Σινεμά|29.04.2019 19:33

Τάκης Μόσχος: Σύμβολο μιας γενιάς ασυμβίβαστων και ρομαντικών (pics)

Άντα Δαλιάκα

Ο Τάκης Μόσχος ήταν μία σπάνια περίπτωση για τα ελληνικά δεδομένα: υπήρξε ένας «κινηματογραφικός ηθοποιός». Ταυτισμένος με το επαναστατημένο σινεμά του Νίκου Νικολαΐδη, τη σάτιρα του Νίκου Περάκη, την τόλμη του Τάκη Σπετσιώτη, τις αναζητήσεις της Φρίντας Λιάππα και της Αντουανέττας Αγγελίδη και άλλων σημαντικών σκηνοθετών που γύρισαν τις καλύτερες ταινίες τους σε μία περίοδο μεγάλης κοινωνικοπολιτικής αλλαγής για την Ελλάδα, από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 ως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’90, αποτέλεσε σύμβολο μιας γενιάς κινηματογραφικών συμβόλων, ασυμβίβαστων, ρομαντικών και ρηξικέλευθων, αναπόσπαστο κομμάτι συγκεκριμένων φιλμ που στάθηκαν «σταθμοί» στην εξέλιξη του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Σε ηλικία 68 ετών μετά από μακρά νοσηλεία στο Μετροπόλιταν Τζένεραλ εξαιτίας αλλεπάλληλων εγκεφαλικών επεισοδίων, έφυγε από τη ζωή αφήνοντας στο ελληνικό σινεμά από το οποίο είχε αποχωρήσει εδώ και καιρό, ένα ξεχωριστό στίγμα.

Από τα πρώτα του βήματα, ο Τάκης Μόσχος απέκτησε τη φήμη του καλού ηθοποιού. Το 1983 η «Γλυκιά συμμορία» του Νίκου Νικολαΐδη εκτίναξε το ακατέργαστο, ακόμη τότε, ταλέντο του: ο ίδιος ήταν μέλος μιας παρέας που προκάλεσε, αμφισβήτησε το ευνομούμενο κράτος, άρπαξε τα όπλα, οδηγήθηκε στο έγκλημα και μαζί στον θάνατο. Στην ίδια παρέα ανήκαν ο Τάκης Σπυριδάκης, η Δώρα Μασκλαβάνου και η Δέσποινα Τομαζάνη.

Το διαφορετικό, επαναστατημένο απέναντι στην ελληνική αστική κοινωνία πρόσωπο μιας γενιάς που έψαχνε ταυτότητα και έκφραση σε ένα αντεργκράουντ αθηναϊκό περιβάλλον, έχρισε τον Μόσχο εκπρόσωπο μιας μιας φουρνιάς καλλιτεχνών που είχε τους δικούς της κανόνες και λατρεία για τον μποέμ βίο. Έστω κι αν η μυθοπλασία και οι ρόλοι του μπερδεύονταν με την πραγματικότητα κυνηγώντας τον σαν μία κατάρα που δεν μπορούσε να αποτινάξει. Γιατί ταυτόχρονα με την επαγγελματική καταξίωση ήρθε και ο εθισμός του στις ουσίες οδηγώντας τον σε μία παράλληλη προσωπική ζωή που ήταν δύσκολο να κρατηθεί ισορροπημένη καθώς και σε πολλές περιπέτειες υγείας.

Ως ηθοποιός είχε φυσικό χάρισμα. Στο θέατρο δεν είχε ιδιαίτερη πορεία, εξάλλου το σινεμά ήταν αυτό που ταίριαζε στην ιδιοσυγκρασία του. Στις σπάνιες συνεντεύξεις του ήταν ειλικρινής. Σε ένα απόσπασμα συνέντευξής του στο περιοδικό Αν, είχε πει: «Δεν ευτύχισα ιδιαίτερα στο θέατρο. Έκανα λίγα πράγματα, περιφερειακά και ποτέ με μεγάλα ονόματα. Σε αυτά τα λίγα που έκανα, ήμουν εγώ συνήθως το μεγαλύτερο όνομα. Εμένα μου είχαν κολλήσει το «κινηματογραφικός ηθοποιός». Ποτέ δεν πίστεψα άλλωστε, αυτό που λένε, ότι το θέατρο σε καθιερώνει, αν ξέρεις να δουλέψεις, δουλεύεις και στον κινηματογράφο».

Γεννημένος στη Χαλκίδα και μεγαλωμένος σε μία συντηρητική οικογένεια με πατέρα αστυνομικό ο ίδιος μεγάλωσε αναπτύσσοντας μία αποστροφή προς την εξουσία. Συνέχισε με σπουδές στη νομική σχολή της Θεσσαλονίκης και κατόπιν στη Γερμανία ενώ καλλιέργησε την αγάπη του για τον κινηματογράφο στη Σχολή Πειραματικού Κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο και με εφόδια το ωραίο του, εντυπωσιακό παρουσιαστικό και μια θητεία ως μοντέλο, εξέλιξε τη ροπή του προς την ηθοποιία ελαφρώς…τυχαία. Η συμμετοχή του σε διαφημίσεις της εποχής έφεραν και τους πρώτους μικρούς κινηματογραφικούς ρόλους: στον σοκαριστικό εκείνη την εποχή «Άγγελο» του Γιώργου Κατακουζηνού, την «Κόντρα» του Βαγγέλη Σερντάρη. Θαυμαστής του Actor’s Studio και της μεθόδου Λι Στράσμπεργκ φρόντισε να παρακολουθήσει σεμινάρια από Αμερικανούς καθηγητές στην Ελλάδα για μία περίπου πενταετία από δύο μήνες τον χρόνο – αυτές ήταν όλες και όλες οι σπουδές του στην ηθοποιία.

Ταυτισμένος με τα βραβεία και την καλλιτεχνική αποθέωση της «Γλυκιάς συμμορίας», ο Μόσχος προχώρησε με το «Μετέωρο και σκιά» (1985) του Τάκη Σπετσιώτη, δραματοποίηση της ζωής του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη, του νεορομαντικού ποιητή που σκανδάλισε την αθηναϊκή κοινωνία της δεκαετίας του ’20 με τις αριστερές του πεποιθήσεις, την ομοφυλοφιλία του και τις εξαρτήσεις του από ουσίες. Μελαγχολικό και παρακμιακό, εναρμονισμένο με τη φυσιογνωμία του ποιητή, το φιλμ χάρισε στον πρωταγωνιστή Μόσχο το βραβείο καλύτερου ηθοποιού στο Φεστιβάλ της Θεσσαλονίκης.

Ακολούθησαν τα φιλμ «Τόπος» (1985) της Αντουανέττας Αγγελίδη, «Τα παιδιά του Κρόνου» (1985) του Γιώργου Κόρρα που συνέδεσαν κινηματογραφικά τον Τάκη Μόσχο με τον Μηνά Χατζησάββα στους ρόλους δύο συγκατοίκων μπον βιβέρ, «Ήταν ένας Ήσυχος θάνατος» (1986) της Φρίντα Λιάππα, «Βίος και πολιτεία» (1987) του Νίκου Περάκη, «Γενέθλια πόλη» (1987) του Τάκη Παπαγιαννίδη αλλά και τηλεοπτικές σειρές που τον έκαναν αγαπητό στο ευρύ κοινό όπως ήταν η κωμική σειρά «Στο Κάμπινγκ» (1989).

Στη δεκαετία του ’90 ο Τάκης Μόσχος συνέχισε την κινηματογραφική και τηλεοπτική διαδρομή του ακροβατώντας ανάμεσα στην εμπορικότητα της τηλεόρασης («Ανατολικός άνεμος», «Το κλειδί», «Ο φόβος», «Οι χρηματιστές», «Ανατομία ενός εγκλήματος», «Νυχτερινό δελτίο», «Η ζωή μας, μια βόλτα») και ό,τι έψαχνε τότε στο χλωμό, γοητευτικό πρόσωπό του το ελληνικό σινεμά («Οι Αθηναίοι» του Βασίλη Αλεξάκη, «Μεταίχμιο» του Πάνου Καρκανεβάτου, «Ο χαμένος θησαυρός του Χουρσίτ Πασά» του Σταύρου Τσιώλη).

Από το 2000 και έπειτα, το «Carousel» (2008) του Σταμάτη Τσαρουχά και οι ρομαντικοί «Αισθηματίες» (2014) του Νίκου Τριανταφυλλίδη όπου υποδύεται έναν αρχαιοκάπηλο και τοκογλύφο με ακριβά γούστα στάθηκαν οι μοναδικές, τελευταίες κινηματογραφικές εμφανίσεις του.

Τους ρόλους του ο ίδιος τους έβλεπε αυστηρά επαγγελματικά. «Εγώ ήμουν πάντα ο Μόσχος», σχολίασε στη συνέντευξη του στο «Αν». «Ποτέ δε δούλεψα ρόλο στο σινεμά, γιατί ποτέ δεν το ζητάνε. Τουλάχιστον, δεν το ζητούσαν οι σκηνοθέτες του ’80 και του ’90, με τους οποίους δούλεψα εγώ…»

Εδώ και κάποια χρόνια ο Τάκης Μόσχος είχε εγκαταλείψει την Αθήνα για τη Σκόπελο όπου σκηνοθετούσε μια ομάδα ερασιτεχνών ηθοποιών σε παραστάσεις στα γύρω νησιά. Ήταν αυτό που τον γέμιζε, το αντιστάθμισμα σε ένα παρελθόν γεμάτο ένταση αλλά και προβλήματα υγείας που έκοψε τελικά το νήμα της ζωής του στα 70 του.

Τάκης Μόσχος