Σινεμά|22.10.2019 17:21

Οι ταινίες της εβδομάδας: Μια ιστορία αγάπης και ο Ντιέγκο Μαραντόνα

Άντα Δαλιάκα

«Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται» («Portrait de la Jeune Fille en Feu») / Σκηνοθεσία: Σελίν Σιαμά / ***1/2 

Παίζουν: Νέμι Μερλάν, Αντέλ Ενέλ, Λουάνα Μπαζραμί, Βαλέρια Γκολίνο

Το 1770, σε μια απομονωμένη περιοχή της Βρετάνης στην ακτογραμμή του Ατλαντικού, μια χήρα κοντέσα, ιταλικής καταγωγής, προσλαμβάνει τη νεαρή ταλαντούχο ζωγράφο Μαριάν, για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της κόρης της Ελοΐζ, προκειμένου αυτό να σταλεί στον επίδοξο αρραβωνιαστικό της στο Μιλάνο, καταπώς ορίζει η παράδοση.

Είναι η περίοδος που το ρεύμα του ρομαντισμού επικρατεί στην τέχνη. Η Ελοΐζ, όμως, αρνείται να ποζάρει – κάτι που δεν έκανε ούτε για τους προηγούμενους ζωγράφους που κλήθηκαν να εκτελέσουν την ίδια εργασία. Να συνδέεται, άραγε, αυτή η στάση της με τη θλίψη της για τον χαμό της μεγαλύτερης αδελφής της που σκοτώθηκε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες;

Η κοντέσα προτρέπει, συνεπώς, τη Μαριάν να κρύψει την αλήθεια και να ζωγραφίσει από μνήμης την Ελοϊζ, αναλαμβάνοντας τον ρόλο της συνοδού της στις καθημερινές της βόλτες. Έτσι, οι δύο νεαρές γυναίκες ξεκινούν τους καθημερινούς περιπάτους τους κατά τις τελευταίες ημέρες «ελευθερίας» της Ελοΐζ, όπου θα αναπτυχθεί μια βαθιά σχέση μεταξύ τους, πέρα από τα όρια της φιλίας.

Εκπληκτικής κομψότητας και συναισθηματικού εύρους δράμα εποχής της Σελίν Σιαμά, που λειτουργεί σε πολλά επίπεδα ιδεών σε σχέση με το σήμερα, αφήνοντας τις δύο ηρωίδες του να ζήσουν, να ερωτευτούν, να αγαπηθούν και να ωριμάσουν προσωπικά, κοινωνικά και πολιτικά, μέσα σε έναν ολότελα δικό τους κινηματογραφικό καμβά.

Οξύτατη σεναριογράφος (το θέμα της παιδικής κακοποίησης ως γροθιά στο στομάχι μέσα από το υποψήφιο για Όσκαρ «παιδικό» animation «Εγώ ο Κολοκυθάκης») και κυρίως σκηνοθέτης («Water Lilies», «Το αγοροκόριτσο», «Τα κορίτσια») ορμητικών δραμάτων ενηλικίωσης με θεματολογία που διαπερνά τον γυναικείο ψυχισμό και προτάσσει θέματα όπως την επιλογή του φύλου, τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, την αναζήτηση ταυτότητας εν γένει στο μεταίχμιο εφηβείας – ενηλικίωσης, η ίδια προστρέχει στον αναχρονισμό ενός ακαδημαϊκού δράματος εποχής για να το μετατρέψει σε ένα μοντέρνο κοινωνικό πορτρέτο.

Η ταινία της Σιαμά μπορεί να μην αποφεύγει ακριβώς την πόζα και το «φιλοσοφείν» του είδους, τα οποία ενίοτε κουράζουν, τα κατακτά όμως και τα υπερβαίνει με την εγκεφαλική-συναισθηματική πένα της και δύο εκπληκτικά αισθαντικές πρωταγωνίστριες που χάνονται μέσα στους ρόλους της. Οι οποίες σε καλούν να τους αφιερώσεις χρόνο και να σκεφτείς. Το ίδιο όπως και ο ήχος ή οι σιωπές της φύσης και η μουσική: άτονη, ακαπέλα ή χορωδιακή. Από τη μία, η Μαριάν, χειραφετημένη, κάνει πράξη συνειδητοποιημένα αυτό που θέλει, στα όρια που η κοινωνία της έχει εκ προοιμίου θέσει: ακολουθεί την τέχνη της, είναι καλλιτέχνης. Παρατηρεί το όμορφο αντικείμενο του πορτρέτου της. Η Ελοϊζ είναι διαφορετική. Δεν μπορεί να σπάσει τα δεσμά της αριστοκρατικής της καταγωγής ωστόσο έχει δύναμη μέσα της και φλέγεται. Φλέγεται, όπως μια γυναίκα που ερωτεύεται, επιθυμεί, θέλει διακαώς να αυτοπροσδιοριστεί, να βρει ταυτότητα – αυτό που δεν της επιτρέπεται.

Στο ερωτικό ταξίδι των δύο γυναικών, η Σιαμά φιλοτεχνεί τον δικό της καμβά, βάσει των τάσεων στη μόδα και την τέχνη του 18ου αιώνα, γεμάτο μικρές σεναριακές πινελιές που οσμώνουν ανατροπές και εικαστικούς συμβολισμούς και καταδεικνύουν κοινωνικές παρατηρήσεις.

Όπως και βάθος συναισθημάτων έτσι ώστε η ιστορία αγάπης των δύο γυναικών να μεταβάλλεται άμεσα σε μια πολυεπίπεδη σπουδή χαρακτήρων οικουμενικής απήχησης. Θρυμματίζοντας τη σεξουαλική παραστατικότητα άλλων λεσβιακών ρομάντζων (Η «Ζωή της Αντέλ» του Αμπνταλατίφ Κεσίς και η «Υπηρέτρια» του Παρκ Τσαν Γουκ αποτελούν τα πιο πρόσφατα και τρανταχτά παραδείγματα) με έναν ιδιοσυγκρασιακό τρόπο, ξεπερνά μονοδιάστατες αντιλήψεις περί φεμινισμού και μετουσιώνεται σε διπλό ύμνο στον ρομαντικό έρωτα και κάθε πτυχή της γυναίκας ως κοινωνικό και πολιτικό ον. Βραβείο σεναρίου στο Φεστιβάλ Καννών. (2019)

«Ντιέγκο Μαραντόνα» («Diego Maradona») / Σκηνοθεσία: Ασίφ Καπάντια / ***1/2 

Τον Ιούλιο του 1984 ο Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα φτάνει στη Νάπολη με την πλέον πολυδάπανη μεταγραφή στην παγκόσμια ποδοσφαιρική ιστορία και για τα επόμενα επτά χρόνια κατακτά τα πάντα. Το απόλυτο είδωλο του σύγχρονου ποδοσφαίρου και η πιο παθιασμένη και επικίνδυνη πόλη της Ευρώπης γίνονται οι ιδανικοί παρτενέρ. Στο γήπεδο, ο Ντιέγκο Μαραντόνα ήταν μια ιδιοφυία. Έξω από αυτό τον αντιμετώπιζαν σαν θεό. Όλα είχαν κάτι από το υλικό των ονείρων. Όμως υπήρχε και το τίμημα…

Η τρίτη ταινία από τον Ασίφ Καπάντια και την ομάδα πίσω από το βιογραφικό ντοκιμαντέρ «Senna» (για τον Βραζιλιάνο άσσο της Φόρμουλα 1 Άϊρτον Σέννα) και το βραβευμένο με Όσκαρ «Amy» (για την Έϊμι Γουαϊνχάουζ), δημιουργήθηκε μέσα από 500 ώρες λήψεων από το προσωπικό αρχείο του Ντιέγκο Μαραντόνα και προβάλλεται για πρώτη φορά δημόσια, διαθέτοντας εκτός κάδρου αφηγήσεις των προσώπων που σημάδεψαν τη ζωή του.

Επιδέξιος αφηγητής ιστοριών ανόδου και πτώσης ειδώλων παγκοσμίου φήμης, μέσα από τη χρήση χορταστικού, υπέρογκου υλικού, ο Καπάντια συνθέτει ορμητικά το πορτρέτο του ποδοσφαιριστή που αποθεώθηκε και μισήθηκε όσο κανείς άλλος στην ποδοσφαιρική ιστορία, επικεντρωμένος στην περίοδο της ακμής του στη Νάπολη και τις εμβληματικές μάχες του στα γήπεδα από την κατάκτηση του ενός τίτλου στον άλλον στα γήπεδα της Ιταλίας και του κόσμου: γκολ και αποθέωση, γλέντια και πάρτι, γκολ και σπέρμα (εγκυμοσύνες και ανεπιθύμητα μωρά), γκολ και υστερία και καταστροφή από τους δρόμους της Αργεντινής ως τις κακόφημες συνοικίες της Νάπολης σε 130 λεπτά.

Πρόκειται, βέβαια, για ένα ξεκάθαρα υποκειμενικό πορτρέτο του Μαραντόνα, καθότι παρμένο από το προσωπικό του αρχείο που τράβηξαν δικοί του κάμεραμεν, ωστόσο, ο Καπάντια το χειρίζεται τόσο επιδέξια που η αδρεναλίνη του γηπέδου και των αποδυτηρίων, ποτίζει απολαυστικά τη μεγάλη οθόνη. Ο Μαραντόνα και η αποθεωτική ή μισητή κοινωνική του διάσταση στην πατρίδα του Αργεντινή και τη Νάπολη της Ιταλίας όπου αγαπήθηκε σαν σωτήρας μιας ολόκληρης κοινωνίας σε συνάρτηση με τα ιστορικά γεγονότα κάθε περιόδου (η κόντρα των εθνικών ομάδων της Αργεντινής και της Αγγλίας μετά τον πόλεμο των  Φόκλαντς, για παράδειγμα) έχει ειδικό βάρος. Υπογραμμίζει τη μοναδική στον αθλητισμό διάσταση του ποδοσφαίρου ως λαοφιλές μέσο ψυχικής ανάτασης αλλά και μαζικής καταρράκωσης, περιεργάζεται τον αθλητή ως λαϊκό ηγέτη-ίνδαλμα ενώ κρούει το κόκκινο καμπανάκι της εκμετάλλευσης αυτής της εικόνας από κάθε μορφής εξουσία.

Ο Καπάντια δεν επεξεργάζεται τον θρύλο-Μαραντόνα σε βαθμό που να διαλύει τον μύθο του (έχει εξ αρχής επιλέξει πλευρά), κρατάει μια προσεκτική απόσταση από τη σχέση του με τη ναπολιτάνικη μαφία, όμως δείχνει την πτώση του με τρόπο που ο απόηχος της είναι το ίδιο καθηλωτικός με τη σαρωτική ευφορία που προκαλούσε κάποτε στα γήπεδα. Το παιδί-θαύμα με «το χέρι του θεού», πρέπει να προστατευθεί, όχι να καταστραφεί. «Λίγο απάτη και πολλή ιδιοφυία» σχολιάζει κάποιος τον θρίαμβο του Μαραντόνα στο Παγκόσμιο Κύπελο του 1986 . Αυτή η φράση εκφράζει και τη ραχοκοκαλιά του ντοκιμαντέρ. (2019)

«Οροσειρά των ονείρων» («The Cordillera Of Dreams») / Σκηνοθεσία: Πατρίσιο Γκουζμάν / ***

Μετά το αριστουργηματικό «Νοσταλγώντας το Φως» (2010) και το βραβευμένο με Αργυρή Άρκτο «Μαργαριταρένιο Κουμπί» (2015), ο Πατρίσιο Γκουζμάν ολοκληρώνει την τριλογία της ιστορικής μνήμης, προσανατολίζοντας τη ματιά του στην Κορδιλιέρα, τη σχεδόν απόκοσμη οροσειρά των Χιλιανών Άνδεων. Μια τριλογία του που συνδέει τις φυσικές επιστήμες, το αντιφατικό χιλιανό φυσικό τοπίο με το συλλογικό τραύμα της δικτατορίας του Πινοσέτ και την ανάγκη διατήρησης της ιστορικής μνήμης, εδώ σε εξερεύνηση ενός ακόμα χαρακτηριστικού φυσικού γνώρισμα της πατρίδας Χιλής.

Ολοκληρωτικά δοσμένος στα ιδανικά του, στρατευμένος μαρξιστής και αυτοεξόριστος στην Ευρώπη, ο Γκουσμάν, κορυφαίος εκπρόσωπος του ποιητικού και του πολιτικού σινεμά τεκμηρίωσης, αποφεύγει να επιστρέψει στη Χιλή. Δεν αναγνωρίζει τη χώρα του ούτε το νέο της αστικό φιλελεύθερο πολιτικό πρόσωπο και ενώ συνεχίζει την ποιητική, φιλοσοφημένη εξερεύνηση του ανάμεσα στο εφήμερο της ανθρώπινης φύσης και την άχρονη υπόσταση της μητέρας Φύσης, περιορίζεται εδώ και εγκλωβίζεται σε ένα επαναλαμβανόμενο αυτοαναφορικό μοτίβο.

Από την έρημο Ατακάμα και το νυχτερινό ονειρό (Νοσταλγώντας το φως) στο νερό της ατέρμονης χιλιανής ακτογραμμής (Μαργαριταρένιο κουμπί) και τώρα στην ονειρική, χιονισμένη «Οροσειρά...», το  κινηματογραφικό τρίπτυχο κλείνει λιγότερο εμπνευσμένα από ότι προσδοκούσαμε λόγω των δύο αριστοτεχνικών πρώτων κεφαλαίων. Το τρίο είναι και το λιγότερο εντυπωσιακό κεφάλαιο του τρίπτυχου, περιορισμένο σημαντικά στο σκεπτικό του (ο Γκουζμάν εκθέτει την προσωπική του άποψη ανατρέχοντας στις βιωματικές του μνήμες με επικριτική στάση απέναντι στους αμνησιακούς ομοεθνείς του) ενώ η επαναλαμβανόμενη χρήση των αεροφωτογραφιών – επιβλητική μεν – δεν αρκεί για να δώσει μια ικανοποιητικά αλληγορική διάσταση στη σύγχρονη πραγματικότητα του μητροπολιτικού Σαντιάγκο κατά πως υπαγορεύει το στυλ της αφήγησης. Παρά, ωστόσο, το πολιτικό ρέκβιεμ που διακατέχει τον λόγο του Γκουζμάν ως κεντρικού αφηγητή και νοσταλγού των ιδανικών πριν της δικτατορίας του Πινοσέτ, μια σπίθα αισιοδοξίας για τις νέες γενιές που δείχνουν να θυμούνται, μετατρέπει συνολικά την τριλογία σε ένα ντοκουμέντο μνήμης. Βραβείο καλύτερου ντοκιμαντέρ στο Φεστιβάλ Καννών 2019.

«Μη χαμηλώνεις το βλέμμα» («Never Look Away») / Σκηνοθεσία: Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ / ***

Παίζουν: Τομ Σίλινγκ, Σεμπάστιαν Κοχ, Πόλα Μπιρ 

Ο μικρός Κουρτ Μπάρνερτ, παιδάκι με έφεση στη ζωγραφική, μεγαλώνει στη Γερμανία του Γ΄ Ράιχ. Στο πλευρό του η νεαρή όμορφή θεία του Ελίζαμπεθ τον πηγαίνει σε εικαστικές εκθέσεις όπου και τον μυεί στην αλήθεια της τέχνης, την ομορφιά της, τον μαθαίνει να μην αποστρέφει το βλέμμα ποτέ σε οτιδήποτε είναι αληθινό. Όμως ο Κουρτ θα πληγωθεί από τον χαμό της όμορφης Ελίζαμπεθ, ελεύθερο πνεύμα και περίπτωση σχιζοφρένειας που αφού εξαναγκάζεται σε εγκλεισμό σε ψυχιατρική κλινική, γίνεται ένα από τα θύματα της απολυταρχικής κυβέρνησης, μέρος του προγράμματος στείρωσης και θανάτωσης εκατοντάδων ατόμων με ειδικές ανάγκες και ψυχικές διαταραχές. Σε ένα απίθανο γύρισμα της τύχης, ο επιβλέπων του προγράμματος, καθηγητής και γυναικολόγος Καρλ Σίμπαντ, θα γίνει στη μεταπολεμική Ανατολική Γερμανία η σκιά του ως ο πατέρας της αγαπημένης του Έλι, συμφοιτήτριας του στη σχολή Καλών Τεχνών, όπου θα προσπαθήσει να ανοίξει τα φτερά του με πρώτο σταθμό τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό…

Η τρίτη κατά σειρά ταινία του Φλόριαν Χένκελ φον Ντόνερσμαρκ, μετά τη διεθνή επιτυχία και το Όσκαρ των «Ζωών των άλλων» αλλά και της χολιγουντιανής αποτυχίας «The Tourist», ακούγεται σαν σενάριο ιδανικό για τηλεοπτική μίνι-σειρά εποχής κομπλέ με κάθε δραματική κορώνα που μπορεί να κρύβει κάθε περίοπτο τηλε-έπος για το τραύμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Καθώς ο φον Ντόνερσμαρκ δεν αποφεύγει το ατσάλινο ακαδημαϊκό ύφος στην ταινία του θα μπορούσαμε και να υποπτευθούμε ότι το σενάριό του προοριζόταν για την τηλεόραση. Ωστόσο η σύνδεση με το πρότζεκτ του Γερμανού ζωγράφου Γκέρχαρντ Ρίχτερ, του οποίου η ζωή και οι σοκαριστικές ανακαλύψεις για τον πεθερό του, ενέπνευσαν το φιλμ, αλλάζει τα δεδομένα.

Aκόμα κι αν δεν αποφεύγει τα κλισέ και τις απιθανότητες, ο Ντόνερσμαρκ κρατάει ρυθμό και ένταση στην ταινία ενώ το τρίωρο δράμα του διατρέχει καμιά τριανταριά χρόνια γερμανικής ιστορίας πότε κοιτώντας με δέος την απεχθή, ατσαλάκωτη φιγούρα του ναζί Σεμπάστιαν Κοχ και πότε αναζητώντας μια λύση στο τραύμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την αλήθεια της τέχνης. Αυτό που μας κέρδισε ήταν η αφιερωμένη στην παρατήρηση, ματιά του δημιουργού-ζωγράφου ως όχημα για μια απαλλαγμένη από τη λογοκρισία και τις συμβάσεις δημιουργία, ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο σε μία γενικώς καλοκουρδισμένη αφήγηση. Κέρδισε υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ταινίας και διεύθυνσης φωτογραφίας αφού πέρασε από το διαγωνιστικό του Φεστιβάλ Βενετίας. (2018)

«Σον το πρόβατο: Η ταινία -Φαρμαγεδών» («A Shaun The Sheep Movie: Farmageddon») / Σκηνοθεσία: Γουίλ Μπλέτσερ και Ρίτσαρντ Φέλαν / ***

Με τις φωνές των: Τζάστιν Φλέτσερ, Τζον Σπαρκς, Αμαλία Βιτάλ

Παράξενα φώτα πάνω από την ήσυχη πόλη του Μόσινγκχαμ σηματοδοτούν την άφιξη ενός μυστηριώδους επισκέπτη. Μία άτακτη και αξιαγάπητη εξωγήινη, η ΛΟΥ-ΛΑ, προσγειώνεται κατά τύχη στην Φάρμα, και ο Σον αρπάζει αμέσως την ευκαιρία για μια γαλαξιακή περιπέτεια με αποστολή να βοηθήσει την ΛΟΥ-ΛΑ να γυρίσει σπίτι της. Η ΛΟΥ-ΛΑ με τις μαγικές εξωγήινες δυνάμεις της εκτός ελέγχου κάνει την μία καταστροφική σκανδαλιά μετά την άλλη και ο Σον θα πρέπει να οδηγήσει την φίλη του σε ένα ταξίδι μέσα στο δάσος για να βρουν το χαμένο της διαστημόπλοιο προτού μια μυστηριώδης υπηρεσία την αιχμαλωτίσει. Τέσσερα χρόνια μετά την πρώτη πετυχημένη – άνευ διαλόγων όπως και η δημοφιλής τηλεοπτική σειρά - κινηματογραφική τους εξόρμηση στη μεγάλη πόλη και τη μεγάλη οθόνη, που απέφερε μια υποψηφιότητα για Όσκαρ, τα αξιολάτρευτα πρόβατα της Aardman επιστρέφουν στο σινεμά. Με νέο δίδυμο στη σκηνοθεσία και ένα σωρό από γκαγκς, αστείρευτης όσο και ακαταμάχητης ανοησίας, το μεγάλο σουξέ της βασίλισσας εταιρείας στον χώρο του animation με πλαστελίνη ανοίγεται στο σύμπαν της επιστημονικής φαντασίας (ειδικά του «Ε.Τ. ο Εξωγήινος» από όπου δανείζεται και τη βασική της ιδέα) και των μπλοκμπάστερ ενσωματώνοντας έναν χαρακτήρα που μοιάζει να προέρχεται από το προνηπιακού προσανατολισμού τηλεοπτικό σόου Teletubbies. Η αφέλεια του δεν συμβαδίζει με το ανορθόδοξο «ενήλικο» χιούμορ της σειράς – τουλάχιστον το βρετανικό φλέγμα της παλιοπαρέας του Σον κρατάει το ενδιαφέρον για το αγαπημένο μας animation ζωντανό. (2019)

«Gemini Man» / Σκηνοθεσία: Ανγκ Λι / *

Παίζουν: Γουίλ Σμιθ, Μέρι Ελίζαμπεθ Γουίνστεντ, Κλάιβ Όουεν

Ένας επαγγελματίας δολοφόνος που αποφασίζει να αποσυρθεί μετά από την τελευταία επιτυχημένη αποστολή του βρίσκεται κυνηγημένος να προσπαθεί να επιβιώσει έχοντας στο κατόπι του τον θανάσιμο 24χρονο κλώνο του που έχει παραχθεί στο πλαίσιο μιας ευρείας πλεκτάνης…Τα εχέγγυα υπήρχαν αλλά η εκτέλεση της χολιγουντιανής υπερπαραγωγής στράβωσε εντυπωσιακά στην περίπτωση του «Gemini Man» που έχει μεγαλοπαραγωγούς σαν τον Τζέρι Μπρουκχάιμερ, σεναριογράφους σαν τον Ντέιβιντ Μπένιοφ του «Game Of Thrones», πρωταγωνιστή-σταρ του ύψους του Γουίλ Σμιθ και σκηνοθέτη τον βραβευμένο με Όσκαρ Ανγκ Λι, πραγματικό μεγαλουργό σε επίπεδο θεάματος («Τίγρης και δράκος», «Η ζωή του Πι») και δραματικής ευαισθησίας («Η παγοθύελλα», «Το μυστικό του Brokeback Mountain»). Το πρότζεκτ άλλαξε πολλά χέρια και έρχεται από το παρελθόν όταν ήταν στη μόδα περιπέτειες επιστημονικής φαντασίας σαν την «Έκτη μέρα» με τον Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ εξ ου και η συμμετοχή διαφορετικών σεναριογράφων στο σενάριο για το φρεσκάρισμα του...

Εδώ το ξανάνιωμα του Γουίλ Σμιθ με τη βοήθεια της ψηφιακής τεχνολογίας που τον τοποθετεί εδώ σε διπλό ρόλο αποτελεί και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο όπως και η επιμονή του Λι να γυρίσει άλλη μία ταινία σε υψηλή ταχύτητα (120 καρέ ανά δευτερόλεπτο και σε 4K) μετά το «Billy Lynn’s Long Halftime Walk» (2016). Δυστυχώς, η ψηφιακή οξύτητα που επιτυγχάνεται δίνει την αίσθηση ότι παρακολουθείς ποιότητα βίντεο στη μεγάλη οθόνη απομυζώντας ταυτόχρονα κάθε ενέργεια από τις σκηνές δράσης.

Αλλά και η πλοκή δεν έχει τίποτα το καινούργιο να προσθέσει στο είδος της κατασκοπικής περιπέτειας ή του μελλοντολογικού θρίλερ (περισσότερο Τζέισον Μπορν θυμίζει, βέβαια, παρά οτιδήποτε άλλο) αφήνοντας χαρακτήρες, ανατροπές ακόμα και τις άξιες προσοχής αναμετρήσεις του 50άρη Σμιθ με τον… 24χρονο Σμιθ, στο έλεος ενός αργόσυρτου, πολύ βαρετού στόρι. (2019)

«Ο κυνηγός της νύχτας» («Night Hunter») / Σκηνοθεσία: Ντέιβιντ Ρέιμοντ / *

Παίζουν: Χένρι Κάβιλ, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Αλεξάντρα Νταντάριο

Ένας Βρετανός αστυνομικός εμπλέκεται σε μια παράδοξη συνομωσία που τον φέρνει αντιμέτωπο με ένα παρανοϊκό άντρα, υποκινητή ή και πιθανόν θύμα ενός ευρύτερου σχεδίου απαγωγών και δολοφονιών νεαρών γυναικών την ίδια ώρα που ένας πρώην δικαστής και νυν τιμωρός της νύχτας αυτόκλητος παγιδεύει βιαστές με τη βοήθεια της νεαρής βοηθού του… Πίσω από κάθε εξωφρενικό κινηματογραφικό σενάριο υπάρχει ένας ιθύνων νους που έδωσε το «πράσινο φως» για να γίνει μια κακή ή αδιάφορη ταινία βασισμένη σε αυτό. Ο κυνηγός της νύχτας στέκει κάπου ανάμεσα ως φιλμικό αξιοπερίεργο που συνδυάζει βροντερά κλισέ των αστυνομικών θρίλερ της δεκαετίας του ’90 και της πρώτης δεκαετίας της νεόκοπης χιλιετίας (από «Σιωπή των αμνών» μέχρι «Seven» και δεν συμμαζεύεται) με την πιο μπανάλ αφήγηση, ξεκομμένο από τη σύγχρονη πραγματικότητα. (2018)

οι ταινίες της εβδομάδαςΝτιέγκο Μαραντόνα