Σινεμά|16.12.2021 07:20

Ο Αμνός: Το μεταφυσικό δράμα με τη Νούμι Ραπάς στους κινηματογράφους - Όταν η φύση εκδικείται την ανθρώπινη παρέμβαση

Άγγελος Γεραιουδάκης

Ένα μαύρο παραμύθι και ταυτόχρονα μια βαθιά ανθρώπινη ιστορία. Ο «Αμνός», ο οποίος κάνει σήμερα πρεμιέρα στους κινηματογράφους, είναι μια σκοτεινή, μεταφυσική ταινία, ένα οικολογικό θρίλερ που βρίσκει όμως τον δρόμο του αμέσως προς την καρδιά του θεατή, καθώς μιλάει για την αγάπη και την απώλεια, για την ελπίδα και τις μεγάλες αποφάσεις που καθορίζουν τη ζωή μας, αλλά και για τη δύναμη της Φύσης, που οι άνθρωποι, χαμένοι μέσα στον τεχνολογικό πολιτισμό τους, τείνουν να ξεχάσουν.

Ο Μπέλα Ταρ εκτελεί χρέη παραγωγού και η Νούμι Ραπάς παραδίδει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της. Η ταινία, παραμένοντας για τρεις εβδομάδες στο top 10 του αμερικανικού box office, έγινε η πιο επιτυχημένη εισπρακτικά ισλανδική ταινία όλων των εποχών στις ΗΠΑ. Παράλληλα, είναι επίσημη πρόταση της Ισλανδίας για τα βραβεία Όσκαρ και έχει κερδίσει και το βραβείο Πρωτοτυπίας στο φετινό Φεστιβάλ Καννών

Για τον σκηνοθέτη Bαλντιμάρ Γιοχάνσον, η ταινία είναι αρχικά ένα οπτικό ποίημα για μια απώλεια τόσο οδυνηρή που ο καθένας είναι διατεθειμένος να κάνει σχεδόν τα πάντα για να φέρει πίσω τη χαρά και την ευτυχία που προϋπήρχαν στη ζωή του. Η Μαρία και ο Ίνγκβαρ είναι ένα ζευγάρι Ισλανδών κτηνοτρόφων, που έχουν βιώσει την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου και είναι βυθισμένοι στη θλίψη. Για να καλύψουν το συναισθηματικό κενό τους, αποφασίζουν να δώσουν την αγάπη τους σ’ ένα μικρό αρνί που εμφανίζεται μυστηριωδώς στη φάρμα τους. Αυτή τους η πράξη όμως φαίνεται πως παραβαίνει κάποιους αιώνιους νόμους της φύσης, με αποτέλεσμα να υποστούν τις συνέπειες. Μετά την αρχική ευφορία, οι δύο κτηνοτρόφοι θα διαπιστώσουν πως τα πάντα εδώ πληρώνονται, αλλά και πως η δυστυχία και οι αναποδιές στη ζωή μπορούν να φέρουν τους ανθρώπους πιο κοντά.

«Υπάρχουν ενοχές και τύψεις στη ζωή του ζευγαριού» σημειώνει ο σκηνοθέτης. «Η Μαρία και ο Ίνγκβαρ, που δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν την απώλεια και τη λύπη τους, είναι πρόθυμοι να ενδώσουν σε κάτι που και οι δύο ξέρουν ότι θα διαρκέσει μόνο για λίγο, αλλά με σκοπό ν' ανακτήσουν την ισορροπία και τη χαρά στη ζωή τους» προσθέτει. Ωστόσο, όσο η πρωταγωνίστρια του έργου προσπαθεί να προστατεύσει την οικογένειά της από τους εξωτερικούς παράγοντες που την απειλούν, συνθέτει τη νέα σουρεαλιστική πραγματικότητα, στην οποία ζει κυρίως το σήμερα, αποφεύγει το χθες και αποδέχεται το αναπόφευκτο τέλος. 

Η φάρμα των παππούδων

Όπως εξηγεί ο Γιοχάνσον, οι παππούδες του είχαν μια φάρμα με πρόβατα και πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας εκεί, ενώ την ηρωίδα του «Αμνού», τη Μαρία, την εμπνεύστηκε από τη δύναμη και την αποφασιστικότητα της γιαγιάς του. «Η ζωή στο αγρόκτημα δεν ήταν πάντα εύκολη, αλλά η γιαγιά μου δεν άφηνε ποτέ τίποτα να τη ρίξει ψυχολογικά. Το ίδιο χαρακτηριστικό έχει και η Μαρία. Είναι άθραυστη και αρνείται να εγκαταλείψει τη ζωή. Και παρά την απώλειά τους, εκείνη και ο σύζυγός της έρχονται ακόμα πιο κοντά, χωρίς να χαθεί το πάθος και η χαρά τους».

Ανέκαθεν ήθελε να διηγηθεί «μια ιστορία εμπνευσμένη από τα παραμύθια, μια ιστορία που θα αντανακλά την φύση στους ανθρώπους, και τους ανθρώπους στη φύση. Τον "Αμνό" τον εμπνεύστηκα όχι από ένα αλλά από πολλά ισλανδικά παραμύθια και λαϊκές δοξασίες. Και εγώ, και ο συν-σεναριογράφος μου, ο Sjon ενδιαφερόμαστε για ιστορίες που είναι κατά βάση ρεαλιστικές αλλά εμπεριέχουν ένα σουρεαλιστικό ή φαντασιακό στοιχείο το οποίο όμως παρουσιάζεται με τέτοιο τρόπο ώστε τελικά γίνεται κι αυτό ρεαλιστικό μέσα στην αφήγηση».

Η Φύση

Η ταινία γυρίστηκε σ' ένα αγρόκτημα στη βόρεια Ισλανδία. Η παραγωγή χρειάστηκε παραπάνω από έναν χρόνο για να βρει την κατάλληλη τοποθεσία. «Είχαμε γυρίσει το νησί δύο φορές. Ακόμα και όταν βρήκαμε το αγρόκτημα "Flaga" εγώ ήμουν δύσπιστος. Είχε να κατοικηθεί περίπου 20 χρόνια και χρειαζόταν αρκετή δουλειά για να γίνει το μέρος που είχα στο μυαλό μου για τους ήρωες μου. Ο χώρος ολοκληρώθηκε δύο βδομάδες πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα. Το μαγικό τοπίο και η απομόνωση της φάρμας αποδείχτηκε ότι τελικά ήταν το τέλειο μέρος για την ταινία». 

Τα ζώα, το περιβάλλον, το φυσικό φως, τα καιρικά φαινόμενα και γενικά οι εποχές παίζουν σημαντικό ρόλο στην ιστορία. Ο θεατής παρακολουθεί τον ευάλωτο κόσμο των ανθρώπων στο καταπράσινο αγρόκτημα, αλλά και τις άγριες ορεινές περιοχές, όπου η φύση δεν κατοικείται. «Χωρίς τη φύση, η ανθρωπότητα δεν υπάρχει. Στο μυαλό μου, η φύση δεν είναι μόνο αυτό που βλέπουμε, αλλά και αυτό που αισθανόμαστε. Και ως εκ τούτου είναι βαθιά συνδεδεμένη με το υπερφυσικό. Η φύση δεν μπορεί να ελεγχθεί και εμείς οι άνθρωποι είμαστε αρκετά εύθραυστοι, αδύναμοι και εξαρτημένοι απένταντί της. Ειδικά, όπως το βιώσαμε το 2020. Η απώλεια και η τραγωδία δεν είναι μακριά. Σε έναν κόσμο που μπορούμε να πετύχουμε σχεδόν τα πάντα δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν μπορούμε να πολεμήσουμε τη φύση ούτε να ξεφύγουμε από τη μοίρα μας» καταλήγει ο Bαλντιμάρ Γιοχάνσον.

πρεμιέραοικολογίαφύσηκινηματογράφοςπρόβατοθρίλερΙσλανδίατραγωδία