Σινεμά|05.09.2019 09:53

Οι ταινίες της εβδομάδας: Τρόμος και θέαμα στο «It Chapter 2»

Άντα Δαλιάκα

«Το Αυτό Κεφάλαιο 2»/ («It Chapter 2») **/ Σκηνοθεσία: Άντι Μουσιέτι/ Παίζουν: Τζέιμς ΜακΑβόι, Τζέσικα Τσάστεϊν, Μπιλ Χέιντερ, Αϊζέια Μουσταφά, Τζέι Ράιαν, Τζέιμς Ράνσον, Μπιλ Σκάρσγκαρντ

Η παρέα των εφήβων της πόλης του Ντέρι, ενήλικοι πλέον με ξεχωριστές ζωές είκοσι επτά χρόνια μετά την πρώτη τους αντιπαράθεση με τον δαιμονικό κλόουν που καταβροχθίζει μικρά παιδιά, συμπεριλαμβανομένου και του μικρού αδερφού του ενός από αυτούς, επανασυνδέονται και επιστρέφουν στη γενέτειρά τους καθώς ο κλόουν σκορπά ξανά τη μανία του…Το δεύτερο φιλμικό κεφάλαιο που ολοκληρώνει και την κινηματογραφική απόδοση του διάσημου μπεστ σέλερ του Στίβεν Κινγκ, δύο χρόνια μετά την έξοδο του πρώτου, εξωφρενικά επιτυχημένου στις Ηνωμένες Πολιτείες, κεφαλαίου στις αίθουσες, ενώνει σε ξεχωριστά επεισόδια διάσημους, δοκιμασμένους σε απαιτητικές ερμηνείες σταρ που κατέχουν τώρα τους ρόλους των ενήλικων πια ηρώων, με τους νεαρούς πρωταγωνιστές του πρώτου φιλμ.

Μια σύζευξη απαραίτητη για την οργανική πληρότητα των δύο ταινιών (με σκηνοθέτη τον Αντι Μουσιέτι) και τη σύνδεση της εξέλιξης των χαρακτήρων, η οποία όμως εδώ συντελείται μηχανικά και μονοδιάστατα κατά τα πρότυπα μιας χρονικά υπερ-μεγεθυμένης χολιγουντιανής υπερπαραγωγής. Αν το προ διετίας «Το Αυτό» ήταν ένα υποβλητικό σε ατμόσφαιρα θρίλερ τρόμου που λειτουργούσε αποτελεσματικά σε επίπεδο κοινωνικοπολιτικής παραβολής για τον εκφοβισμό και τη βίαιη ενηλικίωση μιας γενιάς στα τελευταία χρόνια του ριγκανισμού, η συνέχεια του γέρνει την πλάστιγγα περισσότερο στις ευκολίες και τα εφέ του είδους που όσο πιο βροντερά παρουσιάζονται, άλλο τόσο χάνουν σε αντίκτυπο. Έχει ενδιαφέρον που 27 χρόνια μετά, η παρέα του Ντέρι πρέπει να συγκρουστεί μετωπικά με τα τραύματά της, υποχρεωμένη να ξύσει πληγές και να κλείσει δια παντός τους ανοιχτούς λογαριασμούς μιας δύσκολης ενηλικίωσης στην Αμερική πλέον της ρητορικής του Τραμπ, ωστόσο η παράμετρος αυτή δεν συνυπολογίζεται ιδιαίτερα προς όφελος μιας τετριμμένης εξέλιξης της αφήγησης.

Δομημένο στα πρότυπα ενός εφιάλτη που ζωντανεύει ξανά και ξανά, με εμβόλιμες ανάσες αυτοαναφορικού χιούμορ, το φιλμ δίνει χώρο σε κάθε ήρωα να αναμετρηθεί με τους προσωπικούς του φόβους σε σεκάνς που βγάζουν…μάτι αλλά δεν κορυφώνουν τον τρόμο κι ας μεγαλοποιείται η εικόνα των τρομακτικών δαιμονο-τεράτων. Η μεγάλη σεκάνς της τελικής αναμέτρησης με τον κλόουν απογειώνει μεν εκκωφαντικά και θεαματικά τη δράση, προσδιορίζει δε και τον άνισο χαρακτήρας της κινηματογραφικής μεταφοράς ενός εκ των διασημότερων βιβλίων του Στίβεν Κινγκ. (2019) 

«Η εμμονή»/ («Une Intime Conviction») ***/Σκηνοθεσία: Αντουάν Ρεμπόλ / Παίζουν: Μαρίνα Φόι, Ολιβιέ Γκουρμέ

Η Νόρα, σεφ που εκτελεί σύντομες παραγγελίες σε μπρασερί της Τουλούζης και ανύπαντρη μητέρα ενός αγοριού, παθιάζεται με την υπόθεση του Ζακ Βιγκιέ, ευυπόληπτου καθηγητή δικαίου και πατέρα τριών παιδιών, που αφού αθωώνεται στην πρώτη δίκη για τον υποθετικό φόνο της εδώ και δέκα χρόνια εξαφανισμένης συζύγου του, το σώμα της οποίας δεν έχει βρεθεί, πρόκειται να δικαστεί ξανά ενώπιον ενός μικρού σώματος ενόρκων. Ένορκος στην πρώτη δίκη και εργοδότρια της κόρης του Βιγκέ που βοηθάει τον γιο της στα μαθήματά του, η Νόρα πείθει έναν επιφανή δικηγόρο να αναλάβει την υπεράσπισή του στο εφετείο και αφοσιώνεται πλήρως στην αμισθί εργασία, παραμελώντας δουλειά και παιδί, καθώς ερευνά τις παλιές τηλεφωνικές συνομιλίες του εραστή της χαμένης συζύγου…

Μια αληθινή πολύκροτη δικαστική υπόθεση στη Γαλλία που επαναλήφθηκε δύο φορές βασισμένη σε ελλιπή στοιχεία και υποθετικά συμπεράσματα, δίνει πρώτης τάξεως υλικό στον πρωτοεμφανιζόμενο στη σκηνοθεσία Αντουάν Ρεμπόλ για ένα δικαστικό χρονικό, μακρινό απόγονο της υποψήφιας για ξενόγλωσσο Όσκαρ «Αλήθειας» (1960) του Ανρί-Ζορζ Κλουζό. Είδος με το οποίο σπανίως καταπιάνεται το γαλλικό σινεμά, εξαιτίας της πολυπλοκότητας του γαλλικού δικαστικού συστήματος, μα που εδώ ανάγεται μέσα από μια υποδειγματικά ψύχραιμη, δημιουργικά καίρια στην επιλογή του κεντρικού χαρακτήρα (εξαιρετική η Μαρίνα Φόι) όσο και αγωνιώδη δραματουργική προσέγγιση σε ένα διαχρονικά επίκαιρο δικαστικό δράμα γύρω από την αναζήτηση της αλήθειας.

Αποφεύγοντας τον βατό ακαδημαϊσμό των αμερικανικών δικαστικών δραμάτων, ο Ρεμπόλ εκθέτει πληθωρικά την εμμονή της πρωταγωνίστριας (χαρακτήρας επινοημένος και όχι αληθινός) με την αθωότητα του Βιγκέ, πριμοδοτεί τη δράση βάζοντάς τη να ακούει τις παρελθοντικές τηλεφωνικές συνομιλίες και αντιπαραθέτει τακτικά τον ορθολογισμό με την προκατάληψη, την φαντασίωση και το συναίσθημα με την λογική, την πολύπλοκη έννοια της θεσμικής δικαιοσύνης με αυτή του λαϊκού δικαστηρίου. Την ίδια στιγμή, ο ίδιος ο κατηγορούμενος (ένας πειστικά αόριστος και απόμακρος Λοράν Λουκάς) παραμένει μια φιγούρα που προκαλεί τον θεατή να την αποκρυπτογραφήσει. (2018)

«Που χάθηκες, Μπερναντέτ»/ («Where You’d Go, Bernadette») **/Σκηνοθεσία: Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ/ Παίζουν: Κέιτ Μπλάνσετ, Μπίλι Κράνταπ, Κρίστεν Γουίγκ, Έμα Νέλσον, Λόρενς Φίσμπερν

Η Μπερναντέτ, βραβευμένη αρχιτέκτονας που έχει παρατήσει προ πολλού το επάγγελμα, σύζυγος ενός ανήσυχου για την κατάστασή της συζύγου που εργάζεται σε μεγάλη εταιρεία πληροφορικής και μητέρα της έφηβης Μπι που πιστεύει ότι το επικείμενο οικογενειακό ταξίδι στην Ανταρκτική θα λειτουργήσει ευεργετικά για όλους, αντιμετωπίζει βαθιά κρίση. Σχεδόν αγοραφοβική, καταναλώνει ποσότητες ηρεμιστικών, ώσπου ένα ατύχημα που καταστρέφει το σπίτι της γειτόνισσας και μια διαδικτυακή απάτη που προκαλεί την παρέμβαση του FBI, προκαλεί την εξαφάνιση της Μπερναντέτ…Αποπροσανατολισμένος κάπου στη διαδικασία απόδοσης του ομότιτλου μπεστ σέλερ της Μαρία Σεμπλ στο οποίο βασίζεται η ταινία, ο Ρίτσαρντ ΛινκλέιτερΠριν από τα μεσάνυχτα», «Μεγαλώνοντας») μεγεθύνει και απλώνει χωρίς προφανή λόγο ή συμπαγές ύφος τις εκκεντρικές λεπτομέρειες ενός οικογενειακού δράματος και κυρίως, τις ιδιοτροπίες ενός γυναικείου χαρακτήρα σε αναζήτηση αυτοπραγμάτωσης, που μοιάζει να μην δικαιώνεται με ρεαλιστικούς όρους. Ακόμα κι αν αυτή που ενσαρκώνει την εν λόγω ηρωίδα είναι η χαμαιλεοντική Κέιτ Μπλάνσετ. Πάντοτε προβληματισμένος γύρω από θέματα που άπτονται της έννοιας του χρόνου και των φόβων ή της συμπεριφοράς του ανθρώπου σε σχέση με αυτόν, ο δημιουργός του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά σπεύδει περιέργως για την πολιτική ορθότητα και το συμμάζεμα της επικίνδυνα ξεχειλωμένης ιστορίας η οποία και προκύπτει ως δικαίωση της προβληματικής ηρωίδας σε ένα γρήγορο, ανέφελα διασκεδαστικό και αισιόδοξο φινάλε. (2019)

«Angry Birds: Η ταινία 2»/ («The Angry Birds Movie 2») **/ Σκηνοθεσία: Θόροπ Βαν Όρμαν/ Με τις φωνές των (στα ελληνικά): Γιώργου Πυρπασόπουλου, Γιάννη Ζουγανέλη, Δημήτρη Σάρλο, Λένας Μαραβέα, Μαριάνθης Σοντάκη

Τα θυμωμένα πουλιά που δεν πετάνε και τα κακόβουλα πράσινα γουρούνια αντιμετωπίζουν μία κοινή απειλή που βάζει σε κίνδυνο τα νησιά τους. Ο Ρεντ, ο Τσακ, ο Μπομπ και ο Σούπερ Αετός επιστρατεύουν την αδελφή του Τσακ, Σίλβερ, και ενώνουν τις δυνάμεις τους με το γουρούνι Λέοναρντ, τη βοηθό του Κόρτνεϊ και τον Γκάρι για να κάνουν ανακωχή και να σχηματίσουν μία ομάδα κρούσης που θα σώσει τα νησιά τους... Βασισμένη στο υπερεπιτυχημένο video game από τη Φινλανδία, που έχει «κατέβει» πάνω από 4 δισεκατομμύρια φορές μέχρι σήμερα, η πρώτη ταινία «Angry Birds» (2016) σημείωσε εισπρακτική επιτυχία. Το δεύτερο κινηματογραφικό της κεφάλαιο έχει άφθονη δράση και ανοησία τοποθετώντας τα πολύχρωμα πλασματάκια του ψηφιακού παιχνιδιού σε μια περιπέτεια τύπου Τζέιμς Μποντ με δάνεια από κάθε ανιμέισον-υπερπαραγωγή που έχει περάσει από την μεγάλη οθόνη. (2019)

Επανεκδόσεις

«Οι νύχτες της Καμπίρια»/ («La Notti di Cabiria»)/ Σκηνοθεσία: Φεντερίκο Φελίνι *****/ Παίζουν: Τζουλιέτα Μασίνα, Φρανσουά Περιέ, Αμεντέο Νατζάρι

Η Καμπίρια, μια αγαθή πόρνη από τις εργατικές συνοικίες της Ρώμης, περιπλανιέται σε μια αφιλόξενη για εκείνη Ρώμη και παρ’ όλο που γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης στα χέρια των αντρών – ενός γόη που τις αρπάζει τα χρήματα και την ρίχνει στο ποτάμι να πνιγεί, ενός πλούσιου κινηματογραφικού αστέρα, ενός ταχυδακτυλουργού σε συνοικιακό βοντβίλ κι ενός ακόμη ερωτύλου που θα αρπάξει τις οικονομίες της - δεν χάνει ποτέ το κουράγιο και την αισιοδοξία της...Δεύτερο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας μετά το «La Strada», για τον Φελίνι της νεορεαλιστικής περιόδου, με την Τζουλιέτα Μασίνα να αποτελεί μια εμβληματική παραλλαγή του Σαρλό. Κοφτερό σενάριο, που φέρει και την υπογραφή του νεαρού τότε Πιερ Πάολο Παζολίνι, συναίσθημα και εκπληκτική πικρόγλυκη αίσθηση χάρη στην ερμηνεία της Μασίνα σε ένα φιλμ-σχόλιο για την αναζήτηση της ευτυχίας και τον ρόλο της εκκλησίας, που έμελλε να αποτελέσει και το σκαλοπάτι για την επόμενη φελινική περίοδο των αριστουργηματικών «La Dolce Vita» και «8 ½». Το μιούζικαλ «Sweet Charity» που πρωτοανέβηκε στο Μπρόντγουεϊ το 1966 σε σκηνοθεσία Μπομπ Φόσι και μεταφέρθηκε από τον ίδιο στον κινηματογράφο τρία χρόνια αργότερα με την Σίρλεϊ ΜακΛέιν αποτελεί διασκευή των «Νυχτών της Καμπίρια». (1957)

«Η τελευταία ταινία»/ («The Last Movie») ***/ Σκηνοθεσία: Ντένις Χόπερ/ Παίζουν: Ντένις Χόπερ, Στέλα Γκαρσία, Ντον Γκόρντον, Τζούλι Ανταμς, Σίλβια Μάιλς, Πίτερ Φόντα, Σάμιουελ Φούλερ

Ένα συνεργείο από το Χόλιγουντ πραγματοποιεί τα γυρίσματα ενός γουέστερν σε ένα απομακρυσμένο χωριό στο Περού. Όταν η παραγωγή ολοκληρώνεται, ο κασκαντέρ Κάνσας, παραμένει εκεί, γυρεύοντας χρυσό αλλά και τον έρωτα στην αγκαλιά μιας πρώην πόρνης ενώ οι ντόπιοι προσπαθούν να γυρίσουν μια δική τους ταινία στο παρατημένο σκηνικό στήνοντας μια τελετουργική αναπαράσταση της παραγωγής με τον Κάνσας ως εξιλαστήριο θύμα. Η κατά μέτωπο επίθεση του Ντένις Χόπερ στο σύστημα του Χόλιγουντ και τις ψευδαισθήσεις του χολιγουντιανού σινεμά είναι μια χαοτική ανά στιγμές, επαναλαμβανόμενη ωστόσο εντυπωσιακή στην κινηματογραφική της γλώσσα αυτοαναφορική δημιουργία, σε σενάριο του ίδιου και του Στιούαρτ Στερν («Επαναστάτης χωρίς αιτία»), σαφώς επηρεασμένη από τον Γκοντάρ και τη νουβέλ βαγκ, τους καλλιτέχνες της Ποπ και της Αφηρημένης Τέχνης που θαύμαζε παθιασμένα ο Χόπερ. Πλούσιο και περιπετειώδες το παρασκήνιο της ταινίας που εξόργισε το Χόλιγουντ και αποτελεί και τη δεύτερη, γυρισμένη στο Περού, δημιουργία του Χόπερ μετά την επιτυχία του «Ξένοιαστου καβαλάρη», που τον έστειλε ουσιαστικά «εκτός κυκλοφορίας» για αρκετά χρόνια. Η ονειρική, παραισθητική αφηγηματικότητα της, η σινεφιλική της διάσταση και η οξεία, ενοχλητική κριτική της στην ιδεολογία της μπλεγμένης στον Πόλεμο του Βιετνάμ Αμερικής του Νίξον, την καθιστούν ένα ιδιότυπο, ταραγμένο, κατά πάντων, μανιφέστο που δεν γερνάει στον χρόνο. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα σε κινηματογραφική διανομή. (1971).

«Πορφυρά ποτάμια»/ («Les Rivieres Pourpres») **/ Σκηνοθεσία: Ματιέ Κασοβίτς/ Παίζουν: Ζαν Ρενό, Βενσάν Κασέλ

Δύο αστυνομικοί επιθεωρητές που ερευνούν δύο διαφορετικές υποθέσεις – ο ένας την φριχτή δολοφονία ενός νεαρού άνδρα στην πανεπιστημιούπολη του Γκερνόν στις Άλπεις και ο άλλος τη σύληση του τάφου ενός 10χρονου κοριτσιού και την εξαφάνιση των στοιχείων του από τα σχολικά αρχεία – θα διαπιστώσουν πως οι υποθέσεις τους συγκλίνουν καθώς τα φονικά αυξάνονται...Έχοντας ενσωματώσει πλήρως τους κώδικες και την ατμόσφαιρα αγωνίας του αμερικανικού αστυνομικού θρίλερ όπως αυτό εκφράστηκε σε κορυφαία φιλμ του είδους με άξονα την ψυχολογία των εμπλεκόμενων διωκτών του νόμου («Η σιωπή των αμνών», «Seven»), το μακάβριο θέαμα και την ανθρώπινη διαστροφή, ο Ματιέ Κασοβίτς και ο Ζαν-Κριστόφ Γκρανζέ συνεργάστηκαν στο σενάριο  για να μεταφέρουν πριν από 19 χρόνια το ομώνυμο μπεστ σέλερ του δεύτερου στην μεγάλη οθόνη. Η μεγάλη τους εμπορική επιτυχία, εξαιρετικά δημοφιλής και στη χώρα μας όπως και το σάουντρακ του Μπρουνό Κουλέ, δεν διαφέρει σε τίποτα από ένα παραγεμισμένο με κλισέ και υπερβολές χολιγουντιανό μπλοκμπάστερ που όμως καταναλώνεται σαν το καλό ποπ κορν χάρη στη σκηνοθετική βιρτουοζιτέ του δημιουργού του «Μίσους». Απέσπασε πέντε υποψηφιότητες στα γαλλικά βραβεία Σεζάρ. (2000).

Στίβεν Κινγκοι ταινίες της εβδομάδας