article background image

Ένας από τους πιο εμβληματικούς εκφραστές της αντικουλτούρας των 70’s, ο συγγραφέας των μυθιστορημάτων των ατελείωτων οτοστόπ, των μυστικών πρακτόρων που έκαναν χρήση ψυχεδελικών ναρκωτικών και των μυστικιστών χρηματιστών, Τομ Ρόμπινς, έφυγε από τη ζωή την Κυριακή (09/02) στο σπίτι του στο Λα Κόνερ της Ουάσινγκτον. Ήταν 92 ετών. Τον θάνατο επιβεβαίωσε ο γιος του Ρόμπινς, Φλίντγουντ.

Μαζί με τα έργα των Κάρλος Καστανιέδα, Ρίτσαρντ Μπρότιγκαν και Κεν Κίζι, τα βιβλία του Ρόμπινς, χιλιοδιαβασμένα, με τις σελίδες τους τσακισμένες, αποτέλεσαν μόνιμη προσθήκη στις βιβλιοθήκες της ύστερης χίπικης εποχής, την περίοδο μεταξύ τέλους του πολέμου στο Βιετνάμ και ανόδου της εποχής του Ρόναλντ Ρίγκαν. Ο Ρόμπινς έγινε ένας από αυτούς τους σπάνιους συγγραφείς που κατάφεραν να γνωρίσουν εξίσου, τη λατρεία του βιβλιόφιλου κοινού στο οποίο απευθυνόταν, αλλά και την καθολική αναγνώριση των μεγάλων μπεστ σέλερς.

 Ελικοειδείς πλοκές και ποπ - φιλοσοφικές παρεκβάσεις 

Με τις ελικοειδείς πλοκές τους, τις ποπ-φιλοσοφικές παρεκβάσεις και τις συχνές αιχμές κατά των κοινωνικών συμβάσεων και της οργανωμένης θρησκείας, τα έργα του Ρόμπινς υπήρξαν μέρος του πλαισίου της κουλτούρας των acid trips, των συναυλιών των Grateful Dead και των διακοπών με γιόγκα και διαλογισμό, πολύ πριν αυτό το lifestyle ανακαλυφθεί από την αμερικανική μεσαία τάξη και γίνει mainstream. Ο Ρόμπινς συνέχισε ακάθεκτος να γράφει και τον 21ο αιώνα. Ωστόσο, η επιρροή των ψυχεδελικών 70’s ήταν εμφανής ακόμα και από τους τίτλους των μυθιστορημάτων του: «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν» (1976), «Μισοκοιμισμένοι μες στις βατραχοπιτζάμες μας» (1994), «Αγριεμένοι ανάπηροι επιστρέφουν από καυτά κλίματα» (2000).

Οι γραμμές της εξιστόρησής του ήταν δευτερεύουσες και δύσκολα εξηγήσιμες: το φανατικό αναγνωστικό του κοινό αναζητούσε στο έργο του Ρόμπινς τη ζωντάνια των καλοδουλεμένων προτάσεών του μάλλον, παρά μία «σφιχτή» αφήγηση ενώ «όπλα» του αποτέλεσαν ξεκάθαρα η υπερβολή, η ειρωνεία, το πάθος και η κωμικότητα τα οποία αποτέλεσαν συστατικά ενός μοναδικού συγραφικού «κοκτέιλ», μοναδικού όσο ο δημιουργός του. Παράξενα, νοσταλγικά, αόριστα ανησυχητικά – όπως κι αν χαρατηρίσει κανείς τα βιβλία του Ρόμπινς, η αλήθεια είναι ότι οι θαυμαστές του δεν χόρταιναν να τα διαβάζουν.

Το 1971, το περιοδικό Rolling Stone αποκάλεσε το πρώτο έργο του, «Αμάντα, το κορίτσι της γης», «πεμπτουσία του μυθιστορήματος της δεκαετίας του 1960». Μετά από μία χλιαρή ανταπόκριση του κοινού, στην σκληρόδετη έκδοση, οι πωλήσεις απογειώθηκαν οταν κυκλοφόρησε σε χαρτόδετη εκδοχή. Μέχρι την κυκλοφορία του «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν», πέντε χρόνια αργότερα, η «Αμάντα» είχε πουλήσει περισσότερα από 100.000 αντίτυπα. Ο Ρόμπινς κράτησε τον αυξανόμενο στρατό των θαυμαστών του σε απόσταση αναπνοής. Εξαιρετικά εσωστρεφής, σπανίως έδινε συνεντεύξεις ή φωτογραφιζόταν και μόνο περιστασιακά αποχωριζόταν τη θαλπωρή του σπιτιού του στην πόλη Λα Κόνερ, βόρεια του Σιάτλ. Έγραφε αργά, με στυλό, κρατούσε χειρόγραφες σημειώσεις και αγωνιούσε για κάθε πρόταση, ξοδεύοντας μερικές φορές μια ώρα για να γράψει μια μόνο γραμμή. Σπάνια καθόριζε την ιστορία του εκ των προτέρων, προτιμώντας να αφήνει το ένστικτο και τη φαντασία του να τον παρασύρουν σε προτασεις «στρωμένες» από καλοδουλεμένες λέξεις.

«Δεν θα μπορούσα να σας πω πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα»

«Δεν ξέρω πως γράφεται ένα μυθιστόρημα», δήλωνε ο ίδιος σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις του στο The Seattle Weekly το 2006. «Δεν θα μπορούσα να σας πω πώς να γράψετε ένα μυθιστόρημα- κάθε φορά που ξεκινάω να γράφω ένα καινούργιο, ζω μία νέα περιπέτεια και μου αρέσει αυτό. Σπάνια έχω, έστω και την πιο αόριστη αίσθηση της πλοκής όταν ξεκινάω να γράφω ένα βιβλίο». Ο ίδιος ισχυριζόταν ότι αντλούσε έμπνευση από τις εναλλακτικές ασιατικές φιλοσοφίες και τους αρχαιοελληνικούς μύθους – όχι ως σημεία συγκεκριμένων αναφορών, αλλά ως μέσα για να σκεφτεί πώς θα αναπαρηστούσε τη δική του αντίληψη της πραγματικότητας. «Οι κριτικοί περιγράφουν επίσης τη δουλειά μου ως “ καρτουνίστικη ”, το οποίο εκλαμβάνω ως κομπλιμέντο, επειδή αγαπώ τη γελοιογραφία και η γελοιογραφία είναι πολύ ελληνική», υπογράμμιζε στο The Seattle Weekly. «Οι δημιουργοί των ελληνικών μύθων δούλευαν σαν σκιτσογράφοι, ζωγραφίζοντας με μεγάλες έντονες πινελιές χωρίς πολλές σωματικές ή ψυχολογικές λεπτομέρειες».

Συχνά τον χαρακτήριζαν ως συγγραφέα του Σιάτλ, ωστόσο ο ίδιος γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Νότο. Ακόμα και μισό αιώνα μετά τη μετακόμισή του στον βορειοδυτικό Ειρηνικό, διατηρούσε κάποια, ελαφριά στοιχεία της νοτιοαμερικάνικης προφοράς. «Κατάγομαι από μια μακρά σειρά ιεροκήρυκες και αστυνομικούς», εξηγούσε ο ίδιος το 2000 στο περιοδικό High Times. «Είναι γνωστό ότι οι αστυνομικοί είναι εκ γενετής ψεύτες και οι ευαγγελιστές περνούν τη ζωή τους λέγοντας φανταστικές ιστορίες με τρόπο που μπορεί να πείσει τους κατά τα άλλα λογικούς ανθρώπους ότι είναι πραγματικές. Υποθέτω ότι οι αφηγηματικές μου κλίσεις προέρχονται από τη φύση μου» τόνιζε.

Η πρωταρχική βάση των θαυμαστών του αποτελούνταν από τους τους εικοσάρηδες της εποχής των χίπις και των επακόλουθών της- ωστόσο, καθώς ο ίδιος συνέχιζε να γράφει, η βάση αυτή παρέμεινε ίδια ηλικιακά. Όπως συνέβη και με τους Κερτ Βόνεγκατ και Έρμαν Έσσε, που αποτελούσαν και συγγραφικά είδωλά του, η περιπετειώδης ευαισθησία των ηρώων και το ψυχεδελικό ύφος της γραφής του, επηρέασαν σημαντικά το νεαρό fanbase του. Ήρθε, όμως, μία εποχή, που η γοητεία των βιβλίων του, μαζί με εκείνη των μουσικών συγκροτημάτων των 70’s και των ψυχοδραστικών ναρκωτικών της εποχής, έμοιαζε να ξεθωριάζει. Και το αναγνωστικό του κοινό, ταυτόχρονα, προχωρούσε προς τη μέση ηλικία.

Παρότι κάθε νέο βιβλίο του συνέχισε να μπαίνει στη λίστα των μπεστ σέλερ των New York Times, οι κριτικοί τον υποβάθμιζαν χαρακτηρίζοντάς τον «απομεινάρι» της δεκαετίας του 1960. Ο ίδιος το αντιμετώπιζε ως βαθιά προσβολή. Εξέφραζε ακόμα μεγαλύτερη απογοήτευση από τους κριτικούς, οι οποίοι επέμεναν ότι θα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στο χιούμορ και τη σοβαρότητα, λες και το ένα , εξ’ ορισμού, αποκλείει το άλλο. Και πράγματι, ιδίως στα πρώτα βιβλία του Ρόμπινς μπορεί κανείς να διακρίνει ότι, πίσω από νοσταλγικές πλοκές που έχουν «σπάσει» σε χίλια κομμάτια, αποκρύπτεται σοβαρή λογοτεχνική ευφυΐα. Μπορεί ακόμα να διαπιστώσει ότι, ο συγγραφέας υπήρξε δεκαετίες μπροστά από την εποχή του, σχετικά με θέματα όπως η οικολογία, ο φεμινισμός και η θρησκεία.

«Αυτό που ενοχλεί τους περισσότερους κριτικούς του έργου μου είναι η ελαφρότητα», δήλωνε ο Ρόμπινς το 1993 στους New York Times. «Ένας κριτικός είπε ότι πρέπει να αποφασίσω αν θέλω να είμαι εύπεπτος ή σοβαρός. Η απάντησή μου είναι ότι θα το αποφασίσω όταν το κάνει και ο θεός, γιατί η ζωή είναι μια ανάμειξη του ιερού και του βέβηλου, του καλού και του κακού. Το να προσπαθείς να τα διαχωρίσεις είναι πλάνη».

«Notes From the Underground»

Ο Τόμας Γιουτζίν Ρόμπινς γεννήθηκε στις 22 Ιουλίου 1932 στο Blowing Rock της Νέας Πολιτείας, μια μικρή πόλη βορειοανατολικά του Asheville. Αργότερα, μετακόμισε με την οικογένειά του στα προάστια έξω από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Ο πατέρας του, Τζορτζ, εργαζόταν σε εταιρεία ηλεκτρολόγων και η μητέρα του, Κάθριν, ήταν νοσοκόμα. Και οι δύο παππούδες του ήταν ιεροκήρυκες Βαπτιστές του Νότου. Όπως ο ίδιος σημείωσε αργότερα, το περιβάλλον του αποτέλεσε την τέλεια αρχή για μια μακρά λογοτεχνική καριέρα, της οποίας τις απαρχές ο ίδιος τοποθετούσε στις φανταστικές ιστορίες που έγραφε σε ηλικία 5 ετών. Ως έφηβος είπε στους γονείς του ότι ήθελε να γίνει μυθιστοριογράφος. Ελπίζοντας να ωθήσει τον γιο του προς μια πιο πρακτική καριέρα, ο πατέρας του, τον έπεισε να εγγραφεί στο Πανεπιστήμιο Washington and Lee της Βιρτζίνα, που ήταν γνωστό για το τμήμα δημοσιογραφίας του. Ο Τομ εργάστηκε ως αθλητικογράφος για την εφημερίδα της πανεπιστημιούπολης.

Παράτησε τη σχολή στο δεύτερο έτος πεπεισμένος, πια, ότι περισσότερες ώρες μαθημάτων δεν θα προσέφεραν τίποτα στη συγγραφική του καριέρα. Κατατάχθηκε στην Πολεμική Αεροπορία, η οποία τον έστειλε στη Νότια Κορέα ως μετεωρολόγο. Μετά την απόλυσή του το 1957, επέστρεψε στο Ρίτσμοντ, όπου γράφτηκε στο Επαγγελματικό Ινστιτούτο του Ρίτσμοντ (σήμερα Πανεπιστήμιο της Βιρτζίνια). Τότε, έγινε γνωστός στηνευρύτερη περιοχή ως ποιητής του δρόμου. Την ίδια περίοδο, εργάστηκε ως συντάκτης για την εφημερίδα Richmond Times-Dispatch, θέση που διατήρησε και μετά την αποφοίτησή του με πτυχίο δημοσιογραφίας το 1959. Ωστόσο, οι περιορισμοί πίσω από το τοπικό έντυπο της αμερικανικής κωμόπολης, τον έκαναν να νιώθει ότι πνίγεται – ειδικά η απαγόρευση της χρήσης φωτογραφιών στις οποίες απεικονίζονταν μαύροι πολίτες. Ο ίδιος διέπραξε αρκετές φορές την «παράβαση». Όταν ένιωσε ότι πια δεν άντεχε άλλο, μετακόμισε στο Σιάτλ, το πιο απομακρυσμένο σημείο που βρήκε από το Ρίτσμοντ. Γράφτηκε στο μεταπτυχιακό του Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον για τον πολιτισμό της Άπω Ανατολής και έπιασε δουλειά στους Seattle Times, αρχικά ως συντάκτης και στη συνέχεια ως κριτικός τέχνης. Επίσης, απέκτησε τη δική του ραδιοφωνική εκπομπή με τον μποέμικο τίτλο, «Notes From the Underground».

Το 1963, κατάπιε 300 μικρογραμμάρια φαρμακευτικής ποιότητας λυσεργικού διαιθυλαμιδίου - το πρώτο του ταξίδι με LSD. Όπως είπε, ήταν μία εμπειρία που άλλαξε -και επιβεβαίωσε- τη ζωή του. Παραιτήθηκε από τη δουλειά του για να ακολουθήσει τον δρόμο του freelancing σε underground έντυπα της εποχής. Η φήμη του ως ασυνήθιστου συγγραφέα είχε αρχίσει να εξαπλώνεται τοπικά ωστόσο, το 1967, όταν έγραψε κριτική για μια συναυλία των Doors, βρήκε το στυλ του, εμπνευσμένος από την απελευθερωτική απόκοσμη διάθεση του Τζιμ Μόρισον και του συγκροτήματός του. Μετακόμισε στο La Conner και ξεκίνησε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα.

Μετά την έκδοση του «Αμάντα, το κορίτσι της γης», το 1971, κράτησε έναν σταθερό ρυθμό έκδοσης ενός βιβλίου περίπου ανά πέντε χρόνια. Έγραψε οκτώ μυθιστορήματα, μια συλλογή διηγημάτων, μια νουβέλα και, πιο πρόσφατα, τα απομνημονεύματά του, με τίτλο «Θιβετιανή Ροδακινόπιτα», το 2014. Παρότι ο ίδιος τα θεωρούσε, σε μεγάλο βαθμό, μη κινηματογραφικά, τα περισσότερα από τα μυθιστορήματά του επιλέχθηκαν για μεταφορά στη μεγάλη οθόνη, από τη βιομηχανία του Χόλιγουντ. Εκ του αποτελέσματος, ίσως να είχε δίκιο. Η ταινία «Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν», σε σκηνοθεσία του υπερταλαντούχου Γκας Βαν Σαντ, χαρακτηρίστηκε «βεβιασμένη» και «υπερβολικά επεξεργασμένη» από την Καρίν Τζέιμς των Times.

Ένα από τα κλειδιά της διαρκούς επιτυχίας στο κοινό του, ήταν το ίδιο πράγμα που δημιουργεί και εκνευρισμό στους επικριτές του: ακόμα και όταν ο Ρόμπινς (και μαζί οι ανανγώστες του) γερνούσε, τα γραπτά του διατηρούσαν την ίδια φιλοσοφική αφέλεια και αναίδεια που χαρακτηρίζουν τα πρώτα έργα του. «Είμαι εξαιρετικά ευσεβής – απλώς και αυτο εξαρτάται από το τι κοιτάζω», εξηγούσε ο ίδιος το 2014. «Μπορεί με μία πρώτη ματιά ζωή μου μπορεί να μοιάζει χαοτική, μέσα μου, όμως, νιώθω σαν μοναχός που τρώει ένα παγωτό χωνάκι, την ίδια στιγμή που καβαλάει ένα άλογο που έχει ξεφύγει από τα δεσμά».