Βιβλίο|11.11.2019 13:25

Προδημοσίευση: «Το βιβλίο των ονείρων» της Νίνα Γκεόργκε

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Παρασκευή (15/11) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, το νέο βιβλίο της Νίνα Γκεόργκε με τίτλο «Το βιβλίο των ονείρων». Η συγγραφέας μάς χαρίζει ένα απολαυστικό, ευχάριστο, γλυκόπικρο παραμύθι για την απόσταση που μπορεί να διανύσει κανείς για χάρη της αγάπης και της φιλίας. 

Η ζωή είναι ένα σύνολο από συνεχείς αποφάσεις. Αλλά, ποιες είναι οι σωστές; Ποιες οδηγούν στην ευτυχία, την αγάπη, τη φιλία και ποιες φέρνουν απόγνωση και μοναξιά; Με αυτό το υπαρξιακό ερώτημα παλεύουν ο πολεμικός ανταποκριτής Χένρι, η εκδότρια Έντι και ο υπερευαίσθητος έφηβος Σαμ, όταν μετά από ένα ατύχημα ο Χένρι πέφτει σε κώμα.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Χένρι 

Κάθε τόσο πετάγομαι στο Λονδίνο για να δω τον Ιμπραήμ, τον Γκρεγκ και τη Μόνικα. Μα δεν μένω ποτέ πάνω από δυο τρεις μέρες. Νιώθω να πνίγομαι και ξαναπαίρνω τους δρόμους. Δεν μπορώ να κοιμηθώ παρά μόνο στις ζώνες μετεπιβίβασης των αεροδρομίων, στα ξενοδοχεία των σιδηροδρομικών σταθμών ή στις πανσιόν κοντά στα λιμάνια. Νανουρίζομαι με τον θόρυβο και την ένταση της αναχώρησης και της άφιξης. Και όταν δεν κοιμάμαι, έρχεται ο φόβος. Ένας απερίγραπτος φόβος ότι μπορεί να πεθάνω.

Κάτι τέτοιες στιγμές, βρίσκω παρηγοριά φέρνοντας στον νου μου τη Μαριφράνς και το θαύμα της σύλληψης του Σαμ. Σκέφτομαι ότι δύο τόσο αταίριαστοι άνθρωποι έσμιξαν τυχαία για να δώσουν ζωή σ’ ένα παιδί. Πόσο απλόχερη και γενναιόδωρη είναι καμιά φορά η Δημιουργία! Ένα τριαντάφυλλο μπορεί να ανθίσει ακόμα και στην έρημο. Από τη μοναξιά βλασταίνει ενίοτε ο έρωτας και από τον θάνατο γεννιέται νέα ζωή.

Όταν βρίσκομαι στο Λονδίνο ή όταν αναγκάζομαι να μείνω πάνω από τρία βράδια σε κάποια μεγαλούπολη, περνάω τις νυχτερινές ώρες περπατώντας ή πίνοντας. Μερικές φορές πηγαίνω στο αεροδρόμιο και παρατηρώ τα ανθρώπινα κύματα να έρχονται και να φεύγουν σαν την παλίρροια. Κάθομαι και χαζεύω τους ανθρώπους να σμίγουν, να αγγίζονται, να χωρίζουν.

Ύστερα περιπλανιέμαι με τις ώρες στους δρόμους, διασχίζω άγνωστα και γνώριμα, βρόμικα και σκοτεινά σοκάκια, κοιτάζω τη ζωή να συνεχίζεται πίσω από τα φωτισμένα παράθυρα, ενώ η δική μου έχει μείνει στάσιμη από τότε που, παιδί ακόμα, επέστρεψα μονάχος με την μπλε βάρκα στο σπίτι αφήνοντας πίσω τον πατέρα μου. Ο χρόνος κράτησε την ανάσα του και με άφησε εγκλωβισμένο στον ενδιάμεσο κόσμο, ανάμεσα σ’ ένα ανύπαρκτο τέλος και σε μια ανύπαρκτη αρχή.

Μια από εκείνες τις νύχτες αγρύπνιας στο Λονδίνο, ο δρόμος μου με φέρνει σ’ ένα ερειπωμένο κτίριο από μπετόν, στο κέντρο του Ιστ Εντ, ανάμεσα στο Χάκνεϊ και στην Κολούμπια Ρόουντ. Η θερμοκρασία έξω ξεπερνά τους τριάντα βαθμούς, αλλά μέσα έχει δροσιά. Είναι λες και βρίσκομαι σε μια δροσερή σπηλιά στην καρδιά του καλοκαιριού. Στις γωνίες και πίσω από τις κολόνες, οι σκιές πέφτουν βαθιές σαν σκοτεινά νερά. Ο χώρος φωτίζεται μονάχα με φαναράκια, κεριά και πυρσούς.

Μπροστά από τους γυμνούς τοίχους είναι αραδιασμένες παλιές ξύλινες καρέκλες με σκαλιστά πόδια και βουλιαγμένη πλάτη. Ανάμεσά τους, καναπέδες και πολυθρόνες, σαν λάφυρα κλεμμένα από κάποιο ξενοδοχείο του περασμένου αιώνα. Πάνω σε αναποδογυρισμένα τελάρα για φρούτα και ξυλοκιβώτια, έχουν τοποθετηθεί σανίδες, παλιοί σχολικοί πίνακες και πόρτες που χρησιμεύουν για τραπέζια. Πάνω τους, μπουκάλια και ποτήρια, σταχτοδοχεία και στοίβες με ζευγάρια γάντια που θυμίζουν ξεχασμένα, άδεια χέρια. Σε όλα τα τραπέζια υπάρχουν κρυστάλλινα βάζα με κόκκινα τριαντάφυλλα. Εδώ κι εκεί, γυναίκες κάθονται ολομόναχες στους καναπέδες ή στέκονται όρθιες, με την πλάτη ακουμπισμένη στις κολόνες. Άντρες περιφέρονται στο μισοσκόταδο, μόνοι κι αυτοί. Νυχτερίδες φτερουγίζουν ολόγυρα στη μισόχτιστη ψηλοτάβανη αίθουσα, απορημένες και ανήσυχες, όπως τα βλέμματα των αντρών και των γυναικών.

Στο βάθος, μπροστά από τον πλινθόκτιστο τοίχο, στέκονται δύο μπαντονεονίστες, ένας μπασίστας και ένας βιολιστής. Παραδίπλα, πάνω σε μια κλειστή βαλίτσα, είναι ακουμπισμένη μια κιθάρα. Τα άσπρα πουκάμισα των μουσικών τρεμοπαίζουν στο φως που ρίχνουν οι φλόγες.

Και άξαφνα, σε αυτό εδώ το μέρος, όπου όλοι είναι ολομόναχοι, ο χρόνος αρχίζει δειλά δειλά να ανασαίνει και πάλι. Οι δύο μπαντονεονίστες ανταλλάσσουν κλεφτές ματιές. Ο ένας έχει γυαλιστερά μαύρα μαλλιά. Τα μυώδη μπράτσα του διαγράφονται στο ημίφως κάτω από το εφαρμοστό λευκό πουκάμισο. Ο άλλος έχει μουστάκι και κοιτάζει τον συνάδελφό του σαν να βουλιάζει στα μάτια του. Κι οι δύο αποπνέουν έντονο ερωτισμό και ασυνήθιστα άγρια αρρενωπότητα.

Ο μπασίστας και ο βιολιστής κρατούν τα μάτια κλειστά. Η παθιασμένη τους όψη έχει κάτι από τη γλυκιά λησμονιά του έρωτα.

Κλειδάριθμος