Βιβλίο|23.10.2023 07:50

Αύγουστος Κορτώ: Προδημοσίευση από το νέο του βιβλίο «Το πράσινο αστέρι» - Μια ιστορία σαν παραμύθι για παιδικές ψυχές

Άγγελος Γεραιουδάκης

Με ανυπομονησία περιμένουμε το επόμενο βιβλίο του Αυγούστου Κορτώ, που έχει τίτλο «Το πράσινο αστέρι» από τις εκδόσεις Πατάκη και αναμένεται να κυκλοφορήσει την Παρασκευή 27 Οκτωβρίου. Ενα μυθιστόρημα που, σύμφωνα με τον ίδιο, ονειρευόταν να γράψει εδώ και πολλά χρόνια.  

«Ήθελα μια ιστορία γραμμένη με απλότητα που να περιέχει όλο μου τον εαυτό, όλες τις συγγραφικές μου εμμονές: τη μοναξιά, τον φόβο και τον πόνο, την αγάπη, τη φιλία και τη στοργή, την καλοσύνη, που τόσο συχνά είναι η άλλη όψη της μελαγχολίας, το πένθος - κι όχι μόνο ως καημό, μα κι ως κινητήριο δύναμη. Κι έτσι γεννήθηκαν η Μοκοσάντα κι οι φίλοι της, που κινούν για μια μεγάλη περιπέτεια: την αναζήτηση ενός περάσματος προς το πράσινο αστέρι, όπου ζουν, παντοτινά ευτυχισμένες, οι ψυχές των καλών ανθρώπων. Μου πήρε πάνω από δυο δεκαετίες ν' ανακαλύψω, γράφοντας, την αλήθεια για τον εαυτό μου, και τώρα περιέχεται ολόκληρη σ' αυτό το βιβλίο. Ελπίζω να το αγαπήσετε όσο τ' αγάπησα κι εγώ» σχολιάζει ο ίδιος για το νέο του έργο.

Η µικρή Μοκοσάντα φεύγει απ’ το χωριό της λίγο πριν ξεσπάσει εµφύλιος. Οδηγός της το πράσινο αστέρι, όπου ζουν, παντοτινά ευτυχισµένες, οι ψυχές των καλών ανθρώπων. Στο ταξίδι της συναντά ζώα που γίνονται φίλοι της, κι όλοι µαζί αναζητούν την Αλτάντα, το πέρασµα των κόσµων, γιατί η Μοκοσάντα ονειρεύεται να ξαναδεί τον πατέρα της, που έχασε µικρή, κι ίσως ακόµα και τη µάνα της, γιατί δεν ξέρει τι απόγινε όταν ο πόλεµος κατάπιε το Μοκόσο.

Ο Ίκο Ίκο, το πεινασµένο, φοβισµένο λυκάκι. Ο Λίτολο, ο µελαγχολικός γύπας. Η Ζουζούτα, το µικρό βασανισµένο φίδι. Κι εσείς, οι αναγνώστες της περιπλάνησής τους, κάτω απ’ τη λάµψη του πράσινου αστεριού. Ενα µυθιστόρηµα για τη φιλία και την αγάπη. Μια περιπέτεια για τον άλλο κόσµο, που ζει µέσα µας. Μια ιστορία σαν παραµύθι, για παιδικές ψυχές – σ’ ό,τι σώµα κι αν κατοικούν.

Αποκλειστικό: Προδημοσίευση από το βιβλίο «Το πράσινο αστέρι»

Η Μοκοσάντα καθόταν στο κρύο χώμα και κοιτούσε το πράσινο αστέρι.

Δεν είχε όνομα, γιατί οι αρχαίοι πρόγονοι έλεγαν πως τα θαύματα δεν πρέπει να τα ονομάζεις – μόνο να τα πιστεύεις. Σ’ όλα τ’ άλλα μέρη του πλανήτη, δεν ήταν παρά μια φωτεινή κουκκίδα μες στις χιλιάδες, όμως στην Ερικόντα –την Καμένη Γη–, τις τρεις τελευταίες μέρες του μήνα ήταν μεγάλο σαν μάτι αρπαχτικού, σαν σμαράγδι, σαν φεγγαράκι που μόλις ξεφύτρωσε, κι είναι ακόμα άγουρο σαν μίσχος.

Σύμφωνα με μύθους παλιούς όσο κι ο άνθρωπος, οι ψυχές, μετά τον θάνατο, πετούσαν μεμιάς στο πράσινο αστέρι, όπου όλοι ήταν νέοι, ευτυχισμένοι κι αιώνιοι, γιατί έπιναν το πράσινο νερό που ανάβλυζε απ’ την καρδιά του αστεριού.

Όπως κάθε τέτοια νύχτα, έτσι κι απόψε η Μοκοσάντα αναρωτιόταν αν κι ο πατέρας της βρισκόταν εκεί πάνω, αν την έβλεπε, αν την είχε πεθυμήσει, αν περίμενε τη στιγμή που η ψυχή της θα διέσχιζε τον ουρανό για να ανταμώσει τη δική του.

Τον είχε χάσει πριν έξι χρόνια, ένα ξημέρωμα του καλοκαιριού. Γυρνώντας απ’ το μαγαζί –ένα μικρό μαγέρικο που έμενε ανοιχτό όλη νύχτα–, είχε πατήσει μια γουάρα που χουζούρευε στα χόρτα, και το φαρμακερό φίδι τον είχε τσιμπήσει στον αστράγαλο, κι όσα γιατρικά κι αν του ’χε δώσει η Μάμαφε, η σοφή του χωριού, μ’ όσα καταπλάσματα και προσευχές κι αν είχε πασχίσει να ξορκίσει το δηλητήριο, ο πατέρας της είχε ξεψυχήσει λίγες ώρες μετά, απ’ τον πυρετό.

Η Μοκοσάντα τότε ήταν μόλις τεσσάρων χρονώ, κι ωστόσο θυμόταν ένα σωρό πράγματα που κρατούσαν την αγάπη ζωντανή: τα καλοσυνάτα καστανά του μάτια, όπως έλαμπαν το βράδυ, τη στιγμή που έσκυβε να την καληνυχτίσει μ’ ένα φιλί τη μυρωδιά του – καψαλισμένο κρεμμύδι, πιπέρι, γάλα καρύδας τη γλυκιά, βαθιά φωνή του, όταν έλεγε Έλα δω, μικρή μου πριγκίπισσα, και την άρπαζε στην αγκαλιά του. Ο ίδιος, άλλωστε, της είχε δώσει τ’ όνομα της γενναίας βασιλοπούλας, που ’χε πολεμήσει, αιώνες πριν, πλάι στους απλούς στρατιώτες, για να φυλάξει το Μοκόσο απ’ τις εχθρικές στρατιές των Οντζόλο.

Καμιά φορά, τη φώναζε έτσι κι η μητέρα της, αλλά δεν ήταν το ίδιο: απ’ τη μια, η ορφάνια την είχε μεγαλώσει απότομα, και φοβόταν μην τους πάρει κάνα αυτί και γίνει ρεζίλι στα κορίτσια της γειτονιάς, κι απ’ την άλλη, το τρυφερό χαϊδευτικό τούς θύμιζε τον ποζοκόκο, το ότι οι δυο τους συνέχιζαν να ζουν χωρίς αυτόν, κι ένιωθαν μια σουβλιά στην καρδιά, σαν να ’ταν η ζωή τους προδοσία.

Και τώρα, από μικρή πριγκίπισσα, προσφυγοπούλα, μονολόγησε η Μοκοσάντα, και τύλιξε ακόμα πιο σφιχτά την κουβέρτα γύρω απ’ τους ώμους.

Γιατί ορισμένοι τόποι μικραίνουν σαν τα γεροντάκια, που διπλώνονται στα δύο και καμπουριάζουν και κονταίνουν, λες κι εξαφανίζονται πριν έρθει η ώρα τους. Κατακτητές και πόλεμοι, απληστία κι αλαζονεία κόβουν λίγο λίγο κι από ένα κομμάτι, ώσπου στους χάρτες της γης και του μυαλού δεν απομένει παρά μια σπιθαμή.

Έτσι και το Μοκόσο: από τρανό βασίλειο της αρχαιότητας, είχε γίνει με τους αιώνες πριγκιπάτο, κι έπειτα μεγαλούπολη, κι ύστερα σκέτη πόλη, και στο τέλος ένα χωριουδάκι τόσο δα. Πολλοί μιλούσαν ακόμα για τα αλλοτινά μεγαλεία, τα πλούτη, μα οι περισσότεροι σώπαιναν η ανάμνηση της δόξας δεν σε χορταίνει το βράδυ, δεν σε ζεσταίνει τον χειμώνα.

Όμως απ’ όλα τα ζώα, δεν υπάρχει πιο αχόρταγο απ’ τον άνθρωπο. Ακόμα κι όταν το βασίλειο είναι μια κούφια λέξη, κι η γη που διαφεντεύεις στη φαντασία σου είναι δυο ώρες όλη κι όλη απ’ τη μιαν άκρη ως την άλλη, μπορεί να λαχταράς να γίνεις βασιλιάς της, να κάνεις με τη βία δικό σου κάθε χτήμα και σπίτι και μαντρί – κι αυτή η αχορτασιά είχε φάει τις ψυχές μιας χούφτας κατοίκων του μικροσκοπικού Μοκόσο, κι είχε φέρει στο χωριό το φριχτότερο ανθρώπινο φαρμάκι: εμφύλιο πόλεμο.

Εδώ και μέρες οι φήμες σιγόβραζαν, για άντρες που είχαν βαφτιστεί αρχηγοί και μάζευαν όπλα κι εφόδια, καθώς ετοιμάζονταν να εισβάλουν ως και στο μικρότερο καλύβι, να κλέψουν, να φοβερίσουν –μέχρι και να σκοτώσουν–, ώστε να επιβάλουν την εξουσία τους. Κι η μάνα της Μοκοσάντα, που ήταν προνοητική κι οσμιζόταν τον χαλασμό στον αέρα, τον έβλεπε στα σκυφτά κεφάλια και στα τρομαγμένα μάτια των χωριανών, την ξύπνησε σήμερα με το πρώτο φως, την ώρα που όλοι κοιμόντουσαν –ακόμα κι οι συνωμότες, μιας και κάθε μυστική τους συνάντηση κατέληγε σε ολονύχτιο μεθύσι–, και της είπε πως έπρεπε να φύγει.

Το δεκάχρονο κορίτσι –αγουροξυπνημένο, σα­στισμένο– έβαλε τα κλάματα. Να φύγει; Για πού; Και γιατί; «Γιατί το κακό ζυγώνει, βασιλοπούλα μου» είπε η μάνα της, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της, φιλώντας τη στο μέτωπο. «Και πρέπει να ζήσεις».

«Κι εσύ;» ρώτησε η Μοκοσάντα, προσπαθώντας να χωθεί στον κόρφο της σαν μωρό. «Γιατί δεν φεύγεις κι εσύ μαζί μου;»

«Μες στις φωνές της λογικής που θ’ ακουστούν» της είπε εκείνη, «κι ας είναι λιγοστές, θέλω να υψώσω και τη δική μου». Πράγματι, ένα δυο βράδια πριν, είχε ζωγραφίσει στην πόρτα του πέτρινου σπιτιού τους τρία σύμβολα, που στα μοκόσι σήμαιναν Αδέρφια στη φτώχεια, αδέρφια στην ειρήνη. «Και πρέπει κάποιος να μείνει για να φροντίζει τον τάφο του πατέρα σου – μεθαύριο ο μήνας τελειώνει». Κι αυτό αλήθεια ήταν: σύμφωνα με την παράδοση, την τρίτη και τελευταία νύχτα του πράσινου αστεριού, πήγαινες στο μνήμα του αγαπημένου, αγκάλιαζες τη γη, και του έλεγες: Δεν σε ξεχνώ. Κι εκείνος, ψηλά στον ουρανό, ένιωθε τα μπράτσα σου να τον σφίγγουν.

Μα ο πραγματικός λόγος που δεν ήθελε να κινήσει μαζί της για το άγνωστο ήταν άλλος: ήθελε να θυσιαστεί στη θέση της. Γιατί η μητέρα της Μοκοσάντα είχε γεννηθεί με το ένα πόδι πιο κοντό απ’ τ’ άλλο, και κούτσαινε από παιδάκι, κι όσο περνούσαν τα χρόνια, το περπάτημά της γινόταν όλο και πιο αργό, απ’ την κούραση και τον πόνο. Αν είχε δίκιο, και το χωριό βούλιαζε στη βία και στο αίμα, δεν θα πρόφταινε να ξεφύγει, να πάει μακριά – θα την καθυστερούσε, ενώ μόνη της η μικρή ήταν γοργοπόδαρη σαν γαζέλα.

Μολαταύτα, πάσχισε με χίλια παρακάλια να τη μεταπείσει – την τράβηξε απ’ το χέρι, γαντζώθηκε πάνω της, έπεσε σαν νήπιο και τύλιξε τα χέρια γύρω απ’ τα πόδια της, αλλά η μητέρα της, κι ας σκούπιζε διαρκώς τα δακρυσμένα μάτια της, δεν έπαιρνε από λόγια. Της είχε κιόλας ετοιμάσει τα τρία ταπεινά εφόδια που θα έπαιρνε μαζί της: μια ξύλινη γαβάθα με βιδωτό καπάκι, γεμάτη βραστό ρύζι και κομμάτια παστό μπακαλιάρο, ένα δερμάτινο παγούρι κρύο νερό, και την κόκκινη κουβέρτα. Γονάτισε με κόπο και την έπιασε απ’ τους ώμους: «Θα περπατήσεις με τον ήλιο πίσω σου, μέχρι να σκοτεινιάσει, ή να μη σε βαστούν τα πόδια σου. Κι εγώ, αν τα καταφέρω, θα ’ρθω να σε βρω».

Κοιτώντας τώρα το σμαραγδένιο μάτι της νύχτας, η Μοκοσάντα αναρωτήθηκε αν η μητέρα είχε κιόλας πετάξει στο πλευρό του πατέρα της, και της κουνούσε το χέρι – νέα σαν κορίτσι, χαρούμενη, με δυο πόδια όμοια και γερά. Κι αυτό γιατί, πριν λίγη ώρα, είχε δει ένα πλοκάμι καπνού να υψώνεται στο βάθος των τριών μεγάλων λόφων που ’χε διασχίσει απ’ το πρωί – κι αν οι κακοί, οι χτεσινοί τους γείτονες κι αποψινά τέρατα, είχαν βάλει φωτιά στο χωριό, τι αξία θα ’χαν οι λογικές φωνές, τι αξία θα ’χαν οι ίδιες οι ζωές, όταν οι φλόγες κατάπιναν το παλιό ξύλο, μαζί με τα σύμβολα που μιλούσαν για την αδερφοσύνη της φτώχειας;

Η Μοκοσάντα ένιωθε κάτι πιο βαθύ απ’ τον φόβο, πιο βαρύ απ’ τη λύπη, κάτι που στέγνωνε τα δάκρυα πριν αναβλύσουν το ίδιο αίσθημα τη στοίχειωνε τις ατέλειωτες ώρες της πεζοπορίας, γι’ αυτό και δεν είχε αγγίξει το ρύζι, κι είχε πιει μόνο δυο τρεις γουλιές νερό. Ήταν ολομόναχη στον κόσμο, κι ο κόσμος ήταν τόσο μεγάλος, τόσο ξένος, που την έκανε να νιώθει μικρή σαν σβολαράκι απ’ το χώμα όπου καθόταν το ταλαιπωρημένο της κορμί.

Η μόνη της παρηγοριά ήταν η κόκκινη κουβέρτα. Η μητέρα της την έπλεκε απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, προσθέτοντας όλο και περισσότερο μαλλί. Στην αρχή ήταν όσο μια μαντήλα, για να τυλίγει το βρεφικό της σώμα, μετά μεγάλωσε μαζί της, έγινε σαν ριχτάρι, να τη σκεπάζει όταν κοιμόταν, και λίγο λίγο, όσο η Μοκοσάντα ψήλωνε και το κορμί της έδενε, είχε φτάσει να ’ναι μακριά και πλατιά σαν μάλλινο σεντόνι, για να μπορεί να κουκουλώνεται ολόκληρη με δαύτη, ως το κεφάλι. Είχε ακόμα (αλλά για πόσο;) τη μυρωδιά της μάνας και του σπιτιού: καυσόξυλα, θυμάρι, ανθόνερο.

Παράξενη που ήταν η Γη! Ώρες ώρες, δεν ήξερες αν της έμοιαζαν οι άνθρωποι, ή τ’ ανάποδο. Η Μοκοσάντα θυμόταν έναν δύσμοιρο γείτονα, που ’χε καεί άσχημα έναν χειμώνα, όταν το μαγκάλι του αναποδογύρισε και το στρώμα του πήρε φωτιά. Η Μάμαφε τον πασάλειβε με αλόη, μα ο δόλιος, εκτός απ’ τον πόνο, έλεγε συνεχώς ότι τουρτούριζε. Κι έτσι ακριβώς εξηγούσε ο μύθος την παραξενιά της Ερικόντα – ενός τόπου που έκαιγε απ’ τη ζέστη ολημερίς, και το βράδυ πάγωνε. Το φως του ήλιου, έλεγε η αρχαία ιστορία, τσουρούφλιζε μόνο τη φλούδα της Καμένης Γης, κι άφηνε την ψίχα της κρύα, και για να μην ξυλιάσει, τις νύχτες έπαιρνε όλη τη ζεστασιά της μέρας και την κράταγε βαθιά μέσα στο σώμα της.

Η Μοκοσάντα κοίταξε στ’ αριστερά της πλαγιάς, όπου το χώμα έκανε μια γούβα σαν κρεβάτι, κι έπειτα χαμήλωσε τα μάτια στο τσουβαλάκι που έσφιγγε ανάμεσα στα γόνατά της – μα δεν νύσταζε, ούτε πεινούσε, ούτε διψούσε. Το μόνο που ήθελε ήταν να σηκωθεί και να πάρει τον δρόμο του γυρισμού: γιατί αν μια μέρα μοναξιάς έμοιαζε με χρόνο, πώς θα ’ταν η βδομάδα, ο μήνας, χωρίς ένα χαμόγελο, χωρίς ένα χάδι; Όμως φοβόταν – κι όχι μόνο τους άντρες με τα όπλα, ή τον χαμό της μάνας της. Στην Ερικόντα, μετά από κάθε πόλεμο, επικρατούσε το άγριο έθιμο του βομπούρου: για να αναπληρώσουν το πλήθος των σκοτωμένων, όλες οι γυναίκες που ’χαν απομείνει –ακόμα και τα κοριτσάκια– έπρεπε να παντρευτούν έναν απ’ τους νικητές, κι η Μοκοσάντα προτιμούσε την εξορία από μια τέτοια μοίρα.

Μακάρι να ’χε μάθει να διαβάζει τ’ άστρα! Τουλάχιστον τότε θα ήξερε πού βρισκόταν. Έπειτα από μια μέρα περπάτημα, ήταν ακόμα στο Μοκόσο, ή μήπως είχε διαβεί τα σύνορα μιας άλλης χώρας; Μααφού έτσι κι αλλιώς θα συνέχιζε να προχωρά –για να κρυφτεί απ’ τον φλογισμένο ήλιο του μεσημεριού–, αργά ή γρήγορα θα έφτανε σ’ έναν ξένο τόπο, όπου κανείς δεν θα τη γνώριζε, όπου οι άνθρωποι θα μιλούσαν ακαταλαβίστικα, και πώς να τους εξηγούσε ότι κάποτε ήταν ευτυχισμένη, ότι είχε αγαπηθεί, κι ότι της άξιζε μια ανθρώπινη ζωή;

Ξαφνικά, της ήρθε μια ιδέα: η μητέρα της είχε πει να προχωρήσει με την πλάτη στον ήλιο, άρα προς τη δύση. Μήπως, λοιπόν, ο προορισμός της, το μέρος που την είχε στείλει η λατρεμένη μομουκόκο, δεν βρισκόταν σε τούτη τη γη, αλλά στο χείλος του πράσινου αστεριού; Και μπορούσε ένα μικρό κορίτσι μόνο του να βρει το θρυλικό πέρασμα, την πράσινη σχισμή των μύθων;

Δεν υπήρχε άνθρωπος στην Καμένη Γη που να μην την είχε ονειρευτεί, κι αμέτρητοι την είχαν γυρέψει. Κάθε φορά που μια ψυχή αστερωνόταν, άνοιγε, με το πέταγμά της, μια μικροσκοπική τρύπα στο υφάδι των κόσμων, κι όλες μαζί, εδώ και χιλιάδες χρόνια, είχαν ξηλώσει μια ραφή – κι αν την έβρισκες, αντίκριζες το πράσινο αστέρι και τους αθάνατους κατοίκους της λες κι ήταν μπροστά σου, κι ορισμένοι έλεγαν ότι μπορούσες ακόμα και να ταξιδέψεις στον τόπο των ευτυχισμένων ψυχών χωρίς να πεθάνεις, αρκεί να μην έπινες το πράσινο νερό, γιατί κανείς δεν είναι πάνω από τον θάνατο.

Μαγεμένες σπηλιές και στοιχειωμένα πηγάδια, σβησμένα ηφαίστεια κι υπόγεια ποτάμια – οι εκδοχές για την τοποθεσία της Αλτάντα ήταν μυριά­δες, όμως κανένας δεν είχε κάνει το μεγάλο ταξίδι: μόνοι οι τρελοί κι οι ονειροπαρμένοι.

Οι περισσότεροι πίστευαν ότι η πράσινη σχισμή βρισκόταν στη δύση, γιατί με κάθε ηλιοβασίλεμα το βάρος του ήλιου πίεζε το σύνορο των κόσμων. Άραγε γι’ αυτό της είχε δώσει τέτοιες οδηγίες η μητέρα της – για να ξαναβρεθούν στην άλλη όχθη;

Το μυαλό της Μοκοσάντα γύριζε σαν σβούρα στο χέρι της φαντασίας, όταν άκουσε ένα σούρσιμο πίσω της, κι έπειτα μια σιγανή φωνή να λέει: «Χίλια συγγνώμη, αλλά μου μύρισε ψάρι. Μήπως σου περισσεύει λίγο;».

Και γυρνώντας, είδε δυο μεγάλα κίτρινα μάτια να την κοιτάζουν.

Σκούζοντας απ’ την τρομάρα της, η Μοκοσάντα σηκώθηκε μ’ ένα σάλτο. Η καρδιά της έτρεμε, κι όχι επειδή της είχε μιλήσει ζώο –μέχρι τα δώδεκα, όλα τα παιδιά της Ερικόντα καταλάβαιναν και μιλούσαν τις γλώσσες των ζώων–, αλλά επειδή τα κίτρινα μάτια ανήκαν σε λύκο, σαν αυτούς που κατέβαιναν καμιά φορά απ’ τους γύρω λόφους στο χωριό, μήπως και τρυπώσουν σε κανένα κοτέτσι.

Μα όταν έστρεψε τα μάτια στο σημείο απ’ όπου είχε ακουστεί η φωνή, είδε μόνο μια συστάδα αγριόχορτα και καλάμια να τρεμουλιάζουν. Η περιέργεια νίκησε τον φόβο, και πλησιάζοντας, διέκρινε στο φως του φεγγαριού ένα κομμάτι μουσαμά, πάνω στο οποίο ήταν κολλημένα με ρετσίνι ξερά χόρ­τα και φύτρες καλαμιάς – κι ολόκληρο, μαζί με το εξόγκωμα που σκέπαζε, τρανταζόταν πάνω κάτω. «Χίλια συγγνώμη αν σε τρόμαξα» είπε η φωνή, αδύναμη και φοβισμένη, «αλλά παρασύρθηκα απ’ την πείνα. Δεν θα σου κάνω κακό, σ’ τ’ ορκίζομαι». «Όύτε κι εγώ» είπε η Μοκοσάντα. «Βγες, μη φοβάσαι. Θα σου δώσω να φας».

Με αργές κινήσεις, ένα φουντωτό, γκρίζο πλάσμα ξεμύτισε απ’ τον μουσαμά: ένα λυκάκι μια σταλιά, με πελώριες άσπρες πατούσες. Όταν σήκωσε το κεφάλι, τα κίτρινα μάτια ήταν γεμάτα ανακούφιση κι ευγνωμοσύνη.

«Με λένε Ίκο­ Ίκο» είπε σιγανά, και χαμογέλασε, φανερώνοντας κοφτερά δόντια μεγάλου λύκου. «Εγώ είμαι η Μοκοσάντα. Μπορώ να σε χαϊδέψω;» Γιατί, παρά τις δοντάρες και τις ποδάρες του, το λυκάκι τής φαινόταν αξιολάτρευτο.

Ό Ίκο ­Ίκο έγνεψε καταφατικά, κι η Μοκοσάντα τού χάιδεψε απαλά το κεφάλι, κι έπειτα έβγαλε απ’ το τσουβαλάκι την ξύλινη γαβάθα, αναποδογύρισε το καπάκι, και το γέμισε ρύζι με μπακαλιάρο. Σε δυο στιγμές, είχε γίνει άφαντο.

«Σ’ ευχαριστώ μ’ όλη μου την καρδιά» της είπε, και ξερογλείφτηκε.

παραμύθιΑύγουστος Κορτώειδήσεις τώραΠατάκηςΠροδημοσίευση