Σινεμά|03.11.2025 15:40

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης: «Ποτέ δεν είναι αρκετές οι φωνές για την Παλαιστίνη, για όσους υποφέρουν»

Άγγελος Γεραιουδάκης

Η Ιζαμπέλ Ιπέρ (Isabelle Huppert) είναι κάτι παραπάνω από μια μεγάλη ηθοποιός. Είναι ένα φαινόμενο του σύγχρονου κινηματογράφου. Μια μυθική σταρ που μοιάζει να κινείται έξω από τις κατηγορίες και τις εποχές, σαν ένα ζωντανό έμβλημα της ερμηνευτικής τόλμης και της καλλιτεχνικής ανεξαρτησίας. Κάθε νέα εμφάνισή της προκαλεί, ανατρέπει, ανανεώνει. Καμία της επιλογή δεν είναι αναμενόμενη, καμία της ερμηνεία δεν επαναλαμβάνει την προηγούμενη. Κι όμως, κάθε φορά που βλέπουμε το όνομά της στους τίτλους μιας ταινίας, νιώθουμε μια ιδιαίτερη προσδοκία ότι κάτι βαθύτερο, κάτι ουσιαστικό για το ίδιο το σινεμά, πρόκειται να ειπωθεί.

Το μεσημέρι της Δευτέρας 3 Νοεμβρίου, στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, η Ιζαμπέλ Ιπέρ παραχώρησε συνέντευξη Τύπου που έμοιαζε περισσότερο με χαλαρή κουβέντα παρά με τυπική παρουσίαση. Μ' ένα απλό μαύρο κοστούμι και λευκή μπλούζα, χαμογελαστή και ήρεμη, απάντησε στις ερωτήσεις με τη γνωστή της ευφυΐα και αμεσότητα, αποκαλύπτοντας –χωρίς ίχνος ποζάρισμα– τη βαθιά σχέση που έχει με το επάγγελμά της και τον κόσμο του κινηματογράφου.

«Ο πλούτος μου είναι οι ταινίες»

Η συζήτηση ξεκίνησε με τη νέα της ταινία «The Richest Woman in the World», η οποία θα προβληθεί σήμερα το βράδυ στο Ολύμπιον. Ρωτήθηκε αν αισθάνεται «πλούσια» μετά από τόσες δεκαετίες καριέρας, αν αυτός ο πλούτος μεταφράζεται σε συναισθηματική ή πνευματική πληρότητα. «Φυσικά», απάντησε χαμογελώντας. «Με κάνει να αισθάνομαι πολύ πλούσια, πολύ γεμάτη. Είναι ένα είδος προνομίου να μπορώ να κάνω αυτές τις ταινίες, να δουλεύω με τόσο σπουδαίους σκηνοθέτες. Αυτός είναι ο πλούτος μου». 

Αναφερόμενη στο αφιέρωμα του φεστιβάλ, που περιλαμβάνει δεκαπέντε ταινίες από το τεράστιο έργο της, τόνισε ότι «αγαπά όλες τις ταινίες της. Θα μπορούσα να είχα επιλέξει και άλλες. Νομίζω πως αυτές δημιουργούν ένα ωραίο πανόραμα, γιατί περιλαμβάνουν δουλειές που έγιναν τόσο στη Γαλλία όσο και στο εξωτερικό, με διεθνείς δημιουργούς. Αυτό, εξάλλου, αντικατοπτρίζει και τη δική μου πορεία».

Η Ιπέρ, όπως αποδεικνύουν οι συνεργασίες της, δεν ανήκει αποκλειστικά στο γαλλικό σινεμά. Από τον Κλοντ Σαμπρόλ και τον Μίκαελ Χάνεκε έως τον Πολ Βερχόφεν, τον Χαλ Χάρτλεϊ και τον Χονγκ Σανγκ-Σου, έχει κινηθεί σ' ένα εντυπωσιακά ευρύ φάσμα κινηματογραφικών γλωσσών, χωρίς να χάσει ποτέ την προσωπική της σφραγίδα. Η παλαιότερη από τις ταινίες του αφιερώματος είναι το «Heaven’s Gate» του Μάικλ Τσιμίνο (1980), μια ταινία που αρχικά στιγματίστηκε ως εμπορική καταστροφή αλλά με τα χρόνια αποκαταστάθηκε ως αριστούργημα.

«Ήταν μια καταπληκτική εμπειρία», θυμήθηκε. «Γυρίσαμε επτά μήνες στη Μοντάνα. Όταν κυκλοφόρησε η ταινία, η New York Times τη χαρακτήρισε "καταστροφικό φιάσκο". Αυτό φυσικά δεν ενθάρρυνε το κοινό να τη δει. Νομίζω πως ο Μάικλ Τσιμίνο δεν ξεπέρασε ποτέ αυτή την αποτυχία. Κι όμως, κάθε φορά που ξαναβλέπω την ταινία, συνειδητοποιώ ότι ήταν μια καθαρά προσωπική, πολιτική δημιουργία. Αν κυκλοφορούσε σήμερα, θα γινόταν καλύτερα κατανοητή. Στον κινηματογράφο, όπως και στην τέχνη γενικά, κάποιες ταινίες απορρίπτονται όταν βγαίνουν και αγαπιούνται αργότερα. Πρέπει να είσαι έτοιμος και γι’ αυτό». 

«Δεν κουβαλώ τους ρόλους μου, τους αποχαιρετώ»

Σε μια ερώτηση για το αν «κουβαλά» μέσα της, τους ήρωες που υποδύεται, η Ιπέρ γέλασε ελαφρά και είπε: «Είναι αστείο, γιατί συχνά μας ρωτούν αυτό. Στην πραγματικότητα, όταν τελειώνει μια ταινία, τελειώνει κι εκείνη η σχέση. Ίσως είμαι λίγο άπιστη απέναντι στους ρόλους μου, τους ξεχνώ πολύ εύκολα. Δεν υπάρχει αρκετός χώρος για να τους κρατήσω όλους». Από την απάντησή της φαίνεται ότι η Ιπέρ δεν επενδύει σε μια ρομαντική ιδέα ταύτισης με τον ρόλο. Αντίθετα, η διαδικασία είναι για εκείνη μια πράξη συγκέντρωσης και στιγμιαίας αλήθειας. Ενα παρόν που ολοκληρώνεται μόλις ειπωθεί το τελευταίο «cut».

Όταν της επεσήμαναν ότι οι ρόλοι της συχνά μοιάζουν «δύσκολοι να αγαπηθούν», αντέδρασε ευγενικά, λεγόντας: «Δεν το πιστεύω. Δεν τους βρίσκω δυσάρεστους. Είναι ρόλοι γεμάτοι αντιφάσεις, πολυπλοκότητα, αμφισημία. Κι αυτό είναι που κάνει το κοινό να τους αγαπά στο τέλος. Ίσως παλιότερα το σινεμά να χώριζε πιο καθαρά το "καλό" από το "κακό". Εγώ προτιμώ τους χαρακτήρες όπου αυτά τα όρια μπερδεύονται. Εκεί βρίσκεται το ενδιαφέρον».

Μητέρα και κόρη στην ίδια οθόνη

Η κουβέντα έφτασε και στην «Copacabana» (2010), την ταινία του Μαρτέν Λεγκάρ, όπου συμπρωταγωνίστησε με την κόρη της, Λολιτά Σαμα. «Ήταν υπέροχο», είπε. «Στην αρχή γελούσαμε πολύ. Ηταν περίεργο να βρισκόμαστε στο ίδιο σετ ως μητέρα και κόρη, όπως και μέσα στην ταινία. Παρότι πρόκειται για κωμωδία, έχει αιχμές. Μιλά για μια συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα σε δύο γενιές. Η μητέρα είναι το "τρελό" πνεύμα, η κόρη η σοβαρή και προσγειωμένη. Αυτή η αντιστροφή ήταν πανέξυπνη». Η Ιπέρ παραδέχτηκε πως εκείνη και η Λολιτά θέλουν να συνεργαστούν ξανά, αλλά «όχι πια ως μητέρα και κόρη». «Ήρθε η ώρα να παίξουμε κάτι διαφορετικό», είπε με χιούμορ.

Αναπόφευκτα η συζήτηση οδηγήθηκε στις συνεργασίες της με κορυφαίους δημιουργούς. Έχει δουλέψει στη Γαλλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες, στην Ουγγαρία, στην Κορέα, στις Φιλιππίνες. «Από την αρχή ήθελα να γυρίζω ταινίες εκτός Γαλλίας», εξήγησε. «Όταν ήμουν νέα, συνεργάστηκα με την Ουγγαρέζα Μάρτα Μέσαρος, κι αυτό με καθόρισε. Αργότερα δούλεψα στην Ασία, με τον Χονγκ Σανγκ-Σου και τον Μπριγιάντε Μεντόζα. Μου αρέσει να πηγαίνω στους σκηνοθέτες, όχι να έρχονται εκείνοι σε μένα. Να είμαι το ξένο σώμα μέσα σ' ένα άλλο περιβάλλον, όπως στις ταινίες του Χονγκ, όπου η δική μου παρουσία είναι σχεδόν ένα βλέμμα πάνω στη χώρα του».

Θυμήθηκε με θέρμη τον Αμερικανό Χαλ Χάρτλεϊ, με τον οποίο συνεργάστηκε στο «Amateur» (1994). «Ήταν εξαιρετικά ταλαντούχος. Έλεγα τότε πως η ταινία του είχε το βάθος της Βίβλου και την ελαφρότητα ενός καρτούν. Έπαιζα μια γυναίκα που περνά από μοναχή σε… ιερόδουλη! Ήταν απίστευτα δημιουργικός σκηνοθέτης, με χιούμορ και φιλοσοφία».

«Η εμπιστοσύνη είναι το κλειδί»

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, όλοι την κοίταζαν με προσοχή. «Δεν είχα ποτέ τη φαντασίωση να κάνω έναν συγκεκριμένο ρόλο αντί για κάποιον άλλο. Δεν είναι αυτό που με κινεί» είπε. «Αυτό που δίνει νόημα στη δουλειά μου είναι το σημείο συνάντησης. Εκεί όπου η ματιά του δημιουργού συναντά τη δική μου. Από εκεί ξεκινούν όλα». Όταν κάποιος από το κοινό τη ρώτησε αν σήμερα, μετά από τόσες δεκαετίες, βρίσκει ακόμη «προκλήσεις» στην υποκριτική, εκείνη χαμογέλασε: «Μα φυσικά υπάρχουν. Αλλά δεν χρειάζεται να τις αναζητώ με το ζόρι. Υπάρχουν γύρω μας. Αρκεί να υπάρχουμε κι εμείς. Εγώ τις βρίσκω». 

Σε μια πιο ανάλαφρη στιγμή, ρωτήθηκε αν υπήρξε κάποιος σκηνοθέτης με τον οποίο θα ήθελε να συνεργαστεί. «Φυσικά» είπε. «Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ. Αλλά δυστυχώς ήταν ήδη νεκρός όταν άρχισα να παίζω». Το κοινό γέλασε δυνατά. Η ίδια πρόσθεσε με το γνωστό της χιούμορ: «Θα ήθελα να παίξω σε όλες του τις ταινίες. Αλλά μάλλον δεν ήμουν αρκετά ξανθιά για εκείνον. Αν και φαντάζομαι θα φρόντιζε να το διορθώσει». Η αναφορά στον Χίτσκοκ δεν ήταν τυχαία. Στο βλέμμα της Ιπέρ υπάρχει κάτι από την ψυχολογική αγωνία και τη λεπτότητα των ηρωίδων του, αλλά απογυμνωμένο από τον μισογυνικό ρομαντισμό του παλιού Χόλιγουντ. Εκείνη δεν είναι «θύμα», ούτε «μούσα». Είναι η ίδια ο φακός.

Παράλληλα, υπογράμμισε ότι θα ήθελε να συνεργαστεί με κάποιον Έλληνα καλλιτέχνη στο μέλλον και ότι έχει κάποιες ιδέες, ενώ πρόσθεσε πως έχει επισκεφθεί τη χώρα μας αρκετές φορές. «Πέντε, έξι, ίσως επτά» όπως είπε χαριτολογώντας – κυρίως για θεατρικές παραστάσεις. Θυμήθηκε με συγκίνηση την τελευταία της παρουσία, τον περασμένο Απρίλιο στην Αθήνα, στο «Βερενίκη» του Ρομαίο Καστελλούτσι. «Ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Η Ελλάδα έχει ένα κοινό με σπάνια ευαισθησία και ένταση».

Δεν έλειψε η αναφορά στην θέση της γυναίκας στο σινεμά. «Πάντα προσπαθούσα να κάνω ταινίες όπου η γυναίκα θα είναι στην κεντρική θέση. Νομίζω ότι είναι ο καλύτερος τρόπος για να μιλήσω για έναν χαρακτήρα και να μην είμαι πίσω από έναν άντρα. Υπάρχουν περισσότεροι γυναίκες δημιουργοί στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Αυτά είναι τα καλά νέα. Αλλά πρέπει να το βελτιώσουμε, κι άλλο». Οταν ρωτήθηκε η άποψή της για την Παλαιστίνη, εκείνη απάντησε πολύ εμφατικά και δηκτικά ότι «ποτέ δεν είναι αρκετές όσες φωνές και να ακουστούν, ότι και να γίνει, για όσους υποφέρουν στον πλανήτη».

«Ο κόσμος αλλάζει, ο κινηματογράφος όχι»

Στην ερώτηση για το πώς βλέπει τον κινηματογράφο σήμερα σε σχέση με τότε που ξεκίνησε, η Ιζαμπέλ Ιπέρ απέφυγε τις βαρύγδουπες δηλώσεις και αναλύσεις. «Δεν πιστεύω ότι άλλαξε κάτι ουσιαστικά. Εγώ είμαι ίδια, με την ίδια περιέργεια να γνωρίζω ανθρώπους από διαφορετικές χώρες. Αυτό υπήρχε από την αρχή. Ίσως να έχει αλλάξει μόνο ο τρόπος που βλέπουμε τις ταινίες».

Και συμπλήρωσε: «Σήμερα υπάρχουν τόσοι τρόποι να παρακολουθήσεις μια ταινία στην τηλεόραση, σε πλατφόρμες, στο κινητό. Αλλά για μένα υπάρχει μόνο ένας σωστός τρόπος, στη σκοτεινή αίθουσα, στη μεγάλη οθόνη. Εκεί ανήκει ο κινηματογράφος. Όλα τα άλλα είναι απλώς εναλλακτικές».

Προς το τέλος της εκδήλωσης, τη ρώτησαν «Τι είναι αυτό που την ωθεί να συνεχίζει; Τι την κάνει να παραμένει ενεργή, ανήσυχη, έτοιμη να βουτήξει σε νέους ρόλους;». Η απάντηση ήρθε χωρίς δεύτερη σκέψη. «Το άγνωστο. Κάθε φορά που ξεκινώ κάτι, είναι σαν ένα άλμα στο κενό. Αυτό είναι που αναζητώ και συνήθως αυτό ακριβώς βρίσκω». Το κοινό ξέσπασε σε θερμό χειροκρότημα. Η ίδια χαμήλωσε το βλέμμα και τους ευχαρίστησε: «Ελπίζω να έχω ακόμη πολλά τέτοια άλματα μπροστά μου». 

Ενα σύμβολο της καλλιτεχνικής ελευθερίας

Αυτό το «άλμα στο άγνωστο» είναι ίσως η πιο ειλικρινής περιγραφή της καλλιτεχνικής πορείας της Ιζαμπέλ Ιπέρ. Από τα πρώτα της βήματα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έως σήμερα, η διαδρομή της είναι μια αδιάκοπη εξερεύνηση. «Δεν είμαι γενναία», είπε χαμογελώντας σε μια στιγμή αυτοσαρκασμού. «Απλώς κάνω ό,τι μου φαίνεται σωστό κάθε φορά». Κι όμως, αυτή ακριβώς η απλότητα είναι που συνιστά το θάρρος της. Γιατί στην Ιζαμπέλ Ιπέρ τίποτα δεν είναι δεδομένο – ούτε ο ρόλος της σταρ, ούτε η έννοια της «επιτυχίας», ούτε η ίδια η πράξη της ερμηνείας.

Όπως απέδειξε και στη Θεσσαλονίκη, μιλώντας χωρίς επιτήδευση μπροστά σ' ένα κοινό που την άκουγε μαγεμένο, η Ιζαμπέλ Ιπέρ εξακολουθεί να εκπροσωπεί εκείνο το σινεμά που αναπνέει ελευθερία. Ένα σινεμά που δεν φοβάται ν' αμφισβητήσει, ν' αποτύχει, να ξαναγεννηθεί. Ένα σινεμά που, όπως κι η ίδια, δεν υπόσχεται ποτέ το αναμενόμενο.

Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκηςσυνέντευξη ΤύπουηθοποιόςΙζαμπέλ Ιπέρ