Βιβλίο | 02.12.2019 18:28

Προδημοσίευση: «Η εφήμερη ομορφιά του έρωτα» της Στέλλας Βρεττού

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Τετάρτη (4/12) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος, το νέο βιβλίο της Στέλλας Βρεττού με τίτλο «Η εφήμερη ομορφιά του έρωτα». Ένα ατμοσφαιρικό μυθιστόρημα με φόντο τα δραματικά ιστορικά γεγονότα της Ανατολίας του 20ού αιώνα. 

Γεννήθηκε στη Σμύρνη το 1900, την πρώτη μέρα του χρόνου, την πρώτη μέρα του καινούργιου αιώνα. Έζησε σε μια ζωή όσα δεν ζούνε άλλοι σε πέντε. Η Ιφιγένεια Σκρινή, κόρη μιας εύπορης οικογένειας Σμυρνιών, θα ερωτευτεί τον δάσκαλο ζωγραφικής, τον αινιγματικό Αντρέι Ρομπολόφσκι. Θα εγκαταλείψει την κοσμοπολίτικη πόλη με τα όμορφα σπίτια, τα θέατρα και τα ζαχαροπλαστεία, τα γεμάτα μουσικές σοκάκια της, για ν’ ακολουθήσει στο μακρινό ταξίδι του τον Αντρέι, όταν αυτός, θύμα του σκοτεινού παρελθόντος του, αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη Σμύρνη πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στη διάρκεια του ταξιδιού τους στα βάθη της Ανατολικής Συρίας, θα συναντήσουν τον Τζέιμς Μπάροουζ, απόφοιτο της Οξφόρδης. Η γοητεία και η ιστορία της Ανατολίας σ’ αυτό το οδοιπορικό θα αφήσουν τα ανεξίτηλα σημάδια τους στη ζωή της Ιφιγένειας και η εφήμερη ομορφιά του έρωτά τους θα στιγματίσει και τους τρεις για πάντα.

Από τη Σμύρνη στη Μέση Ανατολή, στην Αλεξάνδρεια, στην Κωνσταντινούπολη και στην Αθήνα, οι ζωές της Ιφιγένειας, του Αντρέι και του Τζέιμς θα περιπλεχθούν σ’ έναν ιστό πάθους, προδοσίας κι αναζήτησης, με φόντο τα ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα.

Η Στέλλα Βρετού έχει γεννηθεί στην Κωνσταντινούπολη και σπούδασε στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι μεταφράστρια από τα τουρκικά και έχει εργαστεί στον εκδοτικό χώρο. Ζει με τον άντρα της και την κόρη της στην Αθήνα. Το 2014 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, με τίτλο «Τα κόκκινα λουστρίνια» από τις εκδόσεις Ωκεανίδα.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Έτσι κι εκείνη τη μέρα σε μια μικρή κωμόπολη στη διαδρομή για την Κιλικία, όταν σταματήσαμε για να διανυκτερεύσουμε, φόρεσα τα γυναικεία ρούχα μου και περίμενα τον Αντρέι να γυρίσει για να πάω εγώ στο χαμάμ. Το δωμάτιό μας ήταν το τελευταίο, στην άκρια του καραβάν σαράι, θα μπορούσα εύκολα να φύγω χωρίς να με δει κανείς. Κι έτσι έγινε. Βγήκα απ’ το δωμάτιο και περπατώντας τοίχο τοίχο έφτασα στο χαμάμ.

Ήταν γεμάτο. Βρισκόταν εκεί μια κοπέλα για το νυφικό λουτρό της, τη συνόδευαν γυναίκες κάθε ηλικίας. Η υγρή ζέστη ασφυκτική, οι ατμοί από τα νερά που τρέχανε πάνω στα καυτά μάρμαρα του χαμάμ θάμπωναν την ατμόσφαιρα. Γυναίκες που γελούσαν, μιλούσαν δυνατά, λέγανε τραγούδια κι άσεμνα αστεία, χτενίζονταν, βάφανε με χένα τα μαλλιά τους, κάνανε αποτρίχωση σ’ όλο τους το σώμα, θόρυβοι από τα μπρούντζινα τάσια που χτυπούσαν στις μαρμάρινες γούρνες, φωνές από τις λουτράρισσες, τις χαμαμτζούδες, που τρίβανε με κετσέ τα σώματα των γυναικών και περισσότερο της νύφης, ώστε να ’ναι απαλό και ροδοκόκκινο το δέρμα της για την πρώτη νύχτα του γάμου…

Όταν τελείωσαν με το λούσιμο και τυλιγμένες στα πεστεμάλια τους οι γυναίκες έφυγαν για να ξεκουραστούνε στα μιντέρια στους οντάδες, να πιούνε τις βυσσινάδες και τα σερμπέτια τους και να συνεχίσουν τη διασκέδαση, μία από τις χαμαμτζούδες ήρθε δίπλα μου.

«Σειρά σου, στο γκιομπεκτασί», μου είπε δείχνοντας τη μεγάλη καυτή πέτρα στη μέση του λουτρού.

Με κοίταζε με βλέμμα παρατηρητικό. Τα μάτια της ήταν μαύρα, βαμμένα με σουρμέ, τα μαλλιά της τυλιγμένα σε άσπρο τουλπάνι με κόκκινα κρόσια. Γυμνή από τη μέση κι επάνω.

«Πώς σε λένε;» με ρώτησε.

«Νούρια».

«Λες ψέματα. Είσαι Ρωμιά εσύ. Δεν σε λένε Νούρια».

Τα χέρια της τρίβανε με δύναμη αλλά αργά αργά το σώμα μου παντού, με κοίταζε σαν να ’θελε να διαβάσει το μυαλό μου.

«Εμένα μπορείς να μου το πεις. Μη φοβάσαι. Τούρκοι, Ρωμιοί, όλοι ίδιοι είμαστε».

«Ιφιγένεια», κόμπιασα.

«Αλλά μην το μαρτυρήσεις πουθενά».

«Έλα, σήκω», με πρόσταξε έπειτα από λίγο. Μ’ έπιασε από τις μασχάλες και με κάθισε στην άκρια της πέτρας, με τα πόδια μου να κρέμονται. Γονάτισε μπροστά μου. Μου πήρε το χέρι κι ανοίγοντας την παλάμη μου την κοίταξε. Έσμιξε τα φρύδια της μόλις είδε τις γραμμές του χεριού μου.

«Βλέπω έναν έρωτα μεγάλο που δεν σε πάει πουθενά, κορίτσι μου. Θα ζήσεις πολλά, αλλά την ευτυχία δεν θα τη χορτάσεις».

Σκούπισε τον ιδρώτα απ’ το μέτωπό της κι έφυγε από δίπλα μου, χάθηκε μέσα στους ατμούς.

Όταν γύρισα στον ξενώνα, ο Αντρέι με ρώτησε πώς ήταν.

«Καλά. Υπήρχε εκεί και μια χαμαμτζού, πιο πολύ για γύφτισσα μου φάνηκε. Ήθελε να διαβάσει την παλάμη μου».

«Κι εσύ; Την άφησες;»

«Όχι».

Η μεταμφίεση είχε αρχίσει να με διασκεδάζει. Ανάλογα με τη διάθεσή μου φορούσα τα αγορίστικα ή τα γυναικεία ρούχα μου και με τον Αντρέι πηγαίναμε στα υπαίθρια παζάρια, που ήταν η απόλαυσή μου. Μπαχαρτζήδες στους πάγκους ζύγιζαν με ύφος σοβαρό τα μπαχαρικά τους, πρόθυμοι κι εξυπηρετικοί κουγιουμτζήδες προσπαθούσαν να πείσουν τις πελάτισσές τους ν’ αγοράσουν χρυσά σκουλαρίκια και βραχιόλια, έμποροι και μικροπωλητές διαλαλούσαν την πραμάτεια τους, μετρούσαν με μέτρο τα χέρια τους υφάσματα, χαμάληδες μουσκεμένοι στον ιδρώτα κουβαλούσαν στις πλάτες τους, διπλωμένοι στα δύο απ’ το βάρος, σακιά με πατάτες, όσπρια, μικρά και μεγάλα έπιπλα, καρέκλες, ντουλάπια, τραπέζια και σομιέδες, στρώματα. Είναι παράξενο, αλλά με το πρόσωπό μου καλυμμένο –όπως ήταν πάντα, είτε κορίτσι ήμουν ντυμένη είτε αγόρι–, με το βλέμμα μου ελεύθερο να με πηγαίνει όπου ήθελε, ένιωθα ανεξάρτητη, αόρατη.

Όποτε έβλεπα γυναίκες και άντρες που θα μπορούσαν να είναι Ρωμιοί Χριστιανοί, η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τρέξω να βρεθώ ανάμεσά τους. Τους πλησίαζα, σίγουρη πως δεν θα καταλάβαιναν ότι ήμουν μία απ’ αυτούς, επέστρεφα για μερικά δευτερόλεπτα νοερά στην πολύβουη αγορά της Σμύρνης, στην πρωτινή ζωή μου, τριγύριζα στα δωμάτια του σπιτιού μου.

Κάποια μέρα ο νους μου με μετέφερε στο ατελιέ του Αντρέι, στον σκοτεινό θάλαμό του, ένιωθα το σώμα μου δίπλα στο δικό του, αγαπιόμασταν στο στενό κρεβάτι του. Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Σαν να το κατάλαβε εκείνος, μου έσφιξε απαλά το χέρι, μου χαμογέλασε, μ’ επανέφερε στην πραγματικότητα.

Κλειδάριθμος