Βιβλίο|15.05.2021 13:42

Χρυσηίδα Δημουλίδου: Προδημοσίευση από το νέο της βιβλίο «Το παιχνίδι του νάνου»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την Πέμπτη 27 Μαϊου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ψυχογιός, η νέα ιστορία της Χρυσηίδας Δημουλίδου με τίτλο «Το παιχνίδι του νάνου». «Το βιβλίο αυτό θέλω να το αφιερώσω σε όλους εκείνους τους αφανείς ήρωες που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βρέθηκαν καθισμένοι σε αναπηρικό αμαξίδιο ή καθηλωμένοι πάνω σε κρεβάτι ή με ελλιπή μέλη σώματος, υποστηριζόμενοι από τεχνητά μέλη ή οτιδήποτε άλλο κι όμως δεν το έβαλαν κάτω. Σ’ όλους εκείνους που θεώρησαν πως η ζωή τους δεν τελείωσε σε μια αναπηρία και απέδειξαν έμπρακτα πως η δύναμη της Ψυχής είναι μεγαλύτερη από τη δύναμη του σώματος. Σε όλους εκείνους που μας κατέπληξαν με τις δυνατότητές τους και μας έκαναν να πιστέψουμε πως οι αδύναμοι ήμασταν εμείς. Σε όλους εκείνους που έβγαλαν από μέσα τους τον γίγαντα και μας έκαναν να υποκλιθούμε μπροστά στις πράξεις τους. Γιατί η ζωή δεν τελειώνει όσο υπάρχουν νους και καρδιά, μα, πάνω απ’ όλα, πολλή αγάπη γύρω μας. Τα τσακισμένα ή ποδοπατημένα λουλούδια μπορούν να ανθίσουν, αρκεί να τα ποτίσεις με Αγάπη» γράφει η συγγραφέας στην εισαγωγή του νέου της βιβλίου.

Στις 14 Ιουνίου 1987, ο θρίαμβος της κατάκτησης του Ευρωμπάσκετ από την Εθνική Ελλάδος ξεσηκώνει τους Έλληνες να ασχοληθούν με το άθλημα. Ο Νικήτας Φωτιάδης, ένας νεαρός ταλαντούχος παίχτης μιας μικρής ομάδας μπάσκετ, τραβά την προσοχή ενός Ιταλού προπονητή ως εξαιρετικό ταλέντο. Από τη μια στιγμή στην άλλη, η ζωή του αλλάζει, μαζί και της φτωχής οικογένειάς του. Η χαρά δε θα κρατήσει πολύ. Όσα του έδωσε η ζωή τόσο γενναιόδωρα τα ζήτησε όλα πίσω. Κι ακόμη περισσότερα.

Είκοσι ένα χρόνια αργότερα, παραμονές Χριστουγέννων του 2008, μια σειρά ιδιαίτερα άγριων δολοφονιών στην Αθήνα αναστατώνει τις αστυνομικές Αρχές. Οι πρώτες έρευνες δείχνουν πως τα θύματα δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, είναι διαφορετικού φύλου, διαμένουν σε άλλες περιοχές, έχουν διαφορετικές προσωπικές ζωές, ανόμοιες κοινωνικές θέσεις και επαγγέλματα. Το πιο περίεργο όμως είναι πως τα σώματα όλων είναι τοποθετημένα σε θέση Εσταυρωμένου και δίπλα από καθένα υπάρχει ένα διαφορετικό πλαστικό ομοίωμα νάνου, από το γνωστό παραμύθι «Η Χιονάτη και οι επτά νάνοι».

Ο Νικήτας παρακολουθεί τα γεγονότα σοκαρισμένος. Στο μακρινό παρελθόν, όλα τα θύματα είχαν μαζί του και μεταξύ τους σχέσεις που η Αστυνομία αγνοεί. Όμως δεν τολμά να μιλήσει, φοβάται. Εν τω μεταξύ, ο αστυνόμος Α΄ Σοφοκλής Καραμάνος, ο επικεφαλής των ερευνών, προσπαθεί να αποτρέψει την επόμενη δολοφονία. Οι νάνοι του παραμυθιού είναι επτά κι εκείνος κρατά στα χέρια τους τέσσερις.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Η ερημική λεωφόρος Συγγρού φωτιζόταν απαλά από τα κίτρινα νυκτερινά φώτα που έπεφταν σιωπηλά επάνω της, όπως σιωπηλή ήταν και η ίδια καθώς παρατηρούσε τα φανάρια να αναβοσβήνουν σε τακτά χρονικά διαστήματα. Πορτοκαλί… κόκκινο… πράσινο… πορτοκαλί… κόκκινο… πράσινο… Κάπου κάπου τη σιωπή έσπαζε ο θόρυβος κάποιου διερχόμενου οχήματος, ο οδηγός του οποίου άλλοτε υπάκουε στις εντολές του σηματοδότη και άλλοτε όχι. Ποιος να περιμένει ν’ ανάψει το πράσινο, όταν ο δρόμος είναι νεκρωμένος κι εκείνος βιάζεται να επιστρέψει σπίτι του ή να φθάσει εκεί που ήθελε ή έπρεπε να βρίσκεται; Ύστερα, οι περισσότεροι κάτοικοι των Αθηνών είχαν φύγει ήδη από το περασμένο Σαββάτο για τις καλοκαιρινές διακοπές τους, η πόλη είχε αδειάσει και η αστυνόμευση ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.

Ο δυνατός θόρυβος της enduro Yamaha που ακούστηκε να έρχεται με δύναμη από το Δέλτα Φαλήρου ενόχλησε τη σιωπή. Ο αναβάτης της, ένα νέο παλικάρι χωρίς κράνος, μάρσαρε ακόμη περισσότερο καθώς είδε το πράσινο φανάρι να του ανοίγει τον δρόμο. Το καλοκαιρινό δροσερό αεράκι που σηκώθηκε απότομα χάιδεψε τα πυκνά καστανόξανθα μαλλιά που κάλυπταν τον χοντρό σβέρκο του καθώς η μπλε μηχανή διέσχισε με δύναμη την άσφαλτο. Λίγο πριν από τη διασταύρωση με την οδό Φραντζή, στο ύψος του Φιξ, εκείνου του παλιού εργοστασίου της μπίρας που εδώ και χρόνια ήταν εγκαταλελειμμένο, το φανάρι έγινε πορτοκαλί. Ο νέος φρέναρε και η μηχανή κοκάλωσε μπροστά στο κόκκινο φως του σηματοδότη στηριζόμενη στα ψηλά πόδια του. Μέσα από το ξεθωριασμένο στενό τζιν διαγράφονταν καθαρά οι γυμνασμένοι τετρακέφαλοι, όπως και τα δυνατά γραμμωμένα χέρια που κρατούσαν με ευκολία την τεράστια enduro ακίνητη. Τα μάτια του κοίταζαν την ευθεία του δρόμου, όμως ήταν ολοφάνερο πως το μυαλό του ταξίδευε αλλού. Ένα αχνό χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του. Η γεύση του φιλιού της ήταν νωπή επάνω τους, ο πόθος δεν είχε καταλαγιάσει ακόμη, η μυρωδιά του αρώματός της πλανιόταν στο κορμί του και οι αναστεναγμοί της ήταν ζωντανοί στ’ αυτιά του.

Σε κάθε φανάρι που σταματούσε, έμπαινε στον πειρασμό να κάνει αναστροφή και να γυρίσει πίσω, να ενωθεί ακόμη μια φορά μαζί της. Όμως δεν το έκανε, έπρεπε να επικρατήσει η λογική. Και η λογική έλεγε πως το σωστό ήταν να επιστρέψει σπίτι του, είχε πολλά να κάνει το πρωί και έπειτα από τέτοια ένταση έπρεπε να ξεκουραστεί λιγάκι. Εξάλλου θα ξημέρωνε ακόμη μια νέα, υπέροχη, ηλιόλουστη μέρα, γεμάτη αισιοδοξία πως όλη η ζωή ήταν μπροστά του, πως είχε να διανύσει μακρύ δρόμο, πως η τύχη του ήταν πολύ μεγαλύτερη από όση είχε ποτέ φανταστεί και ελπίσει, πως υπήρχε μια γυναίκα βαθιά ερωτευμένη μαζί του και πως ο έρωτας που τον είχε αγγίξει με το μαγικό ραβδάκι του ήταν πολύ πιο δυνατός από όσο περίμενε να συναντήσει.

Σήκωσε τα χέρια του και έσπρωξε πίσω τα ατίθασα μαλλιά που είχαν πέσει στα μάτια του και μετά, αφαιρώντας ένα μαύρο λαστιχάκι που είχε περασμένο στον δεξιό καρπό του, τα μάζεψε σε μια κοντή κοτσίδα. Αύριο κιόλας θα πήγαινε να τα κουρέψει λιγάκι, είχαν παραμακρύνει και τον ενοχλούσαν στα παιχνίδια μπάσκετ. Ο λόγος που δεν το είχε κάνει ακόμη ήταν επειδή η Ντορέττα λάτρευε να τα χαϊδεύει όταν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι έκαναν σχέδια για το μέλλον που τόσο υποσχόμενο απλωνόταν μπροστά τους. Βέβαια υπήρχαν κάποια αρκετά σοβαρά προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν και οι δύο.

Η Ντορέττα Δοξαρά δεν ήταν ένα συνηθισμένο κορίτσι, σαν εκείνα που συναντάς κάθε μέρα. Ήταν η κόρη του Μιχαήλ και εγγονή του Ευγένιου Δοξαρά που υπήρξε ο ιδρυτής της γνωστής φαρμακοβιομηχανίας Doretta Pharmacy και τώρα της θυγατρικής Doretta Cosmetics. Όταν ο Ευγένιος άνοιξε το πρώτο του φαρμακείο, στο κέντρο της Αθήνας, δεν ήταν πάρα ένας συνηθισμένος φαρμακοποιός σαν όλους τους άλλους. Η ζωή του άλλαξε όταν παντρεύτηκε την κομψή και κοκέτα Ντορέττα Καραΐσκου, κόρη «καλής» οικογενείας των Αθηνών. Ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποίησε πως μια γυναίκα έδινε μεγάλη σημασία στα καλλυντικά και ήταν ικανή να ξοδέψει μεγάλα ποσά, αρκεί να διατηρήσει τη φρεσκάδα του προσώπου της. Κι όσο η γυναίκα του μεγάλωνε, τόσο πιο πολλά ποσά ξόδευε σε ακριβές κρέμες προσώπου και σώματος και γενικότερα σε επώνυμα καλλυντικά του εξωτερικού που αγόραζε στα συχνά ταξίδια αναψυχής που έκαναν. Στην Ελλάδα δεν υπήρχαν, οι γυναίκες την ίδια κρέμα που έβαζαν στα χέρια, την άπλωναν και στο πρόσωπο και οι κολόνιες τους ήταν ακόμη χύμα από το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς, κυρίως άρωμα λεμόνι ή πορτοκάλι. Και κάθε φορά γέμιζε τις βαλίτσες της και με παραγγελίες από τις φίλες της γιατί ήθελαν κι εκείνες τις ίδιες κρέμες.

Αυτό τράβηξε την προσοχή του και, θεωρώντας πως τα περισσότερα προϊόντα ήταν πεταμένα λεφτά αλλά θέλοντας και να την εντυπωσιάσει, μελέτησε και με τις γνώσεις που είχε της έφτιαξε μια δική του κρέμα προσώπου και χεριών. Τα αποτελέσματα ενθουσίασαν την Ντορέττα τόσο πολύ, που του ζήτησε κι άλλα βάζα για να τα κάνει δώρο στις φίλες της. Φαίνεται ότι κι εκείνες ενθουσιάστηκαν με το αποτέλεσμα και ζήτησαν να αγοράσουν τα προϊόντα του. Το ένα έφερε το άλλο και σύντομα κομψά ροζ γυάλινα βαζάκια και μπουκαλάκια με την επωνυμία «Doretta» με καλλιγραφικά μαύρα γράμματα άρχισαν να στολίζουν τα ράφια και τη βιτρίνα του που άδειαζαν αμέσως. Αυτό έγινε η αιτία να πάρει πολύ σοβαρά τον τομέα της γυναικείας ομορφιάς και να ασχοληθεί με καλλυντικά που θα παρήγε στην Ελλάδα.

Χρυσηίδα ΔηµουλίδουΠροδημοσίευσηΨυχογιός