Σινεμά|24.10.2019 12:47

Οι ταινίες της εβδομάδας: Οσκαρικές πρεμιέρες και κορυφαίοι σταρ

Άντα Δαλιάκα

Ταινίες με τη σφραγίδα λαμπερών ονομάτων στο καστ, αλλά και πειραματικά φιλμ με σπουδαίες υπογραφές, όπως είναι αυτή του Βέρνερ Χέρτσογκ, θα ανταγωνιστούν τον «Joker» το τετραήμερο της 28ης Οκτωβρίου.

«Τζούντι» (Judy) / Σκηνοθεσία: Ρούπερτ Γκουλντ/ ***

Παίζουν: Ρενέ Ζελβέγκερ, Τζέσι Μπάκλεϊ, Φιν Γουίτροκ, Ρούφους Σιούελ

Τον χειμώνα του ΄68, η Τζούντι Γκάρλαντ περιοδεύει στην Καλιφόρνια δίνοντας συναυλίες με τα δύο παιδιά της από τον τέταρτο γάμο της. Τα οικονομικά χρέη, η άστατη, εξαρτημένη από τις ουσίες, καθημερινότητά της και η δικαστική διαμάχη της κηδεμονίας με τον τελευταίο σύζυγό της θα αναγκάσουν την εύθραυστη και ξεπεσμένη σταρ του Χόλιγουντ να φύγει μόνη της για το Λονδίνο για πέντε εβδομάδες sold out εμφανίσεων τον χειμώνα του στο διάσημο νάιτκλαμπ «The Talk of the Town». Οι αναμνήσεις, όμως, από το ξεκίνημα της στο Χόλιγουντ την κατατρύχουν, ενώ η παρηγοριά που λαχταρά για τη μοναχική ζωή της βρίσκεται στο πρόσωπο ενός νεότερου φερέλπιδος επαγγελματία της σόουμπιζ…

Στα πρότυπα του πρόσφατου «Χοντρός & Λιγνός» (2018) για το λυκόφως της καριέρας των Αμερικανών κωμικών Σταν Λόρελ και Όλιβερ Χάρντι με επίκεντρο τις τελευταίες κοινές εμφανίσεις τους στη Βρετανία, το «Τζούντι» ανασυνθέτει το κύκνειο άσμα της εμβληματικής και συνάμα τραγικής σταρ των μιούζικαλ της Χρυσής Εποχής του Χόλιγουντ, Τζούντι Γκάρλαντ, στο Λονδίνο στα τέλη του ’68 και στις αρχές του ’69, λίγους μήνες πριν από τον πρόωρο θάνατό της, μόλις στα 47 της, από υπερβολική δόση βαρβιτουρικών χαπιών.

Βρετανική παραγωγή, σκηνοθετημένη από τον προερχόμενο από την τηλεόραση, Ρούπερτ Γκουλντ, η ταινία βασίζεται στο θεατρικό «The Εnd Of The Rainbow» του Πίτερ Κουίλτερ και δεν αποκλίνει από τη «ζαχαρωμένη», συντηρητική οπτική μιας τηλεοπτικής βιογραφίας, γυρισμένης κυρίως σε στούντιο, με ουκ ολίγα close up. Η πάλη της Γκάρλαντ ανάμεσα στο προβληματικό παρελθόν της - το ξεκίνημα στο Χόλιγουντ με τις απάνθρωπες επιβολές του στούντιο της MGM και του ιδρυτή της Λούις Μπ. Μέγιερ, που τη σημάδεψαν στην εφηβεία και την καλλιτεχνική πορεία της, παρουσιασμένες εδώ μέσα από εφιαλτικά φλας μπακ – και το εξίσου προβληματικό παρόν της, είναι καθ’ όλα προβλέψιμη, φορτωμένη με χιλιο-ειπωμένα κλισέ βιογραφικών δραμάτων.

Μην ψάχνετε εδώ την πρωτότοκη κόρη της, Λάιζα Μινέλι, γιατί δεν θα τη δείτε παρά μόνο σε μια σύντομη σκηνή (η ίδια η Μινέλι είχε από νωρίς αποστασιοποιηθεί από την ταινία). Αντ’ αυτού, κι ενώ η πλοκή κοιτά την Γκάρλαντ ως μητέρα, γυναίκα και καλλιτέχνιδα με ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση, τυπάρχει μια καταλυτική δευτερεύουσα πλοκή που αναγνωρίζει το στάτους της ως gay icon. Το στόρι δε είναι προφανώς επηρεασμένο από το «I could Go On Singing» (1963) στο οποίο η ίδια η Γκάρλαντ είχε το ρόλο μιας εύθραυστης, αλλά και κοτσονάτης σταρ που δίνει συναυλίες στο London Palladium.

Παρά την έλλειψη πρωτοτυπίας, η στιβαρότητα της Ρενέ Ζελβέγκερ στον ομώνυμο ρόλο καταφέρνει να κρατήσει την ταινία συντονισμένη σε ένα ρυθμικό τέμπο που κρατάει τον θεατή προσκολλημένο στη φιγούρα της. Χαρίζει, επίσης, υπόσταση ακόμα και στους σκιαγραφημένους β’ χαρακτήρες, δυναμιτίζει την ατμόσφαιρα σε κάθε πλάνο και χαρίζει ένα καθαρτικό, συγκινητικό μελωδικό φινάλε, αντάξιο της τραγικής υπόστασης της καλλιτεχνικής προσωπικότητας της Τζούντι Γκάρλαντ.

Η ζωή της πρόωρα χαμένης σταρ κάθε άλλο παρά ουράνια τόξα και θαύματα είχε, στοιχείο που η Τεξανή Ρενέ Ζελβέγκερ (βραβευμένη με Όσκαρ β΄ ρόλου -θυμίζουμε- για την «Επιστροφή στο Cold Mountain» και κυρίως απούσα τα τελευταία χρόνια από το σινεμά) μεταφέρει στην ερμηνεία της, μετατρέποντας τη θλίψη μιας κατεστραμμένης γυναίκας και το σαράκι της καλλιτεχνικής τελειότητας το μεγαλύτερο ατού της ερμηνείας της. Ακόμα κι αν η φωνή της είναι κατώτερη αυτής της «Γκάρλαντ» ή το βλέμμα της «λιγότερο» από το υγρό βαθύ της «Τζούντι», η Αμερικανίδα ηθοποιός πείθει απόλυτα ως ηλεκτρισμένη σκηνική παρουσία και καλλιτέχνιδα στην κόψη του ξυραφιού, διαρκώς διχασμένη ανάμεσα στη δεοντολογία του καλλιτέχνη, το αβάσταχτο βάρος και ταυτόχρονα την κινητήριο δύναμη του ταλέντου της. Δύσκολα θα χάσει μία ακόμη υποψηφιότητα για Όσκαρ. (2019)

«Κρατικά μυστικά» («Official Secrets») / Σκηνοθεσία: Γκάβιν Χουντ / ***

Παίζουν: Κίρα Νάιτλι, Ματ Σμιθ, Ρέιφ Φάινς, Ρις Ίφανς, Μάθιου Γκουντ

To 2003, η μεταφράστρια του Αρχηγείου Επικοινωνιών της βρετανικής κυβέρνησης, Κάθριν Γκαν, άφησε να διαρρεύσει στον Τύπο ένα άκρως απόρρητο e-mail των αμερικανικών Αρχών που υπαγόρευε στις βρετανικές υπηρεσίες να κατασκοπεύσουν άλλα κράτη-μέλη του ΟΗΕ με σκοπό να εκβιάσουν τη θετική ψήφο τους για την εισβολή στο Ιράκ.

Η αληθινή ιστορία της Βρετανίδας πληροφοριοδότη μετατρέπεται σε ένα καλοφτιαγμένο αστυνομικό δράμα, που εμπεριέχει και το δημοσιογραφικό όσο και το δικαστικό χρονικό-σασπένς, από τον πολιτικά σκεπτόμενο αλλά άνισο Γκάβιν Χουντ (βραβευμένο με ξενόγλωσσο Όσκαρ για το «Tsotsi»), που γνωρίζει πως να δώσει μία ευρείας απήχησης, ψυχαγωγική κατά κύριο λόγο, προοπτική σε σύγχρονα πολικοκοινωνικά ζητήματα.

Το σενάριο βασίζεται στο βιβλίο «The Spy Who Tried to Stop a War: Katharine Gun and the Secret Plot to Sanction the Iraq Invasion» των Μάρσια και Τόμας Μίτσελ και ενώ δεν αποφεύγει τους βαρύγδουπους διαλόγους εξετάζοντας την ηθική του πολέμου και της σύγχρονης κατασκοπείας, δεν ηρωοποιεί την Γκαν, αλλά αναγνωρίζει την κοινωνική σημασία της πράξης της. Η στιβαρή «Εθνική Αγγλίας» εδώ με «βασικούς» την Κίρα Νάιτλι, τον Ματ Σμιθ («Το στέμμα») και τον Ρέιφ Φάινς, καθώς και η ρεαλιστική σκηνοθετική προσέγγιση των γεγονότων κρατούν το σασπένς μέχρι τέλους. (2019)

«Οικογενειακή ευτυχία Α.Ε.» («Family Romance, LLC») / Σκηνοθεσία: Βέρνερ Χέρτσογκ / **1/2

Παίζουν: Μαχίρο Τανιμότο, Ισι Γιουίτσι

Μια νεαρή γυναίκα ζητάει από έναν άντρα να υποδυθεί τον πατέρα της κόρης της. Εκείνος ντυμένος με ένα εξαιρετικό κοστούμι, σφίγγοντας με αγωνία τα χέρια του, περιμένει να συναντήσει τη 12χρονη Μαχίρο. Της αποκαλύπτει ότι είναι ο πατέρας της, ζητάει συγγνώμη που την άφησε σαν μωρό χωρίς να κοιτάξει πίσω και της εξηγεί ότι θέλει ένα καλύτερο μέλλον τώρα πια για τους δυο τους. Η μικρή νιώθει αμήχανα, μετά οι δυο τους πηγαίνουν στο πάρκο του Τόκιο με τις ανθισμένες κερασιές, βγάζουν ειδυλλιακές σέλφι. Η σκηνή είναι υπόγεια ανατριχιαστική, ενοχλητική. Είναι, όμως, αλήθεια ή ψέμα; 

Γυρίζοντας τη μία ταινία μετά την άλλη μετά τη βιογραφία της Γερτρούδης Μπελ με τη Νικόλ Κίντμαν («Η βασίλισσα της ερήμου», 2015) –κυρίως ντοκιμαντέρ στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στον θαυμασμό για τη φύση και τις επιδραστικές προσωπικότητες («Into the Inferno», «Meeting Gorbachev», «Nomad: In The Footsteps of Bruce Thatwin»)–, ο Χέρτσογκ βρίσκει στην Ιαπωνία να καταγράψει μια σοκαριστική πραγματικότητα. Αυτής του μεγάλης μοναξιάς του ανθρώπου του 21ου αιώνα και μαζί μιας κοινωνίας που διαθέτει προς πώληση σχέσεις, συναισθήματα, υποκατάστατα ανθρώπων μέσα από την ύπαρξη εταιρειών οι οποίες έναντι αμοιβής, η οποία δεν δηλώνεται ποτέ στην ταινία, διαθέτουν υπαλλήλους για «ρόλους» σε οικογένειες.

Οι υπάλληλοι-ηθοποιοί ειδικεύονται στο να αναπαράγουν στιγμές ευτυχίας για χάρη των πελατών που θέλουν να παρηγορηθούν, να παρηγορήσουν και να ανακουφίσουν από ένα οποιοδήποτε τραύμα τους οικείους τους. Ο ίδιος ο Χέρτσογκ φροντίζει να κρατήσει για τον εαυτό του τον ρόλο του ψύχραιμου παρατηρητή, υπογραμμίζοντας την ανθρώπινη απομόνωση στη μουσική του τσέλο του Ernest Reijseger και τις εναέριες λήψεις ενός ιλουστρασιόν αλλά απρόσωπου Τόκιο.

Έχει, πράγματι, ενδιαφέρον να παρακολουθήσεις την ταινία, χωρίς να γνωρίζεις αν είναι μυθοπλασία ή ντοκιμαντέρ, καθώς επιχειρεί να λειτουργήσει σε πολλά επίπεδα, θέτοντας ερωτήματα περί ηθικής και ορίων, τη στιγμή που μια εναλλακτική πραγματικότητα ή ψευδαίσθηση εύκολα πλέον εξαγοράζεται.

Ωστόσο, μόλις γίνει αντιληπτό ότι πρόκειται για ταινία με σενάριο, ηθοποιούς (ο Ίσι Γιουίτσι, ηθοποιός και ιδρυτής της εταιρείας γύρω από την οποία έχει στηθεί το φιλμ, υποδύεται τον εαυτό του) και σκηνοθεσία, που κυρίως πατά πάνω στους κανόνες επισημότητας της ιαπωνικής κουλτούρας, εκπνέει και το ενδιαφέρον παρακολούθησης των διαφορετικών «επεισοδίων». Εδώ ο Χέρτσογκ είναι αποσπασματικός, περιγραφικός και καταλήγει στην άνευρη συρραφή διαδραστικών επεισοδίων – ακόμα και σουρεαλιστικών – μεταξύ των σχηματοποιημένων χαρακτήρων, παρά σε ένα συμπαγές κινηματογραφικό δημιούργημα το οποίο ενδεχομένως να ήταν πιο ψυχαγωγικό ως ντοκιμαντέρ. Είδος στο οποίο ο Γερμανός δημιουργός εντρύφησε και ειδικεύτηκε να φτάνει κατευθείαν στις παράξενες διακλαδώσεις της ανθρώπινης ψυχής.

Προτού συμπληρωθεί η διάρκεια μίας ώρας η ταινία επαναλαμβάνεται, μακρηγορεί και φαντάζει υπερβολικά ψεύτικη. Από την άλλη, μπορεί να πει κανείς ότι αυτός ακριβώς είναι ο στόχος της σκηνοθεσίας: μια ταινία-προκάτ πραγματικότητας, ιδιότυπο υβρίδιο ντοκιμαντερίστικης αφήγησης και μυθοπλασίας, αποστασιοποιημένη από το συναίσθημα και τη λογική, χαρακτηριστικό δείγμα μιας κοινωνίας μοναχικά πορευόμενης. (2019)

«Γέτι: Ο χιονάνθρωπος των Ιμαλαϊων» («Abominable») / Σκηνοθεσία: Τζιλ Κάλτον, Τοντ Γούαιλντερμαν / **1/2

Με τις φωνές των: Μαίρης Συνατσάκη, Ιαν Στρατή, Γιώργου Κωνσταντίνου, Δημήτρη Ουγγαρέζου

Η έφηβη Γι, που πασχίζει να δεχτεί την απώλεια του μπαμπά της, βρίσκει ένα αξιαγάπητο γέτι στην ταράτσα του διαμερίσματός της στη Σανγκάη και θα προσπαθήσει με τους ατίθασους και άτακτους φίλους της, Γιν και Πενγκ, να ταξιδέψουν ως τα Ιμαλάια για να το βοηθήσουν να επιστρέψει στην οικογένειά του, στο πιο ψηλό σημείο της Γης. Ο αγαπημένος «Εβερεστ» όμως, όπως τον ονομάζουν, έχει και εχθρούς, έναν πλούσιο ηλικιωμένο που θεωρεί συμφέρον του να αιχμαλωτίσει τον μυθικό πιθηκάνθρωπο των Ιμαλαϊων με τη βοήθεια μιας ζωολόγου…

Χαριτωμένο animation, σύμπραξη των στούντιο της Dreamworks και των κινέζικων Pearl Studio, στην οποία ένας χνουδωτός χιονομπαλάς γέτι είναι ο βασικός ήρωας για να διασχίσει με ευκολία μια ιστορία εμπνευσμένη από την αρχαία κινεζική παράδοση και, φυσικά, την πιο ζωηρή οικολογική… φαντασία! Μια περιπέτεια ενηλικίωσης και συμφιλίωσης με την απώλεια που έχει όλα εκείνα τα στοιχεία αφέλειας και παιδικότητας που την καθιστούν αρεστή κυρίως στις ηλικίες κάτω των 10 ετών. Τη σκηνοθεσία συνυπογράφει η Τζιλ Κάλτον του «Μπαμπούλας Α.Ε.»  (2019)

«Η μάχη της επικράτησης» («The Current War») / Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Γκόμεζ-Ρέχον / ***

Παίζουν: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Μάικλ Σάνον, Νίκολας Χουλτ, Τομ Χόλαντ, Κάθριν Γουότερστον

Η αληθινή ιστορία της «Τιτανομαχίας» για την επικράτηση στο αναπτυσσόμενο πεδίο της ηλεκτρικής ενέργειας στην Αμερική στις δεκαετίες του 1880 και του 1890 ανάμεσα στον πολυεφευρέτη Τόμας Έντισον, που υποστήριζε την παροχή του συνεχούς ρεύματος και τον επιχειρηματία Τζορτζ Γουεστινγκχάουζ, ο οποίος πειραματιζόταν με τους τεχνικούς του στο εναλλασσόμενο ρεύμα, ενώ ο Σέρβος επιστήμονας Νίκολα Τέσλα θα βρεθεί να υπηρετεί το όραμα του δεύτερου. Ο επονομαζόμενος «πόλεμος των ρευμάτων» ανάμεσα στους Έντισον και Γουεστινγκχάουζ την εποχή της ανακάλυψης του ηλεκτρισμού επέφερε μία ακόμη μακάβρια επιστημονική εφεύρεση, αυτήν της ηλεκτρικής καρέκλας, γύρω από την «ηθική υπόσταση» της οποίας αναπτύσσεται και ο βασικός αφηγηματικός ιστός τούτου του συμβατικού μεν, ψυχαγωγικού δε, με όρους ραφιναρισμένου ακαδημαϊκού χολιγουντιανού σινεμά, ιστορικού δράματος. Φαίνεται ότι τα επαναληπτικά γυρίσματα και το νέο μοντάζ των σκηνών μετά τις πρώτες απογοητευτικές κριτικές στην προ διετίας πρεμιέρα του φιλμ στο Φεστιβάλ του Τορόντο (εξ ου και η καθυστερημένη άφιξή του στις αίθουσες) απέδωσε σε γενικές γραμμές γι’ αυτή την ταλαιπωρημένη παραγωγή που υπογράφει ο τηλεοπτικών καταβολών, Αλφόνσο Γκόμεζ-Ρέχον («American Horror Story») χαρίζοντάς της μια αίσθηση…«Prestige» (2006).

Η «Μάχη της επικράτησης» συγγενεύει με τη διαδραματιζόμενη στην εποχή της ηλεκτρονικής επανάστασης παραβολή του Κρίστοφερ Νόλαν (αξέχαστος ο Ντέιβιντ Μπόουι στον σύντομο ρόλο του Τέσλα) πάνω στη σύγκρουση επιστήμης και ψευδαίσθησης, διαθέτοντας άρτια δραματική υποστήριξη από τους Κάμπερμπατς και Σάνον, πιστότητα στην αναπαράσταση εποχής και ένα διαφωτιστικό σε πληροφορίες σενάριο. Το οποίο σκιαγραφεί τους δύο αντιμαχόμενους χαρακτήρες (επιστημονικό όραμα VS επιχειρηματικότητα) ως φαινομενικά διαφορετικές αλλά παρόμοιες εν τέλει, ηθικά αμφιλεγόμενες προσωπικότητες, μια παράμετρος που δεν εξερευνάται ακριβώς σε βάθος χάριν ενός συμβατικού φινάλε.  (2017)

«Η εικόνα που έχασες» («The Image You Missed») / Σκηνοθεσία: Ντόναλ Φόρμαν / ***

Παίζουν: Ντόναλ Φόρμαν, Νικόλ Μπερνέζ, Φιλίπ Γκραντριέ

«Ενας Αμερικανός στο Παρίσι που κάνει ταινίες για την Ιρλανδία». Έτσι περιγράφει ο Ντόναλ Φόρμαν τον πατέρα του, τον Άρθουρ ΜακΚέιγκ, στην ταινία του – το κινηματογραφικό δοκίμιο για τον πατέρα του με τον οποίο είχε ελάχιστη επαφή. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του, ο Ιρλανδοαμερικανός ΜακΚέιγκ (1948-2008) έκανε ταινίες για τη σύγκρουση στη Βόρεια Ιρλανδία, αφήνοντας πίσω του ένα οπτικό αρχείο 30 ετών.

Ο 34χρονος Φόρμαν, παθιασμένος με την κάμερα από τα 11 χρόνια του με πολλά φιλμάκια στο ενεργητικό του και άλλη μία μεγάλου μήκους ταινία («Out Of Here»), χρησιμοποιεί το ανέκδοτο υλικό αρχείου, καθώς και το νέο που έχει στη διάθεσή του για να συνδέσει την προσωπική αναζήτηση του πατέρα που δεν γνώρισε παρά αμυδρά, με την ταραγμένη ιστορία της κοινής τους πατρίδας Βορείου Ιρλανδίας.

Με συνδετικό ιστό την εκτός κάδρου αφήγηση του Φόρμαν, δύο σκηνοθέτες, γεννημένοι σε διαφορετικές πολιτικές περιόδους, «συνομιλούν» και ανταλλάσσουν εμπειρίες γύρω από τον ιρλανδικό εθνικισμό, τη διαμάχη ανάμεσα στην προσωπική και την πολιτική ευθύνη και την ανάδειξη της κοινωνικής πάλης μέσα από τις εικόνες. Το αυτοβιογραφικό δοκίμιο που παράγεται μέσα από ελλειπτικές, ποιητικές εικόνες συνιστά ένα ιμπρεσιονιστικό οξυδερκές φιλμ που καταδεικνύει τον άνθρωπο, τον πολίτη και τον καλλιτέχνη. Η ταινία του Ντόναλ Φόρμαν απέσπασε το βραβείο διανομής του τμήματος First Look (Πρώτη ματιά) στο 9ο Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου της Αθήνας. Κυκλοφορεί στις 26 και 27 Οκτωβρίου στις αίθουσες Δαναός και Ταινιοθήκη της Αθήνας και Σταύρος Τορνές της Θεσσαλονίκης. (2018)

«3 δευτερόλεπτα» («The Informer») / Σκηνοθεσία: Αντρέα Ντι Στέφανο /

Παίζουν: Ανα Ντε Αρμας, Ρόζαμουντ Πάικ, Κλάιβ Οουεν, Τζόελ Κίναμαν

Ένας κρυφός πληροφοριοδότης του FBI, πρώην κατάδικος και νυν οικογενειάρχης, έχει την ευκαιρία να βγει από το «παιχνίδι» μία και καλή αν επιτύχει στην αποκάλυψη μιας μεγάλης δοσοληψίας στο εμπόριο ναρκωτικών. Η επιχείρηση όμως πηγαίνει στραβά, καταλήγοντας σε αιματηρό επεισόδιο, με τους διπρόσωπους διαχειριστές του FBI να υποχρεώνουν τον πληροφοριοδότη τους σε υποχρεωτική φυλάκιση προκειμένου να ξεσκεπαστούν οι γκάνγκστερ. Εντυπωσιακό καστ, μεγάλες φιλοδοξίες, μυώδεις αντιπαραθέσεις και τατουάζ στα μπράτσα, κυνηγητά, διπλοπροσωπίες, ιδρώτας και…οικογενειακό δράμα στην κινηματογραφική μεταφορά του σουηδικού αστυνομικού μυθιστορήματος των Αντερς Ρόσλουντ και Μπόργκε Χέλστρομ που μεταφέρει τη δράση στη σύγχρονη Νέα Υόρκη με την υπογραφή του σεναριογράφου Ρόουαν Τζόφι («Ο Αμερικάνος») και του σκηνοθέτη Αντρέα Ντι Στέφανο. (2019)

«Αντίστροφη μέτρηση» («Countdown») / Σκηνοθεσία: Τζάστιν Ντεκ /

Παίζουν: Ελίζαμπεθ Λάιλ, Αν Γουίντερς, Τσάρλι ΜακΝτέρμοτ

Αν υπήρχε μια εφαρμογή που θα σου έλεγε πότε θα πεθάνεις… θα την κατέβαζες; Ε, λοιπόν, η ηρωίδα αυτού του θρίλερ –νοσοκόμα στο επάγγελμα– «κατεβάζει» μια τέτοια δυσοίωνη εφαρμογή στο κινητό της και, δυστυχώς, την προειδοποιεί πως της απομένουν μονάχα τρεις μέρες ζωής. Καθώς ο χρόνος κυλάει και η αντίστροφη μέτρηση στοιχειώνει την ύπαρξή της, πρέπει να βρει έναν τρόπο να σωθεί πριν να είναι πολύ αργά. Ένα σενάριο-φρίκη για όσους ζουν με τα κινητά και τις εφαρμογές τους αγκαλιά. (2019)

οι ταινίες της εβδομάδαςΡενέ ΖελβέγκερΤζούντι Γκάρλαντ