Βιβλίο|08.05.2019 20:08

Γιάννης Καλπούζος στο ethnos.gr: Είμαστε πλασμένοι από αγιοσύνη και βούρκο

Άγγελος Γεραιουδάκης

Με αφορμή την ημέρα μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Γενοκτονία των Ποντίων (1919-2019), το ιστορικό μυθιστόρημα του Γιάννη Καλπούζου «Σέρρα: Η ψυχή του Πόντου» κυκλοφορεί σε σκληρόδετη αριθμημένη έκδοση 2.000 αντιτύπων από τις εκδόσεις Ψυχογιός.  

Ενόψει του εκτοπισμού των Αρμενίων απ' την Τραπεζούντα τον Ιούνιο του 1915, ένα κορίτσι που μοιάζει να το ζωγράφισε ο ίδιος ο Θεός καταφεύγει στο σπίτι ενός αγνώστου. Στην Ορντού ένα άλλο κορίτσι εύπορης ελληνικής οικογένειας ετοιμάζεται για τον γάμο της και πασχίζει να οραματιστεί το μέλλον μ' έναν άντρα τον οποίο ελάχιστα γνωρίζει. 

Ο χαρισματικός, θρήσκος και θεματοφύλακας των ηθών της εποχής Γαληνός Φιλονίδης διχάζεται ανάμεσα σε δυο γυναίκες∙ δοκιμάζεται εμπρός στις ιδέες του∙ έρχεται αντιμέτωπος με την αγριότητα και το μίσος∙ συντρίβεται και θέτει ως στόχο ζωής να εκδικηθεί εκείνον που του προκάλεσε τον μέγα πόνο. 

Στο παρασκήνιο της μυθοπλασίας ιχνογραφείται ο Πόντος μέχρι την ανταλλαγή των πληθυσμών∙ η ομογενοποίηση των φυλών με συνδετικό κρίκο μα και άλλοθι τη θρησκεία∙ ο φόβος, η μισαλλοδοξία και ο εθνικισμός που ενσπείρουν οι Νεότουρκοι και στη συνέχεια οι Κεμαλιστές∙ η καθημερινή ζωή στα πρώτα χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης∙ οι διώξεις των Ελλήνων επί Στάλιν∙ τα στρατόπεδα εργασίας στη Σιβηρία και οι στέπες του Καζακστάν με αφόρητους καύσωνες το καλοκαίρι και σφοδρό ψύχος τον χειμώνα∙ οι πόθοι, τα πάθη και τα δεινά των Ποντίων.  

Κι όλα, μέσα από το πολυσχιδές ταξίδι που γράφει η ζωή και το ταξίδι που γράφεται για τη ζωή, να φαντάζουν φλόγες και κινήσεις του ποντιακού χορού σέρρα, του χορού της φωτιάς.

Με ποιον τρόπο πλάθετε τις ιστορίες σας; Πώς ξεκινά η συγγραφική δραστηριότητα για κάθε νέο βιβλίο;

Συνήθως, ξεκινώ απ’ το θέμα ή τα θέματα τα οποία θέλω να διαπραγματευτώ και στη συνέχεια αναζητώ την ιστορική χρονική περίοδο που θα μου επιτρέψει να τα αναπτύξω. Μέσα από τις αλλοτινές εποχές στοχεύω και να αναδείξω τη διαχρονικότητα της θεματολογίας μου. Ενίοτε η αρχή γίνεται μέσα από πολλές και συνδυαστικές σκέψεις, όπου δύσκολα είναι διακριτό τι προκάλεσε τον πρώτο σπινθήρα. Μπορεί τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ενός ήρωα να με οδηγήσουν στο κτίσιμο μιας μυθοπλασίας ή τα σπάργανα μιας μυθοπλασίας να με ωθήσουν να τη διηγηθώ. Δηλαδή, να με ενδιαφέρει κυρίως ο μύθος, ο οποίος και θα γεννήσει κατά την πορεία της συγγραφής τους ήρωες και τα προς διαπραγμάτευση ζητήματα. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει προδιαγεγραμμένο σχέδιο.

Τι αποτέλεσε την αφορμή για να γράψετε ένα βιβλίο για την «ψυχή» του Πόντου;

Το ενδιαφέρον μου για τον ελληνισμό στα απόμακρα γεωγραφικά σημεία, το οποίο είχε εκδηλωθεί ήδη με το «Ιμαρέτ», το «Άγιοι και δαίμονες» και το «Ουρανόπετρα». Επίσης, η επιθυμία μου να μιλήσω μέσα από το χθες για το σήμερα και να λειτουργήσουν τα δεινά των Ποντίων, σε σχέση με το γεγονός ότι κατάφερναν να σηκώνουν ξανά και ξανά το κεφάλι ύστερα από αλλεπάλληλους κατατρεγμούς, ως σημείο αναφοράς και φωτεινό παράδειγμα για τους σύγχρονους Έλληνες. Συνάμα μου δινόταν η ευκαιρία να μιλήσω για πλείστα άλλα θέματα, όπως το αγρίμι που κρύβει μέσα του ο άνθρωπος, το τυφλό μίσος και την ανθρωπιά, την απληστία και τη μοχθηρία, την αποτίμηση κάτω από ανώμαλες συνθήκες της ανθρώπινης ζωής, τη συνέχεια της φυλής μας και τόσα άλλα.

Πόσο χρόνο διήρκησε η έρευνα για τα ιστορικά στοιχεία που τεκμηριώνουν το έργο σας;

Για κάθε βιβλίο μου χρειάζομαι δύο χρόνια επί τουλάχιστον δέκα με δεκαπέντε ώρες εργασίας καθημερινά ή μάλλον, επί το ακριβέστερο, κάθε νύχτα. Η επίπονη έρευνα αφορά κυρίως στα πραγματολογικά στοιχεία, ό,τι δηλαδή ανασυνθέτει μια εποχή που δεν υπάρχει πια, και λιγότερο στα καθαυτό ιστορικά στοιχεία για τα οποία είναι ασύγκριτα ευκολότερη η αναζήτησή τους.

Ποια είναι τα γνωρίσματα ενός καλού ιστορικού μυθιστορήματος; 

Καταρχάς η όσο το δυνατόν πιο πιστή ανάπλαση μιας εποχής και συνάμα, όπως σε κάθε καλό μυθιστόρημα, σύγχρονο ή ιστορικό, η μυθοπλασία, οι χαρακτήρες και βεβαίως η αναπαραστατική δύναμη της γλώσσας. Χωρίς τη γλώσσα, όλα χάνουν τη γοητεία, τη δύναμη και τη δυναμική τους. Σημειώνω ότι η ανάπλαση μιας εποχής γίνεται με στόχο ο αναγνώστης να ζήσει όσο πιο παραστατικά γίνεται τα διαδραματιζόμενα, αλλά και να του δοθεί η δυνατότητα να κρίνει τους ήρωες και τις ιστορικές περιπέτειες με βάση τα μέτρα και τα σταθμά που ίσχυαν τότε κι όχι με τον τρόπο που σκεφτόμαστε σήμερα.

Γιατί αποφασίσατε να ασχοληθείτε μ’ αυτό το απαιτητικό λογοτεχνικό είδος;

Με γοητεύει η περιπλάνηση σε παλιές εποχές, ζω πολλές ζωές μέσα από τους ήρωές μου κάτω από τόσο διαφορετικές συνθήκες, μαθαίνω ο ίδιος για τα υλικά που μας έχουν κτίσει ως άτομα, φυλή και κοινωνία, μελετώ τα της ψυχής, που ελάχιστα ή καθόλου δεν άλλαξαν με το πέρασμα του χρόνου, και προσπαθώ να αναδείξω το κορυφαίο, κατ’ εμέ, ζήτημα της συνήθειας. Συνήθεια, η οποία μεταλαμπαδεύεται προφορικά ή εν γένει μιμητικά από γενεά σε γενεά και έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη και από τα διδάγματα του σχολειού, όπως έγραφα στο «Άγιοι και δαίμονες».

Νιώθετε πιο κοντά σε κάποιον από τους χαρακτήρες του μυθιστορήματός σας; Τι συμβαίνει με τους χαρακτήρες των βιβλίων σας όταν αυτά κλείσουν;

Οι ήρωές μου αποτελούν κομμάτι της ύπαρξής μου και δε χάνονται όταν ολοκληρώνεται ένα βιβλίο. Απεναντίας συνεχίζουν να ζουν δίπλα μου, με τα κουσούρια, τα προτερήματα και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του καθενός. Γαληνεύοντάς με ή αναστατώνοντάς με. Συζητούμε, μαλώνουμε, συνταυτιζόμαστε ή διαφωνούμε, επανέρχονται στη ζωή μου με πλείστες όσες ευκαιρίες. Με πολλούς νιώθω κοντά, ωστόσο οραματίζομαι και πασχίζω να γίνω παππούς Ισμαήλ, ο ήρωάς μου από το «Ιμαρέτ», αν και ακόμη δεν έχω καταφέρει να αντιμετωπίζω με τη δική του στωικότητα, περίσκεψη και νηφαλιότητα τον κόσμο και όσα συμβαίνουν.

Σήμερα στη χώρα μας καταφθάνουν δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες, πασχίζοντας να ξεφύγουν από τον θάνατο. Θα σταματήσει, άραγε, ποτέ η μανία του ανθρώπου να εξοντώσει τον συνάνθρωπο;

Ο άνθρωπος κρύβει μέσα του άγιους και δαίμονες. Είμαστε πλασμένοι από αγιοσύνη και βούρκο. Για όσο η λάσπη της ψυχής μας υπερέχει, θα τρώμε ο ένας τον άλλον. Για όσο ο στοχασμός εκλείπει, ας μην ελπίζουμε σε θαύματα και θαυματοποιούς. Το μέλλον κάθε άλλο παρά αισιόδοξο διαφαίνεται.

Βλέποντας την άνοδο των νεοναζί σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, αναρωτιέται κάποιος, διδασκόμαστε ποτέ απ' την Ιστορία;

Για να διδαχτούμε απ’ την Ιστορία πρέπει να τη γνωρίζουμε και στη συνέχεια να την αναλύσουμε με ορθό τρόπο. Να τη γνωρίσουμε σε βάθος και όχι να βλέπουμε μόνο τον κουρνιαχτό της. Να κρατήσουμε το μέλι της κι όχι το δηλητήριό της. Δυστυχώς, τίποτε από αυτά δε συμβαίνει στην πλειονότητα των κοινωνιών μας.

Πώς κρίνετε τη σημερινή εκπαίδευση στη χώρα μας;

Στη δική μου συλλογιστική η εκπαίδευση πάσχει κυρίως στο σπίτι, στην οικογένεια. Από εκεί αρχίζει το μεγάλο κακό. Πόσο χρόνο αφιερώνουμε στα παιδιά μας, πόσο συζητάμε μαζί τους, με ποια πρότυπα και με ποιες αρχές και αξίες τα μεγαλώνουμε. Κατά πόσο η λειτουργία της οικογένειας ακυρώνει στην πράξη το σχολείο και απαξιώνει τον εκπαιδευτικό. Όσον αφορά την καθαυτό εκπαίδευση θεωρώ ότι υστερεί σε γνώσεις γενικής παιδείας κι αυτό είναι μέγα λάθος. Είναι άξιο το έργο ορισμένων ακαδημαϊκών οι οποίοι εντρυφούν σε συγκριτικές μελέτες περί των απόψεων και των ιδεών του ενός ή του άλλου φιλοσόφου ή διανοητή, αλλά καλό είναι να αναρωτηθούμε ως κράτος και χώρα, και ιδιαιτέρως η εκπαιδευτική κοινότητα, γιατί πλειάδα της νεολαίας μας κι όχι μόνο αγνοεί τι εορτάζουμε την 25η Μαρτίου ή γιατί δε γνωρίζει καν ότι ο Παλαμάς ήταν ποιητής. Να αναρωτηθούμε και να αναδιοργανώσουμε το εκπαιδευτικό μας πρόγραμμα.

Ένα ιστορικό μυθιστόρημα αποτελεί και μια πηγή ιστορικής γνώσης ή δεν πρέπει να έχουμε τέτοιες απαιτήσεις από τη λογοτεχνία, αφού η Ιστορία μπολιάζεται με τη μυθοπλασία;

Εφόσον αναπλάθεται μέσα από ενδελεχή έρευνα και με πιστό τρόπο μια εποχή, χωρίς προκαταλήψεις, μυθεύματα και εμμονές, σαφέστατα και παρέχει γνώσεις και ενίοτε μπορεί να αποτελέσει και πηγή πληροφοριών. Όπως και τη δυνατότητα μιας άλλης αποτίμησης των ιστορικών περιπετειών και γεγονότων. Ωστόσο, ακριβώς επειδή μπολιάζεται η Ιστορία με τη μυθοπλασία, απαιτείται πάντα η ακονισμένη ματιά του αναγνώστη να διακρίνει το ένα από το άλλο.

Η εποχή μας είναι περίοδος ακμής ή παρακμής;

Όλα είναι συγκρίσιμα. Ακμή και παρακμή σε σχέση με ποια άλλη χρονική περίοδο; Και σε ποιον τομέα; Στον βιοποριστικό, στον πνευματικό, στον εν γένει πολιτικοκοινωνικό; Έτσι πολύ γενικά και αόριστα διαπιστώνω παρακμή σε αξίες, σε οράματα, στην ευγένεια, στον σεβασμό και σε πολλά άλλα. Η αίσθησή μου είναι ότι ο ιστορικός του μέλλοντος θα καταγράψει την εποχή μας ως την απαρχή της αγριότητας του καπιταλισμού. Μακάρι να διαψευστώ.

Υπάρχει κάτι που σας δίνει ελπίδα στη σημερινή Ελλάδα της κρίσης;

Μου δίνουν ελπίδα όλοι εκείνοι οι οποίοι υψώνουν με τη στάση τους αναχώματα στον κατήφορο της αισθητικής ευτέλειας και στον άκρατο υλισμό. Όσοι τους διακρίνει η νηφαλιότητα και η περίσκεψη. Όσοι, δυστυχώς λίγοι, δεν παρασύρονται από το ρεύμα που θέλει να προβάλει ως μοναδική πραγματικότητα της ζωής την άγρια και ιλαροτραγική της όψη. Μου δίνουν ελπίδα οι αγαθές ψυχές και η ανθρωπιά.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Τον κουβάλησαν στο ανώγειο, ερεύνησαν στα ρούχα του κι ανακάλυψαν όσα χρήματα βαστούσε. Έπειτα, γνωρίζοντας ο Χαμζά Χαφίζ απ’ την εποχή της σφαγής των Αρμενίων ότι πολλοί εξορισμένοι κατάπιναν χρυσές λίρες, εξανάγκασε τον Γαληνό να πιει ολόκληρο μπουκάλι καθαρτικό. Τον έσπρωξαν σε μια γωνιά και σε λίγο χαχάνιζαν βλέποντάς τον να μην μπορεί να συγκρατήσει την ακατάσχετη διάρροια.

Αντίκρυ του ο Όμηρος και τα τρία κορίτσια απ’ τη Σάντα είχαν μαζευτεί κουβάρι και κοιτούσαν ωσάν φοβισμένα πουλιά.

Σηκώθηκε κι ο Φεχμί, ένα ανθρωπόμορφο τέρας που όποιος τον θωρούσε αναρωτιόταν πώς γέννησε η φύση τόσο δύσμορφο πλάσμα, και σκάλιζε με το δάχτυλο τα ρευστά κόπρανα στο πάτωμα. Μην εντοπίζοντας καμιά χρυσή λίρα βάλθηκε να ουρλιάζει και να γρονθοκοπεί τον Γαληνό, ώσπου του φώναξε ο Χαμζά Χαφίζ να σταματήσει και τον έσυρε στα πόδια του.

«Τώρα που ξεκόπρισες, γκιαούρη, μολόγα! Εσύ έστειλες τα έγγραφα και τις φωτογραφίες στη Διοίκηση ή ο Ρούρικ;»

«Εγώ δεν έδωκα τίποτε. Αλλά ούτε ποιος το ’καμε ξεύρω», αποκρίθηκε ο Γαληνός, κι έβγαιναν οι λέξεις απ’ τα πρησμένα του χείλια μισές κι ανέσωστες.

Ο Χαμζά Χαφίζ ένευσε στον Φεχμί. Εκείνος, ξεσκούφωτος κι αναμαλλιάρης, άδραξε απ’ τα πόδια ένα κορίτσι και το σήκωσε τ’ ανάποδα, με το κεφάλι προς τα κάτω. Το κορίτσι, θαρρείς δίχως ζωή μέσα του, κρεμόταν όπως το άδειο τσουβάλι. Πάσχιζε μονάχα με τις απαλάμες να κρύψει τη γύμνια του, μια και βρακί δε φορούσε, ενώ στους κάποτε ολόασπρους μηρούς της απλώνονταν μεγάλα μελανά σημάδια.

«Τούτη τη λένε Σόνα!» φώναξε ο Χαμζά Χαφίζ.

Ο θηριώδης Φεχμί άρχισε να ταλαντεύει το σώμα της Σόνας ολοένα και πιο έντονα, λες και βαστούσε κουνέλι. Όταν η αιώρηση ξεπέρασε τους ώμους του, έκαμε απότομα δυο βήματα δεξιά κι άφησε να σκάσει το κεφάλι της στη γωνία του τζακιού. Μήτε «οχ» δεν πρόλαβε να βγάλει. Ακούστηκε μονάχα ο φρικιαστικός ήχος, καθώς έσπαζε το κρανίο της, και αντάμα το ρέκασμα του Γαληνού και τα κλάματα των υπόλοιπων παιδιών. Τινάχτηκαν τριγύρω και μπόλικα αίματα, ενώ στη συνέχεια ο Φεχμί εκσφενδόνισε στην άλλη άκρη του δωματίου το κορμάκι της. Ήταν δεν ήταν εννιά χρόνων η Σόνα.

«Μήπως τώρα θυμήθηκες, Φιλονίδη;» κάγχασε ο Χαμζά Χαφίζ.

«Δε γνωρίζω, ίσως να το έκαμε ο Ρούρικ», ψέλλισε, με τα μάτια στραμμένα στον Όμηρο.

«Το ξεκαθάρισα και στον Ρούρικ, εγώ είμαι μαύρο βουβάλι, το πιο εκδικητικό ζώο. Θα πάρεις στον λαιμό σου και τις υπόλοιπες και τον γιο σου. Μαρτύρα ποιος έστειλε τα έγγραφα και τις φωτογραφίες!»

«Θαρρώ ο Ρούρικ. Αλλά δεν το ξέρω με σιγουριά. Δείξε έλεος, εφέντη! Σε τι σου ’φταιξαν τα παιδιά;»

«Εσύ δεν έκρυβες την Ταλίν;» ήρθε η νέα ερώτηση του Χαμζά Χαφίζ και συγχρόνως ο Φεχμί άρπαζε ακόμη ένα κορίτσι. «Πες μου πού την έκρυβες, ποιοι σε βοήθησαν και πού βρίσκεται».

«Για όνομα του Θεού, σπλαχνίσου τα δύστυχα τα παιδιά! Η Ταλίν μετανάστευσε στη Ρωσία το 1918 και δεν επικοινωνήσαμε από τότε».

«Αυτή εκεί τη λένε Μέλη», αρκέστηκε να πει ο Χαμζά Χαφίζ.

Η Μέλη σπάραζε στο κλάμα και μαχόταν να ξεφύγει. Ο Φεχμί την αναποδογύρισε χασκογελώντας κι επανέλαβε τη φρικιαστική σκηνή, τσακίζοντας αυτή τη φορά το κεφάλι του κοριτσιού στον τοίχο.

Οι άντρες του Χαμζά Χαφίζ κάθονταν σταυροπόδι, κάπνιζαν, έσβηναν τ’ αποτσίγαρα στο πάτωμα και παρακολουθούσαν ανέκφραστοι. Ο Όμηρος είχε σφιχταγκαλιαστεί με το τρίτο κορίτσι και κλαψούριζαν. Όσον αφορά τον Γαληνό, νόμιζε ότι έσπασε το δικό του κεφάλι. Κατατρομοκρατημένος πήρε να εξιστορεί πώς βρέθηκε η Ταλίν στον δρόμο του, ότι την έκρυψε κατόπιν σε σπίτι που νοίκιασε και πολλά από όσα συνέβησαν μέχρι να μεταναστεύσει στη Ρωσία, χωρίς ν’ αποκαλύψει ποιοι τον στήριξαν.

Ο Χαμζά Χαφίζ παρέμεινε σιωπηλός. Σηκώθηκε, πήγε κοντά στο παράθυρο, κάτι έβγαλε απ’ τον σάκο του και τον ζύγωσε, κρατώντας ένα πήλινο δοχείο κι ένα κουτάλι. Βούτηξε το κουτάλι στο περιεχόμενο του δοχείου και το έφερε στο στόμα του Γαληνού, ενώ ο Φεχμί τον έπιασε απ’ το σαγόνι και του σφράγισε τη μύτη. Θέλοντας και μη άνοιξε το στόμα ν’ αναπνεύσει και ο Χαμζά Χαφίζ τού μπούκωσε το κουτάλι.

Γλυκιά γεύση μελιού έκαμε τη γλώσσα του να σπαρταρήσει, καθώς τούτη υπάκουε στις αποξαρχής κόσμου καμωμένες αισθήσεις. Πονούσε φριχτά, ξεσκιζόταν η ψυχή του, κι η γλώσσα να γλυκαίνεται. Αταίριαστο κι αλλόκοτο του φάνταζε. Συνάμα αναρωτιόταν σε τι αποσκοπούσαν.

Ακολούθησαν αλλεπάλληλες κουταλιές. Θα ’χε καταπιεί ίσαμε είκοσι, όταν κατανόησε τον δόλο του Χαμζά Χαφίζ. Τον τάιζε με παλαλόν ή ζαντόν μελ, ήτοι τρελό μέλι. Το λαλούσαν οι Τούρκοι ντελί μπαλ και οι αρχαίοι Έλληνες μαινόμενο, επειδή όποιος το έτρωγε ζαλιζόταν και συμπεριφερόταν σαν μεθυσμένος. Σε, δε, μεγάλες ποσότητες είχε θανατηφόρο δράση.

Σύντομα ένιωσε να ιδρώνει και να περιέρχεται σε κατάσταση μέθης. Μάταια πάλευε να επιβληθεί στο σώμα με τη λογική. Ολίγον κατ’ ολίγον ο εγκέφαλος απώλεσε τη δύναμή του και διαστρεβλώθηκαν οι λειτουργίες του. Άρχισε τότε ο Χαμζά Χαφίζ να ρωτά τα ίδια.

Ο Γαληνός αποκρινόταν δίχως να ελέγχει τις κουβέντες του. Θαρρείς και ξεπηδούσαν από ξένο στόμα ή απύθμενο πηγάδι. Απονενοημένη και παρασάνταλη μάχη συντελούνταν εντός του. Από τη μια αντιμετώπιζε ως αδελφικό φίλο τον Χαμζά Χαφίζ, κι ήθελε όλα να του τα εξομολογηθεί, κι από την άλλη πάσχιζε ν’ αντιπαλέψει την παρόρμηση που του δημιουργούσε η μέθη. Ο

τρελαμένος νους του χόρευε απάνω σε είκοσι επτά φωτιές, όσα και τα χρόνια του. Γεννούσε εικόνες απ’ την παιδική του ηλικία, έσμιγαν σ’ ένα παράταιρο αντάμωμα βαφτίσια, γάμοι, κηδείες, τραγικά μαντάτα, γλέντια και κλάματα, σκαρφάλωνε στις κατοπινές εποχές, βυθιζόταν κι αναδυόταν σ’ έναν κόσμο δικό του, μα και ξένο συγχρόνως.

Μες στη φλόγωση και στον σκοτεινό του πυρετό ξεστόμισε το όνομα του εξαδέλφου της Ταλίν, του Βαρτάν, όπως κι ότι εκείνη ταξίδεψε στο Σουχούμ. Εκμυστηρεύτηκε κι ότι ήταν ερωτευμένος μαζί της, σκηνές που έζησαν οι δυο τους και πόσα άλλα. Σάμπως να τα ιστορεί στον πιο καλό του φίλο. Ωστόσο διατηρούσε ακόμη ή επανερχόταν πού και πού μια στάλα απ’ τα λογικά του και, νογώντας τι έκαμνε και σε ποιον άνοιγε την καρδιά του, ξεσπούσε σε γοερά κλάματα.

Όμως ολοένα αδυνάτιζαν οι αντιστάσεις του, ώσπου το παλαλόν μελ δηλητηρίασε κάθε κύτταρό του. Θόλωσε το βλέμμα του, η ζάλη γυρόφερνε τα πράγματα και πότε έδειχνε να θωρεί από χοντρό μυωπικό γυαλί και πότε να ’ναι ανεβασμένος στο κατάρτι πλοίου, να το χτυπούν μανιασμένα κύματα και να κλυδωνίζεται.

Πήρε και να ξεσπά σε βροντερά χαχανητά. Όπως τη στιγμή που ο Φεχμί άρπαξε το τρίτο κορίτσι. Τσάκισε το κεφάλι του στον τοίχο, κι ο Γαληνός γελούσε.

«Είδες τι κέφι φέρνει ο θάνατος;» χλεύασε ο Χαμζά Χαφίζ. «Σε περιμένει κι άλλη γλύκα, πιο δυνατή. Τώρα που θα σκοτώσω τον γιο σου!». 

εκδόσειςΨυχογιός