Βιβλίο|23.10.2019 14:56

Προδημοσίευση: «Ερωτικά γράμματα από τη Μονμάρτη» του Νικολά Μπαρρό

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Πέμπτη (31/10) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη, το νέο βιβλίο του Νικολά Μπαρρό με τίτλο «Ερωτικά γράμματα από τη Μονμάρτη». Στο μυθιστόρημά του αυτό, ο συγγραφέας του έργου «Το Παρίσι είναι πάντα μια καλή ιδέα» (εκδ. Πατάκη 2018), μας οδηγεί και πάλι στο Παρίσι. Αυτή τη φορά στη Μονμάρτη, σε γραφικές πλατείες και στα σκαλοπάτια της Σακρέ Κερ. Κυρίως, όμως, μας μεταφέρει στην καρδιά μιας συγκινητικής και ανθρώπινης ιστορίας.

Ο συγγραφέας Ζυλιέν Αζουλαί είναι συντετριμμένος. Η γυναίκα του Ελέν, ο άνθρωπος που αγαπούσε περισσότερο από καθετί στον κόσμο, δεν υπάρχει πια. Είναι ωστόσο υποχρεωμένος να τηρήσει την υπόσχεση που της έδωσε προτού πεθάνει: να της γράψει τριάντα τρία γράμματα –ένα για τον κάθε χρόνο της σύντομης ζωής της- και να τα αφήσει, ένα ένα, στο Κοιμητήριο της Μονμάρτης, όπου κι εκείνη αναπαύεται.

Τηρώντας την υπόσχεσή του, ο Ζυλιέν της διηγείται στα γράμματά του όσα είναι αναγκασμένος να κάνει χωρίς εκείνη, αν και δε βρίσκει πια νόημα στη ζωή, της μιλά για την αγάπη του, που πλέον δεν έχει ανταπόκριση, της λέει για τον Αρτύρ, τον μικρό τους γιο, που δε θέλει να είναι ο μπαμπάς του θλιμμένος.  Ώσπου, μια μέρα, όλα τα γράμματα εξαφανίζονται. Στη θέση τους βρίσκονται μυστηριώδη αντικείμενα, που την προέλευσή τους ο Ζυλιέν δεν μπορεί να εξηγήσει… Κι όμως, από ένα βαθύτατα θλιβερό γεγονός θα γεννηθεί κάτι εξαιρετικά όμορφο - όπως συμβαίνει μόνο όταν βάζει το χέρι του ο έρωτας. Ή ο Νικολά Μπαρρό.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Στη Μονμάρτη, τον ξακουστό εκείνο λόφο στα βόρεια προάστια του Παρισιού, όπου οι τουρίστες συνωστίζονται στην Πλας ντυ Τερτρ γύρω από τους πλανόδιους ζωγράφους που δημιουργούν έργα αμφίβολης ποιότητας στον καμβά τους, όπου την άνοιξη τα ζευγαράκια πιασμένα από το χέρι κάνουν βόλτες στα γεμάτα κόσμο σοκάκια, για να καθίσουν τελικά, λιγάκι ξέπνοα ίσως, στα σκαλοπάτια της Σακρέ Κερ και να θαυμάσουν από ψηλά τη θέα τούτης της πόλης που λαμποκοπά στο τελευταίο τρυφερό ροδαλό φως της μέρας προτού πέσει η νύχτα – εκεί, λοιπόν, βρίσκεται και ένα κοιμητήριο. Ένα πολύ παλιό κοιμητήριο, με χωμάτινα δρομάκια και μακριές σκιερές αλέες, που περνούν μέσα από φιλύρες και σφεντάμια κι έχουν ονόματα και αριθμούς σαν τις οδούς μιας κανονικής μικρής πόλης. Μιας πολύ ήσυχης πόλης. Ορισμένοι από τους νεκρούς που αναπαύονται εδώ είναι διάσημοι, άλλοι πάλι καθόλου. Υπάρχουν τάφοι με περίτεχνα μνημεία και μορφές αγγελικές που φορούν μακριά πέτρινα ενδύματα, απλώνουν ευγενικά τα χέρια και έχουν το βλέμμα στραμμένο προς τον ουρανό.

Ένας άντρας με σκουρόξανθα μαλλιά περνά την πύλη του κοιμητηρίου. Κρατά από το χέρι ένα μικρό αγόρι και κοντοστέκεται σε έναν τάφο που λίγοι μόνο άνθρωποι γνωρίζουν. Εδώ δεν αναπαύεται κάποια σημαντική προσωπικότητα. Ούτε συγγραφέας, ούτε μουσικός, ούτε ζωγράφος. Ούτε καν κάποια κυρία με τας καμελίας. Μονάχα ένας άνθρωπος που αγαπήθηκε πολύ.

Ο άγγελος στην μπρούντζινη πλάκα που έχει στερεωθεί στο μάρμαρο είναι, ωστόσο, από τους ωραιότερους στο κοιμητήριο. Έχει γυναικείο κεφάλι στραμμένο προς τα πίσω, ύφος σοβαρό, ίσως κι ατάραχο, και τα μακριά μαλλιά του κυματίζουν γύρω από το πρόσωπο, σαν να τα φυσάει από πίσω ο άνεμος. Ο άντρας στέκει εκειδά σιωπηλός, ενώ το παιδί χοροπηδά ανάμεσα στους τάφους κυνηγώντας πολύχρωμα φτερά.

«Κοίτα, μπαμπά, μια πεταλούδα!» φωνάζει. «Δεν είναι πανέμορφη;»

Ο άντρας νεύει ελαφρά, αδιόρατα σχεδόν. Για εκείνον τίποτα πια δεν είναι όμορφο, και σε θαύματα έχει πάψει προ πολλού να πιστεύει. Πώς θα μπορούσε να φανταστεί καν ότι εδώ, σε αυτό ακριβώς το σημείο, θα συμβεί κάτι τόσο υπέροχο, που πράγματι θα ισοδυναμεί με θαύμα; Για την ώρα, θεωρεί ακόμη τον εαυτό του τον πιο δυστυχισμένο άνθρωπο στη γη.

Στο Κοιμητήριο της Μονμάρτης γνώρισε τη γυναίκα του. Πριν από πέντε χρόνια, στον τάφο του Χάινριχ Χάινε. Ήταν μια φωτεινή μέρα του Μάη, κι ήταν η αρχή για κάτι που εδώ και λίγο καιρό έχει λάβει αμετάκλητο τέλος.

Ο άντρας ρίχνει μια τελευταία ματιά στον μπρούντζινο άγγελο με τα οικεία σ’ εκείνον χαρακτηριστικά. Ο άντρας γράφει γράμματα, στα κρυφά. Ωστόσο, για αυτό που πρόκειται να συμβεί δεν είναι προετοιμασμένος. Έτσι όπως δεν είναι κανείς προετοιμασμένος για την ευτυχία ή τον έρωτα. Κι όμως, είναι και τα δύο πάντοτε παρόντα. Εκείνος θα έπρεπε κανονικά να το γνωρίζει, ως συγγραφέας.

Ο άντρας λέγεται Ζυλιέν Αζουλαί.

Και αυτός ο Ζυλιέν Αζουλαί είμαι εγώ.

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΧΩΡΙΣ ΕΣΕΝΑ

Είχα μόλις καθίσει στο γραφείο, για να εκπληρώσω την υπόσχεσή μου και να γράψω επιτέλους –επιτέλους!– στην Ελέν, όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Αποφάσισα να αγνοήσω το κουδούνισμα, ξεβίδωσα με προσοχή το καπάκι της πένας μου και ίσιωσα το λευκό φύλλο χαρτί. «Αγαπημένη μου Ελέν» έγραψα και έμεινα να κοιτάζω λιγάκι απεγνωσμένος τις τρεις λέξεις, που έστεκαν εκεί τόσο χαμένες όσο ένιωθα κι εγώ τις τελευταίες εβδομάδες, τους τελευταίους μήνες.

Τι να γράψει κανείς σε έναν άνθρωπο που τον αγαπούσε πάνω απ’ όλα στον κόσμο και από κάποιο τραγικό γύρισμα της μοίρας δεν υπάρχει πια; Από την αρχή κιόλας διαισθανόμουν ότι η ιδέα να της δώσω αυτή την υπόσχεση ήταν εντελώς παλαβή. Όμως η Ελέν επέμενε. Και όπως πάντα, όταν η γυναίκα μου έβαζε κάτι στο μυαλό της, ήταν δύσκολο να τη μεταπείσεις με επιχειρήματα. Στο τέλος, επέβαλλε πάντα τη θέλησή της. Και η Ελέν είχε πολύ ισχυρή θέληση. Μόνο όταν βρέθηκε αντιμέτωπη με τον θάνατο δεν μπόρεσε να επιβληθεί. Αυτός είχε ακόμη πιο ισχυρή θέληση από εκείνη.

Το κουδούνι χτύπησε ξανά, αλλά εγώ βρισκόμουν ήδη πολύ μακριά με τις σκέψεις μου.

Χαμογέλασα πικρά και ήταν σαν να έβλεπα ακόμη μπροστά μου πολύ καθαρά το χλωμό της πρόσωπο με τα πράσινα μάτια, που μέρα τη μέρα έμοιαζαν να γίνονται όλο και μεγαλύτερα πάνω από τα βουλιαγμένα της μάγουλα.

«Θέλω μετά τον θάνατό μου να μου γράψεις τριάντα τρία γράμματα» είχε πει κοιτάζοντάς με διεισδυτικά. «Ένα γράμμα για κάθε χρόνο που έζησα. Υποσχέσου μου, Ζυλιέν».

«Και σε τι θα ωφελήσει αυτό;» είχα απαντήσει. «Δεν πρόκειται να σε φέρει πίσω στη ζωή». Τότε ο φόβος και η οδύνη με είχαν καταρρακώσει. Καθόμουν μέρα νύχτα πλάι στο κρεβάτι της Ελέν, της κρατούσα το χέρι κι ούτε ήθελα ούτε μπορούσα να φανταστώ μια ζωή χωρίς εκείνη.

«Γιατί να γράφω γράμματα αφού ποτέ δε θα λάβω απάντηση; Είναι εντελώς άσκοπο» επανέλαβα σιγανά.

Εκείνη έκανε σαν να μην είχε ακούσει τις αντιρρήσεις μου. «Απλώς γράψε μου. Γράψε μου πώς είναι ο κόσμος χωρίς εμένα. Γράψε μου για σένα και για τον Αρτύρ». Χαμογέλασε κι εμένα μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια.

«Δε θα είναι άσκοπο, έχε μου εμπιστοσύνη. Είμαι σίγουρη ότι στο τέλος θα υπάρξει μια απάντηση για σένα. Άσε που εγώ –απ’ όπου κι αν βρίσκομαι– θα διαβάζω τα γράμματά σου και θα σε προσέχω».

Κούνησα το κεφάλι και άφησα έναν λυγμό.

«Δεν αντέχω, Ελέν, απλώς δεν αντέχω!»

Και μ’ αυτό δεν εννοούσα φυσικά τα τριάντα τρία γράμματα, αλλά τα πάντα. Τη ζωή μου όλη χωρίς εκείνη. Χωρίς την Ελέν.

Με είχε κοιτάξει τρυφερά και η συμπόνια στο βλέμμα της μου ράγισε την καρδιά. «Φτωχή μου αγάπη» είπε, κι ένιωσα πόση προσπάθεια κατέβαλλε για να μου σφίξει ενθαρρυντικά το χέρι. «Πρέπει να φανείς δυνατός τώρα. Πρέπει να φροντίσεις τον Αρτύρ. Σε έχει ανάγκη». Ύστερα είπε εκείνο που τις εβδομάδες μετά την τελευταία αποκαρδιωτική διάγνωση το είχε πει ήδη πολλές φορές και το οποίο της έδινε τη δύναμη –ενώ σ’ εμένα, καθόλου– να αντιμετωπίζει γαλήνια το τέλος που πλησίαζε.

«Όλοι θα πεθάνουμε, Ζυλιέν. Είναι απολύτως φυσιολογικό. Είναι κομμάτι της ζωής. Απλώς εγώ θα φύγω λίγο πιο νωρίς. Όχι ότι με ευχαριστεί, πίστεψέ με, αλλά έτσι είναι». Ανασήκωσε τους ώμους σε ένδειξη συμβιβασμού. «Έλα, δώσ’ μου ένα φιλί».

Παραμέρισα μια χρυσαφένια μπούκλα από το μέτωπό της και της έδωσα ένα τρυφερό φιλί στα χείλη. Είχε γίνει τόσο εύθραυστη αυτούς τους τελευταίους μήνες της πολύ σύντομης ζωής της που, παρότι την αγκάλιαζα με προσοχή, φοβόμουν πάντα ότι κάτι θα χαλάσω, κι ας είχαν ήδη καταστραφεί όλα. Εκτός από τη γενναιότητά της. Η γενναιότητά της ήταν πολύ πιο μεγάλη από τη δική μου.

«Υποσχέσου το μου» είπε πάλι, κι είδα μια μικρή λάμψη στα μάτια της. «Πάω στοίχημα ότι όταν θα έχεις γράψει το τελευταίο γράμμα, η ζωή σου θα πάρει μια τροπή προς το καλύτερο».

«Πολύ φοβάμαι πως αυτό το στοίχημα θα το χάσεις». «Ελπίζω πως όχι».

Ένα πολύξερο χαμόγελο γλίστρησε πάνω από το πρόσωπό της και τα βλέφαρά της τρεμόπαιξαν. «Και τότε θέλω ένα τεράστιο μπουκέτο τριαντάφυλλα από εσένα – το μεγαλύτερο που μπορεί να προσφέρει ολόκληρο το καταραμένο Κοιμητήριο της Μονμάρτης».

Έτσι ήταν η Ελέν. Ακόμη και τις πιο άσχημες στιγμές, σε έκανε να γελάσεις. Έκλαιγε και γελούσε συνάμα, ενώ μου έτεινε το ισχνό της χέρι – κι εγώ το έπιασα και της έδωσα τον λόγο μου.

Τον λόγο ενός συγγραφέα. Στο κάτω κάτω, δεν είχε πει πότε έπρεπε να της γράψω τα τριάντα τρία γράμματα. Κι έτσι πέρασε ο Οκτώβριος, ήρθε ο Νοέμβριος, πέρασε κι αυτός, μπήκε ο Δεκέμβριος. Ο ένας στενάχωρος μήνας διαδεχόταν τον επόμενο, οι εποχές του χρόνου μπορεί να άλλαζαν φορεσιά, όμως σ’ εμένα όλα φαίνονταν ίδια. Ο ήλιος είχε γκρεμιστεί από τον ουρανό, κι εγώ ζούσα σε μια μαύρη σαν το μελάνι τρύπα, όπου δεν υπήρχαν πια λέξεις. Στο μεταξύ, είχαμε Μάρτιο, κι εγώ δεν είχα γράψει γράμμα. Ούτε ένα.

Όχι ότι είχα προσπαθήσει. Ήθελα βέβαια να κρατήσω την υπόσχεσή μου – άλλωστε ήταν η τελευταία επιθυμία της Ελέν. Το καλάθι των αχρήστων ήταν γεμάτο τσαλακωμένα φύλλα χαρτί, όπου ήταν γραμμένες ένα σωρό μισοτελειωμένες φράσεις. Φράσεις όπως:

Ελέν μου, που σε αγάπησα πάνω απ’ όλα, από τότε που δεν είσαι εδώ, για μένα δεν υπάρχει…

Αγαπημένη, έχω τόσο κουραστεί από όλον αυτό τον πόνο, κι ολοένα πιο συχνά αναρωτιέμαι αν η ζωή έχει καν…

Πολυαγαπημένη μου, χθες βρήκα τη μικρή χιονόμπαλα από τη Βενετία. Ήταν πίσω πίσω στο κομοδίνο σου, και δεν μπορούσα παρά να θυμηθώ πώς οι δυο μας…

Εσύ που υπήρξες ο πιο αγαπημένος μου άνθρωπος σε όλο τον κόσμο, μου λείπεις κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε λεπτό, δεν ξέρεις καν…

Αγαπημένη Ελέν, χθες ο Αρτύρ είπε ότι δε θέλει να έχει έναν θλιμμένο μπαμπά και ότι άλλωστε εσύ είσαι καλά εκεί ανάμεσα στους αγγέλους…

Ελέν, mayday, mayday, τούτη είναι η κραυγή για βοήθεια ενός ανθρώπου που πνίγεται, έλα πίσω, δεν μπορώ…

Άγγελέ μου, χθες τη νύχτα σε είδα στο όνειρό μου και απόρησα που το πρωί δεν ήσουν πλάι μου…

Αγαπημένη μου, που μου λείπεις τόσο, σε παρακαλώ μη σκεφτείς ότι έχω λησμονήσει την υπόσχεσή μου, αλλά…

Αλλά δεν είχα καταφέρει να βάλω στο χαρτί κάτι πέρα από αυτό το ανήμπορο ψέλλισμα. Καθόμουν εκεί, καταβεβλημένος από τη δυστυχία μου. Είχα απλούστατα βουβαθεί. Δεν είχα γράψει τίποτε απολύτως γενικά –πράγμα όχι ακριβώς ωφέλιμο για έναν συγγραφέα–, και αυτός ήταν μάλλον ο λόγος που τώρα το κουδούνι χτυπούσε σαν δαιμονισμένο.

Αναστενάζοντας, άφησα την πένα στο γραφείο, σηκώθηκα και πήγα στο παράθυρο. Κάτω, στην οδό Ζακόμπ, στεκόταν ένας μικρόσωμος, κομψά ντυμένος κύριος με ένα σκούρο μπλε αδιάβροχο πανωφόρι, ο οποίος προφανώς είχε αποφασίσει να μην ξεκολλήσει το δάχτυλό του από το κουδούνι. Το φοβόμουν αυτό.

Ο άντρας κοίταξε ψηλά, στον νοτισμένο ανοιξιάτικο ουρανό, όπου ο άνεμος έδιωχνε μακριά τα σύννεφα, κι εγώ βιάστηκα να τραβήξω πίσω το κεφάλι μου.

Ήταν ο Ζαν-Πιερ Φαβρ, ο εκδότης μου.

Πατάκης