Σινεμά|05.11.2018 12:07

Κώστας Γαβράς: Όταν πήγα στα Όσκαρ με το «Ζ»

Άντα Δαλιάκα

Ο σκηνοθέτης στο απόσπασµα της αυτοβιογραφίας του που παραθέτουµε διηγείται τι συνέβη τη βραδιά που η εµβληµατικότερη ταινία της καριέρας του, βασισµένη στο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού για τη δολοφονία του βουλευτή της Ε∆Α Γρ. Λαµπράκη, τιµήθηκε στα βραβεία

Δεκαοκτώ ταινίες µεγάλου µήκους σε µια κινηµατογραφική διαδροµή που µετρά πάνω από 50 χρόνια. Από τη µετεµφυλιακή φτωχή Ελλάδα στη Γαλλία της επαγγελίας, όπου έζησε, δηµιούργησε και εξελίχθηκε σε βασικό εκπρόσωπο του πολιτικού κινηµατογράφου, ο Κώστας Γαβράς διηγείται µε κινηµατογραφικό πάθος την προσωπική του διαδροµή στην πολυσέλιδη αυτοβιογραφία του «Πήγαινε εκεί όπου είναι αδύνατο να πας» που σύντοµα –µέχρι τα µέσα Νοεµβρίου– θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Gutenberg, µεταφρασµένη στα ελληνικά από τον Ωρίωνα Αρκοµάνη, σε επιµέλεια µετάφρασης του Βασίλη Βασιλικού.

Το 2012 µε αφορµή το ολοκληρωµένο αφιέρωµα της Ταινιοθήκης της Ελλάδας στο έργο του Κώστα Γαβρά, ο ίδιος είχε αφιερώσει ένα σεβαστό µέρος του χρόνου του µιλώντας για ό,τι τον καθόρισε: για την σχέση της πολιτικής πραγµατικότητας µε τον κινηµατογράφο και κατ’ επέκταση µε το ίδιο το κοινό. «Ο κινηµατογράφος δεν είναι πανεπιστήµιο», είχε πει µεταξύ άλλων τότε. «∆εν είναι πολιτικό δίδαγµα, είναι ένα θέαµα όπως έκαναν οι αρχαίοι Έλληνες µε το θέατρο, ένα θέαµα για να βιώσουµε αισθήµατα... Αυτός είναι ο ρόλος του κινηµατογράφου µέσα στη ζωή όχι να επιβάλει µια ιδέα ή µια ιδεολογία».

Ό,τι, λοιπόν, σηµαίνει «σινεµά» και «πολιτική», προσωπική ζωή και κατάθεση ψυχής µπροστά και πίσω από την κάµερα, υπάρχει στις σελίδες αυτού του βιβλίου που σηµατοδοτεί τη λογοτεχνική επιστροφή του Γαβρά στη δηµιουργία, πέντε χρόνια µετά την τελευταία του ταινία, το «Κεφάλαιο» (2012) κι ενώ ο ίδιος ασχολείται µε την κινηµατογραφική µεταφορά του πολύκροτου «Ανίκητοι ηττηµένοι» του Γιάνη Βαρουφάκη για τα όσα συνέβησαν το καλοκαίρι του 2015.

Μεγάλες συναντήσεις 

Στο απόσπασµα από την αυτοβιογραφία του που δηµοσιεύει σήµερα το «Έθνος της Κυριακής», ο Κώστας Γαβράς αποκαλύπτεται ως ένας ροµαντικός κινηµατογραφόφιλος, που αναπολώντας το παρελθόν και γράφοντας για τους σηµαντικότερους σταθµούς και τις µεγάλες διακρίσεις της καριέρας του διατηρεί άσβεστη µέσα του τη φλόγα του ονειροπόλου της έβδοµης τέχνης. Τι συνέβη τη βραδιά που η εµβληµατικότερη ταινία της καριέρας του, το «Ζ» (1963), βασισµένη στο βιβλίο του Βασίλη Βασιλικού για τη δολοφονία του βουλευτή της Ε∆Α Γρηγόρη Λαµπράκη, τιµήθηκε µε δύο βραβεία Όσκαρ;

Παρέα µε τον συν-σεναριογράφο, φίλο και στενό συνεργάτη του Χόρχε Σεµπρούν, καθώς και µε τον παραγωγό του φιλµ Ζακ Περέν, ο Γαβράς έζησε τη δική του χολιγουντιανή ιστορία δίπλα σε διάσηµα πρόσωπα του Χόλιγουντ στην αίθουσα του Beverly Hills Hotel, και ας είναι η ιδεολογία και η στρατευµένη του τέχνη µακριά από τη λογική του λαµπερού αυτού κόσµου. Ποια ήταν, λοιπόν, η µεγάλη σταρ της εποχής που του έδωσε µια ακαταµάχητη υπόσχεση; Η απάντηση παρακάτω διά της πένας του Κώστα Γαβρά.

Ο Ιβ Μοντάν με την Ειρήνη Παππά στο «Ζ»

Έχουμε δεῖ καὶ ξαναδεῖ στὴν τηλεόραση τὶς βραδιὲς τῶν ῎Οσκαρ µὲ τὴ ρητορικὴ καὶ τὴν ἔµφαση ποὺ τὶς συνοδεύει καὶ τελικὰ τὶς ἐκχυδαΐζει. ᾽Εγὼ ἀναρωτιέµαι µήπως ἔτσι τὶς ἀδικεῖ. ∆ιότι τὸ νὰ συµµετέχεις, τὸ νὰ βρίσκεσαι σ᾽ αὐτὴ τὴν αἴθουσα, προκαλεῖ µία ἀπερίγραπτη, χωρὶς προηγούµενο συγκίνηση ὅση ὥρα διαρκεῖ αὐτὴ ἡ τελετή.᾽ Ακριβῶς µπροστά µας, ὁ Τζὼν Γουαίην µὲ τοὺς δικούς του, ὁ ὁποῖος θὰ παραλάµβανε ἕνα τιµητικὸ ῎Οσκαρ γιὰ τὸ σύνολο τῆς καριέρας του. ῞Ολα αὐτὰ ποὺ µᾶς ἀγανακτοῦ - σαν σ᾽ ἐκεῖνον, οἱ σταυροφορίες του ὑπὲρ τοῦ πολέµου στὸ Βιετνάµ, ἡ ταινία του Τὰ πράσινα µπερὲ ποὺ δοξάζει τὴ σφαγὴ τῶν Βιετναµέζων, ξεχάστηκαν ἐκεῖνο τὸ βράδυ, ὥστε νὰ θυµόµαστε µόνο τὰ καλύτερα, τὴν εὐχαρίστηση ποὺ αὐτὸς ὁ ἠθοποιὸς ποὺ δηµιούργησε ὁ Τζὼν Φόρντ, αὐτὸς ὁ ἥρωας τοῦ ἀµερικανικοῦ λαοῦ, µᾶς εἶχε προσφέρει.

Οἱ ἐπιβραβεύσεις τῆς academy award, ποὺ συµβολίζονται ἀπ᾽αὐτὸ τὸ µᾶλλον µουσσολινικοῦ στὶλ διάσηµο ἀγαλµατίδιο, µοιάζουν σὰν νὰ ἐνσαρκώνουν πιὰ τὴν ἀµερικανικὴ κουλτούρα. Πόσες φορὲς ἄντρες καὶ γυναῖκες γιὰ τοὺς ὁποίους νιώθω ἐκτίµηση καὶ θαυµασµό, µόλις ἔβλεπαν αὐτὰ τὰ ἀγαλµατάκια, δὲν µὲ ρώτησαν µὲ κάποια ντροπαλοσύνη ὅλο συγκίνηση: «Μήπως µπορῶ νὰ τὸ ἀκουµπήσω;».

Παρ' ὅλες τὶς ἐλπίδες µας καὶ τὶς πέντε ὑποψηφιότητες, ἐκεῖνο τὸ βράδυ δὲν πήραµε παρὰ µόνον δύο: γιὰ τὸ µοντὰζ καὶ ὡς ἡ καλύτερη ξένη ταινία γιὰ τὴν ᾽Αλγερία. ῾Η µεγαλύτερη ἀπογοήτευση ἦταν γιὰ τὸν Ρούγκοφ, ποὺ µοῦ ἐξηγοῦσε ὅτι κάθε ῎Οσκαρ ἀντιστοιχοῦσε σὲ περίπου ἕνα ἑκατοµµύριο δολάρια παραπάνω στὸ µπὸξ-ὄφις. Τῆς καλύτερης ταινίας, πολλὰ ἑκατοµµύρια. Αὐτὰ τὰ «πολλὰ ἑκατοµµύρια» θὰ τὰ εἰσέπραττε τὸ «Midnight Cowboy» µὲ τὸν Ντάστιν Χόφφµαν καὶ τὸν Τζὸν Βόιτ.

Βγαίνοντας, βλέπω ἕναν κοντούλη κύριο νὰ ἐγκαταλείπει τὴν παρέα του καὶ νὰ κατευθύνεται πρὸς ἐµένα. «᾽Ονοµάζοµαι Φρὰνκ Κάπρα καὶ ἡ ταινία σας Ζ ...» ῾Η ἔκπληξή µου – «Στ᾽ ἀλήθεια εἶναι αὐτός; Λάθος θὰ ἄκουσα!» – µὲ κάνει νὰ χάσω αὐτὰ ποὺ µοῦ λέει, ἀλλὰ τὸ σπουδαιότερο ἦταν πὼς εἶναι ΑΥΤΟΣ ! Πλησιάζει ὁ Περρέν. ῾Ο Κάπρα ἀναγνωρίζει τὸν ἠθοποιό. Τοῦ τονίζω ὅτι εἶναι ἐπίσης καὶ ὁ παραγωγός. Μᾶς µίλησε κι ἄλλο, µετὰ χαιρέτησε κι ἔφυγε µὲ γρήγορα βηµατάκια πρὸς τοὺς φίλους του. Μὲ τὸν Ζὰκ κοιταζόµαστε κάµποση ὥρα σιωπηλοί. ῾Ο Χόρχε εἶναι δυσαρεστηµένος ποὺ δὲν τὸν φωνάξαµε νὰ ἔρθει κοντά µας, ἀλλὰ ὁ Ζὰκ κι ἐγὼ ἀναρωτιόµασταν ἀκόµη µήπως εἴχαµε δεῖ κανένα ὅραµα.

[...] Τὸ after Oscar dinner ἐκτυλισσόταν ἐκείνη τὴ χρονιὰ στὴ µεγάλη αἴθουσα τοῦ «Χίλτον» τοῦ Μπέβερλυ χίλλς. ᾽Αφοῦ διασχίσαµε τὸν µνηµειώδη ὄχλο, στὸ διπλανὸ τραπέζι διακρίνω τὸν Γκρέγκορυ Πέκ, ποὺ ὁ Χόρχε κι ἐγὼ εἴχαµε συναντήσει στὸ Παρίσι. Σηκώνεται, ἔρχεται πρὸς τὸ µέρος µας, µᾶς δίνει συγχαρητήρια καὶ ἐκφράζει τὴ λύπη του, ἔτσι ποὺ ἐκφράζουν σ᾽ αὐτοὺς ποὺ δὲν νίκησαν τὸ ὑπέρτατο βραβεῖο. ῎Επειτα σκύβει πρὸς ἐµένα καὶ τὸν Χόρχε: «∆ὲν ἔπρεπε νὰ σᾶς τὸ πῶ, ἀλλὰ περάσατε πάρα πολὺ κοντὰ ἀπὸ τὸ καλύτερο φίλµ».

Τὰ λόγια του συνοδεύονται ἀπὸ µία µικρὴ χειρονοµία τοῦ δείκτη νὰ ἀκουµπάει σχεδὸν στὸν ἀντίχειρα ποὺ ἕνα ἐλάχιστο διάστηµα τὰ κάνει νὰ µὴν ἀκουµποῦν µεταξύ τους. Λέξεις καὶ χειρονοµίες παρηγοριᾶς, λέω µέσα µου. Συνεχίζει: «Κώστα, ἐλᾶτε, κάποιος θέλει νὰ σᾶς γνωρίσει». Στὸ τραπέζι του µοῦ χαµογελοῦν πολλὰ γνωστὰ πρόσωπα. Χαµογελῶ στὴν ὁµήγυρη καὶ ξαφνικά, ἀκριβῶς µπροστά µου, παρατηρῶ ἕνα πρόσωπο µὲ πασίγνωστα µάτια, µὲ ἕνα χρῶµα µοναδικὸ στὸν κινηµατογράφο: ἡ ᾽Ελίζαµπεθ Ταίηλορ. Εἶχα τὸ συναίσθηµα ὅτι τὴν ξέρω ἀπὸ πάντοτε. ῾Ο Πὲκ µὲ συστήνει πρῶτα σ᾽αὐτήν, λέγοντάς της κάτι ποὺ δὲν κατάλαβα. ᾽Εκείνη µοῦ λέει κάτι ποὺ δὲν καταλαβαίνω ὡς πρὸς τὸ φίλµ, κρατώντας τὸ χέρι µου, κι ἔπειτα, κοιτώντας µε πιὸ ἔντονα, λέει, ἢ τουλάχιστον αὐτὸ νόµισα: «With you, anything, anytime, anywhere...». Καὶ σὰν ὑπογραφή, ἕνα πλατὺ χαµόγελο. Νιώθω τὰ χτυπηµατάκια τοῦ Γκρέγκορυ Πὲκ σὰν ἐπιδοκιµασία στὴν πλάτη µου. Γυρνώντας στὸ τραπέζι µου, σκέφτοµαι: νά πῶς οἱ ἠθοποιοὶ µᾶς γοητεύουν καὶ καθίστανται ἀξέχαστοι· ἐνῶ αὐτὲς οἱ ὑποσχέσεις δὲν εἶναι παρὰ ἀναγκαῖες ποιητικὲς µαταιότητες, ἀπαραίτητες στὴν ἐπιβίωση τοῦ µικρόκοσµού µας, ὅπου ὅλες τὶς σχέσεις, ὅλες τὶς εὐαισθησίες, τὶς διαχειρίζεται τὸ χρῆµα.

᾽Επιστρέφουµε καὶ ἀνεβαίνουµε µέσα σὲ εὐφορία, µακάριοι, τὶς χολλυγουντιανὲς σκάλες τοῦ «Beverly Hills Hotel» γιὰ νὰ πᾶµε στὶς σουίτες µας. Ξαφνικά, µὲ πιάνει ἕνα αἴσθηµα τέλους τοῦ κόσµου. Γιὰ σαράντα ὀχτὼ ὧρες εἴχαµε ξεφύγει ἀπὸ τὴν πραγµατικότητα, ἀλλὰ ἡ ἔξαψη ἑνὸς πλατιοῦ ὁρίζοντα ὅπου τὰ πάντα ἦταν δυνατὰ ἐξαφανιζόταν τώρα, βλέποντας τὸ πρόσωπο τοῦ Ραχεντὶ ποὺ µὲ ρωτοῦσε πῶς νὰ πάει στὸ Λὰς Βέγκας, στὴ Φρανσουὰζ Μποννό, ποὺ ὅταν παραλάµβανε τὸ ῎Οσκαρ µίλησε µόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της, στὶς διασηµότητες ποὺ µὲ εἶχαν ἀγκαλιάσει, στὴ λύπη γιὰ τὰ ἀγαλµατάκια ποὺ δὲν πήραµε. χαµογελῶ σ᾽ ὅλους καὶ ἀναρωτιέµαι µήπως... ὅταν ἀντηχεῖ ἡ φωνὴ τῆς Κολὲτ Σεµπρούν: «Πρόσεξε, Κώστα, θὰ τὸ σκίσεις. Μπορεῖ νὰ σοῦ εἶναι ἀκόµα χρήσιµο!». Καταλαβαίνω ὅτι ἔσφιγγα µέσα στὶς τσέπες τοῦ σµόκιν τὶς γροθιές µου.

ΌσκαρΧόλιγουντΚώστας Γαβράς