Βιβλίο|20.11.2025 19:30

Νατάσα Ιντζόγλου στο ethnos.gr: «Η συγγραφή είναι ένας τρόπος να συγυρίσουμε τις ακαταστασίες της ψυχής μας»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Ένα βράδυ που ξεκίνησε με γιορτή και χαμόγελα τελειώνει με ένα πτώμα, όταν μία καλεσμένη πέφτει νεκρή από δηλητηρίαση με στρυχνίνη. Η ντετέκτιβ Ανδριάνα Νικάκη και ο βοηθός της, Ερμής Κέζης, καλούνται να ξεχωρίσουν την αλήθεια από τα αποκαΐδια μιας παρέας που ξέρει να κρύβει καλά τα μυστικά της.

Πίσω από τις μάσκες των καλεσμένων παραμονεύουν εμμονές, προδοσίες και πληγές που δεν έχουν κλείσει ποτέ. Καθώς το μυστήριο βαθαίνει, η αλήθεια μοιάζει ολοένα και πιο απειλητική και το φως που τη φωτίζει σκοτεινότερο από το ψέμα. Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ιστορία όπου τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται.

Με το ντεμπούτο της, «Φόνος στην ταράτσα» από τις εκδόσεις Μίνωας, η Νατάσα Ιντζόγλου εισβάλλει δυναμικά στον χώρο του αστυνομικού μυθιστορήματος με μια ιστορία που κόβει την ανάσα και μετρά αρκετούς αναγώστες. Ένα φαινομενικά ανέμελο πάρτι μετατρέπεται σε σκηνικό εγκλήματος, αποκαλύπτοντας ένα πλέγμα μυστικών, εμμονών και προδοσιών που απειλούν να καταπιούν τους πάντες. Μια νέα φωνή με φρέσκια ματιά και ακαταμάχητη ένταση έρχεται να ταράξει τα νερά της ελληνικής αστυνομικής λογοτεχνίας.

Ποια ήταν η πρώτη εικόνα ή ιδέα που σας ώθησε να γράψετε το πρώτο σας βιβλίο «Φόνο στην ταράτσα»;

Πριν επιστρέψω στην Ελλάδα, ζούσα για πεντέμισι χρόνια στο Δουβλίνο, λόγω της δουλειάς μου στη Google, και έμενα σ' ένα βικτωριανό σπίτι στην οδό Waterloo - ένα από εκείνα τα σπίτια που σχεδόν σε προκαλούν να γράψεις. Είχε, βέβαια, τις πρακτικές του δυσκολίες: τα ξύλινα πατώματα έτριζαν σε κάθε βήμα, το νερό της βροχής έμπαινε από την καμινάδα, και μια μέρα το χιόνι σχημάτισε έναν μικροσκοπικό χιονάνθρωπο μέσα στο μπάνιο, παρότι το παράθυρο ήταν κλειστό! Ωστόσο, ήταν ατμοσφαιρικό. Ψηλοτάβανο, με κολώνες ιωνικού ρυθμού, μαρμάρινες προτομές, τζάκια, παράξενους πίνακες και ένα μουντό φως που έπεφτε από την πίσω αυλή.

Ως λάτρης της λογοτεχνίας, του γραψίματος από μικρό παιδί και τεράστια φαν της Αγκάθα Κρίστι, αυτό το σπίτι ήταν το έναυσμα για να ξεκινήσω να γράφω ένα καθαρόαιμο WhoDunIt, τοποθετημένο, όμως, στη σύγχρονη εποχή και στην ελληνική πραγματικότητα. Ήθελα να προσκαλέσω τον/την αναγνώστη/τρια σ' ένα παιχνίδι. Να βουτήξουμε μαζί στις σχέσεις των χαρακτήρων, στα μυστικά, στις ίντριγκες και με βάση τα στοιχεία που δίνονται, να φτάσουμε παρέα με τη ντετέκτιβ Ανδριάνα Νικάκη και τον βοηθό της, Ερμή Κέζη, στην αποκάλυψη του/της ενόχου.

Αν πρέπει να διαλέξω τι μ' ενέπνευσε περισσότερο, θα έλεγα ότι είναι ο ίδιος ο χαρακτήρας του/της ενόχου. Όπως όλοι οι ήρωές μου, έχει πινελιές από πραγματικούς ανθρώπους. Βάζοντας την/τον μέσα σ' ένα πλαίσιο μυθοπλασίας ήθελα ν' αναδείξω όλη την παλέτα των χρωμάτων που κρύβει η ψυχή της/του. Δεν θ' αποκαλύψω κάτι παραπάνω για να μην κάνουμε spoilers!

Τι σημαίνει για εσάς η «ταράτσα» ως χώρος; Είναι τυχαία επιλογή ή συμβολίζει κάτι βαθύτερο (ύψος, απομόνωση, κάθαρση);

Η ταράτσα είναι ένας χώρος οριακός. Βρίσκεται ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, ανάμεσα στην ιδιωτικότητα και τη δημόσια θέα. Από εκεί μπορείς να δεις τα πάντα, αλλά και να εκτεθείς πλήρως. Είναι το σημείο όπου οι άνθρωποι μένουν «μόνοι με τον εαυτό τους», πάνω από τον θόρυβο της πόλης αλλά και μακριά από την ασφάλεια των τοίχων. Συμβολίζει, νομίζω, αυτό το μεταίχμιο όπου τα πράγματα απογυμνώνονται. Δεν έχεις πού να κρυφτείς, ούτε κυριολεκτικά ούτε ψυχικά. Εκεί πάνω, τα μυστικά βαραίνουν περισσότερο. Ισως γιατί το ύψος σε αναγκάζει να κοιτάξεις μέσα σου. Μου αρέσει επίσης η αντίφαση της ταράτσας. Είναι ένας «ανοιχτός» χώρος που, όμως, μπορεί να κρύψει τα πάντα. Όπως ακριβώς και οι άνθρωποι.

Πόσο σας απασχολεί η ψυχολογία των ανθρώπων που ζουν κοντά ο ένας στον άλλον — όπως οι γείτονες της πολυκατοικίας — αλλά ξέρουν τόσο λίγα ο ένας για τον άλλο;

Με απασχολεί πολύ. Οι πολυκατοικίες είναι μικρογραφίες κοινωνιών. Άνθρωποι που ζουν σ' ελάχιστα τετραγωνικά απόσταση, ακούν ο ένας τη ζωή του άλλου μέσα από τοίχους, αλλά ξέρουν ελάχιστα για το τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από τις πόρτες. Είναι μια πολύ σύγχρονη μοναξιά, η οικειότητα χωρίς πραγματική επαφή. Αυτό το παράδοξο με συναρπάζει ως συγγραφέα. Γιατί εκεί, στις μικρές καθημερινές σιωπές, κρύβονται ολόκληρες ιστορίες. Ένας ήχος από το διπλανό διαμέρισμα, μια μυρωδιά φαγητού, ένα φως που μένει αναμμένο ως αργά – όλα αυτά είναι κομμάτια ενός παζλ που δεν θα μάθουμε ποτέ ολόκληρο. Και ίσως αυτό να είναι το πιο γοητευτικό. Ολοι ζούμε δίπλα σε μυστήρια, απλώς δεν τα αναγνωρίζουμε ως τέτοια. Μέχρι τη στιγμή που κάτι ταράζει την επιφάνεια, κι εκεί αποκαλύπτεται πόσο λίγο γνωρίζουμε, όχι μόνο τους άλλους, αλλά και τον εαυτό μας.

Το βιβλίο έχει έντονη θεατρικότητα. Ήταν κάτι που σας ενδιέφερε από την αρχή ή προέκυψε στην πορεία;

Μ' ενδιέφερε εξαρχής. Πάντα με γοήτευαν οι ιστορίες που εξελίσσονται σε περιορισμένους χώρους, γιατί εκεί δεν μπορείς να ξεφύγεις -ούτε από τους άλλους, ούτε από τον εαυτό σου. Ένα «κλειστοφοβικό» περιβάλλον είναι ιδανικό για να φανερωθεί η ψυχολογία των χαρακτήρων, να δοκιμαστούν οι αντοχές και οι σχέσεις τους.

Η ταράτσα, σε αυτό το πλαίσιο, λειτουργεί σαν μια θεατρική σκηνή. Ολοι είναι εκτεθειμένοι, κάτω από το ίδιο φως, χωρίς πια καταφύγιο στις σκιές. Ήθελα ο αναγνώστης να αισθανθεί ότι βρίσκεται κι εκείνος ανάμεσά τους, να νιώσει την ένταση, την αμηχανία, τον εγκλωβισμό, αλλά και τις στιγμές ειλικρίνειας που μόνο σε τέτοιες συνθήκες μπορούν να υπάρξουν. Οπότε ναι, η θεατρικότητα δεν ήταν τυχαία. Ηταν το μέσο για ν' αναδείξω αυτό που πραγματικά με ενδιέφερε: τους εσωτερικούς ρόλους που παίζουμε όταν νομίζουμε ότι κανείς δεν μας κοιτάζει.

Υπάρχει κάποιος από τους ήρωες που σας εξέπληξε με το πώς εξελίχθηκε;

Ναι, και μάλιστα περισσότεροι από ένας. Νομίζω πως όποιος γράφει καταλαβαίνει εκείνη τη μαγική (και λίγο τρομακτική!) στιγμή που οι χαρακτήρες αρχίζουν ν' αποκτούν δική τους βούληση. Στην αρχή τους «οδηγείς» εσύ, μετά από ένα σημείο, εκείνοι σε οδηγούν. Στον «Φόνο στην Ταράτσα», μ' εξέπληξε ιδιαίτερα ένας από τους βασικούς δευτερεύοντες χαρακτήρες -δεν θα πω ποιος για να μην κάνω spoiler- ο οποίος ξεκίνησε σαν σχεδόν διακοσμητικός, και τελικά έγινε καταλύτης για την αποκάλυψη.

Η διαδικασία αυτή είναι από τις πιο απολαυστικές στιγμές της γραφής. Οταν συνειδητοποιείς ότι ο ήρωάς σου δεν είναι πια «χαρτί», αλλά άνθρωπος, με φωνή, παρελθόν, αντιφάσεις και επιλογές που σε ξεπερνούν. Κι εκεί λες: «Τέλεια, τώρα έχουμε μια ωραία ιστορία».

Αν η Ανδριάνα Νικάκη και ο Ερμής Κέζης δεν ήταν ντετέκτιβ και εγκληματολόγος, τι επάγγελμα πιστεύετε θα έκαναν;

Πιστεύω ότι οι εναλλακτικές τους καριέρες θα κινούνταν γύρω από την ανάλυση, την ψυχολογία και την αποκατάσταση της τάξης, αλλά σε διαφορετικά πλαίσια. Την Ανδριάνα την έχω στο μυαλό μου σαν τη στρατηγό της λογικής. Είναι πολύ πρακτική, έχει την ικανότητα να βλέπει τη μεγάλη εικόνα, ν' αναλαμβάνει το ηθικό χρέος και να επιμένει στο να πάρει απαντήσεις. Θα είχε έναν ρόλο που απαιτεί σκληρή δουλειά, ακρίβεια και ηγεσία σ' ένα απαιτητικό περιβάλλον. Είτε σαν στέλεχος επιχειρήσεων που θ' αναλάμβανε περίπλοκα προβλήματα εταιρειών, είτε σαν αρχιτέκτονας για την ικανότητά της να βλέπει τη συνολική δομή και ταυτόχρονα να εστιάζει στις λεπτομέρειες.

Τον Ερμή από την άλλη, τον θεωρώ αναλυτή της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Θα είχε έναν ρόλο παρατηρητή που συνδυάζει την ανάλυση δεδομένων με τη βαθιά κατανόηση των ανθρώπινων κινήτρων. Θα μπορούσε να 'ναι ψυχολόγος/ψυχοθεραπευτής που θα έβλεπε πέρα από την επιφάνεια και θα εντόπιζε τις ανθρώπινες αδυναμίες. Ή δημοσιογράφος ερευνητής για την ικανότητά του να αναζητά τα «πρέπει» και τα «γιατί» πίσω από ένα σκάνδαλο ή ένα κοινωνικό πρόβλημα.

Θα ξαναδούμε την Ανδριάνα Νικάκη και τον Ερμή Κέζη σε επόμενη υπόθεση;

Είμαι στην ευχάριστη θέση να πω ότι ναι, θα τους ξαναδούμε! Αυτή τη φορά σε μια εντελώς διαφορετική υπόθεση, με νέα ατμόσφαιρα και χαρακτήρες. Δεν μπορώ να πω πολλά ακόμη (η Ανδριάνα θα με μάλωνε αν αποκάλυπτα στοιχεία!), αλλά μπορώ να υποσχεθώ ότι το δεύτερο βιβλίο θα τους δοκιμάσει σ' επίπεδα ακόμη πιο προσωπικά απ’ ό,τι ο «Φόνος στην Ταράτσα». Η Ανδριάνα και ο Ερμής, όσο περισσότερο συνεργάζονται, τόσο πιο πολύ αποκαλύπτουν -όχι μόνο μυστικά εγκλημάτων, αλλά και πτυχές του εαυτού τους.

Ομολογώ ότι και το ενδιαφέρον των αναγνωστών, από τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας τους στον έξω κόσμο, μ' έχει συγκινήσει και ενθαρρύνει να συνεχίσω τις ιστορίες τους. Οπότε, ναι, η Ανδριάνα Νικάκη και ο Ερμής Κέζης θα επιστρέψουν με μια νέα, συναρπαστική υπόθεση! Μείνετε συντονισμένοι!

Είστε άνθρωπος της τάξης και της οργάνωσης, όπως η ηρωίδα σας Ανδριάνα Νικάκη, ή πιο αυθόρμητη και δημιουργικά «ακατάστατη»;

Θα έλεγα πως είμαι ένας συνδυασμός και των δύο, με την τάξη της Ανδριάνας και την ακαταστασία που χρειάζεται η δημιουργία. Η επαγγελματική μου ζωή σαν διευθύντρια μιας πολυεθνικής στο χώρο της τεχνολογίας, απαιτεί απόλυτη οργάνωση, στόχους, χρονοδιαγράμματα και συνεχή ετοιμότητα. Εκεί δεν υπάρχει χώρος για χάος. Όμως, στη συγγραφή, αν δεν αφήσεις λίγο χώρο στο απρόβλεπτο, δεν θα σου μιλήσουν ποτέ οι χαρακτήρες σου.

Έτσι, έχω δύο πλευρές που συνυπάρχουν. Η «tech» πλευρά μου που κάνει σχέδια, λίστες To Dos και σημειώσεις για τα πάντα και η «συγγραφική» που γράφει σε τυχαίες ώρες της νύχτας και που της έρχονται ιδέες όταν κολυμπάει ή τρέχει στο πάρκο. Η Ανδριάνα μάλλον θα με κοιτούσε με αποδοκιμασία για το ότι προσπαθώ να τα προλάβω όλα (χωρίς πολλές φορές με επιτυχημένη ισορροπία), αλλά νομίζω πως, βαθιά μέσα της, θα με καταλάβαινε απόλυτα!

Πιστεύετε ότι κάθε βιβλίο που γράφουμε είναι και ένας τρόπος να γιατρέψουμε κάτι μέσα μας;

Πιστεύω ότι κάθε δημιουργική πράξη είναι, σ' έναν βαθμό, θεραπευτική. Και η συγγραφή, ειδικά, είναι ένας τρόπος να γιατρέψουμε κάτι μέσα μας, ακόμα κι αν δεν το αντιλαμβανόμαστε συνειδητά. Καταρχάς, η λογοτεχνία μάς δίνει την δυνατότητα να επεξεργαστούμε τους φόβους μας, τα πιο σκοτεινά μας θέματα ή τις εσωτερικές μας συγκρούσεις, μέσα στο ασφαλές πλαίσιο της μυθοπλασίας. Δεύτερον, στη μυθοπλασία ο/η συγγραφέας έχει έναν έλεγχο που δεν υπάρχει στο χάος της καθημερινής μας ζωής και που δίνει μια αίσθηση εξαιρετικά καθαρτική. Τέλος, γράφοντας, αναγκάζεσαι να μπεις στα παπούτσια χαρακτήρων που είναι εντελώς διαφορετικοί από εσένα με μια ενσυναίσθηση που διευρύνει τον τρόπο που βλέπεις τον κόσμο και τις ανθρώπινες αδυναμίες, οδηγώντας σε μεγαλύτερη αυτογνωσία και αποδοχή. Επομένως, ναι. Η συγγραφή είναι ένας τρόπος να συγυρίσουμε τις ακαταστασίες της ψυχής μας, να βάλουμε σε τάξη το χάος και να βγούμε, έστω και λίγο, πιο ολόκληροι από τη διαδικασία.

Αν μπορούσατε να δειπνήσετε μ' έναν διάσημο ντετέκτιβ της λογοτεχνίας (π.χ. Πουαρό, Σέρλοκ Χολμς, Μις Μαρπλ, ή ακόμα και τον Έλληνα Καπετάν Μιχάλη), ποιον θα επιλέγατε και γιατί;

Θα διάλεγα χωρίς δεύτερη σκέψη τον Ηρακλή Πουαρό, καθώς είναι και λάτρης του καλού φαγητού! Θα τον επέλεγα για τρεις λόγους που συνδέονται με τον τρόπο που βλέπω κι εγώ την επίλυση ενός μυστηρίου. Αρχικά, δεν τρέχει, δεν κυνηγάει, δεν βασίζεται στη βία. Με γοητεύει ο τρόπος που απορρίπτει τις εύκολες εξηγήσεις και ανασυνθέτει την αλήθεια χρησιμοποιώντας μόνο τη λογική -ακριβώς όπως η Ανδριάνα και ο Ερμής.

Δεύτερον, η εμμονή του Πουαρό με την τάξη και την συμμετρία είναι, κατά βάθος, η φιλοσοφία του για τη ζωή. Πιστεύει ότι αν βάλεις τα γεγονότα στη σωστή σειρά, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί αναπόφευκτα. Αυτή την πεποίθηση προσπαθώ να εφαρμόσω και στη συγγραφή των WhoDunIt μου: αν τα στοιχεία μπουν στη θέση τους, ο γρίφος λύνεται.

Τέλος, τον χαρακτηρίζει η ευγένεια, ένα χαρακτηριστικό που εκτιμώ βαθύτατα και στην προσωπική μου ζωή. Όπως και η Ανδριάνα με τον Ερμή, κάτω από όλη αυτή τη μεθοδικότητα, υπάρχει βαθιά κατανόηση για την ανθρώπινη φύση, κι όχι απλώς ένας «μηχανισμός επίλυσης εγκλημάτων». Το μόνο που ζητώ είναι να μην με βάλει να λύνω γρίφους για το ποιο γλυκό θα φάμε πρώτο!

Μίνωαςσυγγραφέαςαστυνομικό μυθιστόρημα