Σινεμά|09.02.2019 15:31

Άλμπερτ Φίνεϊ: Το ελεύθερο πνεύμα του βρετανικού σινεμά

Newsroom

Τ ο όνομά του συνδέθηκε με το νέο ρεύμα του βρετανικού σινεμά στη δεκαετία του ’60, το λεγόμενο free cinema. Ηθοποιός τραχύς, που απέπνεε εναντίωση στο κατεστημένο, ένα είδος ιδιοτέλειας και ωμής σεξουαλικότητας, έγινε σταρ σε μια νύχτα και ένας από τους σημαντικότερους θρύλους του βρετανικού σελιλόιντ.

Διανύοντας τη ζηλευτή διαδρομή «οργισμένων» ηρώων από το «Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί» (1960) του Κάρελ Ράιζ έως το «Εριν Μπρόκοβιτς» (2000) του Στίβεν Σόντερμπεργκ, ο Αλμπερτ Φίνεϊ, ο ηθοποιός των πέντε οσκαρικών υποψηφιοτήτων, έφυγε χθες από τη ζωή σε ηλικία 82 ετών, νικημένος από τον καρκίνο.

Ρωμαλέος, εύσωμος, με φωνή χαρακτηριστικά σοβαρή και βλέμμα διαπεραστικό, παιδί της κατώτερης μέσης αστικής τάξης, με καταγωγή από τον αγγλικό Βορρά, εδραιώθηκε πρώτα στο θέατρο, σπουδάζοντας υποκριτική δίπλα στους Πίτερ Ο’ Τουλ και Αλαν Μπέιτς. Μαζί με τον Ο’ Τουλ, τον Ρίτσαρντ Μπάρτον και τον Ρίτσαρντ Χάρις, ο Φίνεϊ αντικατέστησε τη στομφώδη θεατρικότητα του Λόρενς Ολίβιε με μια πιο γήινη παρουσία, σαφώς πιο αισθησιακή και σέξι, βγαλμένη από τα έγκατα της βρετανικής εργατικής τάξης.

Το επαναστατημένο πνεύμα που διοχέτευσε στις ταινίες του χαρακτήριζε και τον ίδιο, αρνούμενος χαρακτηριστικά τη δέσμευση σε έναν παραγωγό, μια κινηματογραφική εικόνα, μια γυναίκα αλλά και έναν λαμπρό τίτλο, αυτόν του Σερ. Στην καριέρα του απέρριψε τόσο τον ρόλο του Ηρακλή Πουαρό (μετά την επιτυχία του «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» παρέδωσε τον ρόλο στον Πίτερ Ουστίνοφ στο «Εγκλημα στον Νείλο») όσο και αυτόν του «Λόρενς της Αραβίας» (παρέδωσε τον ρόλο στον Ο’ Τουλ). Υπήρξε, φυσικά, υπέροχος παρτενέρ σταρ της εποχής της ακμής του, όπως ήταν η Οντρεϊ Χέπμπορν («Δύο για τον δρόμο») και η Νταϊάν Κίτον («Διάσταση»).

Επειτα από έναν μικρό ρόλο στην κινηματογραφική μεταφορά του θεατρικού «Γελωτοποιού» του Τζον Οσμπορν από τον Τόνι Ρίτσαρντσον, κατεξοχήν εκπρόσωπο του free cinema, βρέθηκε στην κορυφή εν μια νυκτί, παίρνοντας τον πρώτο ρόλο του επαναστατημένου εργάτη Αρθουρ Σίτον στο «Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί».

 

O Φίνεϊ έγινε στη συνέχεια ο περιπετειώδης ερωτιάρης «Τομ Τζόουνς» στην ομώνυμη, βραβευμένη με 4 Όσκαρ ταινία του Ρίτσαρντσον, που του χάρισε την πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα. Οι πιο χαρακτηριστικοί ρόλοι του είναι ο Ηρακλής Πουαρό στο «Εγκλημα στο Οριάν Εξπρές» του Σίντνεϊ Λιούμετ (δεύτερη υποψηφιότητα για Οσκαρ α’ ανδρικού ρόλου), ενώ κατέθεσε εκπληκτικές ερμηνείες στο δράμα «Ο αμπιγέρ» του Πίτερ Γέιτς (τρίτη υποψηφιότητα για Οσκαρ) και στο «Κάτω από το ηφαίστειο» του Τζον Χιούστον ως αλκοολικός πρώην διπλωμάτης (τέταρτη υποψηφιότητα α’ ρόλου που ενέπνευσε τον Νίκολας Κέιτζ στην οσκαρική του περφόρμανς «Αφήνοντας το Λας Βέγκας»). Η τελευταία φορά που ο Φίνεϊ διεκδίκησε ένα χρυσό αγαλματίδιο β’ ρόλου ήταν ως συμπρωταγωνιστής της Τζούλια Ρόμπερτς στο «Εριν Μπρόκοβιτς» (2000) του Στίβεν Σόντερμπεργκ.

Ο ίδιος συνδέθηκε άρρηκτα με το αποτύπωμα του βρετανικού κινηματογράφου, είτε δοκιμάζοντας τις δυνάμεις του ως σκηνοθέτης («Charlie Bubbles», 1968) είτε ενισχύοντας οικονομικά ριζοσπάστες δημιουργούς σαν τον Λίντσεϊ Αντερσον («Αν…», 1968) και τον πρωτάρη τότε Μάικ Λι («Bleak Moments», 1971). Συνέχισε αναλαμβάνοντας μια ευρεία γκάμα ρόλων, παρών πάντα στα πρώτα βήματα των κατοπινών «μεγάλων» Στίβεν Φρίαρς («Gumshoe»), Ρίντλεϊ Σκοτ («Οι μονομάχοι») αλλά και των Αμερικάνων Τζόελ και Ιθαν Κοέν («Το πέρασμα του Μίλερ»).

Την τελευταία δεκαετία οι συμμετοχές του σε εμπορικές παραγωγές είχαν πάντα ουσιαστικό περιεχόμενο («Απίθανες ιστορίες» του Τιμ Μπάρτον, «Το τελεσίγραφο του Μπορν» του Πολ Γκρίνγκρας), ενώ το κύκνειο άσμα του έμελλε να είναι σε μια αυθεντική βρετανική περιπέτεια, το «Skyfall», απέναντι στον Τζέιμς Μποντ. 

Ακολουθήστε το ethnos.gr στο Instagram

ΌσκαρηθοποιόςκαρκίνοςΆλμπερτ Φίνεϊ