Σινεμά|16.10.2023 18:00

Οι δολοφόνοι του ανθισμένου φεγγαριού: Η νέα ταινία του Martin Scorsese διηγείται τη µεγάλη αµερικανική τραγωδία

Newsroom

Βασισµένη σε µία πραγµατική ιστορία, η νέα ταινία του Martin Scorsese διηγείται τη µεγάλη αµερικανική τραγωδία µέσα από µία απρόσµενη ερωτική ιστορία, όπου η αληθινή αγάπη διασταυρώνεται µε την προδοσία στη χειρότερη µορφή της. Στο επικό γουέστερν, το ποτισµένο µε το αίµα της σφαγής των αυτόχθονων Αµερικάνων, πρωταγωνιστεί ο Leonardo DiCaprio δίπλα στην αφοπλιστική Lily Gladstone, ενώ ο Robert De Niro συνεργάζεται για δέκατη φορά µε τον εµβληµατικό δηµιουργό. Ο Scorsese συνυπογράφει το σενάριο µε τον Eric Roth, που βασίστηκε στο αποκαλυπτικό best-seller µυθιστόρηµα του David Grann.

Στην Αµερική των αρχών του 20ου αιώνα, το πετρέλαιο αποφέρει αµύθητα πλούτη στη φυλή των Όσεϊτζ, που γίνονται από τους πιο πλούσιους ανθρώπους στον κόσµο µέσα σε µία στιγµή. Ο αµύθητος πλούτος των αυτόχθονων Αµερικανών προσελκύει παρείσακτους λευκούς που χειραγωγούν, εκβιάζουν και κλέβουν τις περιουσίες των Όσεϊτζ για να καταλήξουν σε δολοφονίες.

Ένας καταξιωµένος συγγραφέας και ρεπόρτερ, δηµοσιογράφος για το περιοδικό New Yorker, ο David Grann ερευνά σε βάθος και ρίχνει φως σε ξεχασµένες ιστορίες. Το πρώτο του βιβλίο το 2009, «The Lost City of Z: A Tale of Deadly Obsession in the Amazon», για τον εξαφανισµένο Βρετανό εξερευνητή Percy Fawcett, έγινε best-seller και µεταφέρθηκε το 2016 στη µεγάλη οθόνη από τον σκηνοθέτη James Gray. Ο Grann έχει γράψει επίσης χρονικά για τη συµµορία Aryan Brotherhood, τον εγκληµατία πολιτικό James Traficant, τον γοητευτικό ληστή τραπεζών Forrest Tucker και ένα θρυλικό τεράστιο καλαµάρι (καθώς και για τον επίµονο κυνηγό του).

Το αριστούργηµα του Grann του 2017, «Οι Δολοφόνοι του Ανθισµένου Φεγγαριού», είναι µία περίπτωση σπάνια: µία αµερικάνικη ιστορία εγκλήµατος και ρατσισµού που στρέφεται όχι µόνο στο παρελθόν ενός έθνους αλλά και στο µέλλον του. Τοποθετηµένο κυρίως στη δεκαετία του 1910, είναι ένα χρονικό αρπαγής γης και της αυγής µιας υπηρεσίας επιβολής του νόµου µε όλα της τα εγγενή προβλήµατα.

Στην καρδιά του βιβλίου του Grann είναι η φυλή των ινδιάνων Όσεϊτζ που άφησε τα πάτρια εδάφη και οδηγήθηκε προς τα δυτικά, στο Οχάιο και τις πεδιάδες του Μισισιπή, για να τοποθετηθεί από την αµερικανική κυβέρνηση στο λεγόµενο ινδιάνικο πεδίο στην Οκλαχόµα.

Μετά την ανακάλυψη πετρελαίου στη χώρα των Όσεϊτζ το 1894, η φυλή απέκτησε αµύθητα πλούτη. Αχόρταγοι κερδοσκόποι συγκεντρώθηκαν στην περιοχή και έτσι ξεκίνησε η εκµετάλλευση µε την ευλογία της αµερικανικής κυβέρνησης, καθώς οι περιουσίες των αυτόχθονων ήταν αντικείµενο διαχείρισης λευκών επιτρόπων που ξάφριζαν εκατοµµύρια. Ακόµα χειρότερα, κατά την περίοδο της Βασιλείας του Τρόµου στις αρχές της δεκαετίας του 1920, δεκάδες µέλη της φυλής Όσεϊτζ δολοφονήθηκαν µυστηριωδώς, ώστε οι περιουσίες τους να µετακυλήσουν σε παρείσακτους που παντρεύονταν µέλη της φυλής για να έχουν πρόσβαση. Το 1923, το FBI άρχισε µία έρευνα γύρω από τους φόνους, η οποία ήταν η πρώτη υπόθεση ανθρωποκτονιών της υπηρεσίας. Αλλά η ζηµιά είχε ήδη γίνει.

«Ήταν σίγουρα µία αποκάλυψη», λέει ο ηθοποιός Leonardo DiCaprio για το βιβλίο του Grann, επισηµαίνοντας το πόσο κοντά ήταν χρονολογικά τα γεγονότα µε τη Σφαγή της Τάλσα, µιας ακόµα αποτρόπαιης από τις λεγόµενες φυλετικές ταραχές που έλαβε χώρα το 1921, σε µικρή µόλις απόσταση. «Ενώ η Σφαγή της Τάλσα κατέστρεψε µία ολόκληρη κοινότητα Αφροαµερικανών, αυτή η ιστορία είναι πιο µακιαβελική και κράτησε πολλά χρόνια. Επιπτώσεις της βιώνουµε ακόµα και σήµερα».

Εχοντας εξασφαλίσει τα δικαιώµατα του χειρόγραφου του Grann πριν ακόµα κυκλοφορήσει το 2016, η οµάδα του DiCaprio µοιράστηκε το υλικό µε τον σκηνοθέτη Martin Scorsese για µία πιθανή συνεργασία µετά τους θριάµβους των ταινιών «Οι Συµµορίες της Νέας Υόρκης» (Gangs of New York), «Ο Πληροφοριοδότης» (The Departed) και «Ο Λύκος της Wall Street» (The Wolf of Wall Street). «Όταν διάβασα το βιβλίο του David Grann, αµέσως άρχισα να το βλέπω -τους ανθρώπους, το σκηνικό, τη δράση- και ήξερα ότι έπρεπε να κάνω αυτή την ταινία», λέει ο Scorsese. «Και ήµουν ενθουσιασµένος που ένωσα ξανά τις δυνάµεις µου µε τον Leo για να µεταφέρουµε αυτή την ιστορία στη µεγάλη οθόνη».

Η αδικία στην ενδοχώρα

Η ταινία, που βασίζεται σε ένα αποτρόπαιο επεισόδιο της αµερικανικής ιστορίας, δεν θα ταίριαζε σε ένα παραδοσιακό καλούπι. Η διασκευή του βιβλίου από τον Scorsese και τον Roth ξεκίνησε µε έναν διαφορετικό ήρωα: τον Thomas Bruce White Sr., τον ηρωικό Texas Ranger, πράκτορα του FBI, γνωστό για την επίλυση των δολοφονιών µε θύµατα τους ιθαγενείς της φυλής Όσεϊτζ. «Ήθελα να το εξετάσω», θυµάται ο Scorsese, «για να ξεκινήσουµε µε τον Eric και να δούµε τι είδους ιστορία θα µπορούσαµε να κάνουµε. Αλλά αυτό σήµαινε ότι, από το 2017 µέχρι το 2020, ενώ ακόµα κάναµε γυρίσµατα για την ταινία «Ο Ιρλανδός», ψάξαµε κάθε πτυχή αυτής της ιστορίας από την πλευρά του FBI και του χαρακτήρα του Tom White, συµπεριλαµβανοµένων µερικών πτυχών της ιστορίας των Texas Rangers. Όλα συνδέονταν µε τον Tom White. Προσεγγίσαµε την ιστορία από κάθε δυνατή γωνία, µε τον Tom White ως τον βασικό χαρακτήρα».

Τα εύσηµα, λοιπόν, πρέπει να δοθούν στον Scorsese, τον Roth και τον DiCaprio που συνειδητοποίησαν τελικά ότι χρειαζόταν µία µεταστροφή.

«Γιατί να κάνουµε µία ταινία για τον Tom White ενώ το θέµα ήταν οι Όσεϊτζ;», θυµάται να αναρωτιέται ο σκηνοθέτης. «Σε τελική ανάλυση, αυτό που έχεις είναι: Κατεβαίνει από το τρένο, βλέπουµε τις µπότες του, ανεβάζουµε την κάµερα, στέκεται µε το καπέλο του. Περπατάει στην πόλη και δεν βγάζει λέξη. Αυτό το έχουµε ξαναδεί». Ο Scorsese ανησύχησε ότι ο ρόλος του White θα περιόριζε τον DiCaprio. Σε µία πρώιµη ανεπίσηµη ανάγνωση του σεναρίου -µε τις φωνές των Roth, DiCaprio, της κόρης του Scorsese, και µερικών άλλων εύκαιρων ανθρώπωντο ένστικτο του σκηνοθέτη ξεκαθάρισε την ανάγκη για µία αλλαγή. «Δεν θέλω να κακολογήσω τις αστυνοµικές πλοκές για την επίλυση φόνων», λέει ο σκηνοθέτης, «αλλά µετά από αυτή την ανάγνωση, µία εβδοµάδα αργότερα, ο Leo ήρθε και µε ρώτησε ποια είναι η καρδιά αυτού του πράγµατος».

Ο DiCaprio θυµάται το εµπόδιο µε παρόµοιο τρόπο. «Πήρε χρόνο για να τελειοποιηθεί», λέει, «για τον Eric, τον Marty κι εµένα για να κερδίσουµε την οπτική των Όσεϊτζ και να µην κάνουµε την ταινία γύρω από µία έρευνα του FBI. Μπορεί να διαβάσετε το βιβλίο και να δείτε ότι λειτουργεί πολύ ωραία, αλλά κινδυνεύαµε να αφηγηθούµε µία ακόµα ιστορία για τον λευκό σωτήρα, µε έναν πράκτορα του FBI που έρχεται και τους σώζει. Θα µπορούσε πράγµατι να πάει προς τα εκεί. Ο David Grann ήταν ευθύς και µας είπε ότι αν κάνουµε µία ταινία για το ζήτηµα, πρέπει να καταλάβουµε τον ρόλο των Όσεϊτζ σε όλο αυτό».

Το έργο χρειάστηκε χρόνια, καθώς οι επικεφαλής είχαν άλλες υποχρεώσεις: ο DiCaprio πρωταγωνίστησε στην ταινία «Κάποτε στο… Χόλιγουντ» (Once Upon a Time in Hollywood) του Quentin Tarantino, ο Roth βυθίστηκε στον επικό κόσµο της ταινίας «Dune» του Denis Villeneuve και ο Scorsese ολοκλήρωνε την ταινία «Ο Ιρλανδός» (The Irishman). Αλλά η λύση τελικά ήρθε µόνη της. Εµφανίστηκε από τα ακροαµατικά της δίκης και τη διήγηση του Grann για τη δίκη, τα οποία διαµορφώθηκαν δραµατουργικά από τον Roth. Στο εδώλιο ήταν ο Ernest Burkhart, ένας αναξιόπιστος βετεράνος του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου που βρήκε δουλειά στις πετρελαιοπηγές στην Οκλαχόµα. Ο Burkhart έδινε κατάθεση για τη συµµετοχή του σε µία εγκληµατική συνωµοσία του θείου του: µία πλεκτάνη που τον οδήγησε να παντρευτεί την κόρη µιας εύπορης οικογένειας Όσεϊτζ, που τον έκανε συνεργό στους φόνους των αδελφών της συζύγου του, του γαµπρού του, του ξαδέλφου και ακόµα και της µητέρας της, πάντα µε σκοπό να κληρονοµήσει την περιουσία. Η Mollie, η σύζυγος του, ήταν η επόµενη.

«Αυτή ήταν µία έντονη στιγµή για εµάς», θυµάται ο DiCaprio, «τόσο σύνθετη, τόσο σκοτεινή, τόσο συναρπαστική από την πλευρά του χαρακτήρα -πώς αυτοί οι άνθρωποι παρέµειναν µαζί µετά τη δίκη του. Αλλά αυτό που κάνει ο Marty τόσο καλά είναι να δίνει ανθρωπιά σε διχασµένους χαρακτήρες. Αυτό έπρεπε να είναι το επίκεντρο της ταινίας, όχι η εξωτερική µατιά ενός ντετέκτιβ που θέλει να λύσει το µυστήριο». Για τον Scorsese, η τοποθέτηση του δράµατος ως µια ιστορία προσωπικής προδοσίας ήταν η πρόσβαση που χρειαζόταν για να κάνει την ιστορία της ταινίας δική του. «Ο Ernest και η Mollie ήταν τα κλειδιά» λέει. «Όλα βασίζονται στην εµπιστοσύνη και την αγάπη και βλέπουµε ότι υπήρχε προδοσία. Ποιο ήταν το κίνητρο; Η απληστία για περισσότερη γη και περισσότερα χρήµατα. Με προσελκύει αυτό το ζήτηµα για κάποιο λόγο. Ίσως έχει κάνει µε τις ρίζες της κουλτούρας µου, από όπου προέρχοµαι».

Ο Scorsese βρήκε στοιχεία στα πρακτικά της δίκης. «Έχουµε το µεταγραµµένο κείµενο της µαρτυρίας του Ernest που καταθέτει», λέει ο σκηνοθέτης, «λέει το όνοµά του, τη δουλειά του, λέει ότι στοιχηµάτιζε. Ξέρω τέτοιους ανθρώπους. Ένας νέος που του αρέσει να ντύνεται ωραία. Κάπου κάπου, κλέβει, τσιλιµπουρδίζει µε άλλες γυναίκες. Μπορείς να χτίσεις έναν τέτοιο χαρακτήρα, έναν αδύναµο χαρακτήρα. Δεν µπορεί να αντιµετωπίσει ή δεν θέλει να αντιµετωπίσει τον θείο του ή τους γύρω του».

Σε ό,τι αφορά το σενάριο, οι ιδέες έπεφταν βροχή. Ο Scorsese συνειδητοποίησε ότι «είχαµε κάτι σοβαρό. Είχαµε δροµολογηθεί, γιατί στο επίκεντρο ήταν ο Ernest και η Mollie. Το ποιος είναι ο Ernest το δηµιουργήσαµε βασισµένοι σε αυτά που µας είπαν όσοι τον ήξεραν».

Οι δολοφόνοι

Με την πρόκληση και το κίνητρο του ρόλου του Ernest Burkhart, ο DiCaprio αφοσιώθηκε να βρει το πάτηµα του για τον χαρακτήρα. «Αφοµοιώθηκε στην κουλτούρα των Όσεϊτζ και έγινε ένας χαµαιλέοντας», λέει ο ηθοποιός για τον Burkhart. «Συναντηθήκαµε µε πολλά µέλη της κοινότητας των Όσεϊτζ και ήταν πολύ βοηθητικοί».

Όπου ήταν δυνατό, ο DiCaprio αναζήτησε µαρτυρίες από πρώτο χέρι, µερικές φορές από απογόνους και συγγενείς του χαρακτήρα του. Ακόµα και σε αυτή την περίπτωση, βρέθηκε να προσεγγίζει έναν από τους πιο περίπλοκους και αντικρουόµενους ρόλους της καριέρας του. Ο Burkhart φτάνει στην Οκλαχόµα µε τα τραύµατα του πολέµου, ανίκανος να κάνει κάποια βαριά εργασία, κάπως σαν κορόιδο και αφελές δόλωµα που ρίχνει ο θείος του στη Mollie. Ακόµα και αφού γίνει συνένοχος στη συνοµωσία, νιώθει ότι η αγάπη του είναι γνήσια. «Ο Leo κι εγώ ενθουσιαστήκαµε µε τη δηµιουργία του Ernest ως χαρακτήρα», λέει ο Scorsese, «και συγχρόνως, µαζί µε την [casting director] Ellen Lewis είδαµε όσες περισσότερες ηθοποιούς µπορούσαµε για τη Mollie».

Γρήγορα, τόσο ο DiCaprio όσο και ο Scorsese κατέληξαν στην ιθαγενή ηθοποιό Lily Gladstone, που µόλις είχε ξεχωρίσει για την ερµηνεία της ως Jamie στην ταινία «Κάποιες Γυναίκες» (Certain Women). «Κάναµε µία συνάντηση στο Zoom µαζί της και αµέσως ο Marty ένιωσε ότι ήταν η κατάλληλη», θυµάται ο DiCaprio. «Δεν έχει µόνο απίστευτη χάρη, αλλά ούσα Ινδιάνα η ίδια, θα έδινε πολλή από τη δική της οπτική στην ταινία. Είναι πολύ σπάνιο για τον Marty να µην κάνει επιπλέον συναντήσεις ή ακόµα και οντισιόν. Απλώς βρήκε αυτό που έψαχνε σε εκείνη, στα µάτια της, στην ψυχή της και φυσικά σε προηγούµενους ρόλους».

Η Gladstone θυµάται τις αρχικές συναντήσεις ως µία συνεργασία γεµάτη σεβασµό που εξελίχθηκε µε τον καιρό. «Καιρό πριν κάνουµε το γύρισµα, η αρχική µου ανησυχία ήταν ότι η Mollie θα ήταν ένας τριτογενής χαρακτήρας», θυµάται η ηθοποιός. «Κι αυτό µε πλήγωνε γιατί δεν µπορείς να διηγηθείς αυτή την ιστορία χωρίς να αναλύσεις τη φυλή των Όσεϊτζ και το πώς τους εκµεταλλεύτηκαν. Όµως, τόσο ο Marty όσο και ο Leo δεν ενδιαφέρονταν να πουν αυτή την ιστορία. Ευτυχώς, ο Leo επιθυµούσε να υποδυθεί τη διττότητα αυτού του χαρακτήρα. Και ο Marty ενδιαφέρεται πολύ για αυτό.

Σου συµβαίνει όταν ανατρέφεσαι ως καθολικός, πιστέψτε µε. Όλη η έννοια του καλού και του κακού βρίσκεται µέσα σου». Η ηθοποιός ταυτίζεται µε τον καθολικισµό καθώς είναι ένα κλειδί για να κατανοήσει τη Mollie, που ήταν πιστή. Ήταν επίσης ένα θέµα που συζητήθηκε πολύ από την αρχή µε τον Scorsese. Όλως περιέργως, η πρώτη επαφή της Gladstone µε το έργο του σκηνοθέτη ήταν η ταινία «Kundun» του 1997. «Μπορείς να βρεις πολλούς παραλληλισµούς ανάµεσα στους ινδιάνους και τους εκτοπισµένους θιβετιανούς» λέει η ηθοποιός.

Ο DiCaprio θυµάται ότι η Gladstone ενδιαφέρθηκε πολύ για τις εσωτερικές συγκρούσεις της Mollie, ειδικά για την αυτοκαταστροφική τάση του χαρακτήρα, ακόµα και όταν φλερτάρει µε τον Ernest. «Εδωσε πολύ βάθος στη Mollie, που δεν ήταν εκεί πριν», λέει. «Είναι επιφυλακτική απέναντι στον Ernest και αναφέρει την ιδέα του κογιότ, του απατεώνα. Με προκαλούσε και έλεγε ότι το κογιότ θέλει λεφτά. Ήταν µία απίστευτα ανοιχτή και θαρραλέα σύντροφος. Και παρόλο που δεν είναι Όσεϊτζ, η Lily βυθίστηκε στην κουλτούρα τους. Ήταν για εµάς ένας φάρος στην αφήγηση. Ήταν µία µούσα και για τους δυο µας, για τον Marty και για εµένα, στη δηµιουργία αυτής της ταινίας».

«Είχε ενδιαφέρον να δούµε την επίδραση της παρουσίας της και των σιωπηλών αντιδράσεών της στον Leo και στην εξέλιξη του χαρακτήρα του. Με βοήθησε πολύ να καθορίσω τη σχέση µεταξύ της Mollie και του Ernest», λέει ο Scorsese. «Κατά τη γνώµη µου, η εξερεύνηση του συναισθηµατικού πεδίου µε τη Lily και τον Leo ήταν µία διαφωτιστική εµπειρία και µία εµπειρία που µε πλούτισε. Οι σιωπές της, ως Mollie, ήταν συχνά πιο δυνατές από τα λόγια της. Αυτά που δεν έλεγε, που κρατούσε, µιλούσαν πιο εύγλωττα από τα λόγια της».

Μιλώντας για µακροχρόνιες συνεργασίες, η ταινία σηµατοδοτεί τη δέκατη συνεργασία του Scorsese µε τον Robert De Niro, όπου υποδύεται τον κτηνοτρόφο θείο του Ernest, τον William «King» Hale, επικεφαλής σχεδιαστή της Βασιλείας του Τρόµου. Παρόλο που τελικά καταδικάστηκε για φόνο, ο Hale είναι ένα βουνό από αντιφάσεις. Ένας αισχροκερδής τύπος που εκφόβιζε, αλλά και κάποιος που πίστευε ότι ήταν φίλος των Όσεϊτζ, «της πιο όµορφης φυλής στον κόσµο», όπως τους αποκαλούσε.

«Είναι πολύ περίπλοκο» λέει ο Scorsese. «Είναι σαν προφήτης. Πιστεύει ότι έχει έρθει η ώρα τους: «Θα τους βοηθήσω. Θα τους διευκολύνω να µπουν στους τάφους τους. Οι πολιτισµοί έρχονται και φεύγουν.» Αλλά το θέµα είναι ότι του άρεσαν πραγµατικά. Επίσης, από όσο ξέρω, στην κηδεία του Bill Hale στα ’60s, είχαν παρευρεθεί Όσεϊτζ. Δεν είναι απλώς µία ιστορία για καλούς και κακούς».

Ο DiCaprio, που ξαναβρέθηκε µε τον De Niro 30 χρόνια µετά την ταινία «Αγεφύρωτες Σχέσεις» (This Boy’s Life), ένιωσε ταπεινότητα. «Η πρώτη ταινία που έκανα, που ξεκίνησε την καριέρα µου, ήταν χάρη στον De Niro. Με επέλεξε για τον ρόλο και, από ειρωνεία της τύχης, ήταν ένας κακοποιητικός πατριός, όχι πολύ διαφορετικός από τον Hale. Και να ‘µαι ξανά να συνεργάζοµαι µε τον Bob σε µία ταινία που είναι, παραδόξως, η εξέλιξη αυτής της δυναµικής. Θα πρέπει να είχαµε κάνει δέκα συναντήσεις για να δούµε πώς καταλήγει αυτή η σχέση». Παρόλο που ο ρόλος του πράκτορα του FBI, του Tom White, είχε αλλάξει, ο χαρακτήρας έδωσε στον υποψήφιο για Όσκαρ Jesse Plemons µία ευκαιρία να λάµψει. Ο White είναι ικανοποιηµένος στο να ακούει και να κρατάει σηµειώσεις, ενώ το θήραµά του πέφτει στην παγίδα που έχει στήσει το ίδιο.

Ο Plemons εξηγεί, «Η πρόκληση ήταν να αποδεχτώ. Εντάξει, έχουµε αυτό το γελοίο σύµβολο της ηθικής και της δικαιοσύνης που υποδύοµαι και προσπαθώ να τον κάνω ανθρώπινο». Λέει ότι οι σκηνές του µε τον De Niro ήταν απολαυστικές. «Απόλαυσα να συνεργάζοµαι µε κάποιον σαν αυτόν. Υπήρχαν αδιόρατες αλλαγές κάθε φορά και έτσι µου αρέσει να δουλεύω. Συµβαίνουν πολλά κάτω από την επιφάνεια τα οποία δεν λέγονται». Ακόµα και οι µικρότεροι ρόλοι πήγαν σε πρωτοκλασάτους ηθοποιούς. Ο John Lithgow και ο πρόσφατα βραβευµένος µε Όσκαρ Brendan Fraser υποδύονται δύο αντίπαλους δικηγόρους στην τελευταία πράξη. «Οι σκηνοθέτες είναι απολύτως αφοσιωµένοι στο έργο τους και ο Scorsese είναι η επιτοµή αυτού», λέει ο Lithgow. «Εχω συνεργαστεί µε αρκετούς από αυτούς τους σκηνοθέτες. Θα έκανα τα πάντα για εκείνους» λέει ο Fraser. «Όταν δουλεύεις µε τον Scorsese, τους κάνει όλους να νιώθουν σηµαντικοί». Όσο εντυπωσιακό κι αν ήταν το cast, είχε έρθει η ώρα, πριν γυριστεί έστω και ένα καρέ, να δοθεί κυρίαρχη θέση στους Όσεϊτζ, µπροστά και πίσω από την κάµερα.

Η συμμετοχή των Οσεϊτζ και η ευλογία

Η πολιτιστική σύγκρουση είναι ένα θέµα που διατρέχει το έργο του Scorsese, και είναι στο επίκεντρο της νέας ταινίας. Με το σενάριο σε εξέλιξη, χρειάστηκε να παρθούν µερικές κρίσιµες αποφάσεις.

Η µία ήταν να κάνουν γύρισµα σε τοποθεσίες της Οκλαχόµα και στον τοµέα τον Όσεϊτζ, στις ίδιες πόλεις και κοινότητες όπου επικράτησε η Βασιλεία του Τρόµου έναν αιώνα πριν. Μία άλλη απόφαση που πήρε ο Scorsese ήταν να εξασφαλίσει την πλήρη συνεργασία της κοινότητας των Όσεϊτζ για τη δηµιουργία της ταινίας. Ο Scorsese έµαθε την ιστορία τους, την κουλτούρα, τις παραδόσεις και τις ανησυχίες τους, ακούγοντας τις ιστορίες τους, τα όνειρά τους και συµπεριλαµβάνοντας την κοινότητα σε κάθε στάδιο της παραγωγής. Επίσης, επέµενε ότι οι Όσεϊτζ θα αντιµετωπίζονται µε σεβασµό, εξασφαλίζοντας ότι η ιστορία τους θα ειπωθεί µε έναν τρόπο που θα είναι αυθεντικός και ειλικρινής. Ο Scorsese και η οµάδα του ταξίδεψαν στον τοµέα των Οσεϊτζ την άνοιξη του 2019 για να βρουν τοποθεσίες και να συναντηθούν απευθείας µε την κοινότητα των Όσεϊτζ σαν ένα πρώτο βήµα για τη δηµιουργία της ταινίας.

Ο Scorsese συναντήθηκε µε τον Geoffrey Standing Bear, τον επικεφαλής των Όσεϊτζ και έτσι δηµιουργήθηκε ένας βαθύς δεσµός. «Ήταν µία υπέροχη συνάντηση», λέει ο Chief Standing Bear. «Του είπα τους προβληµατισµούς µου. Δεν ήθελα να δείξει τους Όσεϊτζ σαν ένα σωρό πτώµατα. Ελπίζαµε η ιστορία και η κουλτούρα µας να φανεί µε ακρίβεια στην ταινία του. Ο κύριος Scorsese µας έδειξε σεβασµό µε τον τρόπο που µας πλησίασε. Και µας θύµισε µερικές από τις ταινίες του, όπως η ταινία «Σιωπή» (Silence), στο οποίο η κουλτούρα των χριστιανών ιεραπόστολων και της Ιαπωνίας του 17ου αιώνα παρουσιάστηκαν µε σεβασµό και σοβαρότητα. Αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό».

Μετά από τη συνάντηση, η κοινότητα των Όσεϊτζ πρόσφερε ένα δείπνο στον Scorsese και την οµάδα του, µία σηµαντική περίσταση όπου εκατοντάδες µέλη της φυλής συγκεντρώθηκαν και µίλησαν για συγγενείς τους που δολοφονήθηκαν κατά τη Βασιλεία του Τρόµου. Η executive producer Marianne Bower διεύρυνε τον ρόλο της ως ερευνήτρια, ερχόµενη σε επαφή µε τους συµβούλους των Όσεϊτζ και την κοινότητα εν γένει, ούσα ο συνδετικός κρίκος ανάµεσα στον Scorsese και τη φυλή. Αυτό άνοιξε τον δρόµο για έναν συνεχή διάλογο σε θέµατα κουλτούρας και ιστορίας που συνεχίστηκε και µετά το γύρισµα. Όπου ήταν δυνατό, τους χαρακτήρες των Όσεϊτζ υποδύονταν µέλη της φυλής και αν αυτό δεν γινόταν, τότε τον ρόλο αναλάµβανε ένας γηγενής Αµερικάνος. Όλοι οι ρόλοι των Όσεϊτζ ερµηνεύονται από Ινδιάνους.

Ο William Belleau (Έκλειψη-The Twilight Saga: Eclipse) υποδύεται τον Henry Roan, έναν Όσεϊτζ που σχετίζεται µε τη Mollie. Ο Tatanka Means (Saints & Strangers) ανέλαβε τον ρόλο του ινδιάνου οµοσπονδιακού πράκτορα John Wren. Η καταξιωµένη Καναδή ηθοποιός Tantoo Cardinal (Χορεύοντας µε τους λύκους-Dances with Wolves, Θρύλοι του Πάθους-Legends of the Fall) είναι η Lizzie, η µητέρα της Mollie. Οι Cara Jade Myers (This is Us), JaNae Collins (Reservation Dogs) και Jillian Dion (Λεγεώνα-Legion) υποδύονται τις τρεις αδελφές της Mollie, την Anna, τη Reta και τη Minnie, αντίστοιχα. Συνολικά, παραπάνω από 44 ρόλοι δόθηκαν σε ηθοποιούς της φυλής Όσεϊτζ, χωρίς να υπολογίζονται οι εκατοντάδες που εργάστηκαν ως κοµπάρσοι.

Κατά το διάστηµα της προ-παραγωγής, ο Scorsese, ο DiCaprio και άνθρωποι κλειδιά του συνεργείου συναντήθηκαν µε εξέχοντα µέλη της κοινότητας των Όσεϊτζ για να εξηγήσουν την προσέγγισή τους στην ιστορία. Η συνάντηση έλαβε χώρα στην Οκλαχόµα και ξεκίνησε µε µία οµιλία του Scorsese. Ο σκηνοθέτης µίλησε για τη δοµή της ταινίας, που θα είχε έναν πρόλογο από το µυθιστόρηµα του Ινδιάνου συγγραφέα Charles H. Red Corn, το οποίο περιγράφει µία ιερή τελετή που λαµβάνει χώρα όταν επέρχεται µία µεγάλη αλλαγή στην κοινότητα των Οσέιτζ. Ο Scorsese εξήγησε ότι αυτή η σεκάνς θα είχε εµβόλιµα ειδησεογραφικά πλάνα αρχείου που δείχνουν πώς έβλεπαν οι λευκοί τους Όσεϊτζ όταν οι περιουσίες τους εκτοξεύθηκαν µετά την εύρεση του πετρελαίου.

Ο Scorsese τόνισε ότι η ταινία του θα έκανε ξεκάθαρο ότι υπήρχε ένα ευρύτερο σύστηµα που δολοφόνησε τους Όσεϊτζ για τα χρήµατα τους και τις ιδιοκτησίες τους, µεγαλύτερο από αυτό που είχε ενορχηστρώσει ο William Hale. «Η κουλτούρα των Όσεϊτζ είναι πλούσια», δήλωσε ο σκηνοθέτης. «Όσο περισσότερα µαθαίνουµε, τόσο περισσότερο προσθέτουµε στις σκηνές». Ο DiCaprio έθεσε µερικά ερωτήµατα που πυροδότησαν τη συζήτηση και όταν έληξε η συγκέντρωση, ο Scorsese και ο DiCaprio εξέφρασαν την ευγνωµοσύνη τους.

Η προσπάθεια να συµπεριληφθούν µέλη της φυλής των Όσεϊτζ στη διαδικασία παραγωγής δεν περιορίστηκε στο casting. Η παραγωγή προσέλαβε τεχνίτες της φυλής για διαφορετικά τµήµατα. Ο καλλιτέχνης Addie Roanhorse συνεργάστηκε µε το σκηνογραφικό τµήµα και η σύµβουλος Julie O’Keefe ήταν µία απαραίτητα προσθήκη στον ενδυµατολογικό.

Τέσσερις µέρες πριν την έναρξη των γυρισµάτων, µέλη της φυλής των Όσεϊτζ και πάνω από 100 µέλη του καστ και του συνεργείου συγκεντρώθηκαν σε ένα λόφο έξω από το Bartlesville για να ευλογήσουν τη δηµιουργία της ταινίας.

Ξαναχτίζοντας μία πόλη

Ο σκηνογράφος Jack Fisk κλήθηκε να ξαναπεί την ιστορία της γης της φυλής των Οσέιτζ, είτε αξιοποιώντας υπάρχοντες δοµές είτε χτίζοντάς τες από την αρχή. Το µεγαλύτερο µέρος του Fairfax, της πρωτότυπης πόλης, είτε είχε εκσυγχρονιστεί είτε είχε ισοπεδωθεί. Μία ταινία εποχής που διαδραµατίζεται το 1920 χρειάζεται µεγάλα πεδία για να αποδοθεί ο πλούτος του εδάφους. Πολλά σπίτια και γραφεία χρειάστηκε να «ντυθούν» αναλόγως.

«Η φυλή των Όσεϊτζ είχε αγοράσει µία µεγάλη έκταση, όπου υπήρχε ένας παλιός σταθµός εµπορευµάτων», θυµάται ο Fisk. «Θα τον ισοπέδωναν για να φτιάξουν πάρκα. Τους ζητήσαµε να καθυστερήσουν και ζητήσαµε την άδεια να χτίσουµε έναν σταθµό τρένου εκεί, µε 3,5 χιλιόµετρα ράγες και µία πραγµατική µηχανή τρένου. Ήταν το τέλειο σηµείο».

Η ιστορία των Οσεϊτζ

Οι Όσεϊτζ αγόρασαν τα εδάφη τους στην Οκλαχόµα, όταν τους εκτόπισαν από το Κάνσας το 1870. Ήταν η µόνη φυλή γηγενών Αµερικανών που αγόρασε τα εδάφη της µε τους δικούς της πόρους. Το πετρέλαιο βρέθηκε στην περιοχή τους τη δεκαετία του 1890. Τα δικαιώµατα εξόρυξης επρόκειτο να µοιραστούν ανάµεσα στα µέλη της φυλής.

Στις αρχές του 20ου αιώνα, η Αµερικανική κυβέρνηση ήθελε να ιδιωτικοποιήσει τα εδάφη των Όσεϊτζ για να ανακηρυχθεί η Οκλαχόµα ως επίσηµη πολιτεία. Οι αρχηγοί των Όσεϊτζ συµφώνησαν να µοιράσουν τις επιφανειακές ιδιοκτησίες, αλλά διαπραγµατεύτηκαν πολλά χρόνια µε την κυβέρνηση για να διατηρήσουν τη συλλογική ιδιοκτησία των εξορυκτικών δικαιωµάτων (δικαιώµατα για ό,τι υπάρχει κάτω από την επιφάνεια) προκειµένου να ευεργετηθούν οι Όσεϊτζ ως σύνολο. Στη φυλή των Όσεϊτζ αποδίδονταν δικαιώµατα εκµετάλλευσης για την εξόρυξη πετρελαίου, κάνοντας τα µέλη της µία από τις πιο πλούσιες οµάδες ανθρώπων στον κόσµο.

Τα δικαιώµατα εξόρυξης περνούσαν από γενιά σε γενιά µέσα από κληρονοµίες στην οικογένεια ή σε συζύγους. Εξ αρχής το σύστηµα αυτό ήταν ελλιπές, γιατί κάποιοι δικαιούχοι δεν ήταν Όσεϊτζ, καθώς είχαν βρει έναν τρόπο να κερδίσουν γη και να κατέχουν δικαιώµατα εξόρυξης. Μετά από την τραγική περίοδο της Βασιλείας του Τρόµου, οι Όσεϊτζ έπεισαν το Κογκρέσο να ψηφίσει έναν νόµο το 1925 που απαγόρευε σε οποιονδήποτε που δεν ήταν τουλάχιστον µισός Όσεϊτζ να κληρονοµεί δικαιώµατα εξόρυξης από µέλος της φυλής.

Η φυλή των Όσεϊτζ κρίθηκε «ανίκανη», οπότε µε τη συσσώρευση του πλούτου που ήρθε µε το πετρέλαιο, η αµερικανική κυβέρνηση θέσπισε ένα σύστηµα µε προστάτες που θα βοηθούσαν τους Όσεϊτζ να διαχειρίζονται τα χρήµατά τους. Οι προστάτες ήταν λευκοί άντρες µε την εξουσία να διαχειρίζονται τους τραπεζικούς λογαριασµούς των Όσεϊτζ. Επρόκειτο για ένα σύστηµα διαφοράς και παραπλάνησης που άφησε το περιθώριο να κλαπούν εκατοµµύρια δολάρια από τη φυλή.

πετρέλαιοΛεονάρντο Ντι ΚάπριοFeelgoodΡόμπερτ Ντε ΝίροΜάρτιν Σκορσέζεειδήσεις τώρα