Βιβλίο|26.12.2025 07:29

Freya Sampson στο ethnos.gr: «Οι περισσότεροι ηλικιωμένοι παγκοσμίως υποφέρουν από μοναξιά»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Το νέο μυθιστόρημα της Freya Sampson, «Παράξενοι Γείτονες», που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Μίνωας, αποτελεί μια τρυφερή, ανθρώπινη ιστορία για τη ζωή μέσα σε μια παλιά λονδρέζικη πολυκατοικία και για τους αόρατους δεσμούς που γεννιούνται ανάμεσα σε ανθρώπους που ζουν δίπλα - δίπλα.

Στο Σέλεϊ Χάους, ένα επιβλητικό σπίτι στην Poet’s Road, ζει η κυρία Ντάρλινγκ. Κάθεται καθημερινά στο παράθυρο του διαμερίσματός της, μπροστά σ' ένα μικρό τραπέζι, με σημειωματάριο και στυλό. Παρατηρεί με σχολαστική προσοχή κάθε κίνηση στην πολυκατοικία. Η παρουσία της προκαλεί αμηχανία στους ενοίκους, καθώς το βλέμμα της αγκαλιάζει τα πάντα.

Ο Ομάρ και η κόρη του Αϊσά προσπαθούν να σταθούν ο ένας δίπλα στον άλλον μετά από μια μεγάλη απώλεια, με τη θλίψη να βαραίνει την καθημερινότητά τους. Ο Τόμας κυκλοφορεί με το πίτμπουλ του, την Πρίνσες, δημιουργώντας φόβο και ένταση. Η Γκλόρια αλλάζει συντρόφους με εντυπωσιακή συχνότητα. Ο Τζόζεφ, με τον σκύλο του, τον Ρέτζι, ζει απέναντι από την κυρία Ντάρλινγκ, με μια παλιά ιστορία να στέκεται ανάμεσά τους σαν κλειστή πόρτα. Στο προσκήνιο εμφανίζεται και η Κατ, μια νεαρή γυναίκα με ροζ μαλλιά και αιχμηρό χιούμορ, που κατοικεί κρυφά στο διαμέρισμα του Τζόζεφ.

Η καθημερινή ισορροπία αλλάζει ριζικά όταν ένα ατύχημα οδηγεί τον Τζόζεφ στο νοσοκομείο. Η Κατ αναλαμβάνει τη φροντίδα του Ρέτζι και αναζητά βοήθεια, γεγονός που φέρνει κοντά δύο εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Παράλληλα, η απειλή κατεδάφισης του Σέλεϊ Χάους από τον αδιάφορο ιδιοκτήτη κινητοποιεί τους ενοίκους. Η αφήγηση μοιράζεται ανάμεσα στην κυρία Ντάρλινγκ και την Κατ. Τα προσωπικά τους τραύματα ξεδιπλώνονται σταδιακά, η εμπιστοσύνη μεγαλώνει, οι άμυνες χαλαρώνουν.

Η Freya Sampson δημιουργεί αληθινούς ήρωες, τρυφερούς, γεμάτους αντιφάσεις. Με λεπτό χιούμορ, συγκίνηση και βαθιά κατανόηση της ανθρώπινης ψυχής, το βιβλίο υμνεί τη φιλία, τη συντροφικότητα και τη δύναμη που γεννιέται όταν οι άνθρωποι επιλέγουν να σταθούν μαζί. Ένα μυθιστόρημα που αγγίζει την καρδιά και μένει μαζί με τον αναγνώστη για καιρό.

Τι σας ενέπνευσε να γράψετε το βιβλίο «Παράξενοι Γείτονες»; Έχετε ζήσει ποτέ σε μια πολυκατοικία παρόμοια με το Σέλεϊ Χάους;

Η ιδέα για την ιστορία προέκυψε το 2020, κατά τη διάρκεια του lockdown στο Ηνωμένο Βασίλειο. Αν και ζούσα στην ίδια περιοχή επί επτά χρόνια, μετά βίας γνώριζα τους γείτονές μου. Όταν, όμως, ήμασταν όλοι περιορισμένοι στα σπίτια μας, οι άνθρωποι που έμεναν γύρω μου άρχισαν να μου κινούν την περιέργεια. Έτσι τους παρατηρούσα από το παράθυρό μου και τους κρυφάκουγα πίσω από τους τοίχους των δωματίων. Αυτό μ' έκανε ν' αναρωτηθώ πώς θα ήταν αν κάποιος ήταν κλεισμένος στο σπίτι του για δεκαετίες, όχι μόνο για λίγους μήνες, και του οποίου ολόκληρος ο κόσμος του θα ήταν οι γείτονες της πολυκατοικίας του. Έτσι γεννήθηκε η Ντόροθι Ντάρλινγκ.

Η κοινότητα και το αίσθημα του ανήκειν είναι από τα βασικά στοιχεία του βιβλίου σας. Σε μια εποχή όπου οι γείτονες συχνά δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, πώς μπορούμε να χτίσουμε ξανά την αλληλεγγύη στις τοπικές κοινότητες;

Ζούμε σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, όπου οι πολώσεις εντείνονται μέρα με τη μέρα, με κάποιους πολιτικούς να τροφοδοτούν τέτοιου είδους εντάσεις. Νομίζω πως μέρος του προβλήματος είναι ότι πολλοί άνθρωποι νιώθουν αποξενωμένοι μέσα στις ίδιες τους τις κοινότητες. Όπως έχω ήδη αναφέρει, μετά βίας γνώριζα τους γείτονές μου πριν από τα lockdown. Παραδόξως, ένα από τα λίγα θετικά εκείνης της περιόδου ήταν ότι επέστρεψε προσωρινά ένα αίσθημα αλληλεγγύης, καθώς οι γείτονες αποτέλεσαν μια σανίδα σωτηρίας. Στη γειτονιά μου φτιάξαμε μια ομάδα στο WhatsApp, για να βοηθάμε ο ένας τον άλλον με τα ψώνια. Ένας γείτονας έδωσε μέχρι και μια αυτοσχέδια συναυλία κλασικού βιολιού που παρακολουθήσαμε όλοι από τα σκαλιά των σπιτιών μας. Ωστόσο, καθώς ο κόσμος επέστρεψε στους κανονικούς του ρυθμούς, γυρίσαμε πάλι στις αγχωτικές, πολυάσχολες ζωές μας και αυτό το αίσθημα κοινότητας χάθηκε ξανά. Μακάρι να ήξερα τη λύση, αλλά πιστεύω πως μια καλή αρχή θα ήταν ν' αφήναμε τα κινητά μας λίγο πιο συχνά και να μιλούσαμε περισσότερο με τους ανθρώπους που ζουν γύρω μας.

Αν ήσασταν χαρακτήρας στο «Παράξενοι Γείτονες», τι είδους γείτονας θα ήσασταν; Θα κρατούσατε σημειώσεις όπως η Ντόροθι ή θ' αποφεύγατε να μπλέκεστε στις υποθέσεις των άλλων όπως η Κατ στην αρχή της ιστορίας;

Νομίζω πως έχω στοιχεία και από τις δύο, γι’ αυτό και βρήκα αυτή την ιστορία τόσο διασκεδαστική καθώς την έγραφα. Σίγουρα έχω μια δόση περιέργειας όπως η Ντόροθι, νομίζω ότι οι περισσότεροι συγγραφείς πρέπει να είναι περίεργοι για τις ζωές των άλλων για να γράφουν ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Αλλά είμαι και εκ φύσεως εσωστρεφής, όπως η Κατ, οπότε προτιμώ να κρατώ αποστάσεις αντί να βρίσκομαι κατευθείαν στο κέντρο της δράσης.

Ποιος χαρακτήρας ήταν ο πιο δύσκολος να γραφτεί και γιατί;

Η Κατ ήταν σίγουρα η πιο δύσκολη. Η Ντόροθι ήταν το σημείο εκκίνησης αυτής της ιστορίας και η φωνή της μου ήρθε αμέσως. Είναι σπάνιο (και υπέροχο) όταν συμβαίνει αυτό, αλλά εμφανίστηκε στο μυαλό μου πλήρως ολοκληρωμένη, γνώριζα ακόμα και τη μάρκα του τσαγιού που έπινε. Σχετικά με την Κατ, ήθελα μια νεαρή γυναίκα ως αντίβαρο στην Ντόροθι, αλλά μου πήρε πολύ περισσότερο χρόνο να καταλάβω ποια ήταν και, το πιο σημαντικό, τι ήταν αυτό που χρειαζόταν. Ωστόσο, αυτό αποτελεί και ένα από τα διασκεδαστικά κομμάτια της γραφής: να γίνεσαι ένας μικρός ντετέκτιβ, προσπαθώντας να ανακαλύψεις ποιος είναι πραγματικά ο χαρακτήρας σου.

Η Κατ έχει ένα μυστικό παρελθόν που την κρατά σε απόσταση από τους άλλους. Τι σας οδήγησε να δημιουργήσετε έναν χαρακτήρα που δυσκολεύεται να συνδεθεί με όσους την περιβάλλουν;

Δεν ξέρω γιατί, αλλά πάντα μ' ελκύει να γράφω για νεαρές γυναίκες που, για διαφορετικούς λόγους, νιώθουν κάπως αποκομμένες από τον κόσμο. Νομίζω πως αυτό που μ' ενδιαφέρει είναι πώς αντιδρά κάθε άνθρωπος σε αυτό το αίσθημα αποσύνδεσης. Στο «Η γυναίκα της βιβλιοθήκης», η πρωταγωνίστρια, η Τζουν, έγινε υπερβολικά ντροπαλή και κλείστηκε στον εαυτό της. Από την άλλη, το παρελθόν της Κατ την ώθησε να γίνει απότομη και καχύποπτη απέναντι στους άλλους, βάφει τα μαλλιά της σε έντονα χρώματα και γεμίζει το σώμα της με τατουάζ σαν μια πανοπλία απέναντι στον κόσμο. Η Τζουν και η Κατ είναι πολύ διαφορετικοί χαρακτήρες, αλλά και οι δύο κρύβονται τελικά από αυτό που έχουν περισσότερο ανάγκη ? να αφήσουν τους άλλους να μπουν στη ζωή τους.

Η Κατ και η Ντόροθι έχουν και οι δύο βιώσει τραυματικές καταστάσεις που τις έχουν διαμορφώσει. Πιστεύετε ότι είναι εύκολο ν' αφήσει κανείς το παρελθόν πίσω του ή το κουβαλάμε πάντα μαζί μας;

Ένα από τα θέματα του βιβλίου είναι το να μάθουμε όχι πώς να ξεφύγουμε από το παρελθόν μας, αλλά να ζούμε με αυτό. Η Ντόροθι και η Κατ στοιχειώνονται από τα «τι θα γινόταν αν» και για μεγάλο μέρος της ιστορίας αυτό τις εμποδίζει να ζήσουν τις ζωές που θέλουν και αξίζουν. Νομίζω ότι το κλειδί είναι να μάθουμε να αποδεχόμαστε ότι το τραύμα μας είναι κομμάτι μας, αλλά δεν μας ορίζει.

Η μοναξιά, ιδιαίτερα στην τρίτη ηλικία, είναι ένα από τα θέματα του βιβλίου. Πιστεύετε ότι η κοινωνία σήμερα κάνει αρκετά για να στηρίξει τους ηλικιωμένους;

Μια πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι το ένα τέταρτο των ηλικιωμένων παγκοσμίως δηλώνει πως υποφέρει από μοναξιά, κάτι που βρίσκω τρομακτικό. Ένα από τα προβλήματα, τουλάχιστον εδώ στο Ηνωμένο Βασίλειο, είναι η έλλειψη χρηματοδότησης για κοινοτικούς χώρους. Χιλιάδες βιβλιοθήκες και κοινοτικά κέντρα έχουν κλείσει τα τελευταία χρόνια και με το κλείσιμό τους χάνεται ένας ζεστός, δωρεάν και φιλόξενος χώρος, όπου μπορούν να συγκεντρώνονται οι ηλικιωμένοι. Πιστεύω, λοιπόν, ότι η σωστή κρατική χρηματοδότηση τέτοιων χώρων είναι ζωτικής σημασίας, όπως και η ενθάρρυνση διαγενεακών δραστηριοτήτων και πρωτοβουλιών κάθε γειτονιάς.

Το βιβλίο τελειώνει με ένα αίσθημα ελπίδας και ανανέωσης. Πόσο σημαντικό είναι για εσάς να ολοκληρώνετε τις ιστορίες σας με αισιοδοξία;

Χαίρομαι πολύ που το λέτε αυτό, γιατί ένα από τα πρώτα πράγματα που κάνω όταν ξεκινώ ένα βιβλίο είναι να σκέφτομαι πώς θέλω να νιώσει ο αναγνώστης στο τέλος. Για τους «Παράξενους Γείτονες» σίγουρα ήθελα ένα αίσθημα ελπίδας. Ζούμε σε σκοτεινούς καιρούς και ως αναγνώστρια έλκομαι από ιστορίες που γιορτάζουν την καλοσύνη, τη συμπόνια και τη δύναμη της ανθρώπινης σύνδεσης. Ελπίζω και τα δικά μου βιβλία να κάνουν ακριβώς αυτό.

Αν οι «Παράξενοι Γείτονες» γίνονταν ταινία ή τηλεοπτική σειρά, ποιους ηθοποιούς θα φανταζόσασταν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους;

Όταν έγραφα την Ντόροθι, είχα πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού μου την Μάγκι Σμιθ. Δυστυχώς, έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, αλλά θα ήθελα μια ηθοποιό με παρόμοια δυναμική παρουσία. Για την Κατ νομίζω πως η Έμμα Μάκεϊ θα ήταν ιδανική!

Το κοινό σας έχει αγαπήσει τόσο τη «Γυναίκα της Βιβλιοθήκης» όσο και το «Χαμένο Εισιτήριο». Νιώθετε πίεση κάθε φορά που γράφετε ένα νέο βιβλίο για ν' ανταποκριθείτε στις προσδοκίες των αναγνωστών;

100%, ειδικά επειδή μου αρέσει να πειραματίζομαι λίγο με τα είδη. Η «Γυναίκα της Βιβλιοθήκης» και το «Χαμένο Εισιτήριο» ανήκουν σε αυτό που θα λέγαμε «γυναικεία λογοτεχνία», ενώ οι «Παράξενοι Γείτονες» και το πιο πρόσφατο βιβλίο μου, «The Busybody Book Club», τείνουν περισσότερο προς το μυστήριο. Το πέμπτο μου μυθιστόρημα που δεν έχει ακόμη εκδοθεί, είναι μια ρομαντική κωμωδία! Παρ’ όλα αυτά, έχω μεγάλη επίγνωση του πόσο πιστό είναι το αναγνωστικό μου κοινό και ελπίζω ότι όποιος έχει διαβάσει κάποιο από τα προηγούμενα βιβλία μου και πιάσει στα χέρια του τους «Παράξενους Γείτονες» θα αναγνωρίσει τα ίδια θέματα, τον ίδιο τόνο και το ίδιο πνεύμα.

Πώς είναι μια τυπική μέρα στο Λονδίνο για εσάς; Είστε άνθρωπος της ρουτίνας ή σας αρέσει να δοκιμάζετε συνεχώς νέα πράγματα;

Είμαι σίγουρα πλάσμα της συνήθειας, οπότε η εβδομάδα μου ακολουθεί ένα αρκετά σταθερό πρόγραμμα. Μια τυπική μέρα για μένα ξεκινά με λίγη γυμναστική, έπειτα πάω τα παιδιά στο σχολείο και μετά περνώ τα πρωινά γράφοντας σε ένα υπέροχο τοπικό καφέ που με ανεφοδιάζει με ζεστά λάτε και τοστ. Τα απογεύματα συνήθως δουλεύω από το σπίτι, κάνοντας επιμέλεια ή δουλειές προώθησης, όπως αυτή τη συνέντευξη. Όταν γράφω το πρώτο προσχέδιο ενός μυθιστορήματος, θέτω στόχο 2.000 λέξεις την ημέρα, δηλαδή 10.000 την εβδομάδα. Αν καταφέρω να πιάσω τον στόχο νωρίς, τότε την Παρασκευή μου αρέσει να κλείνω τον υπολογιστή και να πηγαίνω σε μια γκαλερί, στον κινηματογράφο ή στο θέατρο, γιατί συχνά εμπνέομαι βγαίνοντας έξω και βλέποντας νέα πράγματα.

Έχετε αγαπημένα μέρη στο Λονδίνο όπου σας αρέσει να περνάτε χρόνο μόνη ή με την οικογένειά σας;

Το Hampstead Heath είναι ένα από τα αγαπημένα μου μέρη, ένα τεράστιο πάρκο στο Βόρειο Λονδίνο με υπέροχη θέα στο Parliament Hill. Ενα γνώριμο σημείο για όποιον έχει διαβάσει το «Χαμένο Εισιτήριο». Εκεί καθώς κάνω βόλτες, έχω σχεδιάσει τις καλύτερες πλοκές μου. Είμαστε τυχεροί που έχουμε τόσο πολλά υπέροχα μέρη στο Λονδίνο, αλλά αγαπώ ιδιαίτερα το Tate Modern και τη Wallace Collection, μια κρυφή γκαλερί-διαμάντι κοντά στην Oxford Street. Λατρεύω, επίσης, τη Borough Market για φαγητό και το Regents Canal. Αν οι αναγνώστες σας έρθουν ποτέ στο Λονδίνο, μπορούν να μου στείλουν μήνυμα στο Instagram και θα χαρώ πολύ να τους προτείνω κι άλλα αγαπημένα μου μέρη!

Είπατε νωρίτερα ότι σας αρέσει να παρατηρείτε τους ανθρώπους. Έχετε πιάσει ποτέ τον εαυτό σας να επινοεί ιστορίες για αγνώστους που βλέπετε;

Είμαι αδιόρθωτη παρατηρήτρια ανθρώπων. Τα δύο πρώτα μου μυθιστορήματα τα εμπνεύστηκα από ανθρώπους που παρατηρούσα σε βιβλιοθήκες και λεωφορεία, ενώ φανταζόμουν πώς θα ήταν οι ζωές τους. Τρελαίνει τον σύζυγό μου, γιατί όποτε βγαίνουμε για φαγητό, ξέρει ότι η μισή μου προσοχή είναι σ' εκείνον και η άλλη μισή στους ανθρώπους γύρω μας, προσπαθώντας να καταλάβω ποιες είναι οι ιστορίες τους!

Είστε μητέρα δύο παιδιών. Τι απολαμβάνετε περισσότερο στη μητρότητα και ποιο είναι το πιο δύσκολο κομμάτι για εσάς;

Είναι κακό να πω ότι δεν ήμουν μεγάλη φαν της πρώτης βρεφικής περιόδου; Τη βρήκα πολύ αγχωτική και εξαντλητική. Όμως, καθώς τα παιδιά μου έγιναν νήπια, άρχισα να το απολαμβάνω πολύ περισσότερο. Λατρεύω να τα βλέπω να μεγαλώνουν και να αναπτύσσουν τις δικές τους δυνατές προσωπικότητες και ενδιαφέροντα. Τώρα μπαίνουν στη φάση της εφηβείας και είμαι τόσο περήφανη για τους ανθρώπους που γίνονται. Φυσικά, αυτή η περίοδος έχει και τις προκλήσεις της, ειδικά καθώς προσπαθώ να ισορροπήσω τη μητρότητα με τη συγγραφή. Αλλά είμαι πάρα πολύ τυχερή που η δουλειά μου, μου επιτρέπει να βρίσκομαι στο σπίτι όταν επιστρέφουν από το σχολείο και να έχω χρόνο να μιλήσουμε το απόγευμα. Κάτι που είναι τεράστιο προνόμιο.

ΜίνωαςπολυκατοικίαlockdownηλικιωμένοιΛονδίνοσυγγραφέας