Βιβλίο|08.10.2019 14:32

Προδημοσίευση: «Η κυνηγός του Χίτλερ» της Κέιτ Κουίν

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Τετάρτη (16/10) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, το νέο βιβλίο της Κέιτ Κουίν με τίτλο «Η κυνηγός του Χίτλερ». Η αγαπημένη συγγραφέας από την Καλιφόρνια μετά το best seller της «The Alice Network», επανέρχεται με ένα ακόμα συναρπαστικό ιστορικό μυθιστόρημα για θαρραλέες γυναίκες που τολμούν να σπάσουν το καλούπι του τι αναμένεται από αυτές. Η ιστορία του βιβλίου είναι εμπενευσμένη από αληθινά γεγονότα, ενώ το εξώφυλλο του βιβλίου αποκαλύφθηκε μέσα από το «Book Club» της Ρις Γουίδερσπουν

Η Νίνα Μάρκοβα έχει γεννηθεί στη Ρωσία και ονειρεύεται να γίνει πιλότος. Γίνεται μέλος της μυστικής γυναικείας οργάνωσης με το όνομα Μάγισσες της Νύχτας, που βομβαρδίζουν αποκλειστικά τη νύχτα προκαλώντας χάος στο ανατολικό μέτωπο του Χίτλερ.

Ο Βρετανός ανταποκριτής Ίαν Γκράχαμ, που έχει καλύψει όλη τη θη-ριωδία του πολέμου και τις Δίκες της Νυρεμβέργης, αποφασίζει να γίνει κυνηγός Ναζί. Συναντά τη Νίνα, τη μοναδική επιζούσα που έχει ξεφύγει από την τρομερή και περιβόητη Ναζί δολοφόνο, γνωστή ως «Κυνηγό». Θα μοιραστούν ένα κοινό μυ-στικό που θα τους δυσκολέψει στον εντοπισμό της Κυνηγού. Από την άλλη πλευρά, η 17χρονη Τζόρντανμεγαλώνει στη μεταπολεμική Βοστόνη παλεύοντας να διεκδικήσει το όνειρό της να γίνει φωτογράφος. Ο πατέρας της, επί χρόνια χήρος, φέρνει στο σπίτι τη νέα του σύντροφο και αρραβωνιαστικιά. Έχει γερμανική προφορά και δείχνει να κρύβει ένα μεγάλο κι επικίνδυνο μυστικό.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Μάιος του 1937, Λίμνη Βαϊκάλη, Σιβηρία

Η Νίνα έσπασε τον λαιμό του λαγού με ένα γρήγορο στρίψιμο, νιώθοντας στα ακροδάχτυλά της τους τελευταίους τρεμουλιαστούς παλμούς της καρδιάς του. Άνοιξη στη λίμνη και ο αέρας ήταν γεμάτος από τις στριγκλιές και τους τριγμούς των πάγων, καθώς η επιφάνειά της σκιζόταν σε μακρόστενα κομμάτια με ιριδισμούς. Πελώριοι παγοκρύσταλλοι έλιωναν με πυκνές σταλαγματιές και νερό έγλειφε τώρα την όχθη ενώ ο αέρας γινόταν όλο και πιο ζεστός, αλλά στα βαθιά επέπλεαν ακόμα τεράστιες παγονησίδες. Εδώ τις εποχές τις όριζε ο Γέρος και ακόμα κρατούσε γερά στα χέρια του τον χειμώνα.

Η Νίνα έστησε ξανά την παγίδα για τους λαγούς κάτω από τα δέντρα. Δεκαεννιά χρονών τώρα, με τα γαλάζια μάτια της πάντα άγρυπνα κάτω από ένα γούνινο καπέλο φτιαγμένο από λαγοτόμαρο, με το ξυράφι πάντα κοντά στο χέρι της. Τώρα ο πατέρας της τον περισσότερο καιρό ήταν πολύ μεθυσμένος για να μπορεί να στήνει παγίδες ή να παραφυλάει θηράματα, οπότε κυνηγούσε η Νίνα αντί γι’ αυτόν. Ο λαγός που είχε πιάσει θα έμπαινε στο τσουκάλι και με την προβιά του η Νίνα θα έντυνε ένα ζευγάρι γάντια ή θα την αντάλλασσε με κάτι. Με το κυνήγι τα κατάφερνε να ζει χωρίς άντρα, αλλά και πάλι δεν ήταν ήσυχη. Κοίταζε βλοσυρά προς την απέναντι όχθη της λίμνης. Είχαν περάσει τρία χρόνια από εκείνη τη μέρα που, πεσμένη ανάσκελα στον πάγο, με την ανάσα της κομμένη και τις βλεφαρίδες της κοκαλωμένες και κολλημένες από τον πάγο, έβλεπε μόνο τον ουρανό ψηλά και σκεφτόταν: Φύγε μακριά αποδώ. Τρία χρόνια τώρα ξυπνούσε τη νύχτα από την ασφυκτική αίσθηση του παγωμένου νερού γύρω από το κεφάλι της, την τρομακτική αίσθηση του πνιγμού. Αλλά πού θα μπορούσε να πάει ένα κορίτσι σαν κι αυτήν, ένα αγρίμι του δάσους, που δεν ήξερε τίποτε άλλο πέρα από το να παραμονεύει, να σκοτώνει και να κινείται εντελώς αθόρυβα;

Δεν ήξερε πού, αλλά έπρεπε να το βρει, αλλιώς θα πέθαινε σ’ αυτό το μέρος. Γιατί η Νίνα ήξερε ότι αν έμενε εκεί, η λίμνη θα τη σκότωνε.

Στεκόταν κρατώντας τον ψόφιο λαγό από τα αυτιά, κλωθογυρίζοντας στο μυαλό τα ίδια ανώφελα ερωτήματα, όπως έκανε πάρα πολλά πρωινά, και η μέρα της θα τελείωνε όπως τόσες και τόσες άλλες: στην καλύβα, αποφεύγοντας τον πατέρα της που ροχάλιζε ξαπλωμένος φαρδύς πλατύς στο στρώμα του. Όμως εκείνη τη μέρα η Νίνα άκουσε μια μακρινή βοή από τον ουρανό.

Ο γκόρναγια αναρωτήθηκε με απορία –αλλά όχι, δεν ήταν ακόμα η εποχή του βορειοδυτικού ανέμου των βουνών, που κατέβαινε στριφογυρνώντας σαν σίφουνας από τον θερμό ουρανό και χτυπούσε τη λίμνη σαν αυγοδάρτης κι εκείνη φρένιαζε και ξεσήκωνε κάτι κύματα τρεις φορές το ύψος ενός άντρα, που έρχονταν και έσκαγαν στην όχθη. Εξάλλου αυτή η βοή ήταν μονότονη σαν ήχος μηχανής και έμοιαζε να έρχεται από παντού. Η Νίνα έβαλε το χέρι της αντήλιο αναζητώντας την πηγή του παράξενου βουητού και το σαγόνι της κρεμάστηκε όταν είδε να υψώνεται από τον ορίζοντα μια στιλπνή, μαύρη σιλουέτα και να περνάει γλιστρώντας πάνω από τη γραμμή των δέντρων. Αεροπλάνο; αναρωτήθηκε. Οι πλανόδιοι έμποροι του χωριού που είχαν πάει μέχρι το Ιρκούτσκ έλεγαν ότι είχαν δει αεροπλάνα, αλλά η Νίνα δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Στα δικά της μάτια, θα μπορούσε κάλλιστα να ήταν ένα πουλί της φωτιάς βγαλμένο από τους λαϊκούς θρύλους.

Υπέθεσε ότι το σιδερένιο πουλί θα διέσχιζε τον ουρανό και θα εξαφανιζόταν, αλλά ο βόμβος των κινητήρων του έκανε διακοπές. Η Νίνα τρόμαξε προς στιγμήν, σκέφτηκε πως το αεροπλάνο θα έπεφτε και θα τσακιζόταν πάνω στη λίμνη. Όμως αυτό έγειρε παίρνοντας μια κλειστή στροφή στον ουρανό και μετά κατέβηκε χαμηλότερα από τις κορυφές των δέντρων. Η Νίνα έτρεξε. Για πρώτη φορά δεν νοιάστηκε να κινηθεί αθόρυβα, απλώς ορμούσε μπροστά, σπάζοντας κλαδιά καθώς διέσχιζε τη χαμηλή βλάστηση και πλατσουρίζοντας στο λασπερό έδαφος. Κάποια στιγμή αντιλήφθηκε ότι είχε χάσει τον λαγό, αλλά δεν την ένοιαξε ούτε αυτό.

Το αεροπλάνο είχε προσγειωθεί σ’ ένα μακρόστενο ξέφωτο μέσα στο δάσος της τάιγκας. Ο πιλότος στεκόταν απ’ έξω, δίπλα στην ανοιχτή καμπίνα, με μια εργαλειοθήκη στο χέρι και βλαστημούσε. Η Νίνα απέμεινε να τον κοιτάζει μαγεμένη. Φαινόταν ψηλός σαν θεός με την ολόσωμη φόρμα και το αεροπορικό καπέλο του. Δεν τόλμησε να τον πλησιάσει. Κάθισε πάνω στις φτέρνες της πίσω από τους πυκνούς θάμνους και τον παρακολουθούσε να μαστορεύει τον κινητήρα. Δεν χόρταινε να χαζεύει το αεροπλάνο, τη λεία μακρόστενη άτρακτο, τα περήφανα φτερά.

Της πήρε πολλή ώρα μέχρι να βρει το θάρρος να πλησιάσει, όμως εντέλει βγήκε από τους θάμνους και προχώρησε αργά προς τα εκεί. Ο πιλότος στράφηκε και είδε τη Νίνα κυριολεκτικά κάτω από τη μύτη του. Τινάχτηκε προς τα πίσω, οι μπότες του γλίστρησαν στην παγωμένη λάσπη. «Με τρόμαξες, γαμώ τη μάνα σου.» Πρόφερε τα ρωσικά κοφτά, με μια περίεργη προφορά. «Ποια είσαι;»

«Η Νίνα Μπορίσοβνα», του είπε, με το στόμα της κατάξερο. Σήκωσε το χέρι της σε χαιρετισμό και είδε τη ματιά του να στέκεται στιγμιαία στο ξεραμένο αίμα του λαγού κάτω από τα νύχια της. «Εδώ ζω.»

«Ποιος μπορεί να ζήσει σ’ έναν τέτοιο λασπότοπο;» Ο πιλότος την κοίταξε μερικά δευτερόλεπτα ακόμα. «Είσαι αληθινό μικρό αγρίμι, ε;» είπε και ξαναγύρισε στα εργαλεία του.

Η Νίνα ανασήκωσε τους ώμους της.

«Δεν είμαστε καν στη Λιστβιάνκα, ε;»

«Όχι.» Ακόμα και η Λιστβιάνκα ήταν μεγαλύτερη από το χωριό της Νίνας.

Ο πιλότος ξανάρχισε το βρισίδι. «Ώρες από το Ιρκούτσκ, γαμώ τη…»

«Εδώ δεν κατεβαίνουν ποτέ αεροπλάνα», κατάφερε να πει η Νίνα. «Από πού ήρθες;»

«Από τη Μόσχα», γρύλισε ο πιλότος πετώντας φουρκισμένος κλειδιά και κατσαβίδια. «Κάνω το τακτικό ταχυδρομικό δρομολόγιο Μόσχα-Ιρκούτσκ. Η μακρύτερη πτήση στην ενδοχώρα της Πατρίδας», συμπλήρωσε ορθώνοντας το κορμί του. «Έχασα το Ιρκούτσκ λόγω ομίχλης, παρουσιάστηκε κι ένα προβληματάκι στη μηχανή… Τίποτα σοβαρό. Μπορώ να γυρίσω πίσω πετώντας ακόμα και με ένα φτερό, αν χρειαστεί.»

«Τι είδους… εννοώ, τι…» Η Νίνα ευχήθηκε να σταματήσει να κοκκινίζει και να χάνει τα λόγια της. Τους ντόπιους νεαρούς τούς έτρωγε για πρωινό, αλλά τώρα τραύλιζε της σαν ερωτοχτυπημένη πιτσιρίκα. Με τη διαφορά ότι δεν είχε ερωτευτεί τον πιλότο αλλά το σκάφος του.

ΠροδημοσίευσηΚλειδάριθμοςΧίτλερ