Βιβλίο|11.05.2021 17:05

Λένα Μαντά: Προδημοσίευση από το νέο της βιβλίο «Το πράσινο φόρεμα»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Πέμπτη (13/5) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η νέα ιστορία της Λένας Μαντά με τίτλο «Το πράσινο φόρεμα». Η γιαγιά Μάγδα οργανώνει το τέλειο σκηνικό, προκειμένου να αποτρέψει τον γάμο της εγγονής της μ’ έναν άντρα που η ίδια δεν εγκρίνει. Ξεδιπλώνει όλη την ιστορία αγάπης που κρύβεται πίσω από το πράσινο φόρεμα, με μοναδικό σκοπό να διώξει τον Λίνο από τη ζωή της Κοραλίας.

Η προσπάθειά της αυτή θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου. Παλιές ιστορίες, σκοτεινές και απειλητικές, αναδύονται καθώς το χθες σμίγει εκρηκτικά με το σήμερα. Ο μυστηριώδης Άρης Αλαβάνος και ο γοητευτικός πιλότος Κωνσταντίνος Θαλάσσης έρχονται στο προσκήνιο με δραματικό τρόπο, με μόνο τους κοινό στόχο να σώσουν τη ζωή της Κοραλίας.

«Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται σε δύο χρόνους. Στο παρελθόν και στο παρόν. Στην Αθήνα του 1960 και… κανονικά, στην Αθήνα του 2020. Ενώ, λοιπόν, περιγράφω τις συνθήκες ζωής για τη δεκαετία του ’60, για τη χρονιά, που μας ταλαιπώρησε τόσο, ούτε λέξη! Αποκήρυξα μετά βδελυγμίας, που λένε, καθετί που σχετιζόταν με τον… κορονοδιάβολο! Σαν να μην υπήρχε, τον περιφρόνησα! Τώρα, μεταξύ μας, έτσι κάνω εγώ πάντα. Ό,τι πέρασε και δεν ήταν καλό, του δίνω μια και το διαγράφω! Άσε που… ζήσαμε ό,τι ζήσαμε, σιγά να μην το καταγράψω κιόλας!» αναφέρει, μεταξύ άλλων, η Λένα Μαντά στο εισαγωγικό σημείωμα του νέου της βιβλίου.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Κοίτα τώρα τι μου έτυχε στα καλά καθούμενα! Κι εσύ, ρε κοπέλα μου, τι δουλειά έχεις στα Εξάρχεια μεσημεριάτικα; Πιο εύκολα πέρασε ο Μωυσής την Ερυθρά Θάλασσα! Τώρα θαύματα δε γίνονται! Τα αυτοκίνητα δεν είναι θάλασσα να τα κάνει πέρα ο Θεός!»

Δεν του απάντησε… Από την ώρα που μπήκε στο ταξί τού όχι και τόσο εξυπηρετικού και ευγενικού ταξιτζή, μετάνιωσε την ώρα και τη στιγμή που δε νοίκιασε ένα αυτοκίνητο από το αεροδρόμιο, αφού το δικό της ήταν παρκαρισμένο στο γκαράζ του σπιτιού της. Δεν εμπιστευόταν όμως τον εαυτό της. Η ψυχραιμία την εγκατέλειψε μετά το τηλεφώνημα της μητέρας της, που της ανακοίνωσε ότι έπρεπε εσπευσμένως να επιστρέψει. Ακόμη και με τη δουλειά της τα έβαλε που την απομάκρυνε από το σπίτι της τέτοιες ώρες. Δεκαπέντε μέρες κολλημένη στο Μόναχο, σε ατέρμονες συζητήσεις με συνεργάτες, στελέχη εταιρειών και αγοραστές, να διαπραγματεύεται για λογαριασμό της εταιρείας που εκπροσωπούσε. Ευτυχώς που όλα είχαν πάει καλά ώστε μπόρεσε άμεσα να φύγει, χωρίς να βλάψει την επικερδή συμφωνία που είχε εξασφαλίσει.

Ένα μηχανάκι, του οποίου ο αναβάτης δεν πρέπει να φοβόταν πολύ για τη ζωή του, χώθηκε απρόβλεπτα στο ελάχιστο κενό που δημιουργήθηκε ανάμεσα στο ταξί και στο προπορευόμενο όχημα και ο ταξιτζής φρέναρε απότομα

το αυτοκίνητο, όχι όμως και το στόμα του, από το οποίο ξεχύθηκε ένα κομπολόι από γνωστές αλλά και άγνωστες στην ίδια βρισιές. Θα μπορούσε και να χαμογελάσει με την ευρηματικότητα του οδηγού, αν το μυαλό της δεν ήταν επικεντρωμένο να μετράει κάθε μέτρο που κατόρθωναν να διανύσουν εξαιτίας της κίνησης. Έτσι όπως της τα είχε πει η μητέρα της, ίσως να μην προλάβαινε, και αυτό δεν ήξερε πώς θα το διαχειριζόταν.

«Έλα γρήγορα, Κοραλία!» της είχε πει. «Η γιαγιά σου είναι στα τελευταία της. Ζήτησε να σε δει. Εδώ και δύο μέρες, ούτε ανοίγει τα μάτια της… Ο γιατρός της δε μας έδωσε καμιά ελπίδα…»

«Τι λες, μαμά;» είχε αναφωνήσει εκνευρισμένη. «Πριν από λίγες μέρες η γιαγιά ήταν μια χαρά και τώρα μου λες ότι πεθαίνει; Από τι;»

«Η καρδιά της, παιδί μου… Έτσι μας είπε ο γιατρός. Και για μας ήταν αναπάντεχο!»

«Και γιατί δεν την πήγατε στο νοσοκομείο;»

«Στην αρχή, που είχε τις αισθήσεις της, δοκιμάσαμε αλλά γαντζώθηκε στο κρεβάτι και άρχισε να φωνάζει… Τώρα πια δεν έχει νόημα. Ο γιατρός της μας είπε να την αφήσουμε να σβήσει ήσυχα…»

«Θα τρελαθώ! Ρε μάνα, ο γιατρός της γιαγιάς είναι στην ηλικία της! Ξέρει ότι είμαστε στο 2018; Και εσείς όλοι οι υπόλοιποι τι κάνετε; Βλέπετε τη γιαγιά να πεθαίνει; Ο αδελφός μου τρελάθηκε; Ο θείος και τα ξαδέλφια μου;»

«Κοραλία μου, λες να θέλουμε να πεθάνει η γιαγιά; Όμως έγιναν όλα τόσο γρήγορα…»

«Έρχομαι!»

«Πότε; Να έρθουμε να σε πάρουμε από το αεροδρόμιο…»

«Όποτε βρω εισιτήριο! Και υπάρχουν και ταξί!»

Κόμποι ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό της. Άκρη δεν είχε βγάλει σε κανένα από τα επόμενα τηλεφωνήματα που έκανε. Όλοι, ο αδελφός της και τα ξαδέλφια της, είχαν πειθήνια υποταχτεί στην επιθυμία της γιαγιάς να πεθάνει ήσυχη και σπίτι της, κάτι που η δική της λογική κραύγαζε πως δεν είχε βάση. Η γιαγιά Μαγδαληνή ήταν εβδομήντα έξι χρόνων και υγιέστατη μέχρι πρότινος. Δε σβήνει ένας άνθρωπος τόσο δραστήριος στα καλά καθούμενα και μέσα σε μια εβδομάδα.

Νέο φρενάρισμα, λιγότερο απότομα αυτή τη φορά, και η Κοραλία κοίταξε γύρω της. Πλησίαζαν επιτέλους. Ο αγανακτισμένος ταξιτζής έστριψε αιφνιδιαστικά και αντικανονικά σ’ ένα μικρό στενό, όπου με τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα δεξιά και αριστερά έπρεπε ο οδηγός να είναι ιδιαίτερα δεξιοτέχνης ώστε το όχημα που θα περνούσε ανάμεσά τους να παραμείνει και με τους δύο πλευρικούς καθρέφτες του στη θέση τους.

Η γιαγιά Μάγδα… Από τότε που τη θυμόταν, ευθυτενής, αεικίνητη, με μάτια απροσδιορίστου χρώματος. Άλλοτε έπαιρναν το πράσινο μιας λίμνης που τη λούζει ο ήλιος και άλλοτε νόμιζες ότι θα πιεις ρετσίνα στα βάθη τους. Όλα πάνω της είχαν μια γοητεία, που στα παιδικά της μάτια φάνταζε μαγεία. Οι αρμονικές κινήσεις των χεριών της θύμιζαν μπαλαρίνα, το πάντα ανάλαφρο βήμα της είχε κάτι από το θρόισμα των φύλλων ενός δέντρου. Η φωνή της ήταν το μεγάλο της όπλο. Απαλή, σχεδόν παιδική όταν ήθελε, και κοφτή, αιχμηρή όταν θύμωνε, αλλά ποτέ υψωμένη. Κάθε φορά που την έπαιρνε αγκαλιά, δε χόρταινε να μυρίζει το άρωμά της. Ειδική παραγγελία από τον αρωματοπώλη της στο Παρίσι που της το έστελνε όποτε του το ζητούσε. Μοναδικό, σαν την ίδια τη γιαγιά Μάγδα…

Η αδυναμία προς την ίδια την Κοραλία ήταν ξεκάθαρη, αλλά κανένας δεν παραπονέθηκε ποτέ, ούτε πικράθηκε. Ήταν το μοναδικό κορίτσι, αφού όλα τα υπόλοιπα εγγόνια ήταν αγόρια. Εξάλλου, η γιαγιά Μάγδα, όσο κι αν αγαπούσε ξεχωριστά την εγγονή της, μοίραζε δίκαια την προσοχή της στα υπόλοιπα παιδιά. Μ’ εκείνην δεν έκαναν ποτέ τίποτε αναμενόμενο από μια γιαγιά. Δεν τους είπε ποτέ παραμύθια, ούτε παιδικά τραγουδάκια. Έπαιζε όμως μαζί τους ατελείωτες ώρες, αρκεί να θεωρούσε ότι τα παιχνίδια με τα οποία τα απασχολούσε ήταν εποικοδομητικά.

ΠροδημοσίευσηΨυχογιόςΛένα Μαντά