Βιβλίο|04.02.2019 15:38

Προδημοσίευση: «Έξοδος προς δυσμάς» του Μοχσίν Χαμίντ

Άγγελος Γεραιουδάκης

Σε μια χώρα στο χείλος του εμφυλίου, συναντιούνται δυο νέοι άνθρωποι. Η ατίθαση, μαχητική Νάντια και ο ευγενικός, εσωστρεφής Σαΐντ επιχειρούν το αδιανόητο: να ερωτευτούν, καθώς η πόλη τους παραδίδεται σιγά σιγά στη βία και οι γνώριμοι δρόμοι μετατρέπονται σε πεδίο μάχης. Όσο η κατάσταση χειροτερεύει, αρχίζουν ν’ ακούν φήμες για κάποιες πόρτες – πόρτες που μπορούν στη στιγμή να σε μεταφέρουν μακριά αν έχεις να πληρώσεις το αντίτιμο. Η Νάντια και ο Σαΐντ συνειδητοποιούν πως δεν έχουν άλλη επιλογή από το ν’ αφήσουν την πατρίδα τους, περνώντας από μια τέτοια πόρτα. 

Αυτή είναι η ιστορία τους, καθώς αναζητούν μια καινούργια ζωή σ’ έναν άγνωστο και αβέβαιο κόσμο, προσπαθώντας να μη χάσουν ο ένας τον άλλον, να μη χάσουν το παρελθόν τους και τον ίδιο τους τον εαυτό. Είναι μια ιστορία αγάπης, αλλά και μια ιστορία για τον κόσμο που αλλάζει, για το πώς ζούμε σήμερα και πώς ίσως θα ζούμε αύριο, τόσο οδυνηρά επίκαιρη και μαζί τόσο αληθινά διαχρονική…

Έργα του Μοχσίν Χαμίντ έχουν μπει στις λίστες των ευπωλήτων, έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και έχουν, στο σύνολό τους, μεταφραστεί σε τριάντα πέντε γλώσσες. Ήταν δύο φορές φιναλίστ για το βραβείο «Man Booker» καθώς και στη βραχεία λίστα τριάντα και πλέον βραβείων, αρκετά από τα οποία έχει αποσπάσει. 

Παρακάτω μπορείτε να διαβάσετε ένα απόσπασμα του βιβλίου «Έξοδος προς δυσμάς»:

Κοιμήθηκαν ελάχιστα τη νύχτα εκείνη, τη νύχτα πριν από την αναχώρησή τους απ’ την πόλη, και το πρωί ο πατέρας του Σαΐντ τούς αγκάλιασε και τους αποχαιρέτησε κι απομακρύνθηκε με βουρκωμένα μάτια αλλά χωρίς να διστάσει, καθώς ο ηλικιωμένος άντρας σκεφτόταν ότι ήταν προτιμότερο να αφήσει τους δύο νέους αντί να τους προξενήσει τον σπαραγμό τού να βγουν απ’ την εξώπορτα με κείνον να τους παρατηρεί απ’ το κατώφλι. Δεν ήθελε να τους πει πού θα πήγαινε εκείνη τη μέρα, κι έτσι ο Σαΐντ κι η Νάντια βρέθηκαν μόνοι, ανήμποροι όταν είχε χαθεί να τρέξουν στο κατόπι του, και στη σιγαλιά της απουσίας του η Νάντια ήλεγξε πολλές φορές τα μικρούλικα σακίδια που θα έπαιρναν μαζί τους, μικρούλικα επειδή δεν ήθελαν να εγείρουν υποψίες, μα το καθένα τους παραφουσκωμένο, σαν χελώνα φυλακισμένη σ’ ένα υπερβολικά στενό καύκαλο, κι ο Σαΐντ διέτρεξε με τα ακροδάχτυλα τα έπιπλα του διαμερίσματος και το τηλεσκόπιο και το μπουκάλι με το ιστιοφόρο, κι επίσης δίπλωσε προσεχτικά μια φωτογραφία των γονιών του για να την κρύψει μες στα ρούχα του, μαζί μ’ ένα στικάκι που περιείχε το οικογενειακό φωτογραφικό άλμπουμ, και προσευχήθηκε δύο φορές.

Η διαδρομή μέχρι το σημείο συνάντησης ήταν ατέλειωτη, και καθώς προχωρούσαν ο Σαΐντ κι η Νάντια δεν κρατιόντουσαν χέρι χέρι, διότι αυτό απαγορευόταν σε κοινή θέα μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου, ακόμα και στα φαινομενικά παντρεμένα ζευγάρια, αλλά κάθε τόσο οι κλειδώσεις των δαχτύλων τους αγγίζονταν, κι αυτή η σποραδική σωματική επαφή ήταν σημαντική για κείνους. Ήξεραν ότι υπήρχε ένα ενδεχόμενο ο πράκτορας να τους έχει δώσει στους πολιτοφύλακες, κι έτσι ήξεραν ότι υπήρχε ένα ενδεχόμενο αυτό να είναι το τελευταίο απόγευμα της ζωής τους.

Το σημείο συνάντησης βρισκόταν σ’ ένα ανακατασκευασμένο οίκημα δίπλα σε μια αγορά που θύμιζε στη Νάντια το παλιό της σπίτι. Στο ισόγειο είχε ένα οδοντιατρείο που εδώ και καιρό δεν είχε φάρμακα και παυσίπονα, κι από χτες δεν είχε ούτε οδοντίατρο, και στην αίθουσα αναμονής του οδοντιατρείου έμειναν εμβρόντητοι διότι ένας άντρας που έμοιαζε με πολιτοφύλακα στεκόταν εκεί, με το πολυβόλο κρεμασμένο στον ώμο. Μα εκείνος ίσα που έλαβε το υπόλοιπο της πληρωμής τους και τους είπε να καθίσουν, κι έτσι κάθισαν σ’ εκείνη τη συνωστισμένη αίθουσα μ’ ένα φοβισμένο ζευγάρι και τα δυο τους σχολειαρόπαιδα κι έναν νεαρό με γυαλιά και μια μεγάλης ηλικίας γυναίκα που καθόταν ευθυτενής στην καρέκλα της σαν να ήταν ευκατάστατη, παρότι τα ρούχα της ήταν βρόμικα, και κάθε τόσο φώναζαν κάποιον στο καθαυτό ιατρείο του οδοντιάτρου, κι όταν φώναξαν τη Νάντια και τον Σαΐντ, είδαν έναν λυγερόκορμο άντρα που έμοιαζε κι αυτός με πολιτοφύλακα και σκάλιζε την άκρη του ρουθουνιού του με το νύχι του δαχτύλου σαν να έπαιζε μ’ έναν κάλο ή να γρατζουνούσε ένα μουσικό όργανο, κι όταν μίλησε άκουσαν την περιέργως απαλή φωνή του και μονομιάς κατάλαβαν ότι ήταν ο πράκτορας που είχαν ξανασυναντήσει.

Ο χώρος ήταν σκοτεινός κι η καρέκλα και τα εργαλεία του οδοντιάτρου θύμιζαν αίθουσα βασανιστηρίων. Ο πράκτορας έδειξε μ’ ένα νεύμα το μαύρο κενό μιας ανοιχτής πόρτας που άλλοτε οδηγούσε σε ένα ντουλάπι με προμήθειες και είπε στον Σαΐντ, «Εσύ πρώτος», αλλά ο Σαΐντ, που μέχρι εκείνη τη στιγμή νόμιζε ότι θα έμπαινε πρώτος για να βεβαιωθεί ότι ήταν ασφαλές για τη Νάντια να ακολουθήσει, τώρα άλλαξε γνώμη, θεωρώντας ότι ήταν πιθανώς πιο επικίνδυνο να μείνει εκείνη πίσω όσο ο ίδιος περνούσε, και είπε, «Όχι, εκείνη πρώτη».

Ο πράκτορας ανασήκωσε τους ώμους σαν να μην είχε σημασία για κείνον, κι η Νάντια, που δεν είχε σκεφτεί τη σειρά της αναχώρησής τους μέχρι εκείνη τη στιγμή και συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε προτιμότερη επιλογή για κανέναν απ’ τους δύο, ότι ενείχαν κινδύνους και οι δύο επιλογές, το να περάσεις πρώτος και το να περάσεις δεύτερος, δε διαφώνησε, αλλά πλησίασε την πόρτα, και καθώς ζύγωνε της έκανε εντύπωση η σκοτεινιά της, η αδιαφάνειά της, το πώς δεν αποκάλυπτε τι βρισκόταν στην άλλη πλευρά, κι επιπλέον δεν αντανακλούσε αυτό που βρισκόταν σ’ αυτή την πλευρά, κι έτσι ένιωσε εξίσου σαν να βρισκόταν στην αρχή και στο τέρμα, και γύρισε προς το μέρος του Σαΐντ και τον είδε να την κοιτάζει επίμονα, κι η όψη του ήταν γεμάτη αγωνία και λύπη, κι εκείνη πήρε τα χέρια του στα δικά της και τα κράτησε σφιχτά κι έπειτα, αφήνοντάς τα και χωρίς να πει λέξη, μπήκε στην πόρτα.

Τις μέρες εκείνες έλεγαν ότι το πέρασμα ήταν σαν να πεθαίνεις και σαν να γεννιέσαι συγχρόνως, και πράγματι η Νάντια ένιωσε σαν να έσβηνε μπαίνοντας στο σκοτάδι και σαν να αγωνιζόταν ξεψυχισμένα καθώς πάλευε να βγει από δαύτο, και κρύωνε κι ένιωθε μελανιασμένη και νοτισμένη καθώς κείτονταν στο δάπεδο του χώρου στην άλλη πλευρά, έτρεμε κι ήταν υπερβολικά κουρασμένη στην αρχή για να σηκωθεί, και συλλογίστηκε, καθώς πάλευε να γεμίσει τα πνευμόνια της με αέρα, πως αυτή η υγρασία πρέπει να ’ταν ο ίδιος της ο ιδρώτας.

Ο Σαΐντ ξεπρόβαλε κι η Νάντια σύρθηκε προς τα μπρος για να του κάνει χώρο, κι όπως σερνόταν, πρόσεξε τους νιπτήρες και τους καθρέφτες για πρώτη φορά, τα πλακάκια στο πάτωμα, τα κουβούκλια πίσω της, όλες τις πόρτες που εκτός από μία ήταν κανονικές πόρτες, όλες εκτός από κείνη που ’χαν διαβεί και μέσα απ’ την οποία ερχόταν τώρα ο Σαΐντ, που ήταν μαύρη, και κατάλαβε ότι βρισκόταν σε κάποιες κοινόχρηστες τουαλέτες, κι αφουγκράστηκε επίμονα αλλά επικρατούσε σιωπή, οι μόνοι θόρυβοι έβγαιναν απ’ την ίδια, απ’ την ανάσα της, κι απ’ τον Σαΐντ, τα απαλά του γρυλίσματα σαν κάποιου που κάνει γυμναστική ή σεξ.

Αγκαλιάστηκαν χωρίς να σηκωθούν, κι εκείνη τον κράτησε σφιχτά, γιατί ήταν ακόμα αδύναμος, κι όταν ανέκτησαν επαρκώς τις δυνάμεις τους, σηκώθηκαν κι είδε τον Σαΐντ να στρέφεται πάλι προς την πόρτα, λες κι ήθελε ίσως να ανακρούσει πρύμναν και να επιστρέψει μέσα απ’ το άνοιγμα, κι εκείνη στάθηκε πλάι του χωρίς να μιλά, κι εκείνος έμεινε ασάλευτος για λίγο, μα έπειτα προχώρησε προς τα μπρος κι οι δυο τους βγήκαν έξω και βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο χαμηλά κτίρια, ακούγοντας έναν ήχο σαν κοχύλι κρατημένο στ’ αυτί τους και νιώθοντας ένα κρύο αεράκι στο πρόσωπό τους και μυρίζοντας την αρμύρα στον αέρα, και κοιτώντας είδαν μιαν απλωσιά άμμου και χαμηλά γκρίζα κύματα να σκάνε στην άμμο και τους φάνηκε σαν θαύμα, παρότι δεν ήταν θαύμα, απλώς βρισκόντουσαν σε μια παραλία.

Η παραλία είχε στην είσοδο ένα beach bar, με μπάρες και τραπέζια και μεγάλα εξωτερικά ηχεία και ξαπλώστρες στοιβαγμένες για τον χειμώνα. Οι επιγραφές ήταν στα αγγλικά αλλά και σε διάφορες άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Έμοιαζε έρημο, κι ο Σαΐντ κι η Νάντια πήγαν και στάθηκαν μπρος στη θάλασσα, με τα πόδια τους σε ελάχιστη απόσταση από το νερό, βουλιάζοντας μέσα στην απαλή άμμο, αφήνοντας ίχνη σαν από σκασμένες σαπουνόφουσκες που φουσκώνει ο γονιός για το παιδί. Έπειτα από λίγο ένας χλομός άντρας με καστανόξανθα μαλλιά ήρθε και τους είπε να φύγουν, χειρονομώντας για να τους διώξει, αλλά χωρίς εχθρότητα ή ιδιαίτερη αγένεια, περισσότερο σαν να επικοινωνούσε σπαστά σε μια διεθνή απλοποιημένη διάλεκτο νοηματικής.

Απομακρύνθηκαν απ’ το beach bar και στο υπήνεμο ενός λόφου είδαν κάτι που έμοιαζε με καταυλισμό προσφύγων, με εκατοντάδες σκηνές και παράγκες κι ανθρώπους διαφόρων χρωμάτων κι αποχρώσεων –πολλών χρωμάτων κι αποχρώσεων μα που ως επί το πλείστον ενέπιπταν σ’ ένα φάσμα του καφέ που ποίκιλλε απ’ το σκούρο καφέ της σοκολάτας μέχρι το μπεζ του τσαγιού με γάλα– κι οι άνθρωποι αυτοί συνωστίζονταν γύρω από φωτιές που έκαιγαν μέσα σε όρθια μεταλλικά βαρέλια πετρελαίου και μιλούσαν σε μια κακοφωνία που ήταν όλες οι γλώσσες του κόσμου, αυτό που θα άκουγε κανείς αν βρισκόταν σε κάποιον τηλεπικοινωνιακό δορυφόρο ή ένας κατάσκοπος που αντλούσε υλικό από ένα υποθαλάσσιο καλώδιο οπτικών ινών.

Σ’ αυτή την ομάδα, όλοι ήταν ξένοι, κι έτσι, κατά μίαν έννοια, κανείς δεν ήταν ξένος. Η Νάντια κι ο Σαΐντ σύντομα εντόπισαν ένα πηγαδάκι συμπατριωτών τους, αντρών και γυναικών, κι έμαθαν ότι βρίσκονταν στο ελληνικό νησί Μύκονος, μεγάλο πόλο έλξης για τους τουρίστες το καλοκαίρι, και, καταπώς φαίνεται, μεγάλο πόλο έλξης για τους μετανάστες αυτό τον χειμώνα, κι ότι οι πόρτες αναχώρησης, τουτέστιν οι πόρτες που οδηγούσαν σε πιο πλούσιους προορισμούς, φρουρούνταν αυστηρά, αλλά οι πόρτες εισόδου, οι πόρτες από φτωχότερα μέρη, έμεναν ως επί το πλείστον ανεπιτήρητες, ενδεχομένως με την ελπίδα ότι οι άνθρωποι θα επέστρεφαν από κει που ήρθαν –αν και σχεδόν ποτέ κανείς δεν επέστρεφε– ή ίσως επειδή υπήρχαν απλώς υπερβολικά πολλές πόρτες από υπερβολικά πολλά φτωχά μέρη ώστε να φυλάσσονται όλες.

Ο καταυλισμός έμοιαζε κάπως με εμπορικό σταθμό της εποχής του πυρετού του χρυσού και υπήρχαν κάμποσα αγαθά προς πώληση και παζάρια, από φούτερ και κινητά μέχρι αντιβιοτικά και, διακριτικά, σεξ και ναρκωτικά, κι υπήρχαν οικογένειες με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον και συμμορίες νεαρών με το βλέμμα στραμμένο στους ευάλωτους, κι έντιμοι άνθρωποι κι απατεώνες, κι αυτοί που ’χαν διακινδυνεύσει τη ζωή τους για να σώσουν τα παιδιά τους κι άλλοι που ήξεραν πώς να στραγγαλίσουν κάποιον στο σκοτάδι χωρίς να βγάλει άχνα. Το νησί ήταν αρκετά ασφαλές, τους είπαν, εκτός απ’ όταν δεν ήταν, κάτι που είχε κοινό με τα περισσότερα μέρη. Οι έντιμοι άνθρωποι ήταν μακράν περισσότεροι απ’ τους επικίνδυνους, μα ήταν κατά πάσα πιθανότητα προτιμότερο να βρίσκεσαι στον καταυλισμό, κοντά στους άλλους, μετά τη δύση του ήλιου.

Μοχσίν Χαμίντ
«Έξοδος προς δυσμάς» 
Μετάφραση: Αύγουστος Κορτώ
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 264

Ακολουθήστε το ethnos.gr στο Instagram

εκδόσειςΠροδημοσίευσηΨυχογιός