Βιβλίο|15.05.2022 13:29

Νονές: Ένα μυθιστόρημα όπου η Iστορία και η γυναικεία φύση «παντρεύονται» - Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο της Camille Aubray

Άγγελος Γεραιουδάκης

Τη Δευτέρα 23 Μαϊου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, η νέα ιστορία της Camille Aubray, με τίτλο «Νονές». Ένα υπέροχο μυθιστόρημα όπου η Iστορία, το σασπένς και η γυναικεία φύση «παντρεύονται» με τρόπο μοναδικό. Τέσσερις ξεχωριστές γυναίκες, οι ζωές των οποίων ενώνονται στους κόλπους μιας από τις ισχυρότερες ιταλικές οικογένειες της Νέας Υόρκης της δεκαετίας του ’30 και του ’40. Τέσσερις γυναίκες που αναλαμβάνουν με σθένος την οικογενειακή επιχείρηση, όταν οι σύζυγοί τους αναγκάζονται να τις εγκαταλείψουν κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η Φιλομένα, μια χαρισματική και πολυμήχανη μετανάστις με ένα βαρύ μυστικό που κουβάλησε στις αποσκευές της από την πατρίδα της την Ιταλία. Η Αμί, μια όμορφη και ρομαντική Γαλλίδα που δραπετεύει βίαια από έναν κακοποιητικό σύζυγο διεκδικώντας μια νέα αρχή. Η Λούσι, μια πειθαρχημένη μα ευαίσθητη Ιρλανδή νοσοκόμα που παλεύει μόνη να χτίσει μια ζωή στην αφιλόξενη Νέα Υόρκη. Και η Πετρίνα, γοητευτική και καλλιεργημένη, με ζωή που πολλές θα ζήλευαν, αλλά με ένα μυστικό που της καίει την καρδιά.

Όταν διαβόητοι γκάγκστερ όπως ο Λάκι Λουτσιάνο και ο Φρανκ Κοστέλο μπαίνουν στη ζωή τους, οι τέσσερις Νονές, δεμένες άρρηκτα με έναν όρκο σιωπής, αφήνουν στην άκρη έριδες και ανταγωνισμούς και ενώνονται σαν μια γροθιά για να προστατεύσουν τους αγαπημένους τους και να ανοίξουν το δικό τους μονοπάτι προς το μέλλον που πάντα ονειρεύονταν. Φανταστικοί χαρακτήρες και ιστορικά πρόσωπα υφαίνουν μια υποβλητική ιστορία δύναμης, θέλησης και γυναικείας διεκδίκησης που διαδραματίζεται στα πιο επικίνδυνα αλλά και συναρπαστικά χρόνια του 20ού αιώνα.

Η Camille Aubray είναι η συγγραφέας του best seller μυθιστορήματος «Μαγειρεύοντας για τον Πικάσο», το οποίο επιλέχθηκε στη λίστα του περιοδικού People με τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς, καθώς και στη λίστα αναγνωστών Indie Next List for Reading Groups. Η Aubray είναι κάτοχος του βραβείου Edward Albee Foundation Fellowship, ενώ υπήρξε μέλος της συγγραφικής ομάδας των καθημερινών τηλεοπτικών σειρών «One Life to Live» και «Capitol». Σπούδασε δημιουργική γραφή στο Humber College του Τορόντο με μέντορά της τη Margaret Atwood, και ήταν μεταξύ των τελικών υποψηφίων για το Pushcart Press Editors’ Book Award και το βραβείο Eugene O’Neill National Playwrights Conference.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Η Νάπολη ήταν ΓΙΓΑΝΤΙΑ, τρομακτική, αλλά συναρπαστική και γεμάτη ζωή. Μέσα στο βουητό της κίνησης, τα παμπάλαια πέτρινα κτίρια, τις χειράμαξες και τα πολυσύχναστα καταστήματα, όλοι φαίνονταν αποφασισμένοι να φτάσουν από το ένα μέρος στο άλλο με κάθε κόστος, λες και η ζωή τους εξαρτιόταν από αυτόν τον φρενήρη ρυθμό. Κανείς δεν ήταν πιο αποφασισμένος από τη Ροζαμαρία, η οποία πήρε τη Φιλομένα από το χέρι και την έσυρε μέσα από τον δαίδαλο των στριφογυριστών δρόμων και την κοσμοσυρροή. Πάνω από τα κεφάλια τους, μπουγάδες ανέμιζαν σε περίτεχνα σκοινιά απλώματος και εξουθενωμένες μητέρες φώναζαν από τα παράθυρα στα ρακένδυτα διαβολάκια τους που τσίριζαν και έτρεχαν στις αυλές από κάτω.

Όμως, το πρώτο πράγμα που πήγε στραβά ήταν πως η προξενήτρα δεν ήταν σπίτι της για να τις συναντήσει και να γνωρίσει τη Φιλομένα. Ο γκριζομάλλης, ηλικιωμένος σύζυγος της γυναίκας άνοιξε την πόρτα του μικροσκοπικού τους διαμερίσματος, σύρθηκε μέσα για να φέρει στη Ροζαμαρία έναν φάκελο με το όνομά της γραμμένο επάνω και της ευχήθηκε buon viaggio.1

«Τι έχει μέσα ο φάκελος;» ρώτησε η Φιλομένα μόλις βρέθηκαν πάλι στον δρόμο.

«Το εισιτήριό μου! Δεν θέλω να τον ανοίξω εδώ έξω, κάποιος μπορεί να μου το αρπάξει. Πάμε σε εκείνη την εκκλησία και θα τον ανοίξουμε εκεί», είπε η Ροζαμαρία και την άρπαξε πάλι από το χέρι. «Περίμενε και θα δεις το εσωτερικό αυτού του μέρους. Είναι η πιο όμορφη εκκλησία που έχω δει ποτέ! Λέγεται Σάντα Κιάρα. Την έχτισε ένας βασιλιάς για τη γυναίκα του».

Ξαφνικά, η Φιλομένα αισθάνθηκε καταβεβλημένη από τη ζέστη, από τα νέα, από το επιθετικό πλήθος. Ένιωθε την καρδιά της βαριά στο στήθος, σαν να ήταν από πέτρα. Αυτό της είχε ξανασυμβεί μόνο μία φορά στο παρελθόν, όταν την είχε εγκαταλείψει η μητέρα της.

Όμως, η Ροζαμαρία την τραβούσε και έστριβε ορμητικά, για μία ακόμα φορά, στις γωνίες των δρόμων, με μια περιχαρή ενεργητικότητα που η Φιλομένα δεν μπορούσε να συμμεριστεί. Έφτασαν στην εκκλησία, με κομμένη την ανάσα από το περπάτημα. Η Ροζαμαρία κάθισε στα σκαλοπάτια και έδειξε ψηλά, και έπειτα έβαλε το χέρι της κάτω από το πιγούνι της Φιλομένα για να την κάνει να γείρει το κεφάλι της προς τα πίσω.

«Κοίτα! Βλέπεις το αγαλματάκι που στέκεται στην κορυφή εκείνου του λεπτού στύλου; Είναι ο Πυργίσκος της Παρθένου Μαρίας. Δεν είναι όμορφη; Στέκεται ψηλότερα από όλους. Πάμε μέσα να Της ανάψουμε ένα κερί».

Δεν γινόταν λειτουργία μέσα στην εκκλησία και τα περισσότερα στασίδια ήταν κενά. Υπήρχαν μόνο κάποιες ηλικιωμένες κυρίες στα μαύρα, οι οποίες προσεύχονταν στους αγαπημένους τους αγίους. Τα κορίτσια βύθισαν τα δάχτυλά τους στο αγιασμένο νερό και έκαναν τον σταυρό τους, και έπειτα κάθισαν σε ένα στασίδι που μοσχοβολούσε καλογυαλισμένο ξύλο και λιβάνι. Η Ροζαμαρία έσκισε ανυπόμονα τον φάκελό της και περιεργάστηκε το περιεχόμενό του.

«Είναι όλα εδώ!» ψιθύρισε θριαμβευτικά. «Το εισιτήριό μου για το πέρασμα στην Αμερική, μερικά χρήματα για το ταξίδι και τα έγγραφα που χρειάζομαι για να με αφήσουν να μπω στη Νέα Υόρκη».

Έχωσε το πακέτο στον κόρφο της, μέσα στο φόρεμά της, γονάτισε πάνω στο μαξιλαράκι και ένωσε τα χέρια της για να προσευχηθεί.

Η Φιλομένα γονάτισε πλάι της, όμως δεν μπορούσε να προσευχηθεί. Αμφέβαλλε για το αν ο Θεός είχε χώρο στην καρδιά Του για ακόμα ένα απελπισμένο κορίτσι. Ήξερε ότι δεν ήταν ευλογημένη όπως η Ροζαμαρία. Αυτή η εκκλησία με τα βιτρό παράθυρα και τους μαρμάρινους κίονες παραήταν όμορφη για κοπέλες σαν κι αυτήν. Θύμιζε περισσότερο καθεδρικό, χτισμένο για σημαντικούς ανθρώπους. Με κάποιον τρόπο, η Ροζαμαρία, με την επίμονη ζωντάνια και το κουράγιο της, είχε καταφέρει να τρυπώσει σε αυτό το θεσπέσιο, ιερό μέρος. Αυτό, όμως, σήμαινε ότι η Φιλομένα δεν θα την ξανάβλεπε ποτέ. Γι’ αυτό ήταν σίγουρη.

«Πότε φεύγεις;» ρώτησε η Φιλομένα όταν βγήκαν από τη δροσερή, σκοτεινή εκκλησία και ανοιγόκλεισαν τα μάτια τους εξαιτίας της εκτυφλωτικής λιακάδας και της πνιγηρής ζέστης.

«Νωρίς τον άλλο μήνα», είπε η Ροζαμαρία χαμηλόφωνα. «Κανείς δεν πρέπει να το μάθει, Φιλομένα. Μην πεις λέξη σε κανέναν. Αν το ανακαλύψει η signora, θα βρει τρόπο να με σταματήσει, το ξέρω».

«Δεν θα το πω», υποσχέθηκε γεμάτη θλίψη η Φιλομένα. «Το ξέρεις».

«Έλα, λοιπόν», είπε η Ροζαμαρία. «Πρέπει να γυρίσουμε στο αγρόκτημα τώρα».

Η Φιλομένα ένιωσε σαν να ξύπνησε επιτέλους. «Τι είπες στη μαγείρισσα; Πώς και μας άφησε να βγούμε έξω σήμερα;»

«Της είπα ότι πέθανε κάποιος θείος μας και έπρεπε να πάμε στην κηδεία». Η Ροζαμαρία σταμάτησε μπροστά σε κάποιον που πουλούσε gelato σε χωνάκια. «Θα αγοράσουμε ένα και θα το μοιραστούμε», είπε και πλήρωσε για ένα παγωτό φιστίκι. Σωριάστηκαν πάνω στα πέτρινα σκαλοπάτια, έξω από την εκκλησία, και άρχισαν να απολαμβάνουν με τη σειρά τη δροσερή, κρεμώδη λιχουδιά, ενώ φλυαρούσαν δυνατά με έντονες χειρονομίες.

Μόλις τα κορίτσια τέλειωσαν το gelato τους, άκουσαν έναν βόμβο και μετά μια βοή που τις έκανε να κοιτάξουν ψηλά. Ήταν ένα σμήνος από πολεμικά αεροπλάνα. Σκίασαν τα μάτια τους για να δουν προς τα πού κατευθύνονταν σήμερα οι πιλότοι. Όμως, πριν καν συνειδητοποιήσει ότι ήταν εχθρικά αεροπλάνα, η Φιλομένα άκουσε ένα διαπεραστικό βουητό που γρήγορα δυνάμωσε και έγινε εκκωφαντικός θόρυβος.

Ένα κλάσμα του δευτερολέπτου αργότερα άρχισε ο βομβαρδισμός, και η πόλη διαλύθηκε γύρω τους.

Αργότερα, η Φιλομένα θα ανακάλυπτε τι είχε συμβεί εκείνη την ημέρα. Θα μάθαινε ότι η πόλη έπιασε φωτιά, όταν τετρακόσια αεροπλάνα B-17 έριξαν τις βόμβες τους και σκότωσαν τρεις χιλιάδες ανθρώπους στη Νάπολη. Ακόμα τρεις χιλιάδες τραυματίστηκαν όταν ένα πλοίο εξερράγη στο λιμάνι. Το νοσοκομείο Σάντα Μαρία ντι Λορέτο και η εκκλησία της Σάντα Κιάρα, στα σκαλιά της οποίας είχαν καθίσει, καταστράφηκαν ολοσχερώς.

Όμως, το μοναδικό πράγμα που θυμόταν πραγματικά ήταν οι εκρήξεις, πιο δυνατές από βροντή, ο ήχος των οποίων πόνεσε τα τύμπανα των αυτιών της, το στέρνο της, ολόκληρο το σώμα της μέχρι τον πυρήνα του, πριν ακόμα ένας αδυσώπητος, δυνατός αέρας τη ρίξει στο έδαφος. Έμοιαζε με σεισμό, με φωτιά και με τυφώνα, όλα μαζί. Ένιωσε τη Ροζαμαρία να την αρπάζει με το που οι πέτρες της εκκλησίας άρχισαν να πέφτουν. Έπειτα, εξίσου ξαφνικά, όλα έγιναν μαύρα και σκοτεινά για ώρα.

Όταν η Φιλομένα άνοιξε τα μάτια της, ολόκληρη η πόλη έμοιαζε με κρανίου τόπο που εξέπεμπε έναν αγωνιώδη, στριγκό ήχο, και εκείνη βρισκόταν ακριβώς στο κέντρο του. Η πόλη ήταν τόσο απόκοσμα σκοτεινιασμένη από το σύννεφο του μαύρου καπνού, που δεν μπορούσε να δει τίποτα. Προσπάθησε να πάρει ανάσα, αλλά ο αέρας ήταν γεμάτος από στάχτη και την αψιά μυρωδιά των πάντων –σάρκας, μετάλλου, λαδιού, πίσσας, ξύλου, τούβλων– που καίγονταν σε μια πυρά από την Κόλαση. Κάτι την κρατούσε καρφωμένη κάτω, κάτι πολύ βαρύτερο από τη Ροζαμαρία, που βρισκόταν ξαπλωμένη από πάνω της.

«Ρόζα! Ρόζα! Σήκω, δεν μπορώ να αναπνεύσω!» ούρλιαζε πανικόβλητη η Φιλομένα, που στριφογύριζε και αγκομαχούσε για να ελευθερωθεί. Σηκώθηκε παραπατώντας, με τον βρόμικο αέρα να της θολώνει την όραση, κι έτσι δεν διέκρινε ακόμα καθαρά το χάος που την περικύκλωνε. Ψαχούλεψε βήχοντας για το μαντίλι της, ώστε να το βάλει πάνω στο στόμα και τη μύτη της, όμως ένιωθε λες και εκατό μικροσκοπικές βελόνες τρυπούσαν τα μάτια της.

Συνειδητοποιούσε τώρα ότι αυτός ο οξύς ήχος προερχόταν από τις σειρήνες, τις πυροσβεστικές αντλίες, τις κόρνες και τα πλήθη που ούρλιαζαν με έναν τρόπο που δεν είχε ακούσει ποτέ από ενήλικες. Ένιωθε ότι όλοι έτρεχαν πανικόβλητοι – όμως πού πήγαιναν; Τα ουρλιαχτά έρχονταν από παντού.

«Ροζαμαρία, πρέπει να φύγουμε από εδώ, πριν μας πέσει τίποτα άλλο στο κεφάλι!» φώναξε η Φιλομένα. Στα συντρίμμια στα πόδια της ξεχώρισε ένα χέρι που τεντωνόταν προς το μέρος της. Για μια φευγαλέα στιγμή, σκέφτηκε το χέρι της μητέρας της, ακριβώς πριν την εγκαταλείψει. Όμως αυτό ήταν χέρι παιδικό. Η Φιλομένα το άρπαξε και το χέρι ξεκόλλησε – γιατί δεν ήταν από σάρκα, αλλά από πέτρα.

Μουδιασμένη, το έβαλε στην τσέπη της χωρίς να συνειδητοποιεί τι κάνει. Τώρα, ο άνεμος φύσηξε καθαρίζοντας τον καπνό και αφήνοντας χώρο να περάσει μια μικρή αχτίδα φωτός. Ανάμεσα στις μεγάλες πέτρες και τα τούβλα, διέκρινε το άγαλμα της Παρθένου Μαρίας, το οποίο είχε γκρεμιστεί θεαματικά από τον πυργίσκο και είχε μετατραπεί σε μια άμορφη μάζα. Κατάπληκτη ακόμα, η Φιλομένα κοίταξε ψηλά και κατάλαβε, επιτέλους, ότι ολόκληρη η εκκλησία έλειπε. Υπήρχε μόνο ένα τρομακτικό κενό στον ουρανό, ενώ στο έδαφος μόνο σωροί από συντρίμμια, λες και κάποιο μοχθηρό παιδί είχε κλοτσήσει με οργή όλα τα τουβλάκια του κτιρίου.

Η Ροζαμαρία ήταν ακόμα ξαπλωμένη, ακίνητη σαν πεταμένη κούκλα, μπρούμυτα πάνω σε ένα σωρό από πέτρες. Ήταν η πρώτη φορά που η Φιλομένα μπόρεσε να διακρίνει την ξαδέλφη της μέσα από τον καπνό.

«Ροζαμαρία, σήκω!» φώναξε απελπισμένα, καθώς γονάτιζε και την αναποδογύριζε. Το πρόσωπο της Ροζαμαρία ήταν γεμάτο αίματα, και, όταν η Φιλομένα τα σκούπισε βιαστικά με το φόρεμά της, είδε ότι η μύτη της Ροζαμαρία είχε σπάσει.

«Ρόζα! Ρόζα!» θρήνησε και άρχισε να ξεκουμπώνει φρενιασμένα το φόρεμα της ξαδέλφης της, για να ακούσει αν χτυπούσε ακόμα η καρδιά της. Η Φιλομένα χρειάστηκε να παραμερίσει τον φάκελο της προξενήτρας –που ήταν ακόμα κρυμμένος κοντά στην καρδιά της Ροζαμαρία, γεμάτος από τις ελπίδες και τα όνειρά της– ώστε να αφουγκραστεί το στήθος της ξαδέλφης της, που όμως ήταν βουβό όσο και οι πέτρες γύρω της. Κανένας παλμός, καμία ανάσα. Ήδη, η σάρκα της Ροζαμαρία ήταν σαν κρύος πηλός.

«Ρόζα!» είπε με αναφιλητά η Φιλομένα. «Ξύπνα, σε παρακαλώ!»

Ένας άντρας με λευκή νοσοκομειακή στολή, λερωμένη με μαύρη σκόνη, αναδύθηκε μέσα από τον αιωρούμενο μαύρο καπνό σαν φάντασμα. Λίγο πιο πίσω, ακολουθούσε ένας αστυνομικός. Η Φιλομένα κούμπωσε βιαστικά το φόρεμα της Ροζαμαρία, ώστε να μην είναι εκτεθειμένο το στήθος της. Καθώς ο άνεμος προσπάθησε να αρπάξει τον φάκελο της προξενήτρας, η Φιλομένα τον έπιασε και τον έχωσε μέσα στο δικό της φουστάνι, λίγο πριν ο αστυνομικός τη γραπώσει από τον ώμο.

«Δεν γίνεται να μείνεις εδώ. Φύγε όσο ακόμα μπορείς», μούγκρισε.

Η Φιλομένα έδειξε τη Ροζαμαρία. «Βοηθήστε την», ικέτευσε. Με το ζόρι άκουγε την ίδια της τη φωνή. Η αδιάκοπη φασαρία γύρω της είχε μουδιάσει τα αυτιά της, σαν να τα είχε καλύψει με ωτοασπίδες.

Ο άντρας με τη λευκή στολή τής φώναξε κατά πρόσωπο. «Είναι ζωντανή;» Έκανε νόημα σε κάποιους άλλους άντρες με άσπρα να φέρουν ένα φορείο και έδειξε τη Ροζαμαρία.

«Δεν ξέρω», είπε η Φιλομένα, με την ελπίδα ότι εκείνος, με κάποιον τρόπο, θα μπορούσε να την επαναφέρει στη ζωή.

«Όνομα;» απαίτησε να μάθει ο αστυνομικός, που κοιτούσε διερευνητικά τη Φιλομένα, ενώ οι νοσοκόμοι έσκυβαν πάνω από το νεκρό σώμα της Ροζαμαρία.

«Φιλομένα!» φώναξε υπάκουα. Εκείνος ζήτησε και το επώνυμό της και του το είπε.

Άργησε να συνειδητοποιήσει το λάθος της. Κάποιος είχε γράψει το όνομα της Φιλομένα σε ένα καρτελάκι και το είχε δέσει στο πόδι της Ροζαμαρία.

«Έλα πάλι αύριο», τη συμβούλευσε ο αστυνομικός. «Τότε θα μπορέσει η οικογένειά της να διεκδικήσει τη σορό, αν βρίσκεται κανένας από μας εδώ. Πήγαινε σπίτι σου, κορίτσι. Μπορεί να έρθουν κι άλλα βομβαρδιστικά».

Όμως η Φιλομένα δεν γύρισε στο σπίτι εκείνο το βράδυ. Ήταν αδύνατον – οι δρόμοι ήταν φρακαρισμένοι από αγριεμένους επιζώντες που τρέπονταν σε φυγή. Σε μικρή απόσταση από την πόλη, η Φιλομένα ανακάλυψε ότι είχαν στηθεί σκηνές για να προσφέρουν καταφύγιο στις χαμένες ψυχές και να τις εμποδίσουν από το να μετατραπούν σε ορδές εισβολέων στις γειτονικές κωμοπόλεις. Κάποιοι άνθρωποι ντυμένοι στα λευκά μοίραζαν νερό. Η Φιλομένα πήρε θέση στην ουρά.

Την άλλη μέρα, τρύπωσε πάλι στη Νάπολη. Ο καιρός ήταν κιόλας τόσο ζεστός, που οι άνθρωποι είχαν αρχίσει να θάβουν βιαστικά τους νεκρούς τους. Κατόρθωσε να φτάσει εκεί στην ώρα της για να εντοπίσει τη σορό της Ροζαμαρία και να ρίξει στην ξαδέλφη της λίγο αγιασμό, που τον πήρε από έναν ιερέα που περιφερόταν. Ένας ευρηματικός λιθοξόος πουλούσε ταφόπλακες, στις οποίες σκάλιζε βιαστικά τα ονόματα. Η Φιλομένα πήρε μερικά από τα νομίσματα της Ροζαμαρία για να πληρώσει τον λιθοξόο. Οι νεκροθάφτες είχαν τόσους πολλούς να θάψουν, που όλα έγιναν βιαστικά, μέσα στη φοβερή ζέστη. Η Φιλομένα δεν είπε τίποτα, ακόμα και όταν είδε ότι η ταφόπλακα που είχε πληρώσει έγραφε το δικό της όνομα, επειδή αυτό ήταν το όνομα στο καρτελάκι της σορού. Η θαρραλέα κοπέλα, που πέθανε τόσο νέα, αναπαυόταν τώρα κάτω από το λάθος όνομα.

Η Φιλομένα ζαλιζόταν και προχωρούσε αργά, σαν να περπατούσε μέσα στο νερό.

Ο ιερέας, που είδε τη χαμένη, απελπισμένη της έκφραση, την άγγιξε στον ώμο και της είπε για μια γυναικεία μονή σε έναν γειτονικό λόφο, η οποία παρείχε καταφύγιο σε ορφανά κορίτσια.

Η Φιλομένα άκουγε τους λυγμούς άλλων πενθούντων, σε άλλες ταφόπλακες, καθώς έλεγε μια βουβή προσευχή πάνω από τον τάφο της Ροζαμαρία και έριχνε μια σύντομη ματιά στο δικό της όνομα στην πλάκα. Τώρα ήξερε ότι ήταν πράγματι ορφανή. Οι γονείς της δεν θα την αναζητούσαν ποτέ, ήταν βέβαιη γι’ αυτό. Αλλά, ακόμα και αν το έκαναν, θα έβρισκαν μόνο αυτήν την ταφόπετρα, η οποία θα τους έλεγε ότι η ανεπιθύμητη κόρη τους είχε σκοτωθεί στον βομβαρδισμό της Νάπολης.

Και, μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, ενώ η Νάπολη επιτέλους «απελευθερωνόταν» και το λιμάνι λειτουργούσε ξανά, ένα κορίτσι με το όνομα Ροζαμαρία επιβιβαζόταν σε ένα πλοίο με προορισμό τη Νέα Υόρκη.

Μάργκαρετ ΆτγουντΠροδημοσίευσηειδήσεις τώραΕλληνικά Γράμματα