Σινεμά|04.11.2021 11:43

Οι ταινίες της εβδομάδας: Καυστικός Γκοντάρ με «Το βιβλίο της εικόνας» και «Αιώνιοι» υπερήρωες της Marvel διά χειρός Κλοέ Ζάο

Newsroom

Ένας οργισμένος Γκοντάρ, μας προσφέρει το καυστικό δραματικό ντοκιμαντέρ «Το Βιβλίο της Εικόνας» και κερδίζει κατά κράτος όχι μόνο τις εντυπώσεις αλλά και την καρδιά μας, από τις συνολικά εννέα ταινίες που κάνουν απόψε πρεμιέρα. Το δικό του πολυάριθμο κοινό θα αναζητήσει το τελευταίο μπλογκμπάστερ της Marvel «Eternals» που σκηνοθέτησε η οσκαρική Κλοέ Ζάο, ενώ αξίζει και το βλέμμα μας η παλαιστινιακή ταινία «200 Μέτρα», αλλά και το βιογραφικό δράμα της Ανιέσκα Χόλαντ «Τσαρλατάνος».

Το Βιβλίο της Εικόνας (Le Livre d'image) / Σκηνοθεσία: Ζαν-Λικ Γκοντάρ  

Ποιος να το περίμενε ότι το 2021, μία από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς θα ήταν αυτή του «τρομερού παιδιού της Νουβέλ Βαγκ», 60 χρόνια μετά από το θρυλικό «Με Κομμένη την Ανάσα»; Βεβαίως, δεν είναι μακριά, πριν ένα μήνα, που είχαμε ακόμη μία σπουδαία ταινία ενός άλλου 90άρη, του Κλιντ Ίστγουντ, αλλά αυτή είναι και η λυπηρή διαπίστωση για τον σημερινό κινηματογράφο. Μια διαπίστωση για το σινεμά που κραυγάζει ο Γκοντάρ, σε αυτό το φιλμ που βρίθει πειραματισμών, αλλά και με την ορμή που τον διακατέχει παρά τα 90 χρόνια του, επιστρέφει για μια ακόμη φορά «στο ψέμα του σινεμά για να μιλήσει για την αλήθεια της ζωής».

Ένα φιλοσοφικό και πολιτικό μανιφέστο, με το οποίο εξαπολύει ένα δριμύ κατηγορώ στον δυτικό πολιτισμό και την παρακμή του, αλλά και για τα εγκλήματά του στις χώρες της Ανατολής. Ένα φιλμ που τιμήθηκε με τον «Ειδικό Χρυσό Φοίνικα», τον μοναδικό μέχρι τώρα στην ιστορία, του φεστιβάλ των Καννών.

Ο Γκοντάρ, πετάει στο καλάθι των αχρήστων κάθε συμβατικό τρόπο αφήγησης, κάθε τι που θα απάλυνε το αφοριστικό του βλέμμα, θα καλόπιανε τον θεατή. Κάθεται μπροστά στη μονταζιέρα και με έναν φρενήρη ρυθμό παραθέτει αποσπάσματα από ταινίες, ντοκιμαντέρ, δελτία ειδήσεων, εικόνες του παρελθόντος και του παρόντος, επεμβαίνοντας με κάθε τρόπο, με διπλοτυπίες και ηχητικά παιχνίδια, παραδίδοντας το αφοριστικό του και συνάμα ανεκτίμητο μανιφέστο του, που πολλές φορές θα συγκινήσει και ακόμη περισσότερες θα προβληματίσει για τις ευθύνες όλων μας απέναντι στην ιστορία και θα αδειάσει δικαιολογίες του τύπου, «εγώ δεν ήξερα, άλλοι αποφάσισαν«, «εγώ τότε διάβαζα», «μας είπαν ψέματα»...

Ο Γκοντάρ ουσιαστικά κάνει ένα κινηματογραφικό κολάζ από σεκάνς έως και πλάνα του δευτερολέπτου από δελτία ειδήσεων, φωτογραφίες, ντοκιμαντέρ αλλά και ταινίες, από Μιζογκούτσι, Όλντριτς και Σπίλμπεργκ, μέχρι Κοκτό, Φελίνι και Παζολίνι, δουλειές σκηνοθετών που αγάπησε, αλλά και που επηρέασαν τον ίδιο και συναδέλφους του, πιθανώς και μειοψηφίες που αντιστέκονται, ίσως και την πραγματικότητα. Άλλωστε, για αυτή την πραγματικότητα μιλάει ο Γκοντάρ, φωτίζοντας τις σύγχρονες κτηνωδίες του «πολιτισμένου» κόσμου και ανοίγοντας τουλάχιστον τη δικιά του καρδιά σε αυτά που λένε οι αραβικές χώρες, αλλά σχεδόν κανείς δεν ακούει -δεν θέλει να ακούσει. Ακόμη και φτάνοντας στην υπερβολή, ξεκόβοντας κάθε σχέση με την πολιτική ορθότητα, με το γνωστό προβοκατόρικο ύφος του, υπερασπιζόμενος τη βία, αναδεικνύοντας ότι αυτή πηγάζει πολύ μακριά από τις αραβικές χώρες, που το μόνο που θέλουν είναι να ζήσουν μακριά από τον δηλητηριώδη τρόπο της Δύσης.

Όμως, ο Γκοντάρ κάνει και την αυτοκριτική του, καθώς το σινεμά, ακόμη και αυτό της αμφισβήτησης, που έμεινε ανυπότακτο, απέτυχε να παρέμβει ακόμη και στα μελανότερα γεγονότα της ιστορίας. Όπως, βεβαίως, και τα δημοσιεύματα, τα τηλεοπτικά ρεπορτάζ που πέρα από τον ανθρώπινο πόνο ποτέ δεν μπήκαν στην αιτία όλων αυτών. Κάποτε ήταν το Βιετνάμ, για χρόνια η Παλαιστίνη, σήμερα η Συρία. Η Μέση Ανατολή θα βρίσκεται πάντα στο έλεος της αδηφάγου κερδοσκοπίας για το πετρέλαιο. Τα γεωπολιτικά και οικονομικά παιχνίδια υποτάσσουν λαούς, συνειδήσεις και πολύ πιο εύκολα αυτή την περιβόητη «κοινή γνώμη».

Ο Γκοντάρ, ακριβώς 50 χρόνια (το φιλμ είναι του ΄18) από τον Μάη του ‘68, όταν ο ίδιος μαζί με άλλους συναδέλφους του διέκοπταν το Φεστιβάλ των Καννών σε εκείνη την ιστορική συνέλευση στο παλέ, αποπειράται και πάλι, για... τελευταία φορά, να αφυπνίσει: Οι αγριότητες δεν σταμάτησαν ποτέ, η βαρβαρότητα του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού αλλάζει μόνο κοστούμια και προσωπεία, η επανάσταση θέλει θυσίες, όπως και ο κινηματογράφος, αν θέλει να παραμείνει ζωντανός και όχι ένα ριμέικ απατηλών ψευδαισθήσεων.

Eternals / Σκηνοθεσία Κλόε Ζάο / Παίζουν: Σάλμα Χάγιεκ, Αντζελίνα Τζολί, Κιτ Χάρινγκτον, Μπάρι Κίγκαν, Ρίτσαρντ Μάντεν, Τζέμα Τσαν και Λόρεν Ρίντλοφ

Στον αντίποδα του Γκοντάρ έρχεται η τελευταία παραγωγή της Marvel. Και φυσικά όχι γιατί έχουμε ακόμη ένα προσεγμένο, καλά κατασκευασμένο προϊόν της γνωστής εταιρείας των κόμικς και των υπερηρώων, αλλά γιατί τη σκηνοθεσία την ανέλαβε η οσκαρική Κλόε Ζάο, αμέσως μετά το εξαιρετικό της φιλμ «Η Χώρα των Νομάδων», αφήνοντας πίσω της τις δικές της ανησυχίες, για να μπει στο σύμπαν της Marvel, το πρότυπο της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας εδώ και μερικά χρόνια. Ένα ιδιότυπο μπλογκμπάστερ, στο οποίο το άγγιγμα της Ζάο μπορεί να είναι ορισμένες φορές ευδιάκριτο, αλλά υποχωρώντας για να δώσει χώρο στις δοκιμασμένες συνταγές, υπό την επίβλεψη των παραγωγών.

Άριστο κινηματογραφικό συντακτικό, καλλιγραφία, τεχνικές και εφέ στον ύψιστο βαθμό, αλλά τελικώς αυτό που μένει είναι το περιτύλιγμα. Το περιεχόμενο μπορεί να μην είναι κενό, αλλά σίγουρα ρηχό. Διασκεδαστικό σε μεγάλο βαθμό, με οικολογικές αναφορές και άλλα υποθέματα, που μοιάζουν ακραία σε μία μάζωξη στελεχών πολυεθνικών ή πετρελαιοπαραγωγών.

Έτσι, το σενάριο, με τους Αιώνιους να είναι και πάλι σε πόλεμο με τους αποκλίνοντες αλλά αυτή τη φορά για να αποφευχθεί η καταστροφή του κόσμου, δίνει την αφορμή για μια καταιγιστική περιπέτεια, σωστά ενορχηστρωμένη, όπου τα γνώριμα κλισέ, οι σινεφιλικές αναφορές, η πολιτική ορθότητα, το τσιτάτο χιούμορ, τα σπέσιαλ γραφικά να δένουν με το αίτημα για περισσότερες γυναίκες ως βασικά πρόσωπα σε αυτού του είδους ταινίες, που ανδροκρατούνται. Το αποτέλεσμα, όμως, είναι το ίδιο: Δυο ώρες διασκέδασης - τουλάχιστον για τους πολυάριθμους φαν του είδους και πέρα απ’ αυτό μία μικρή μελαγχολική αίσθηση για τη σπατάλη τού ταλέντου τής Κλοέ Ζάο, σε παραγωγές που λειτουργούν και φέρνουν κέρδη ακόμη κι αν μπουν στον αυτόματο πιλότο.

Τσαρλατάνος (Charlatan) / Σκηνοθεσία: Ανιέσκα Χόλαντ / Παίζουν: Ίβαν Τρόγιαν, Ντανιέλα Βοράτσκοβα, Γιουράζ Λοζ και Γιόζεφ Τρόγιαν

Βιογραφικό δράμα, με την υπογραφή της διακεκριμένης Πολωνέζας σκηνοθέτριας Ανιέσκα Χόλαντ («Europa Europa», που έφτασε μέχρι τις 15 ταινίες για το Όσκαρ Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας, για την Τσεχία. Το φιλμ αποφεύγει να πατήσει στο συνηθισμένο δρόμο της ακαδημαϊκής προσέγγισης ή του στρογγυλέματος της ιστορίας ενός Τσέχου ανορθόδοξου βοτανολόγου θεραπευτή, του Γιαν Μικόλασεκ, που πιστεύοντας ότι είχε το θεϊκό χάρισμα να θεραπεύει τους ανθρώπους, έζησε για τρεις δεκαετίες ‘30-‘50 την αποδοχή, καθώς για πολλούς ήταν θαυματοποιός και για κάποιους άλλους «τσαρλατάνος». Θα επιβιώσει ακόμη και από τους Ναζί, αλλά θα γνωρίσει την πτώση, κατά την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος, καθώς η ατομιστική του συμπεριφορά και τα πλούτη του θα εξαγριώσουν τους αξιωματούχους και οι ατέλειωτες ουρές από ασθενείς θα αντικατασταθούν σε μεγάλο βαθμό από πράκτορες ασφαλείας.

Η Χόλαντ θα μας φανερώσει και τα πρώτα βήματα του νεαρού βοτανοθεραπευτή, ενώ θα τον βγάλει από το σκοτεινό χώρο του εργαστηρίου του, που φωτίζεται μόνο από τα κιτρινωπά υγρά στα μπουκαλάκια, για το ρομαντικό παράνομο έρωτά του με ένα νεαρό.

Μια ιστορία που περιπλέκεται ορισμένες φορές υπερβολικά, η Χόλαντ προσπαθεί να χωρέσει πολλές πληροφορίες για τον θεραπευτή, τους δαίμονές του και το ιστορικό πλαίσιο της εποχής του, ενώ στριμώχνει και τα σχόλιά της για την ιατρική, το καλό και το κακό, τη θρησκεία κλπ, μπουκώνοντας την ταινία σε υπερβολικό βαθμό.

200 Μέτρα (200 Meters) / Σκηνοθεσία Αμίν Ναϊφέ / Παίζουν: Αλί Σουλιμάν, Άννα Ουντερμπέργκ και Μοτάζ Μαλές

Ο πρωτοεμφανιζόμενος, τουλάχιστον στην Ελλάδα, αλλά σίγουρα ακόμη νέος στο κουρμπέτι της κινηματογραφίας, ο Παλαιστίνιος Αμίν Ναϊφέ αν και είχε μία ιδιαιτέρως καλή αρχική ιδέα, για την ταινία του, φαίνεται ότι εμφανώς δεν έχει ακόμη την εμπειρία να ολοκληρώσει το θέμα του, μένοντας στα μισά από δυνάμεις, αλλά όχι και από συναισθήματα, για την ανθρώπινη τραγωδία που συνεχίζεται στα κατεχόμενα της Δυτικής Όχθης.

Μία ανθρωπιστική τραγωδία που παίρνει διαστάσεις παραλογισμού, εξαιτίας της ύπαρξης του ισραηλινού τείχους και των αυστηρών και αυθαίρετων ελέγχων μετακίνησης, που, για λίγα μέτρα, χωρίζουν οικογένειες, αλλά και δημιουργούν ασφυξία και κλίμα γκετοποίησης σε χιλιάδες Παλαιστίνιους. Μία απ’ αυτές τις οικογένειες είναι και του Μουσταφά, που βλέπει το σπίτι τής γυναίκας του και τα παιδιά του από το απέναντι κτίριο, το δικό του σπίτι στο οποίο παραμένει λόγω της οικονομικής δυσπραγίας, και όταν μαθαίνει ότι ο γιος του είχε ένα ατύχημα θα αναγκαστεί να κάνει 200 χιλιόμετρα με παράνομους διακινητές, αντί 200 μέτρα, για να σταθεί δίπλα στο τραυματισμένο παιδί του.

Ο Ναϊφέ, βάζοντάς μας στην ιστορία του, θα αναδείξει αυτόν τον παραλογισμό, τη βία, τη διαδικασία γκετοποίησης των Παλαιστινίων, που τους αφαιρεί κάθε ελπίδα για μία έστω ανεκτή συνύπαρξη, εστιάζει στην περιφρόνηση για κάθε στοιχειώδες ανθρώπινο δικαίωμα και υπενθυμίζει την αδιαφορία τής διεθνούς κοινότητας.

Τα προβλήματα για την ταινία του Ναϊφέ ξεκινούν όταν το στόρι μπαίνει στο χώρο της περιπέτειας, της περιπλάνησης του ήρωα σε ένα βανάκι διακινητών, που αντί μίας Οδύσσειας έχουμε μία φλύαρη οδική περιπλάνηση. Υπάρχει, όμως και το φινάλε και η ανθρώπινη ματιά τού σκηνοθέτη που κερδίζει και πάλι το ενδιαφέρον και την καρδιά μας. Και σε αυτό συμβάλει και η νατουραλιστική ερμηνεία του πρωταγωνιστή Αλί Σουλιμάν.

Άλλωστε, είναι φανερό ότι η ταινία δεν έγινε για να μας κόψει την ανάσα από την αγωνία ή να καταναλώσουμε χαρτομάντηλα, αλλά για να μας ξυπνήσει από το λήθαργο θυμίζοντας ότι δίπλα μας βρίσκεται η βαρβαρότητα και η ανάγκη ενός λαού να διεκδικήσει το αυτονόητο, τον ζωτικό χώρο, να μπορεί ένας πατέρας να αγκαλιάσει όποτε θέλει το παιδί του ή τη γυναίκα του.

Last Night in Soho / Σκηνοθεσία Έντγκαρ Ράιτ / Παίζουν: Τομασίν ΜακΚένζι, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Ματ Σμιθ, Νταϊάνα Ριγκ και Τέρενς Σταμπ

Άνισο ψυχολογικό θρίλερ που παίζει με τον τρόμο, από έναν σκηνοθέτη που έχει την ικανότητα να κάνει δικό του σινεμά τις κινηματογραφικές, μουσικές και εικαστικές επιρροές που έχει (κατά κύριο λόγο σε ευχάριστες κομεντί), αλλά εδώ, πέρα από τη δυνατή εισαγωγή του και την ικανοποιητική πορεία του φιλμ μέχρι τα μισά, δείχνει να χάνει τον προσανατολισμό του, προσπαθώντας να μπει στον ψυχισμό της ηρωίδας του.

Το θέμα αφορά μια νεαρή επαρχιώτισσα που πάει στο Λονδίνο για να γίνει μια σπουδαία σχεδιάστρια μόδας και το όνειρό της, να ζήσει στην εποχή του ‘60, μετατρέπεται σε εφιάλτη.

Με άλλα λόγια η ιδέα του υπέροχου «Mulholland Drive», χωρίς όμως την υπογραφή και την ιδιοφυία του Ντέιβιντ Λιντς, που ξεπέφτει, ειδικά στο δεύτερο μέρος όταν ο ψυχολογία της ηρωίδας έρχεται αντιμέτωπη με τον εφιάλτη και τον τρόμο και ταυτόχρονα η ταινία θα πρέπει να μπει στην ουσία, να σκάψει τις ανθρώπινες σχέσεις, την ανδρική επιρροή. Έτσι, όταν αρχίζουν τα δύσκολα, ο Ράιτ φαίνεται λίγος και κουραστικός, αφού δεν διαθέτει ούτε το βάθος τής σκέψης, αλλά ούτε την ικανότητα να εισχωρήσει στους χαρακτήρες. Και το μόνο που απομένει είναι η αναπαράσταση του Λονδίνου του ‘60, τα κοστούμια, τα φανταχτερά χρώματα, τα μουσικά κομμάτια της εποχής, δηλαδή όλα αυτά που μπορεί να σε τραβήξουν σε μια ταινία, αλλά δεν μπορούν να σε κρατήσουν.

Ερμιτάζ: Η Δύναμη της Τέχνης (Hermitage: The Power of Art) / Σκηνοθεσία: Μικέλε Μάλι

Ενδιαφέρον, αν μη τι άλλο, ντοκιμαντέρ για το περίφημο Μουσείο Ερμιτάζ της Αγίας Πετρούπολης, το οποίο συμπληρώνει 168 χρόνια λειτουργίας, με τρία εκατομμύρια έργα τέχνης τα οποία φιλοξενούνται σε 66.000 τετραγωνικά μέτρα και τα οποία βλέπουν πάνω από τέσσερα εκατομμύρια επισκέπτες κάθε χρόνο. Η κάμερα του Μικέλε Μάλι εισχωρεί στο εξωπραγματικό συγκρότημα κτιρίων του Ερμιτάζ, φέρνοντας κοντά την τέχνη και την ιστορία.

Το ενδιαφέρον όμως μεγαλώνει όταν το ντοκιμαντέρ ξεφεύγει από τα έργα τέχνης υπενθυμίζοντας τις μεγάλες μορφές καλλιτεχνών που φιλοξενήθηκαν στις αίθουσες του Ερμιτάζ, αλλά και στην ξενάγηση μιας συναρπαστικής πόλης, η οποία από μόνη της αποτελεί ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα, αλλά και μια πόλη που γράφτηκε μέρος της παγκόσμιας ιστορίας.

Επίσης, ξεχωριστός είναι και ο ξεναγός μας, ο αγαπητός Τόνι Σερβίλο, ο οποίος απαγγέλει ποιήματα, ακούει μουσική, αφηγούμενος την ιστορία του μουσείου -από την ίδρυσή του από τον Πέτρο τον Α’ ως τα μεγαλεία του επί εποχής της Μεγάλης Αικατερίνης, από τη νίκη του Αλεξάνδρου του Α’ ενάντια στο Ναπολέοντα ως την Οκτωβριανή Επανάσταση και στο σήμερα- σε έναν φόρο τιμής για ένα μνημείο γέφυρα ανάμεσα στους πολιτισμούς, ένα αποκούμπι αθάνατης ομορφιάς.

Red Notice / Σκηνοθεσία: Ρόσον Μάρσαλ Θέρμπερ / Παίζουν: Ντουέιν Τζόνσον, Γκαλ Γκαντότ, Ράιαν Ρέινολντς και Μελίσα Κένεμορ

Χορταστική κωμική περιπέτεια, χωρίς ιδιαίτερες απαιτήσεις, αλλά που προσφέρει έντιμα ένα ευχάριστο διωράκι σε παρέες που θέλουν απλώς να ξεδώσουν, να ξεφύγουν λίγο απ’ την καθημερινότητα. Αλλά λίγο, άλλωστε μετά το ποπκόρν εντός της αιθούσης πρώτα θα φύγει από τη σκέψη η ταινία και μετά η αλμύρα από το στόμα.

Το στόρι απλοϊκό, με έναν πράκτορα του FBI να θέλει να συλλάβει έναν περιζήτητο ληστή έργων τέχνης, αλλά η καταδίωξή του θα τον φέρει κοντά με έναν επίδοξο απατεώνα.

Ο Ρόσον Μάρσαλ Θέρμπερ, ένας δοκιμασμένος στο είδος της ευχάριστης περιπέτειας σκηνοθέτης, χωρίς καμία ιδιαίτερη επιτυχία, χρησιμοποιεί κι εδώ πολλά από τα κλισέ και τις συνταγές τού είδους, κρατά τους ζωηρούς ρυθμούς μέχρι τέλος, εμπλουτίζει την περιπέτειά του με ορισμένες αστείες σκηνές και κάνει ό,τι μπορεί για να δέσει το πρωταγωνιστικό τρίο: με τον συμπαθή Τζόνσον να βρίσκεται στο οικείο περιβάλλον του, τον Γκόσλινγκ να ακολουθεί τα βήματα του γιγαντόσωμου συμπρωταγωνιστή του και την Γκαλ Γκαντότ να σπάει χαριτωμένα τη βαρβατίλα.

Προβάλλονται ακόμη οι ταινίες

Το Ταξίδι (Charter): Αγωνιώδες οικογενειακό δράμα, της Αμάντα Κέρνελ (“Καταγωγή των Σάμι”), που αποτελεί και επίσημη πρόταση της Σουηδίας για τα φετινά βραβεία Όσκαρ. Μια μάνα που έχει να δει μήνες τα δυο παιδιά της κι ενώ βρίσκεται στην τελική δικαστική απόφαση για την κηδεμονία τους, θα αποφασίσει να βρεθεί και πάλι δίπλα τους, παίρνοντάς τα κρυφά και βρίσκοντας καταφύγιο στις Κανάριες Νήσους, κόντρα στη λογική και στη νομιμότητα, ακολουθώντας το μητρικό ένστικτο. Με την Άνε Νταλ Τορπ, στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Πίτερ Ράμπιτ: Ο λαγός το ΄σκασε (Peter Rabbit 2: The Runaway): Ο πιο χαριτωμένα άτακτος λαγός της λογοτεχνίας επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη ορεξάτος για νέες περιπέτειες, σε ένα συνδυασμό ψηφιακού animation με ηθοποιούς και ζωντανή δράση, αποκλειστικά για το παιδικό κοινό. Η σκηνοθεσία είναι του Γουίλ Γκλακ, ενώ τη φωνή τους έχουν δανείσει οι Μάργκο Ρόμπι, Ρόουζ Μπερν, Ελίαζαμπεθ Ντεμπίνκι κ.ά.

ντοκιμαντέρMarvelοι ταινίες της εβδομάδαςΑντζελίνα Τζολί