Βιβλίο|01.03.2020 14:42

Δέσποινα: Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Αυγούστου Κορτώ

Άγγελος Γεραιουδάκης

Την ερχόμενη Πέμπτη (5/3) κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκης, το νέο βιβλίο του Αυγούστου Κορτώ με τίτλο «Δέσποινα». Η Δέσποινα έχασε τον γιο της –τριάντα τριών χρονώ παλικάρι, από μιαν αποκοτιά, μια φτυσιά στα μούτρα της χούντας– κι έχει γυρίσει την πλάτη στον θρύλο που ξεπήδησε απ’ τον χαμό του: τι να την κάνει τη λατρεία του κόσμου, τους οπαδούς και τους πιστούς, όταν το παιδί της είναι μες στο χώμα;

Κι έτσι επιστρέφει με τον νου στο μόνο καταφύγιο –στο παρελθόν– και ξαναζεί τα πάθη και τα λάθη της: το ακριτικό χωριό και τους γέρους γονείς της, το μωρό στα σπλάχνα της, με τον ανομολόγητο πατέρα, τον ξενιτεμό στην Αθήνα, στο αρχοντικό της Δεξαμενής. Από ψυχοκόρη αφέντρα και κυρά, γυναίκα του καλόκαρδου Σήφη, σύντροφος και στήριγμα στα μαύρα χρόνια της κατεχόμενης Κρήτης – μα πάνω απ’ όλα μάνα του Χρήστου.

Αλλά όση αγάπη κι αν του έδινε, ο μοναχογιός της ήταν μια ζωή ατίθασοςάπιαστος σαν αγρίμι, άφοβος στον κίνδυνο κι αψήφιστα δοσμένος στη φιλία και στον έρωτα, λες και μπορούσε να πατήσει χάμω ως και τον θάνατο. Κι έτσι παρασύρθηκε απ’ τον φανατισμό της κουστωδίας του και τα μάτια της Μάγδας, κι έφαγε το κεφάλι του.

Μα όλα αυτά τα χρόνια, τα μερόνυχτα της αγωνίας και της πίκρας, η Δέσποινα είχε μια κρυφή παρέα, ορατή μόνο στα μάτια της ψυχής της: την κόρη που δεν απόχτησε, την κόρη που θα μεγάλωνε στο πλευρό της και θα γινόταν απάγκιο κι αποκούμπι της. Μήπως κι η ίδια η Παναγιά δε θα ’θελε ένα κοριτσάκι, για να γλυκαίνει η αντάρα που την πότιζε ο κανακάρης της, για να αλαφραίνει ο πόνος του φευγιού του;

Ώσπου μια μέρα, ένας χαμένος φίλος του Χρήστου –ο Γιαννάκης, αφοσιωμένος σαν μαθητής και γλυκός σαν παραγιός– έρχεται να ταράξει τη μοναξιά της Δέσποινας με τις αποκαλύψεις του, με την αλήθεια που λουφάζει στην πιο απίθανη κρυψώνα. Μια ιστορία γι’ αυτό που ζήλεψε ακόμα κι ο Θεός: την αγάπη της μάνας.

Ακολουθεί ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

Πείτε με τρελή – μπορεί και να ’μαι. Έτσι κι αλλιώς, όταν δε σου ’χει μείνει άνθρωπος να πεις δυο λόγια, και βολοδέρνεις όλη μέρα στο άδειο σπίτι, στο τέλος καταντάς να μιλάς μοναχός σου: με το μπρίκι, που αργεί να ψήσει τον καφέ, με το σεντόνι που δε λέει να στεγνώσει, με τον τοίχο, που στέκει αντίκρυ σου λευκός κι αδιάφορος σαν πετρωμένος ουρανός. Κι έπειτα, το βράδυ, την ώρα που σε ζώνει το σκοτάδι, όλη η σπαταλημένη σου φωνή γυρνάει και σε βρίσκει σαν αντίλαλος, κι όπως τη μια στιγμή λαγοκοιμάσαι και την άλλη ξαγρυπνάς, δεν ξέρεις καν σε ποιον ανήκει τούτη η φωνή: να είναι άραγε η δική σου, λαλιά της σκέψης και της μοναξιάς, ή μήπως ψιθυρίζουνε στ’ αυτί σου πότε ο Θεός και πότε ο διάβολος; Μα όσο κι αν χώνεις το κεφάλι κάτω απ’ τα σκεπάσματα, όσο κι αν το πλακώνεις με το μαξιλάρι, η φωνή που μόνο εσύ ακούς δε σταματά, κι όλο ιστορεί τα κρίματά σου και τα λάθη σου, όλο σε λέει σκάρτη, κουτή, λειψή, καταραμένη. Ώσπου πια δεν αντέχεις, και χώνεις τη γροθιά μέσα στο στόμα για να μην ουρλιάξεις, γιατί χωρίς αιτία μόνο οι τρελοί ουρλιάζουνε.

Ν’ άκουγα, έστω μια φορά, την ακριβή φωνή του Σηφαλιού μου! Με κείνη τη βραχνάδα της, ζεστή, πνιχτή, λες κι είχε σκαλωμένη ολάκερη την Κρήτη στο λαρύγγι του! Να με ξαφνιάζει μες στη νύχτα, ψελλίζοντας στ’ αυτί μου, Όχου το μωρέ, το τρυφερούδι μου, λες κι ήμουνα μωρό – κι έπειτα οι χερούκλες του να αρπάζουνε τα στήθια μου, και να μου κόβεται η πνοή απ’ τη λαχτάρα. Ακόμα κι όταν είχε μείνει σαν το λιανοκέρι απ’ την κακιά αρρώστια, κι έσερνε την μπουκάλα τ’ οξυγόνο στο κατόπι του (Το πατίνι μου, έτσι την έλεγε, και γέλαγε ώσπου τον δίπλωνε ο βήχας στα δύο), ακόμα και τότε, που η ανάσα του ήταν πιο σιγανή κι από το θρόισμα του ξερόφυλλου, κάθε κουβέντα που ξεστόμιζε με κόπο ήταν ξέχειλη απ’ τη γλύκα της αγάπης του. Έτσι που ώρες ώρες μου ’ρχεται να σκάσω, που ενώ τόσα λεφτά περάσαν απ’ τα χέρια μου (τάχα για έξοδα του νοικοκυριού, μα κατά βάθος χαρτζιλίκι, και γενναίο), δε σκέφτηκα ποτέ η χαζή ν’ αγοράσω ένα μαγνητόφωνο, να το έβαζα στο κομοδίνο να γράφει τα βράδια που έγερνα στον ώμο του κι ο Σήφης μου, με τα γυαλάκια του να κρέμονται στην άκρια της μύτης, μου διάβαζε την Γκρατσιέλλα και τους Τρεις σωματοφύλακες, καρτερικά, όπως νανουρίζεις το μωρό, ώσπου, ακούγοντας να λέει για σπαθιά, μονομαχίες και φραμπαλάδες, αποκοιμιόμουν δίχως να το καταλάβω. Ας είχα φυλαγμένη τη φωνή του, κι ας έλεγε συνέχεια το ίδιο πράμα – και πάλι δε θα χόρταινα ν’ ακούω, γιατί οι φωτογραφίες του, το μόνο που ’χω πια από κείνον (τα ρούχα του τα έδωσα· δεν άντεχα να τα κοιτώ αφόρετα, εγκαταλελειμμένα σαν εμένα, κάθε που άνοιγα την ντουλάπα), όσο κι αν τις αγγίζω τρυφερά με τα ακροδάχτυλα, δε βγάζουν άχνα.

Τι σκύλα μάνα! θα ’λεγε κανείς αν μ’ άκουγε. Να ’χει θάψει τον μοναχογιό της, το σπλάχνο της, κι αντίς να κλαίει για το χώμα που σκεπάζει το παιδί της, να μοιρολογάει τον κύρη της! Μόνο που ο χαμός του Χρήστου μου είναι τέτοιο φαρμάκι, που έτσι κι αφήσω να κυλήσει στο αίμα μου πιότερο από μια στάλα, η αποθυμιά κι ο σπαραγμός θα με σκοτώσουν. Ο νους μου με το ζόρι αντέχει να ψηλαφήσει την πληγή – και μεμιάς αποτραβιέται, γυρνάει σ’ άλλα, κουκουλώνεται με λησμονιά. Αλλά είναι κι ο θυμός που στέκει ανάμεσά μας, που όσο κι αν με ντροπιάζει, όσο κι αν παρακαλώ να πάψει να με τρώει, δε λέει να κοπάσει – τόσο, που θέλω να του βάλω τις φωνές όπως όταν ήτανε μικρός και δεν άφηνε διαολιά αδοκίμαστη, να ουρλιάξω μες στην ασήκωτη ησυχία Τι πήγες κι έκανες; Γιατί; Τη μάνα σου –τη ζωή σου την ίδια– δεν τη σκέφτηκες; Κι έπειτα, όσο βράζει μέσα μου η οργή, καταριέμαι νεκρούς και ζωντανούς: τον εαυτό μου, που μια ζωή του έκανε όλα τα χατίρια, τον πατέρα του, που αντίς να πατήσει πόδι τον άφησε να τρέχει στις Γαλλίες και τις Σορβόννες και να τρίβεται με κάθε καρυδιάς καρύδι, τους χουνταίους, που βούλιαξαν τη χώρα στο σκοτάδι, τους φοιτητές με τα μούσια και τον αφορεσμένο τον Μαρξ παραμάσχαλα, που του γυρίσαν κι άλλο τα μυαλά, το γύναιο που τον τσίγκλαγε – ως και τα πλήθη που τον έχουν κάνει ήρωα, και ξεφτίζουν λέγε λέγε τ’ όνομά του, και γεμίζουν το μνήμα του λουλούδια λες κι είναι κτήμα τους, λες και δεν τον γέννησε μάνα, αλλά η τυφλή λατρεία τους. Τραβάτε παρακεί, στον Παναγούλη! θέλω να τους φωνάξω. Ένας ήρωας δε σας φτάνει; Αφήστε το παιδί μου ήσυχο! Ίσως γι’ αυτό δεν έρχεται μήτε στα όνειρά μου – γιατί χτυπάει σαν το πουλί στο τζάμι του θυμού μου, ή επειδή είναι κι ο ίδιος έξαλλος μαζί μου. Ποιος ξέρει; Μπορεί κι οι πεθαμένοι να κρατάνε μούτρα. 

Κι έτσι, αν δε βγω απ’ το σπίτι –και βγαίνω πια μονάχα όταν αδειάζει το ψυγείο–, αν δεν ανάψω την τηλεόραση ή το ράδιο, οι μέρες κι οι νύχτες περνάνε μουγγές, σαν κόρες του παραμυθιού που τους ξερίζωσε τη γλώσσα κάποια μάγισσα (η ανελέητη μάγισσα ζωή), κι έχω μοναδική μου συντροφιά το παραμιλητό μου. Δεν είμαι η μόνη, βέβαια· έχω δει στα μνήματα χήρες και μανάδες μαυροφορεμένες που, καθώς γεμίζουν το καντήλι και σφουγγίζουνε το μάρμαρο, μονολογούν σιγανά κι αδιάκοπα, μήπως και ξαλαφρώσουν απ’ τα λόγια που μαζεύονται μέσα τους σαν το πύο· έχω δει ως και μια γριά που φέρνει κι αφήνει πάνω στον τάφο ένα πιάτο σκεπασμένο με πετσέτα, λες κι οι νεκροί έχουν λιγούρες – μα θα τη βασανίζει, φαίνεται, ότι δεν έχει άνθρωπο να ταΐσει.

Την τελευταία φορά που μου μίλησε άνθρωπος, κι εγώ στα μνήματα ήμουν – στο Α΄ Νεκροταφείο, όπου, ανάμεσα σε πρώην πρωθυπουργούς, δημάρχους και λογής σπουδαίους της ιστορίας, αναπαύεται κι ο γιος μου. (Ίσως είμαι αχάριστη, μα ποτέ μου δεν το χώνεψα αυτό το κοιμητήρι· παραείναι μεγάλο, κι απλόχωρο, και μ’ όλα του τα δέντρα και τα αγάλματα μου μοιάζει σαν μουσείο πεθαμένων. Όσο για τον τάφο του Χρήστου μου, κάθε φορά ζυγώνω σκυφτή, απ’ τη μια να μη με δει κανείς και με αρχίσει στα λόγια, κι απ’ την άλλη γιατί αυτή η μαρμάρινη κεφάλα που ’χει στην κορφή δεν του φέρνει ούτε στα φρύδια του παιδιού μου – είναι ένας ξένος.) Κι όπως μάζευα τα μαραμένα λουλούδια, που τελειωμό δεν έχουν τα ρημάδια, ούτε ο Άγνωστος Στρατιώτης τέτοιο λουλουδικό, βλέπω να με πλευρίζει ένας παπάς – κι ενώ μόνο την όρεξή του δεν είχα, τι να ’κανα, του μίλησα, Καλησπέρα, πάτερ, του φίλησα και το χέρι, κι άρχισα να σκαλίζω μες στην τσάντα μου να βρω κάνα τάλιρο, γιατί το δίχως άλλο έκοβε βόλτες μπας και τσιμπήσει κανένα τρισάγιο. Μα εκείνος μ’ έπιασε στην κουβέντα, καθώς μ’ είχε αναγνωρίσει (ανάθεμα τον κερατά που βρήκε τη φωτογραφία μου και την έβαλε στην εφημερίδα και δε βρίσκω ησυχασμό!), κι αφού μου είπε ό,τι λένε όλοι, τι ήρωας ήταν ο γιος μου, και πώς το παράδειγμά του θα γαλουχεί γενιές και γενιές (που ανάθεμά τες κι αυτές – ας είχα εγώ το παλικάρι μου ζωντανό, κι ας έμεναν αγαλούχητες!), αρχίνησε να λέει μια ιστορία για την Παναγία: ότι, σύμφωνα με μια πατερική δοξασία, κανείς δεν πηγαίνει μήτε στην Κόλαση μήτε στον Παράδεισο μέχρι να ’ρθει η Δευτέρα Παρουσία· μέχρι τότε, οι ψυχές των αμαρτωλών έχουν μια γεύση (γέψη, όπως την έλεγε ο πατέρας μου) από Κόλαση, κι οι ψυχές των ενάρετων μια γεύση Παραδείσου. Και μόνο στη σκέψη, μου ’ρθε στεναχώρια – τόσο για τους δόλιους τους κολασμένους, που περιμένουν αιώνες πότε θα βρεθούν ολάκεροι μες στη φωτιά που τους σιγοκαίει, όσο και για τους ενάρετους, που ήταν μια ζωή τύπος κι υπογραμμός, και πρέπει πάλι να στηθούνε στην ουρά, καρτερώντας τη συντέλεια σαν το λεωφορείο.

Μόνο μία εξαίρεση υπάρχει σ’ αυτόν τον κανόνα, είπε με τα πολλά ο πάπαρδος, που ’χε καθίσει στο μάρμαρο να ξαποστάσει, καθώς ήταν παχύς σαν ταύρος και, λέγε λέγε, είχε λαχανιάσει. Η Παρθένος.

Εγώ είχα βάλει φρέσκο λουμίνι στο καντήλι κι έψαχνα τα σπίρτα, και δεν έδινα και πολλή βάση. Τι πράγμα η Παρθένος; ρώτησα.

Ως μήτηρ Θεού, είναι ο μοναδικός άνθρωπος που βρίσκεται από τώρα στον Παράδεισο.

Γύρισα το κεφάλι απορημένη. Μόνη της;

Μόνη της.

Κατάμονη;

Άλλος κανείς

Κι άξαφνα τα μάτια μου βουρκώσανε, γιατί σκέφτηκα τη δόλια την Παναγία, που τόσα πέρασε, που έχασε κι αυτή το σπλάχνο της, να κάθεται ολομόναχη χίλια και δυο χιλιάδες χρόνια, και να μην ακούει φωνή ανθρώπου – τι κι αν βρισκόταν στον Παράδεισο; Δεν έχει χειρότερη κόλαση απ’ την ερημιά.

Και τώρα δα που τα θυμάμαι, πάλι κλαίω.

Μόνη, χωρίς τον γιόκα σου σιμά – κι εκείνος, πανταχού παρών, σκόνη χρυσή σκορπισμένη στην πλάση, να τη ρουφάνε τόσα στήθια και το δικό σου να το σφίγγει ο άδειος ουρανός ολόγυρα.

Έτσι κι εγώ.

Δε σβήνει η μαύρη ώρα απ’ το μυαλό μου.

Τέλη Αυγούστου, και να βράζει ο τόπος – τι κι αν έχει πέσει το σκοτάδι, όλο το τσιμέντο της Αθήνας ξερνοβολάει χωρίς σταματημό το πύρωμα του ήλιου, κι όσο και να κουνάω τη βεντάλια, ο αέρας γυρνάει καυτός στο πρόσωπό μου, κι η πλάτη της μαύρης πουκαμίσας μου έχει κιόλας μουσκέψει απ’ τον ιδρώτα.

Τριγύρω, στις κερκίδες, σούσουρο, ανυπομονησία· γονείς, αδέρφια, φίλοι, συγγενείς – άλλοι περήφανοι, άλλοι σφιγμένοι, με χαμηλωμένα μάτια· πέρσι ήρθε μέχρι ο Κοκός να χαιρετίσει – φέτος, ποιος ξέρει;

Όσο βράζουμε στα σκοτεινά, πελώρια φώτα φέγγουνε στο στάδιο, κάνουν τη νύχτα μέρα – κι απ’ τη μιαν άκρη ίσαμε την άλλη, μια θάλασσα από νιάτα, κορίτσια κι αγόρια μασκαρεμένα: αρχαίοι Έλληνες με ακόντια, ασπίδες και σπαθιά από ξύλο και χαρτόνι, φουστανελάδες, κλέφτες κι οπλαρχηγοί με ψεύτικα μουστάκια και κουμπούρια, άρματα φτιασμένα στο ποδάρι, που γράφουνε στο πλάι ΕΛΛΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ, και που στην κορυφή τους στέκουν λευκοντυμένες κοπελιές με δάφνες στο κεφάλι: η Ελλάς, η Δόξα, η Επανάστασις – και μπροστά μπροστά το πουλί της Χούντας, ο φοίνικας, που τάχατις γεννιέται μέσα από τις στάχτες του, μα που όπως τον έχουν ζωγραφίσει θυμίζει πιο πολύ φραγκόκοτα, που την έριξες στη θράκα ζωντανή και φτεροκοπάει να γλιτώσει.

Μαυροντυμένη και μόνη μες στο πλήθος, σαν ξέφτι απ’ τον ποδόγυρο της νύχτας, στριφογυρνάω ολοένα τη βέρα του Σήφη, που φορώ μαζί με τη δική μου. Μου πέφτει μεγάλη, μα δε μου πάει η καρδιά να τη δώσω στον χρυσικό να τη στενέψει· έτσι όπως κάθεται φαρδιά στον παράμεσο, μου φέρνει στον νου τα χοντρά του δάχτυλα, τη γούβα του χεριού του, που χώραγε όλο μου το μούτρο. Μόνο όταν παστρεύω το σπίτι τη βγάζω, μην τη χάσω, αν και τελευταία έχω βρει ένα κόλπο: τη σφηνώνω στον αντίχειρα, κι ας μην μπορώ μετά να τον λυγίσω. Κι άλλοτε πάλι, όπως απόψε, η βέρα του συχωρεμένου γίνεται η αγωνία μου, και μιας και δεν μπορώ πια να νοιαστώ τον ίδιο, νοιάζομαι το δαχτυλίδι του.

Κάθε τόσο, γέρνω μπρος και τα μάτια μου πασχίζουν να βρουν τον Χρήστο μες στο καρναβάλι· είναι ντυμένος αρχαίος, με μια κοντή κελεμπία σαν νυχτικό, δεμένη μ’ ένα φαρδύ ζωνάρι, και κρατάει μια σάρισα, που απ’ ό,τι μου ’πε ήταν ένα σουβλί έξι μέτρα, που βαστούσαν τα στρατά του Μεγαλέξαντρου. Αλλά είναι ένα σωρό παλικάρια με την ίδια φορεσιά, κι όλα τους φοράνε περικεφαλαία –κάτι χάρτινους κουβάδες, με τρύπες για τα μάτια και μια μπατανόβουρτσα στην κορφή– και δεν μπορώ να ξεχωρίσω ποιος είναι ο δικός μου.

Μα αυτό που με τρώει πάνω απ’ όλα είναι η απορία. Τι γυρεύω εδώ; Τι γυρεύει το παιδί μου εκεί χάμω; Τι γίνηκε η οργή του; Πότε άλλαξε; Γιατί θυμάμαι λες κι ήταν χτες τα τηλέφωνα απ’ το Παρίσι, που ενώ κρεμόμουν απ’ τα χείλια του, ενώ δε χόρταινα ν’ ακούω τη φωνή του, κάθε τόσο του ’λεγα Σους, γιατί φοβόμουν μην ακούει κανένα αυτί. Κι έπειτα απ’ τον ατέλειωτο ξενιτεμό του, τα φαρμακωμένα χρόνια, κούφια και βουβά, με τις καρτ ποστάλ που μάζευα σαν εικονίσματα στο κομοδίνο, να τις κοιτώ ως να με πάρει ο ύπνος, ή να τις σφίγγω πάνω μου και να παρηγοριέμαι ότι τάχα αγκάλιαζα τον γιο μου, όταν γύρισε –καθώς δεν υπήρχε τρόπος, κι ας είχαμε κάνει μαύρα μάτια, να του πούμε να μείνει εκεί που ήταν– θυμάμαι που μάζευε ό,τι αληταριό βάνει ο νους στην κάμαρά του, και πιάνανε να τραγουδούν Πότε θα κάνει ξαστεριά, κι έτρεχα εγώ σαν την τρελή και τους παρακαλούσα να σωπάσουν, μη μας ακούσουν οι γειτόνοι και βρούμε τον μπελά μας. Όλα τα θυμάμαι, όπως κάθομαι και στρίβω τη βέρα γύρω γύρω: τους καβγάδες όταν γύρναγε αχάραγα και δε μου έλεγε πού ήταν όλη νύχτα και με ποιους, τα τρεξίματα στον Ανανία τον δικηγόρο κάθε φορά που τον μαζεύανε διά τα περαιτέρω, τα λαδώματα για να χαθεί ο φάκελός του, την κουστωδία του – τάχαμου καλλιτέχνες και ποιητές κι αρχιτεκτόνοι–, το τσουλί τη Μάγδα, που ’χε πατέρα στρατηγό εν αποστρατεία κι έβαζε εκ του ασφαλούς φιτιλιές στον Χρήστο μου επειδή τον είχε –ακόμα– του χεριού της. Ως και για το αποψινό θυμάμαι με τι μίσος και τι περιφρόνηση μιλούσε: Το πανηγύρι των χουντόσκυλων, έτσι το ’λεγε, και Χολερική βαρετή των μισελλήνων. Τι συνέβη, λοιπόν, και πότε, που του άλλαξε τόσο τα μυαλά; Γιατί δε μου ανοίγει την καρδιά του, ο άγγελός μου, γιατί δε μου λέει πια μισή κουβέντα, λες κι είναι ξένος μες στο ίδιο του το σπίτι – όποτε θυμάται να πατήσει το πόδι του, δηλαδή; Δεν ξέρει πως ό,τι και να γίνει, ό,τι και να κάνει, εγώ θα τον λατρεύω ακόμα πιο πολύ;

Καθώς περιμένω ν’ αρχίσει το πατιρντί, να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα, καθώς σκουπίζω τον λαιμό μου στο μανίκι μου –πότε κρέμασε και γέμισε ζάρες σαν τη λαιμαριά του διάνου; πού πήγανε τα νιάτα μου;–, ξάφνου το σύννεφο του φόβου σκιάζει το μυαλό μου: κι αν ο μικρός σχεδιάζει καμιάν αποκοτιά; Αλλά μεμιάς, όπως τόσες φορές στο παρελθόν, όπως κάθε μάνα στην ιδέα και μόνο πως το παιδί της ίσως κινδυνεύει, κάνω τη σκέψη πέρα. Αποκλείεται, μονολογώ. Με τόσους πολιτσμάνους στην μπούκα της Βασιλέως Κωνσταντίνου, με στρατιώτες που κρατάνε πολυβόλα παραταγμένους μπρος στους συνταγματάρχες και τους γαλονάτους, ποιος θα τολμούσε και να στραβοκοιτάξει ακόμα; Κι ο Χρηστάκος μου, μ’ όλες τις παραξενιές του, χαζός δεν είναι – δε θα βάλει το κεφάλι του στον ντορβά. Μα απ’ την άλλη (και να τος πάλι ο φόβος, που ποτέ δεν ξεμακραίνει για πολύ, σαν κακός μουσαφίρης), για ποιον λόγο να μπλεχτεί σε κάτι που κορόιδευε; Και πώς τον άφησαν να πάρει μέρος, με τα φρονήματά του; (Που ό,τι κι αν λένε οι ενδιάμεσοι όταν παίρνουν το μπαξίσι τους, δε σβήνουν έτσι εύκολα.) Να δεις που κι αυτό δουλειά της Μάγδας είναι – θα ’βαλε τον πατέρα της να μεσολαβήσει. Αλλά με τι σκοπό; Αυτό είναι που με τρώει, που κάνει τον ιδρώτα μου πάγο.

Η Μαγδάλω, η χαρχάλω, με το στόμα το μεγάλο. Έτσι τη βρίζω μέσα μου, για να ξεδίνω μια στάλα. Η βδέλλα, το π’τανί. Αχ, πόσα τής έχω μαζεμένα! Αυτή του ’βαλε την ιδέα να ξενιτευτεί μικρό παιδί – αυτή τον έπεισε να γυρίσει με τα νάζια της – αυτή τον δασκάλεψε να πει τα θεοτικά στο φρουραρχείο, και τρέχαμε να τον βγάλουμε απ’ το τρελάδικο – αυτή τον έμπλεξε στις ελεεινές παρέες της, και κατήντησε το παλικάρι μου, με τόσα χαρίσματα, τόση ομορφιά και ξυπνάδα, να τραβιέται με τον κάθε αξούριστο χασίκλα – αυτή του βάζει λόγια εδώ και χρόνια, λόγια φαρμακερά, εναντίον μας, που τον έκαναν να υψώνει τη φωνή στον Σήφη μου, που αν δεν ήταν ο Σήφης, στη ρούγα θα ’χε γεννηθεί το αχάριστο το πλάσμα, κι όχι σπουδές στα εξωτερικά δε θα ’βλεπε, μα ούτε δεκάρα τρύπια για κουλούρι! Η Μαγδάλω, η χαρχάλω. Κι έχει ένα στόμα, αλήθεια, μεγάλο σαν του βαθρακού, και μόνο για κακό τ’ ανοίγει, για να σπείρει μίσος και διχόνοια. Μέχρι τι μου ’πε τις προάλλες; Το ξέρετε, κυρία Δέσποινα, ότι είστε συνονόματη με τη γυναίκα του Παπαδόπουλου; Πώς κρατήθηκα και δεν της άστραψα μια ανάστροφη, της πορδής! Και να με κοιτάει με σηκωμένα τα φρύδια, λες κι είμαι ζαβή και δεν ξέρω τι μου γίνεται. (Και τι ήθελε να πει με δαύτο, μου λες; Ότι είμαι κι εγώ χουντικιά, που δε βάζω στο σπίτι μήτε μπισκότα Παπαδοπούλου, μην τα δει ο μικρός και μπαρουτιάσει;)

Άξαφνα η μπάντα πιάνει να παίζει εμβατήρια και ταρατατζούμ, κι ο κόσμος χειροκροτάει, και τα μασκαρεμένα νιάτα μπαίνουν σε σειρά κι αρχίζουνε μια κουζουλή παρέλαση, που είναι σαν να βλέπεις ξεκούρδιστο ρολόι. Εγώ σκύβω πάλι και παλεύω να βρω τον Χρήστο μες στους στρατιώτες που ακολουθάν τον Μεγαλέξαντρο (έναν κοιλαρά, που το δίχως άλλο θα ’χε κάναν θειο υπουργό και τσάκωσε τέτοιον ρόλο, κομμένο και ραμμένο για τον γιο μου, που ’ναι ψηλός και κατάξανθος σαν τον πραγματικό του πατέρα – και μεμιάς δαγκώνω τη γλώσσα μου, Σύνελθε, χαμένη, έναν πατέρα είχε ο Χρήστος), αλλά είναι αδύνατον, κι έτσι κάθομαι πίσω και χαζεύω τα κοριτσόπουλα που στέκουν πάνω στ’ άρματα.

Και δίχως να το καταλάβω, αφήνομαι στ’ όνειρο που κουβαλάω μέσα μου κρυφά εδώ και τριάντα χρόνια – ένα όνειρο που δεν τολμώ να ξεστομίσω μήτε σε ξομολόγο, γιατί ξέρω πως είναι βαριά αμαρτία, αγνωμοσύνη στον Θεό τον ίδιο, να ’χω παιδί ολοζώντανο, πεντάγερο, κι αντίς να κάνω τον σταυρό μου, να ζητάω και τα ρέστα. Μα δεν μπορώ ν’ αντισταθώ: πάνε τόσα χρόνια που ζει εντός μου αυτό το κοριτσάκι, το ’χω λαχταρήσει τόσο πολύ, το ’χω αναθρέψει και προικίσει με τόση φαντασία κι αποθυμιά, που έχει τρανέψει, έχει γίνει κόρη κανονική. Πόσα θα κάναμε παρέα, πόσα θα μοιραζόμασταν! Τι χαρές θα μου ’χε δώσει ως τώρα –και τι πίκρες· καλοδεχούμενες κι αυτές!–, τι εμπιστοσύνη θα μου ’δειχνε καθώς από κοπελίτσα θα γινόταν γυναίκα σαν εμένα… Μονάχα όνομα δεν έχει, γιατί δεν τόλμησα ποτέ να τη βαφτίσω, κι ας ζούσε μοναχά στον λογισμό μου. Φοβόμουν πως αν αποκτούσε κι όνομα, θα ξεπηδούσε από μέσα μου και θα κατακυρίευε τα πάντα, και στο τέλος θα ’χανα τα συλλοϊκά μου και θ’ άρχιζα ν’ αγοράζω ρούχα και γοβάκια και να ντύνω με δαύτα τον αέρα τον κοπανιστό, σαν κορίτσι που του κλέψανε την κούκλα. Και θα ’ταν αδικία και για τον γιο μου, θα ’ταν σαν να λέω, Δε σε θέλω πια, έχω την αδελφή σου. Έτσι, κανείς δεν έμαθε ποτέ για την κρυφή μου κόρη, και τώρα, κοιτώντας τις κοπέλες που μπορεί και να της έμοιαζαν –αν κι όχι: η κόρη μου θα ’ταν η ομορφότερη απ’ όλες!–, κλωθογυρίζω τη γλυκιά της σκέψη μες στον νου μου σαν την καραμέλα.

Μόλις φτάνει μπρος στους επισήμους, κάθε φουρνιά της παρέλασης στέκει σούζα και χαιρετάει –κορίτσια αγόρια, υψώνοντας το χέρι στους χουνταίους– κι έπειτα συνεχίζει τη γυροβολιά, σαν αλογάκια σε πανήγυρη, και δίχως να το ξέρω, η ζωή μου όπου να ’ναι θα γίνει συντρίμμια, και για χρόνια θα με βασανίζει σαν έμπουσα η απορία: μπορούσα να ’χα κάνει κάτι; Να ’χα προλάβει το κακό; Και τι θα ’κανες μήπως; θα μου πεις. Κι όμως! Μπορούσα να σκουντήξω τους πλαϊνούς, να κατέβω τρέχοντας στο στάδιο και να ξεχυθώ αλαλιασμένη μες στο πλήθος, τραβώντας τα μαλλιά και σκίζοντας τα ρούχα μου, να κάνω τέτοιο σαματά, που να ’ρθουν να με πάρουνε δεμένη, κι ο κόσμος, τρομαγμένος, να σκορπίσει, κι η παράτα να διαλυθεί, κι ο Χρήστος μου ποτέ να μην προφτάσει τον χαιρετισμό των επισήμων, τον τρισκατάρατο τον Παπαδόπουλο που βγαίνει μέσα απ’ τη φρουρά, με τον Παττακό και τον Μακαρέζο στο κατόπι του, για να δεχθεί την ανθοδέσμη που βαστάει η Ελλάς, να μην τραβήξει μέσα απ’ το κούφιο χαρτόνι της σάρισας το κρυμμένο ξίφος (πού το βρήκε; πώς κατάφερε να το μπάσει χωρίς να πάρουν μυρωδιά οι υπεύθυνοι; Η Μάγδα κι οι τάχαμου φίλοι του θα δηλώσουν πως δεν είχαν ιδέα), να μη σημαδέψει το λαρύγγι του δικτάτορα, που τον τραβάνε πίσω οι φρουροί με βροντερές φωνές –καθώς στο στάδιο ξεσπούν πανικός κι ουρλιαχτά–, και να μην τον πετύχει με το ξίφος στον αριστερό του ώμο.

ΠατάκηςΑύγουστος Κορτώ