξύ μας! 

Εγώ δεν άντεχα˙ χα-χα-χα! Χα-χα-χα! Ξελιγωνόμουν.

Ήμουνα ένα πολύ μικρό κοριτσάκι.

Τότε ήταν που μου το διηγήθηκες. 

Τώρα θυμάμαι, ήταν σίγουρα το καλοκαίρι του 1968, την εποχή που η χούντα σε είχε βάλει σε κατ’ οίκον περιορισμό στο ωραίο μας Βραχάτι, με τους χωροφύλακες ολόγυρα στο κτήμα και τους μαστόρους που συνέχιζαν να χτίζουν το όμορφο σπίτι. 

Τότε, ο μηχανικός του σπιτιού, ο κύριος Διαμαντόπουλος, είχε μεταφερθεί εξορία σε κάποιο νησί.

Θυμάμαι ιδιαίτερα τους μαστόρους από την Ήπειρο, δύο αδέλφια με βοηθούς τούς δύο πολύ νεαρούς γιους τους.

Τη νύχτα, έστρωναν μέσα στους τεράστιους τσιμεντένιους σωλήνες αποχέτευσης. Ήταν τόσο μεγάλα τα τσιμεντένια στρογγυλά κομμάτια, που οι Ηπειρώτες έστρωναν μέσα τους και χωρούσαν να κοιμηθούν – βέβαια, ήταν και  κοντοί˙ βουνίσιοι, βλέπεις. 

Έχτισαν με πέτρα πελεκητή πέντε πανύψηλους τοίχους. Ο ένας μάστορας πελεκούσε τους ακατέργαστους βράχους που έφερνε το καμιόνι έως έξω από την εξώπορτα, κοντά στη θάλασσα, σήκωνε την καρότσα του –ουπς!– ψηλά, ψηλά, και όταν έφτανε πολύ ψηλά, τόσο που μας έκοβε την ανάσα, ανοίγαμε πλατιά, σαστισμένα, τα μάτια μας. 

Ήμασταν κι εμείς εκεί, έξω από τον κήπο μας. 

Εμάς, τα δύο παιδάκια, μας άφηναν. 

Τον μπαμπά μας όμως, όχι. 

Φυλακισμένος μέσα στον παραδεισένιο κήπο του με τη μικρή γλυκιά οικογένειά του. 

Αλλά φυλακισμένος.

Το καμιόνι άνοιγε ξαφνικά την πίσω πόρτα και κατρακυλούσαν από κάτω τα αμέτρητα βράχια που έφερνε ο οδηγός – ειλικρινά, δεν θυμάμαι από πού, θα φροντίσω να σε ρωτήσω, πατέρα, να μου πεις από πού έφερναν τα βράχια, τις μεγάλες κοτρόνες που πελέκαγε με μαεστρία ο Ηπειρώτης χτίστης, ενώ ο αδελφός του τοποθετούσε πάνω στον τοίχο τη σωστά ταιριασμένη πελεκημένη πέτρα. 

Σήμερα, οι πέτρινοι τοίχοι είναι πνιγμένοι από χιλιάδες αναρριχώμενα φυτά. 

Οι πέτρινοι τοίχοι είναι πανέμορφοι, μπαμπά!

Ήμασταν κι εμείς, ο Γιώργος, εγώ, μαζί με τη μαμά, λόγω που είχε τελειώσει το σχολείο και είχαμε καλοκαιρινές διακοπές. 

Έπειτα, μια και δεν μπορούσες πια να βγαίνεις από τον κήπο, να πηγαίνεις, για παράδειγμα, στην Αθήνα, έβαλες μπρος διάφορες χειρωνακτικές εργασίες. Έφτιαξες ψηφιδωτά στα ντους, δίπλα στα αλμυρίκια, κοντά στην παραλία˙ έγραψες με βότσαλα λευκά, γκρι, μαύρα και μπεζ, κάτω από τα τέσσερα ντους, έναν αριθμό κάτω απ’ το καθένα, σχηματίζοντας τη χρονιά 1968!

Όμως, περισσότερο ασχολήθηκες με τον χώρο γύρω από την πηγή. Από πάνω της έφτιαξες με βότσαλα της ακρογιαλιάς ένα ρυάκι απ’ όπου κατρακύλαγε στην πηγή άφθονο αρτεσιανό νερό – τότε είχαμε πολύ αρτεσιανό νερό. Άναβες με το σπίρτο το τρεχούμενο νερό της πηγής που ανάβλυζε πάντα με ορμή μέσα από το μαρμαρένιο στόμιό της κι έπεφτε ακατάπαυστα στην ωραία σμιλεμένη μαρμαρένια γούρνα, κι εκείνο άρπαζε φωτιά που έκαιγε ασταμάτητα μπροστά στο στόμιο, ενώ κυλούσε γάργαρο πάντα με ορμή προς τα κάτω! Είχε, βλέπετε, πολύ θειάφι αυτό το άγιο νερό.

Τώρα έχουν στερέψει οι πηγές σε όλη την περιοχή.

Και το ρυάκι έτρεχε έως τη λίμνη που είχατε σχηματίσει για την αποστράγγιση των νερών του υπεδάφους μέσα στον κήπο, λόγω που η περιοχή τότε ήταν πολύ βαλτώδης. 

Και τώρα, ξεραΐλα.

Εκεί έφτιαξες τόσο ωραία ψηφιδωτά μαζί με τους δύο βοηθούς σου, τον Γιώργο κι εμένα!

Κι έπειτα, έγραψες πάνω στην ωχρόλευκη μαρμάρινη πλάκα, πάνω από τη μαρμάρινη γούρνα της πηγής:

«Μυρτώ, Βραχάτι 1968, Μίκης».

Με τα χαρακτηριστικά σου γράμματα. 

Σαν κέντημα είναι τα γράμματά σου.

Ένα πρωί, καθισμένοι οι τρεις μας στα βότσαλα στο ρυάκι πάνω από την πηγή, κάτω από τον ίσκιο των μικρών δέντρων, μας έδειξες τους νεαρούς ευκάλυπτους και τις μικρές λεύκες –τα καβάκια, όπως έλεγε η Σμυρνιά γιαγιά Μαργαρίτα–, τους νεαρούς φοίνικες, τα λιγνά πεύκα, την αδύνατη κουκουναριά, τις ακακίες˙ κι ακόμα, τις αγγελικές, τα βιβούρνα, τους ελαίαγνους, τα μυόπορα, τις πικροδάφνες, τις τριανταφυλλιές.

Μόλις πριν από δύο χρόνια είχατε φυτέψει τα δέντρα. Μας είπες:

«Πολύ παλιά, όταν έπεφτε στη Βιέννη ένα δέντρο ή όταν έκοβαν οι άνθρωποι ένα δέντρο, ο Μπετόβεν το μάθαινε, πήγαινε επιτόπου κι έκλαιγε!»

Γουρλώσαμε τα μάτια και βαριαναστενάξαμε από θαυμασμό. 

«Να αγαπάτε, πάνω απ’ όλα, τα δέντρα».

Υποσχεθήκαμε να λατρεύουμε τα δέντρα. 

Τήρησα με πάθος την υπόσχεσή μου. Ασχολούμαι καθημερινά με τα φυτά, τα άγρια στη φύση, τα καλλωπιστικά του κήπου. Στο Βραχάτι, στον κήπο μας, τα δέντρα είναι θεόρατα και υγιή.

Μετά τη διδακτική ιστορία με τον Μπετόβεν, διάβασα εκείνο το καλοκαίρι τη ζωή του καθώς και τις ζωές πολλών άλλων ενδόξων˙ για όλους μα όλους εκείνο το καλοκαίρι! Μου είχατε αγοράσει όλη τη σειρά –δεκατρείς τόμοι– Οι μεγάλοι όλων των εποχών: Ναπολέων, Κολόμβος, Μπετόβεν, Λουδοβίκος ΙΔ´, Ραφαήλ, Γκαίτε, Μέγας Πέτρος, Σαίξπηρ, Μιχαήλ Άγγελος, Ελισάβετ, Απόστολος Παύλος, Ντα Βίντσι˙ δεκατρείς ολάκεροι τόμοι, δεκατρείς ολάκερες βιογραφίες. Εννιά χρονών κοριτσάκι˙ και είμαι πολύ περήφανη γι’ αυτό! 

Πώς να μη λατρέψω την Ιστορία, πώς να μην τη σπουδάσω;

Με εκπαιδεύατε! 

Κοιτάζω τα δεκατρία βιβλία που είναι πάντα δίπλα μου, στο ράφι της βιβλιοθήκης, εδώ στο σαλόνι, στο Βραχάτι, απ’ όπου σας γράφω. Εκδόσεις «Arnoldo Mondadori», 1965…

Από το απόγευμα, μετά τον μεσημεριανό ύπνο και έως το βράδυ, έπαιζες ασταμάτητα πιάνο. Το πιάνο βρισκόταν στο ισόγειο του τριώροφου «Πύργου», όπως τον λέγαμε.Τότε ο πρώτος όροφος ήταν ακόμη γιαπί˙ μόνο οι κολόνες – ούτε καν τα τούβλα. Ζούσαμε στο ισόγειο.

Εκείνη την ώρα δούλευες. 

Πάταγες με απίθανη δύναμη, σε κάθε χέρι, τα τρία τεράστια δάχτυλά σου. Εξαιρετικά μεγάλα, δυνατά, χοντρά και μακριά δάχτυλα. 

Πρώτη, τρίτη, πέμπτη. Πρώτη, τρίτη, πέμπτη…  

(Μοιάζουν του Στέφανου τα δάχτυλα πολύ με τα δικά σου και παίζει κι αυτός πιάνο με μανία!)

Πρώτη, τρίτη, πέμπτη…

Ματζόρε, μινόρε. 

Πάταγες τα πλήκτρα και διασκορπίζονταν βροντερά ακόρντα˙ κι ακόρντα κι ακόρντα κι ακόρντα κι ακόρντα… γκραν-γκρουν-γκραν-γκρουν, τραγούδαγε το πιάνο.

Κάποτε, πιο απαλά! Λυρισμός. Ανατριχιάζαμε. 

Τι ωραία ακόρντα τα ακόρντα σου, μπαμπά! 

Γαληνεύαμε, μας υπνώτιζες.

Άλλα ακόρντα μάς ερέθιζαν. 

Πάλι ανατριχιάζαμε!

Μεγαλώναμε με τα ακόρντα σου. 

Μας μεγάλωναν τα ακόρντα σου˙ σαν καθημερινές, διαρκείς γλυκές ενεσούλες με αθάνατο νερό.

Τραγούδαγες.

Εμείς τα παιδιά λίγο μετά.

Τραγούδαγες ό,τι είχες γράψει νωρίτερα με το μολύβι σου πάνω στην παρτιτούρα. Στο πλάι είχες πάντα τη γόμα. Και μια τεράστια ξύστρα. Αυτά ήταν τα μοναδικά εργαλεία σου: ένα μολύβι, μία γόμα και μία ξύστρα. Ήσουνα πάντα ένας καλός τεχνίτης με ελάχιστα εργαλεία.

Το τραγούδαγες. 

Το καινούργιο σου τραγούδι. 

Φρέσκο φρέσκο. 

Εμείς τα παιδιά το μαθαίναμε και το τραγουδάγαμε λίγο αργότερα.

Έπαιζες πιάνο και τραγούδαγες άλλες φορές από το πρωί. «Μήνες, μέρες… ώρες, στιγμές…» Θυμάσαι που τραγουδούσαμε όλοι μαζί, όλο τον «Ήλιο και τον Χρόνο»; Όλα τα «Λαϊκά» του Μάνου Ελευθερίου; Όλα τα τραγουδάγαμε ολημερίς, όλοι μαζί! Μαζί και η νεαρή τότε Μαίρη Δημητριάδη.

Καλοκαίρι 1968, στο Βραχάτι, ο μπαμπάς σε κατ’ οίκον περιορισμό! 

Ο διάσημος Ιταλός τραγουδιστής Al Βano κατέφθασε ένα γλυκό καλοκαιρινό βραδάκι με ταξί, κρυφά, κι αιφνιδίασε τους χωροφυλάκους που στέκονταν ολημερίς κι ολονυχτίς στην είσοδο του κήπου μας και απαγόρευαν σ’ οποιονδήποτε να μπει μέσα στο σπίτι – δεν επέτρεπαν καν στα τροχοφόρα να διασχίσουν το επαρχιακό δρομάκι που περιβάλλει τον κήπο μας. 

Όμως, μόλις αντίκρισαν τον Al Βano τα ’χασαν και, φυσικά, του επέτρεψαν να δει τον μπαμπά. Τον άφησαν οι χωροφύλακες να μπει, εκτάκτως φυσικά – ο Al Βano ήταν στο κάτω κάτω, βρε αδερφέ!

Πάθανε πλάκα οι χωροφυλάκοι που τον είδαν έτσι ξαφνικά˙ ήταν τότε πολύ μεγάλος σταρ μαζί με τη σύντροφό του Romina Power. Επιθυμία του μόλις έφτασε στην Ελλάδα ήταν να συναντήσει τον έγκλειστο Θεοδωράκη. Κι ο μπαμπάς ήταν φυλακισμένος, σε κατ’ οίκον περιορισμό, για την ώρα. 

Όμως ο μπαμπάς δεν έχασε την ευκαιρία και του δίδαξε επιτόπου το τραγούδι «Το γελαστό παιδί». Ο Al Βano το έμαθε, «το πήρε μέσα στις βαλίτσες του» και το ’κανε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του: «Il ragazzo che sorride»!

Εκείνο το βράδυ ήταν μια μαγεία! Ο μπαμπάς τού έπαιζε ό,τι τραγούδι έγραφε εκείνο τον καιρό˙ τι άλλο από τα «Λαϊκά» του Μάνου Ελευθερίου. «Ο δικαστής», «Μια νυχτερίδα στη σκεπή», αυτά ήταν τα σουξέ του σπιτιού μας που τα τραγούδαγαν βασικά ο Γιώργος με τη μαγική αηδονίσια παιδική φωνή του, ο ίδιος ο μπαμπάς, αλλά έβαζε και τον Στέλιο να τραγουδάει, μήπως και τον κάνει τραγουδιστή! «Το τρένο φεύγει στις οχτώ», «Σ’ αυτή τη γειτονιά», «Ήρθαν τα βάσανα νωρίς»… Ολημερίς αυτά τα τραγούδια τραγουδάγαμε κι εμείς τα παιδιά. Ήταν τα σουξέ μας! 

Και να σου ο Al Βano, που του επιτράπηκε εκτάκτως να δει τον εγκλεισμένο Θεοδωράκη. 

Του έμαθε, λοιπόν, ο μπαμπάς το «Γελαστό παιδί» και το ’κανε τεράστιο σουξέ όταν επέστρεψε στην Ιταλία.

«Il ragazzo che sorride». Και πραγματικά βοήθησε στον αντιδικτατορικό αγώνα.

Πόσα χρόνια πριν… 

Μίκης Θεοδωράκης και Al Bano (Copyright: Arnoldo Mondadori Editore S.P. / Mondadori Portfolio / age fotostock)

Καλοκαίρι 1968. 

Τότε ήταν που μου ’πες πως εγώ, ως πανέμορφη δεσποινίς, θα πολιορκούμαι από όμορφους νεαρούς! Γύρω μου τ’ αγόρια, μέσα στο ξεσκέπαστο αυτοκίνητο, και θα τρέχουμε στην εθνική οδό. Ευτυχισμένοι!

Φτάνουμε στο Βραχάτι. 

Εσύ, μπαμπά, θα με περιμένεις. 

Θα μας βλέπεις όλους μαζί και θα χαίρεσαι. 

Θα ’σαι πολύ πολύ ευτυχισμένος. 

Αυτό μου είπες. 

Όταν θα μεγαλώσω…

Το θυμάμαι. Το σκέφτομαι συχνά.

Τα επόμενα βράδια ήρθες πάλι και μου είπες την ίδια ιστορία. Μάλλον εγώ θα σου το ζήτησα – όχι πως δεν μου ’λεγες κι άλλες. Αυτή την ιστορία, όμως, τη διηγηθήκαμε μαζί πολλές φορές. Τόσες, ώστε να τη θυμάμαι ακόμη σήμερα πάρα πολύ καλά. Αλλά πόσες μέρες μού τη διηγήθηκες; 

Κάποια στιγμή, τον Αύγουστο, σε πήρανε – ήταν 21 Αυγούστου. Ζήσαμε όλοι μαζί μία απίστευτη ιστορία. (Χρειάζονται εκατοντάδες σελίδες για να περιγράψω όλες τις στιγμές, γιατί θα ήθελα να τις περιγράψω δευτερόλεπτο δευτερόλεπτο!) Από τη στιγμή που ήρθαν και σου είπε, ενώ ήσουνα μαζί μας στον κήπο φορώντας το σορτς σου, τα σανδάλια σου κι ένα μπλουζάκι, ο χωροφύλακας, περιτριγυρισμένος από πολλούς άλλους χωροφυλάκους, πως πρέπει να σε πάρουν επιτόπου!

Η μαμά έτρεξε φουριόζα να φτιάξει μια βαλίτσα κι εμείς μείναμε κοντά σου, κολλήσαμε πάνω σου και τα δυο, τραβούσαμε μαζί σου σαν ένας μικρούλης Χορός αρχαίας τραγωδίας… 

Κάποια στιγμή μάς απομάκρυναν οι χωροφυλάκοι, αλλά μας άφησαν να παραμείνουμε εκεί κοντά, έως ότου σε βάλουνε μέσα στο αυτοκίνητο. 

Θυμάμαι, υπήρχε πολλή ανθρώπινη κίνηση γύρω μας˙ ήμασταν μέσα σε μια μόνιμη κίνηση. 

Βοή, βουή, βουητό, βούισμα στ’ αυτιά μου. Όλες οι ομιλίες τους βοή, βουή, βουητό, βούισμα, δεν θυμάμαι σαφείς ομιλίες, μόνο βοή, βουή, βουητό, βούισμα… Αλλά τα μάτια μου θυμούνται τα πάντα! 

Εκθαμβωτική ανάμνηση! 

Πάλι ο Χορός μας πήγαινε μια από δω μια από κει, έως ότου ο Ήρωας τοποθετήθηκε στην τελευταία θέση του, της τελευταίας του Σκηνής:

Σ’ έβγαλαν από την είσοδο του κήπου έξω στον δρόμο. 

Οι μαστόροι ολόγυρα, ολόγυρα κι οι χωροφύλακες. 

Κι ο Στέλιος.

Ξαφνικά, πριν μπεις εσύ, ορμάει η Μαντουβάλα μέσα στο αυτοκίνητο. Πάει και σφηνώνει στο πίσω τζάμι, απλώνεται, στριμώχνεται. Μουγκρίζει δείχνοντας απειλητικά, με γουρλωμένα κι άγρια μάτια, τα τεράστια κοφτερά δόντια της!

Πώς να την αρπάξουν οι έρμοι χωροφυλάκοι;

Πλάκα είχε. 

Παλικάρι η Μαντουβάλα! Αγωνίστρια! 

Είχε καταλάβει πως θα σ’ έπαιρναν. 

Νομίζω ότι περισσότερο ένιωθε πως βρισκόσουνα σε κίνδυνο˙ γι’ αυτό προσπαθούσε να αποτρέψει το φευγιό σου. 

Δύναμη το σκυλί! 

Κατάφεραν και την τράβηξαν. 

Μπήκες μέσα στο αυτοκίνητο. 

Ξεκίνησαν αμέσως.

Η Μαντουβάλα έτρεχε ξοπίσω σας με μεγάλη ορμή. Την είδα να στρίβει τρέχοντας μέσα στη διαβολεμένη σκόνη που σήκωνε το αυτοκίνητο που σε πήρε, και χάθηκε μαζί σας μετά. 

Μάθαμε πως σας ακολούθησε πολύ μακριά, έως ένα απίστευτο σημείο. Κάποτε, αργότερα, επέστρεψε και μας βρήκε όλους ορφανεμένους… 

Και μια βασική λεπτομέρεια: Ο Στέλιος είχε δέσει έγκαιρα τον Λούπο που ήταν ένας πραγματικός λύκος!

Θα τους ξέσκιζε!

Δεκαετία του '90 στη Γερμανία (Φωτογραφία από το προσωπικό αρχείο της οικογένειας Θεοδωράκη)

Θυμάσαι, όταν λίγο καιρό νωρίτερα ήρθε στο Βραχάτι το πρωτοπαλίκαρο της χούντας, ο στρατηγός Λαδάς, ο αρχηγός της Αστυνομίας, ο υπουργός Ασφαλείας; Τεράστιος κι αυτός, πελώριος σαν εσένα, μεγαλόπρεπος μέσα στη στρατιωτική στολή και στα μαύρα γυαλιά του, με το λεπτό μαύρο μουστάκι σαν μια παχιά γραμμούλα, όπως ήταν της μόδας τότε στους λαϊκούς. 

Ήταν πολύ εντυπωσιακός στα μάτια του κοριτσιού! 

Ήμουνα μόνη από κάτω σας, χαμηλά σας – αυτή τη φορά ο Γιώργος δεν ήταν μαζί μας. 

Έπειτα, εσείς οι δύο πανύψηλοι καθίσατε σ’ ένα παγκάκι κοντά στα ντους. Κουβεντιάζατε. Σας άκουγα από κοντά.

Κάποια στιγμή κάτι συνέβη κι ο Λούπος όρμησε πάνω στον Λαδά αποκαλύπτοντας τα δόντια του! Δεν τον σταμάταγε τίποτα! 

Ο Λαδάς πετάχτηκε, έβγαλε αυτομάτως το πιστόλι του και, σαν επαγγελματίας κομάντο, σημάδεψε τον σκύλο. 

Θα σκότωνε τον Λούπο!

Ούρλιαξα. Ναι, το θυμάμαι πολύ καλά! Ούρλιαξα κοριτσίστικα. 

Τότε εσύ τον σταμάτησες, του κατέβασες το τεράστιο χέρι του με το πιστόλι, με το τεράστιο χέρι σου, ένα χέρι σαν πουλί που άπλωσε τα φτερά του, σαν του αετού πελώρια, και το ’διωξες πολύ μακριά, το εξαφάνισες. 

Έσπρωξες μετά παραπέρα τον Λούπο, του μίλησες, τον ηρέμησες.

Γύρω μας μαζεύτηκε η στρατιωτική του φρουρά, με τις χακί στολές τους και τις δερμάτινες ψηλές μπότες τους. 

Τι θυμάμαι τώρα…

Γιατί τα γράφω όλα αυτά; Από πού ξεκινήσαμε; Τέλος πάντων…  

Το σημαντικό είναι πως σου εξιστόρησα αυτά που μου διηγιόσουν˙ τόσο κοριτσίστικες οι διηγήσεις σου, τόσο έντονα ρομαντικές, σαν παραμύθι, σαν ωραίο παραμύθι, μια ευτυχία, μια απόλυτη ευτυχία που θα κρατούσε για πάντα στη ζωή μας. 

Πάντα αυτό νιώθω, πατέρα. 

Αυτό μας δίδαξες. 

Με αισιοδοξία και χιούμορ. 

Μια κοινή ζωή πάρα πάρα πολλές δεκαετίες, πολύ κοντά, πολύ δεμένοι. 

Ενωμένοι.

Έτσι ζήσαμε, μπαμπά. 

Ακολούθησα όλα αυτά που μας έμαθες. Να αγαπάμε και να σεβόμαστε, πρωτίστως, τα δέντρα, τα φυτά, τα λουλούδια, τη φύση, τα ζώα. Μ’ έμαθες τα ψηφιδωτά με τα βότσαλα˙ το κέντημα από την καλλιγραφία σου˙ από τα γράμματά σου. 

Όμως δεν έγινα ποτέ μια ντελικάτη όμορφη δεσποινίς.

Όμως τρέχω με το αυτοκίνητο ακόμη σαν βολίδα.

Αθήνα-Βραχάτι, Βραχάτι-Αθήνα. 

Ό,τι μας έλεγες το ακολούθησα. Το πάθος σου και το πάθος της μαμάς για τα βιβλία. Πλέον, μιλάμε μεταξύ μας μόνο για βιβλία σχετικά με τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο. Περιγράφει ο ένας στον άλλον ό,τι διάβασε. Πάω, κατόπιν, στη μαμά και της τα ξαναεξιστορώ. Στη μαμά και στην Ουκρανέζα Γκαλίνα που την προσέχει και που την αφορούν κι αυτήν τόσο μα τόσο. Ακούει με πάθος.

Όλο μου μιλάς για τον Στάλιν, για τους Σοβιετικούς, για τον Τσώρτσιλ, για τους Εβραίους, για το Ολοκαύτωμα. 

Για τους SS. 

Κυρίως και προπάντων για τον Χίτλερ. Έχεις διαβάσει για τον Χίτλερ εκατοντάδες βιβλία˙ το πιο συχνά, διαβάζεις το ίδιο βιβλίο πολλές φορές. Το ίδιο κάνεις και με όλους τους άλλους πρωταγωνιστές της Ιστορίας. 

Εγώ δεν μπόρεσα να το κάνω αυτό τόσο πολύ, ελλείψει χρόνου. Αν και καταφέρνω καθημερινά, όπως εσύ, να διαβάζω παράλληλα δύο, τρία, τέσσερα βιβλία, όπως είναι το συνηθισμένο σου – μόνο που εσύ έχεις δεκάδες βιβλία απλωμένα στο κρεβάτι γύρω σου και τα διαβάζεις.

Μεγάλο το πάθος σου για τον στρατάρχη Αλεξάντρ Μιχαήλοβιτς Βασιλιέφσκι, τον νικητή του Στάλινγκραντ, τον ήρωα της Σοβιετικής Ένωσης, της ανθρωπότητας. Έχεις διαβάσει βιβλία γι’ αυτόν, και τώρα ψάχνω με μανία μία βιογραφία του στα γαλλικά που είχες διαβάσει παλιότερα στο Βραχάτι, αλλά δεν τη βρίσκω σε καμία βιβλιοθήκη μας. Γιατί πολύ συχνά κι επίμονα μου τη ζητάς, όμως ρώτησα και τον γαλλικό εκδοτικό οίκο και δεν βρίσκουν τίποτα˙ έχει, δυστυχώς, εξαντληθεί – δεκαετίες τώρα.

Κι εγώ, πάντα ένα μικρό κορίτσι, σ’ ακολουθώ με πάθος. 

Σου περιγράφω το βιβλίο που διάβαζες πρώτα εσύ: Les Bienveillantes – Οι Ευμενίδες.

Πρόσφατα σου περιέγραψα το βιβλίο για τον SS Ράινχαρντ Χάιντριχ, τον «Δήμιο», και τους ήρωες πατριώτες αντιφασίστες Τσέχους που τον εκτέλεσαν και πέθαναν κι οι ίδιοι ηρωικά, παίρνοντας μαζί τους στον θάνατο εκατοντάδες βρομο-Bochs! Σ’ το έδωσα εγώ και το διάβασες. Το λάτρεψες. Καμάρωνες.

Αρχίσαμε έναν διάλογο γεμάτοι συγκίνηση, αναλύοντας ο ένας στον άλλον το βιβλίο που είχαμε διαβάσει και οι δυο.

Για τον Χάιντριχ, που ήταν μέσα στο μυαλό του Χίμλερ˙ για το απάνθρωπο, το «ξανθό κτήνος» που έστησε επιστημονικά την τερατώδη, βάρβαρη μηχανή της Τελικής Λύσης για τους Εβραίους, με προγραμματισμό και στατιστικές! – διαβάζω ακατάπαυστα για την αγριότητα των ανθρώπων, για να μην επαναπαυόμαστε…  

Πάλι, πιο παλιά, έκθαμβη, ερχόμουν και σου διηγιόμουν τους έξι τόμους του Β Παγκοσμίου Πολέμου του Ουίστον Τσώρτσιλ. Μου έλεγες, φανατικός οπαδός του – καθώς κι εγώ, εννοείται:

«Πώς θα ’μασταν σήμερα χωρίς αυτό τον μεγάλο αρχηγό, που ξεκίνησε εξαρχής και ολοκληρωτικά μόνος του τον αγώνα κατά του Χίτλερ; Και μας έφτασε στη νίκη!»

Δυστυχώς, έγινε παράλληλα κι ο σφαγέας της μετακατοχικής Ελλάδας. Ο κύριος υπεύθυνος εκτελεστής της Συμφωνίας της Γιάλτας, όπου οι τρεις νικηφόρες δυνάμεις συμφώνησαν –για την ισορροπία της Γης, λένε– το μοίρασμα των κρατών σε ισάριθμες επιρροές τους με τη λεγόμενη «συμφωνία των ποσοστών», με την οποία οι Σοβιετικοί έδιναν τη συγκατάθεσή τους για αποστολή βρετανικού στρατού στην Ελλάδα μετά την αποχώρηση των Γερμανών.

Είμαστε κάτω από τα φτερά της Δύσης. 

Ίσως καλύτερα έτσι, τελικά. 

Καλύτερα έτσι…

Όμως, τι μεγάλη βεβήλωση για τη θυσία χιλιάδων αγωνιστών, εκτελεσθέντων, φρικτά βασανισμένων, αμέσως μετά την Απελευθέρωση και στον Εμφύλιο.

Προσβολή στον ιερό θάνατό τους. 

Μάταιη η θυσία τόσων γενναίων αγωνιστών;

Μάταιη.

Καταντήσαμε να λέμε «καλύτερα» που ήρθε ο Τσώρτσιλ και κατοχύρωσε την Ελλάδα. 

Μια σχιζοφρένεια. Και η θυσία τους; 

Η Επανάσταση απέτυχε στα χέρια αμόρφωτων και μεγαλομανών ηγετίσκων…

Κι ο εκσυγχρονισμός της Δύσης; 

Η κοινωνία της καταναλώσεως! 

Τι απέμεινε στη σύγχρονη εποχή; 

Όμηροι της οικονομίας, του χρήματος, του αόρατου χρήματος: χρηματιστήριο, μετοχές, αόρατοι οικονομικοί μηχανισμοί, ανύπαρκτοι στα μάτια μας κι όμως τόσο ισχυροί.

Πώς θα προστατευτεί η Ανθρωπότητα;

Πώς θα προστατευτεί η Αθωότητα;

Μπαμπά, εσύ μου τα ’μαθες όλα.

Μπαμπά, προσπαθώ να διαβάζω όπως εσύ. 

Για να καταλάβω, όπως εσύ, γιατί ο άνθρωπος είναι πάντα τόσο απάνθρωπος. Ευτυχώς όμως, παράλληλα και τόσο γενναίος˙ και τόσο αγωνιστής! 

Όλα τα κατάλαβα, μπαμπά. 

(Θέλει πολλή συζήτηση.)

Με δίδασκες.

Τη μουσική. 

Θυμάσαι; 

Στο Παρίσι την πρώτη φορά, το 1971. 

Μου είπες να πάω ν’ αγοράσω από το δισκοπωλείο που βρισκόταν στο ισόγειο του immeuble μας (59 boulevard St Michel) με το διαμέρισμά μας στον δεύτερο όροφο, τον πρώτο μου δίσκο 33 στροφών. Έναν δίσκο του Chopin, «Polonaises»˙ κι έναν δίσκο με τις «Τέσσερις εποχές» του Vivaldi.

Έβαλα τους δίσκους στο προσωπικό μου πικάπ, κλείνοντας ερμητικά την πόρτα του δωματίου μου. 

Ατέλειωτες μοναχικές εφηβικές μέρες, κρυμμένη στο παρισινό δωμάτιό μου. 

Διαβάζοντας τους κλασικούς Γάλλους συγγραφείς και ποιητές. Αλλά και τους Έλληνες.

Άκουγα τους δίσκους αμέτρητες φορές, κάθε μέρα. 

Για χρόνια πολλά! 

Κι αυτό ήταν μόνο η προεισαγωγή της μάθησής μου στη μουσική. 

Για πολλά χρόνια, μου έμαθες όλους τους κλασικούς συνθέτες και μου διάλεγες εσύ τα έργα τους για να ακούσω. Αγόραζα ξανά έναν καινούργιο δίσκο, τον έβαζα στο πικάπ και πάλι μια νέα μουσική, τις ίδιες πάντα αμέτρητες ώρες, αμέτρητες φορές. 

Για πολλά χρόνια. 

Μονότονα, φανατικά, η ίδια πάντα μουσική. 

Στεκόσουν στον σκοτεινό διάδρομο κρυφά όρθιος πίσω από την κλειστή μου πόρτα κι ακουμπούσες το αυτί σου πιέζοντάς το πάνω στο ξύλο της. Άκουγες ό,τι άκουγα. Την άλλη μέρα μου ’λεγες:

«Ακούς, λοιπόν, “La Mer” de Debussy; Εύγε, εύγε!»

Κι άλλα πολλά.

Αγαπάω με πάθος τη μουσική.

Και ας μην ήμουνα η δεσποινίς των ονείρων σας… 

Εμείς πολύ αγαπιόμαστε!

Στις 7 Ιανουαρίου του 2016 έδωσα το βιβλίο Auschwitz στον μπαμπά. Και μου το επέστρεψε την Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016 – είχε υπογράψει στην αρχή του βιβλίου με μια ημερομηνία-ένδειξη πως το τελείωσε.

Όμως χθες, την Παρασκευή το μεσημέρι, 26 Φεβρουαρίου 2016, μου είπε ξαπλωμένος στο κρεβάτι του, μετά που έφαγε καθισμένος στη φαρδιά καρέκλα, πως διαβάζει ακόμη το βιβλίο αυτό με το Άουσβιτς και πόσο έχει φρίξει. Και είπαμε διάφορα φρικτά που διαβάζαμε μέσα σ’ αυτό το καταπληκτικό, μοναδικό βιβλίο, για τα τόσα εγκλήματα, φρίκη και υπέρτατο σαδισμό, απανθρωπιά, ανωμαλία! Και δεν του είπα πως το είχα πάρει μαζί μου την προηγούμενη Τρίτη γιατί νόμιζα πως το ’χε τελειώσει, αφού είχε υπογράψει με το όνομά του και με ημερομηνία «16 Ιανουαρίου 2016» –νομίζω– στην πρώτη σελίδα, δίπλα στις δικές μου σημειώσεις. 

Όμως, του μίλησα για τον σαδιστή SS λοχαγό Pol και τα φρικτά του εγκλήματα με τα παιδάκια που έριχνε ζωντανά ο ίδιος προσωπικά μέσα στο καυτό λίπος των γονιών τους και των συγγενών τους, που κόχλαζε μέσα στις λακκούβες όπου καίγανε τους νεκρούς γονείς τους και τους νεκρούς συγγενείς τους και φούσκωναν κι έσκαγαν τα πτώματα και ξεπεταγόταν τότε άφθονο το λίπος από τα ξεσκισμένα από τη φωτιά, νεκρά, οικτρά παραμορφωμένα κορμιά!

Και γέμιζαν οι λακκούβες αμέτρητο κοχλάζον λάδι.

Εκεί πετούσε ζωντανά τα Εβραιόπουλα. Προσωπικά, ο ίδιος. Γιατί, είπε, τον διασκέδαζε.

«Προσωπικά, ο ίδιος, αυτός ο φρικτός άντρας…» του είπα.

Τότε κατάλαβα πως δεν είχε φτάσει σ’ αυτή τη μαρτυρική σφαγή των Εβραίων από την Ουγγαρία, μια κι ο συγγραφέας αναφέρεται σ’ αυτό το κτήνος προς το τέλος του βιβλίου του. (Οπότε, τη Δευτέρα θα του το επιστρέψω για να το τελειώσει – έτσι κι αλλιώς, διαβάζει παράλληλα τρία, τέσσερα ή πέντε βιβλία!)

Μαργαρίτα Θεοδωράκη (Copyright: Ianos)

Του το επέστρεψα, λοιπόν, τη Δευτέρα, 29 Φλεβάρη 2016, και μου είπε πως έφαγαν τον κόσμο να το ψάχνουν όλο το Σαββατοκύριακο ανάμεσα στα άλλα βιβλία που έχει δίπλα στο κρεβάτι του, στοίβες, ντάνες βιβλία. 

«Α! Ώστε εσύ το είχες πάρει και φάγαμε τον κόσμο να το βρούμε! Σηκώσαμε όλα τα βιβλία!» μου είπε.

«Η λέξη σβήνει, όταν αφήνει τα χείλη»

Οι Ιερές Λέξεις απλώνονται μέσα στο μυαλό μου

Αιώνες τώρα με παιδεύουν

Ο όγκος τους εμβαθύνει μέσα στο κρανίο μου,

Οι Ιερές Λέξεις πλημμυρίζουν τα κύτταρά μου

με ατέλειωτες έννοιες

Εξαπλώνονται

Πλαταίνουν

Διευρύνονται

Επεκτείνονται

Καθημερινά κατανοώ όλο και περισσότερο

Θα προλάβω όμως να τα καταλάβω όλα;

Ακόμη η Λέξη μεγαλώνει

Με παιδεύει για να καταλάβω το Τι

Ακόμη η Λέξη μού κρύβει την αλήθεια της

Θέλει ακόμη πολύ για να γεννηθεί

Για να κατανοηθεί.

Και τότε μόνο η Λέξη σβήνει –

όταν αφήνει τα χείλη.

Μίκης ΘεοδωράκηςIanosΜαργαρίτα Θεοδωράκη