Σινεμά|22.08.2019 10:58

Οι ταινίες της εβδομάδας: Ο Ταραντίνο «κοντράρει» τον Γούντι Αλεν

Άντα Δαλιάκα

«Κάποτε στο… Χόλιγουντ»/ («Once Upon A Time…In Hollywood»)/Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο/****

Παίζουν: Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, Μπραντ Πιτ, Μάργκοτ Ρόμπι, Εμίλ Χιρς, Μάργκαρετ Κουόλι

Στο Λος Αντζελες του 1969 ο τηλεοπτικός αστέρας Ρικ Ντάλτον και ο για πολλά χρόνια κασκαντέρ του Κλιφ Μπουθ βρίσκονται μετέωροι σε μια βιομηχανία που αλλάζει. Ο πρώτος αντιμετωπίζει πρόβλημα αλκοολισμού και βρίσκεται στη δύση της καριέρας του ενώ ο δεύτερος, εκτός επαγγέλματος εξαιτίας του σκοτεινού παρελθόντος του, παραμένει ο κολλητός του και αυτός που εκτελεί χρέη σοφέρ και βοηθού γενικών καθηκόντων. Η πρόταση του μάνατζερ Μάρτιν Σβαρτζ για ένα πέρασμα του Ρικ από μια αμερικανική σειρά γουέστερν και στη συνέχεια για μια αναθεώρηση καριέρας στα ιταλικά σπαγγέτι γουέστερν, θα επιφέρει μια σειρά αλλαγών για τους δύο φίλους που κινούνται σε έναν παράλληλο κόσμο με τον λαμπερό χολιγουντιανό της Σάρον Τέιτ, της όμορφης συζύγου του σκηνοθέτη Ρομάν Πολάνσκι, δίπλα στην έπαυλη του οποίου μένει ο Ρικ τρέφοντας απεριόριστο θαυμασμό για εκείνον. Η ηρεμία του απομονωμένου δρόμου τους διακόπτεται που και που από ενοχλητικούς έως και επικίνδυνους χίπις….

Απομακρυσμένος από την διαλογική φλυαρία αλλά όχι και από την αγαπημένη του τακτική αποδόμησης των κινηματογραφικών ειδών, ο Ταραντίνο επιστρέφει τέσσερα χρόνια μετά το βραβευμένο με Όσκαρ για τη μουσική του Ένιο Μορικόνε γουέστερν «Οι μισητοί οκτώ» με τη δέκατη ταινία της φιλμογραφίας του που πιθανόν να είναι και η προτελευταία του σύμφωνα με τα ως σήμερα λεγόμενά του. Λουσμένο στα λαμπερά χρώματα του 35mm φιλμ, τη μαγεία του τεχνικολόρ υπό τη μαεστρική διεύθυνση φωτογραφίας του Ρόμπερτ Ρίτσαρντσον, το «Κάποτε στο…Χόλιγουντ» συνιστά μια απολαυστική επιστροφή στο παρελθόν της βιομηχανίας του θεάματος, μια μεταμοντέρνα χολιγουντιανή (αυτό) βιογραφία, καθαρά ταραντινική, δομημένη πάνω σε κεφάλαια-επεισόδια με άξονα το γουέστερν και τους κώδικές του.

Έχοντας ως εφαλτήριο την παράδοση των ταινιών που έστρεψαν το βλέμμα στο αμερικανικό entertainment ο Ταραντίνο μας καλεί σε μια ρεβιζιονιστική «βόλτα» στην ποπ τηλεοπτική κουλτούρα των 60s προσεγγίζοντας τους χολιγουντιανούς μύθους νοσταλγικά, αποθεωτικά, σαρκαστικά μέσα από ένα δικό του κάτοπτρο, ένα μελετημένο μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας παζλ αναφορών που επιφυλάσσει κάτι για κάθε γενιά θεατών. Και την εκρηκτική βία στην κορύφωση που αποτελεί την σφραγίδα του, και τις κινηματογραφοφιλικές αναφορές που απογειώνονται σε ολόκληρες ανασυνθέσεις σκηνών αλλά και το υποβόσκων κοινωνικό σχόλιο για την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στο σύστημα της παραγωγής θεάματος και τις κοινωνικές νόρμες της εκάστοτε εποχής.

Ο Ρικ Ντάλτον είναι ο τηλε-σταρ των γουέστερν που κινείται στις παρυφές του κινηματογραφικού Χόλιγουντ, βλέποντας το άστρο του να δύει τώρα πια και συνειδητοποιώντας το εφήμερο του επαγγέλματος να πασχίζει να δώσει τον καλύτερό του εαυτό φορώντας το καλύτερο καουμπόικο ένδυμα, παίζοντας σε ένα ακόμη γουέστερν (ένα ΝτιΚάπριο εκπληκτικά ρευστός και τρωτός).

Ο Κλιφ Μπουθ είναι μια σκιώδης προσωπικότητα, ένα υπερβίαιο κινηματογραφικό άλτερ έγκο που φαντασιώνεται ότι μπορεί με τη δύναμή του να νικήσει τον Μπρους Λι (η ονειρική σεκάνς για την οποία τόσος ντόρος έχει γίνει σχετικά με την απεικόνιση του Λι είναι πραγματικά ξεκαρδιστική) και που θα κάνει πράξη την ατρόμητη κουλ στάση του εισχωρώντας στο ράντσο της Οικογένειας Μάνσον για μια πραγματική αλά γουέστερν (και θρίλερ) αναμέτρηση (ο Μπραντ Πιτ γίνεται ο ορισμός του κουλ κωλοπαιδαρά).

Η Σάρον Τέιτ είναι το κορίτσι που ονειρεύεται, ερωτεύεται και περιβάλλεται από κινηματογραφικούς μύθους, περιτριγυρισμένη από θαυμαστές και καλλιτέχνες, ζώντας τον δικό της-  πάνω σε λευκές μπότες που περπατούν στην Hollywood Boulevard - μέσα σε μια σκοτεινή κινηματογραφική αίθουσα που προβάλλει την κωμωδία στην οποία παίζει στο πλευρό του Ντιν Μάρτιν (η πανέμορφη Μάργκοτ Ρόμπι ως αιθέρια ενζενί και άπιαστο πλάσμα φαντασίωσης).

Γύρω από την ανατριχιαστική αστική μυθολογία της δολοφονίας της Σάρον Τέιτ που σφαγιάστηκε από ακολούθους του διαβόητου Τσαρλς Μάνσον στον όγδοο μήνα της εγκυμοσύνης της, ο Ταραντίνο συνθέτει πολυμήχανα ένα ακόμη ρεβιζιονιστικό φιλμ που μπλέκει πραγματικότητα και μυθοπλασία. Που ενδεχόμενως να θέλει να απονείμει δικαιοσύνη ή να αποδώσει κάθαρση και να αποτίνει φόρο τιμής – πάντα με όρους pulp αισθητικής, έξτρα ενισχυμένης εδώ – σε μια γνήσια «κινηματογραφική τραγωδία» που ταυτίστηκε με τις πιο μελανές σελίδες βίας της Αμερικής. Σε μια ταινία που περικλείει τεχνηέντως μια άλλη ταινία μέσα της, δομημένη σε άλλοτε υπαρξιακώς φιλοσοφημένα και άλλοτε απλώς σπαρταριστά επεισόδια, με βάθος πεδίου σε κάθε πλάνο και πυκνότητα αισθητικής προσέγγισης.

Οι ιστορικές αναφορές της εποχής, το Βιετνάμ και οι χίπις, η βία και η εγκληματικότητα, δίνουν τις απαραίτητες ιστορικές πινελιές σε ένα φιλμ φετιχιστικό, σινεφιλικά αυτοαναφορικό και αυτοσαρκαζόμενο που με πρωταγωνιστές τους Λεονάρντο ΝτιΚάπριο και Μπραντ Πιτ, τους μεγαλύτερους σταρ της σύγχρονης χολιγουντιανής εποποιίας σε ρόλους αντι-ηρώων, μοιάζει να ανασυντίθεται διαρκώς και να υπονομεύει ή να εξιδανικεύει τους φλοιούς του σεναρίου του απαιτώντας και δεύτερη και τρίτη θέαση, ανοιχτό σε οποιαδήποτε κρίση, προορισμένο να διχάσει ως προς την ουσία του. (2019).

«Μια βροχερή μέρα στη Νέα Υόρκη»/(«A Rainy Day In New York»)/Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν/ ***

Παίζουν: Τιμοτέ Σαλαμέ, Ελ Φάνινγκ, Σελένα Γκομέζ, Τζουντ Λο, Λιβ Σράιμπερ, Ντιέγκο Λούνα

Ο Γκάτσμπι, γόνος πλούσιων Νεοϋορκέζων αστών τους οποίους απορρίπτει προτιμώντας περισσότερο την γοητεία του τζόγου και των τεχνών είναι ζευγάρι με την όμορφη Άσλεϊ, κορίτσι επιφανούς οικογενείας από την Αριζόνα και φοιτήτρια δημοσιογραφίας στο ίδιο ελίτ πανεπιστήμιο με εκείνον. Οι δυο τους ετοιμάζονται για ένα πλούσιο σε συγκινήσεις Σαββατοκύριακο στη Νέα Υόρκη όπου εκείνη πρόκειται να πάρει συνέντευξη από διάσημο Αμερικανό σκηνοθέτη μόνο που το πρόγραμμα θα αρχίσει να παρεκκλίνει επικίνδυνα καθώς εκείνη αρχίζει να καθυστερεί γοητευμένη από την κινηματογραφική διασημότητα του σκηνοθέτη που θα την φέρει σε επαφή με τον σεναριογράφο του αλλά κατά τύχη και  με έναν διάσημο κινηματογραφικό σταρ. Απογοητευμένος ο Γκάτσμπι θα ακολουθήσει το δικό του πρόγραμμα συναντώντας τυχαία την αδελφή της πρώην φίλης του ενώ προσπαθεί να αποφύγει το μεγάλο πάρτι της επικριτικής μητέρας του…

Με καθυστέρηση ενός χρόνου, η ταινία του Γούντι Άλεν που «έθαψε» το στούντιο της Amazon και δεν βγήκε ποτέ στην Αμερική και τη Βρετανία εξαιτίας της εμπλοκής του ονόματος του στον πρόσφατο κυκλώνα της σεξουαλικής σκανδαλοθηρίας που ταρακούνησε το Χόλιγουντ, βγαίνει στην Ελλάδα όπως και σε άλλες χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής.

Σε πολύ πιο συγκροτημένη φόρμα από την προηγούμενη ταινία του, το ερωτικό δράμα «Wonder Wheel», εμπνευσμένο από το έργο του Γιουτζίν Ο’ Νιλ, όπως και η Θλιμμένη Τζάσμιν αποτελούσε διασκευή του Λεωφορείον ο πόθος του Τενεσί Ουίλιαμς, ο Άλεν επιστρέφει στην κλασική αμερικανική λογοτεχνία συνδυάζοντας εδώ τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» του Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ με το «Ο φύλακας στη σίκαλη» του Τζ. Ντ. Σάλιντζερ. Η γοητεία της εξουσίας και του πλούτου είναι εδώ οι βασικές θεματικές του σε ένα σπινθηροβόλο σενάριο που αιχμηρά γυροφέρνει τις διαφορετικές επιθυμίες του πρωταγωνιστικού ζεύγους και παντρεύει κλασικά κινηματογραφικά κλισέ περί έρωτα και τύχης για να ρίξει κατευθείαν βέλη στις σύγχρονες μορφές εξουσίας – είτε πρόκειται για τον Τύπο είτε για το ίδιο το κοινωνικό – ή ακόμα περισσότερο- το χολιγουντιανό σύστημα.

Έχοντας ως εφαλτήριο μια βροχερή Νέα Υόρκη που φέρνει στην επιφάνεια ανομολόγητα τα οποία υπηρετούν σωστά συγχρονισμένοι ο υποψήφιος για Όσκαρ σταρ του «Να με φωνάζεις με τ’ όνομά σου» Τιμοτέ Σαλαμέ και η σούπερ χαριτωμένη Ελ Φάνινγκ σε μια τέλεια διασκευή εδώ της ερμηνείας της Μίρα Σορβίνο στην «Ακαταμάχητη Αφροδίτη», αμφότεροι διαφορετικά γουντιαλενικά άλτερ έγκο, ο Αλεν αυτοβιογραφείται ξανά. Γυροφέρνει τη γνώριμη θεματική της απήχησης των μεγαλύτερων σε ηλικία αντρών στις νεότερες τους γυναίκες, αλλά μέσα από το πρίσμα της σινέ-βιομηχανίας όπως και της κοσμικής δημοσιογραφίας τις οποίες κοιτά με περίσσεια ειρωνεία, στα 80 και βάλε του χρόνια, όλα μοιάζουν πιο κατασταλαγμένα και συνειδητά. Και έχει τις γλυκές, ξανθοκόκκινες φωτοσκιάσεις του Βιτόριο Στοράρο (διευθυντή φωτογραφίας τόσο στο «Wonder Wheel» όσο και στο «Café Society») να κλέβουν για άλλη μια φορά την παράσταση φωτίζοντας τα καταχωνιασμένα πάθη των ηρώων του κόντρα στο μελαγχολικό γκρίζο της βροχερής Νέας Υόρκης. (2019)


«Μεσοκαλόκαιρο»/(«Midsommar»)/ Σκηνοθεσία: Άρι Άστερ/ **1/2 

Παίζουν: Φλόρενς Που, Τζακ Ρέινορ, Γουίλιαμ Τζάκσον Χάρπερ

Αναστατωμένη από την απουσία της αδελφής της που της άφησε ένα υπαινικτικό μήνυμα, η Ντάνι ψάχνει απεγνωσμένα να τη βρει μέχρι που οι χειρότεροι φόβοι της επιβεβαιώνονται όταν την βρίσκουν νεκρή μαζί με τους γονείς της σε ένα αποτροπιαστικό σκηνικό που παραπέμπει σε δολοφονία. Απεγνωσμένη από τη θλίψη θα προσπαθήσει να ξεχαστεί ακολουθώντας τον φίλο της Κρίστιαν και την παρέα του σε μια καλοκαιρινή εξόρμηση στα βουνά της Σουηδίας όπου η ήδη παραπέουσα σχέση τους θα δοκιμαστεί ακραία στα πλαίσια των σοκαριστικών τελετουργικών μιας κοινότητας παγανιστών που δείχνουν να τους καλοδέχονται στην ειρηνική τους απομόνωση…

Έχοντας πάρει πολλά εύσημα για την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, την περσινή «Διαδοχή», ένα ανατρεπτικό θρίλερ τρόμου εκτός των σύγχρονων χολιγουντιανών κλισέ που σκηνοθετικά τουλάχιστον πατούσε γερά πάνω στις επιταγές του είδους συνδέοντάς το κοινωνιολογικό κομμάτι με το αίσθημα της απώλειας και διάφορες άλλες ιδέες περί ψυχολογικών διαταραχών και αποσύνθεσης της αμερικανικής οικογένειας, ο Άρι Άστερ επιχειρεί στη δεύτερη ταινία του ένα ψυχολογικό θρίλερ με την ίδια προβληματική στο επίκεντρο. Εδώ η ψυχική διαταραχή της αδερφής στην αρχική τρομακτική σεκάνς της ταινίας υπονοείται αλλά παραμένει μετέωρη ως αφηρημένη έννοια όπως μετέωρα παραμένουν χαρακτήρες και υποπλοκές που προκύπτουν στην εξέλιξη του καλειδοσκοπικού του σεναρίου. Ένα στόρι, που υπό το βάρος μια πομπώδους σκηνοθεσίας, αποδεικνύεται ατροφικό για να συνεχίσει το διάλογο του σκηνοθέτη πάνω στις έννοιες της απώλειας και των αυτοκαταστροφικών τάσεων της αμερικανικής κοινωνίας.

Κάτω από έναν εκτυφλωτικό ήλιο, ο Άρτσερ μπορεί να σκηνοθετεί ένα ακόμη υποβλητικό φιλμ κρατώντας τον θεατή με την παραδοξότητα της εικόνας και το μεθοδικό χτίσιμο του σασπένς ή με το μεθοδευμένα εδώ αργό σοκ του κινηματογραφικού gore, όμως το κοινωνιολογικό του σχόλιο είναι προβληματικά απών και κατακερματισμένο σε σκηνές με έντονο αισθητικό εκτόπισμα το οποίο μάλιστα εντείνεται χωρίς να υποστηρίζεται δραματουργικά.

Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και όταν η ιλαρότητα των γεγονότων απειλεί με κατάρρευση το δράμα, το ύφος του φιλμ, βασισμένο σε μια «ενοχλητική» ατμόσφαιρα αντίφασης που μεθοδικά αποκαλύπτει μια ανησυχητικά διαταραγμένη αντίληψη της πραγματικότητας, μαρτυρά έναν δημιουργικό σκηνοθέτη που ψάχνει ακόμα το δρόμο για να διοχετεύσει τις κινηματογραφικές επιρροές του (αν στη «Διαδοχή» ήταν επηρεασμένος από το «Μωρό της Ρόζμαρι», στο «Μεσοκαλόκαιρο» χρησιμοποιεί ως οδηγό τις επιρροές του παραπλήσιας θεματολογίας βρετανικού θρίλερ «Το καταραμένο σκιάχτρο» του Ρόμπιν Χάρντι από το 1973). (2019)

Επανεκδόσεις

«Φθινοπωρινή Σονάτα»/(«Autumn Sonata»)/ Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν/ ****

Παίζουν: Ίνγκριντ Μπέργκμαν, Λιβ Ούλμαν, Χάλβαρ Μπιορκ

Μια πιανίστρια διεθνούς φήμης επισκέπτεται μετά από χρόνια την κόρη της και τον πάστορα σύζυγό της σε ένα σμίξιμο που θα φέρει τριβές και εντάσεις στην επιφάνεια. Η «κινηματογραφική σονάτα» - σταθμός στην φιλμογραφία του Σουηδού δημιουργού υπό τους ήχους των Σοπέν, Χέντελ και Μπαχ, συνιστά μια ενδελεχή μελέτη του γυναικείου ψυχισμού και των σχέσεων μητέρας-κόρης που αποτέλεσε την τελευταία κινηματογραφική ταινία της Ίνγκριντ Μπέργκμαν και την προτελευταία δική του. Η ταινία κέρδισε δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ καλύτερου πρωτότυπου σεναρίου για τον Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και Α΄ γυναικείου ρόλου για την Ίνγκριντ Μπέργκμαν. (1978)

«Ο τρίτος άνθρωπος»/(«The Third Man»)/Σκηνοθεσία: Κάρολ Ριντ / ****

Παίζουν: Όρσον Γουέλς, Τζόζεφ Κότεν, Αλίντα Βάλι, Τρέβορ Χάουαρντ

Ένας αποτυχημένος Αμερικανός συγγραφέας καταφτάνει στην κατεστραμμένη μεταπολεμική Βιέννη όπου ένας επιστήθιος φίλος του τού έχει υποσχεθεί μια νέα επαγγελματική ευκαιρία. Μαθαίνοντας ότι ο φίλος του είναι νεκρός μετά από ατύχημα θα μείνει με την ερωμένη του φίλου του και θα αρχίσει να ερευνά τα ύποπτα αίτια του θανάτου του. Ταινία που διδάσκεται στις σχολές κινηματογράφου με σκηνές ανθολογίας που άφησαν ανεξίτηλο το αποτύπωμά τους στην φιλμική ιστορία, το ασπρόμαυρο κλειστοφοβικό θρίλερ του Κάρολ Ριντ σε σενάριο του Γκρέιαμ Γκριν παραμένει ένα φιλμ νουάρ-κομψοτέχνημα σε επίπεδο σκηνοθεσίας και σεναρίου, ένα υπαρξιακό δράμα για την ανθρώπινη κατάσταση που υπερβαίνει τον χρόνο ως συνολική εμπειρία. Βραβευμένο με τον Χρυσό Φοίνικα των Κανών και το Όσκαρ καλύτερης φωτογραφίας. (1949)

«Ο διαβολάκος»/ («Il Piccolo Diavolo»)/ Σκηνοθεσία: Ρομπέρτο Μπενίνι/ ***

Παίζουν: Γουόλτερ Ματάου, Ρομπέρτο Μπενίνι

Ο πάτερ Μορίς, Αμερικανός ιερέας στη Ρώμη, αναστατώνεται από ένα δαιμόνιο που έχει καταλάβει το σώμα και το πνεύμα μιας γυναίκας που μιλάει με αντρική φωνή. Πρόκειται για το ίδιο δαιμόνιο που καθώς θα εξέλθει από το γυναικείο σώμα θα αρχίσει να ακολουθεί παντού τον άτυχο ιερέα με τη μορφή ενός αφελούς άντρα προκειμένου να γευτεί τις χαρές της επίγειας ζωής. Τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του μετέπειτα βραβευμένου με Όσκαρ Μπενίνι που πρόσθεσε κάτι παραπάνω στην αναγνωσιμότητά του στην Ευρώπη μετά και από την επιτυχία της εμφάνισής του στο «Στην παγίδα του νόμου» του Τζιμ Τζάρμους. Μια σαρωτική, πρωτότυπη σάτιρα της ρωμαιοκαθολικής ηθικής με ξεκαρδιστικές σκηνές αλλά και ασυμμετρία στην αφήγηση. (1988)

οι ταινίες της εβδομάδαςΜπραντ ΠιτΛεονάρντο ΝτιΚάπριοΚουέντιν ΤαραντίνοΜάργκοτ ΡόμπιΓούντι Άλεν