Σινεμά|26.11.2019 14:53

Στέλιος Μάινας: Η εποχή της πίστας και της πισίνας ήταν μια μούφα

Άντα Δαλιάκα

Μέσα σε ένα κλίμα λαμπερού lifestyle, εν έτει 1993, κι ενώ το «Παπαθεμελή, Παπαθεμελή…» συνταράσσει την εξεγερμένη στα τραπέζια της νύχτας νεολαία, η Φωτεινή, νεαρή τραγουδίστρια από την επαρχία με μοναδική φωνή (η Ρένα Μόρφη στον ρόλο), καταφθάνει στην Αθήνα από την επαρχία για να τραγουδήσει στο μαγαζί «Χάντρες» του βετεράνου μπουζουξή Βλάση Χρηστάκη (τον υποδύεται ο Στέλιος Μάινας).

Εκείνος θα την κάνει φίρμα του λαϊκού τραγουδιού ενώ εκείνη θα βρεθεί σύντομα να μεσουρανεί στο λαϊκοπόπ, στο πλευρό του επιτυχημένου Αντώνη Κόκκινου (τον ρόλο κρατά ο Γιάννης Στάνκογλου) και την ώρα που ένας ολόκληρος λαός σπάει πιάτα και ρίχνει χιλιάδες γαρίφαλα σε όλες τις καλές πίστες της Αθήνας θα μπλεχτεί ένα μελόδραμα βγαλμένο από τα έγκατα του λαϊκού ελληνικού τραγουδιού.

Για τον πρώτο του «μουσικό» ρόλο στον κινηματογράφο με τον οποίο διατηρεί μια σχέση αγάπης με εκλεκτικές συμμετοχές στο βάθος 35 χρόνων («Βαλκανιζατέρ», «Μπραζιλέρο», «Πολίτικη Κουζίνα», «Γκίνες», «Τετάρτη 04:45», «1968»), και για όλα όσα τον οδήγησαν στη μουσικό ταξίδι της «Φαντασίας» του Αλέξη Καρδαρά, που έρχεται στις ελληνικές αίθουσες, ο πολυπράγμων Στέλιος Μάινας έχει μια απολαυστική διαδρομή να μας διηγηθεί.

Η «Φαντασία» σηματοδοτεί την πρώτη φορά που υποδύεστε έναν μουσικό. Με δεδομένο ότι δεν εμφανίζεστε συχνά στον κινηματογράφο, γιατί είπατε το «ναι» σε αυτή την ταινία;

Έχω μια σχέση με τον Αλέξη Καρδαρά από το «Γκίνες» (2009). Ο Αλέξης είναι αγαπητός κατ’ αρχάς άνθρωπος, σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Το σενάριο έπαιξε μεγάλο ρόλο στη συνεργασία και με ιντρίγκαρε: μια ιστορία πάνω στο ελληνικό τραγούδι ήταν σοβαρή πρόκληση. Το λαϊκό ελληνικό τραγούδι έχει βαθιά  ιστορία, πολύ πριν από τον κινηματογράφο, και αποτελεί μεγάλο κομμάτι όπως ιστορίας του ελληνικού λαού.

Η ελληνική μουσική είναι συγκλονιστική. Ο κινηματογράφος έπεται. Έτσι, όταν μου έγινε αυτή η πρόταση, ήθελα να κάνω την ταινία. Μου άρεσε ο ρόλος του οργανοπαίχτη που προέρχεται από το παλιό λαϊκό τραγούδι με ρίζες στο ρεμπέτικο. Με ενδιέφερε αυτή η συνέχεια.

Ανατρέξατε σε προσωπικότητες του λαϊκού τραγουδιού για να τον υποδυθείτε;

Φυσικά. Όταν ψάχνεις έναν ρόλο ανατρέχεις σε όλη την ιστορία του πράγματος και στα χαρακτηριστικά του. Παίρνεις ψήγματα χαρακτήρων και βάζεις και τον εαυτό σου.

Οι παλιοί λαϊκοί οργανοπαίχτες όπως και οι παλιοί λαϊκοί ηθοποιοί ήταν σχεδόν αυτοδίδακτοι. Ανακάλυπταν, δηλαδή, τον εαυτό όπως χωρίς να έχουν περάσει από τα ωδεία.

Δεν είχαν έτοιμη γνώση, την ανακάλυψαν μόνοι τους, και αυτό ήταν το βασικό στοιχείο που προσπάθησα να βάλω στον ρόλο του Βλάση Χρηστάκη. Τον βλέπουμε να εξομολογείται ότι όταν ήταν μικρός, αντί να βγει στο Αιγάλεω να παίξει μπάλα, έπαιζε μπουζούκι…

Ποια είναι τα δικά σας μουσικά βιώματα που ταίριαξαν με τον χαρακτήρα του Χρηστάκη;

Αγαπώ πολύ τη μουσική ερασιτεχνικά. Είναι κομμάτι της δουλειάς μου. Το θέατρο, για παράδειγμα, είναι μουσική. Όλα στη ζωή είναι μουσική. Μεγάλωσα σε μια γειτονιά του Βύρωνα με Κωνσταντινοπολίτες και Μικρασιάτες, σε μια εποχή που ζούσαν ακόμα αυτοί που είχαν έρθει το ’22 από τη Σμύρνη. Τα ακούσματά μου, λοιπόν, είναι καθαρότατα μικρασιάτικα, λαϊκά, όπως ήταν εκείνης όπως εποχής, αλλά και ρεμπέτικα (το ρεμπέτικο το έφεραν οι Μικρασιάτες στον Πειραιά).

Μεγάλωσα με το ρεμπέτικο και τα λαϊκά τραγούδια. Αυτά ήταν τα ακούσματα όπως παιδικής μου ηλικίας. Η δική μου γενιά είχε την τύχη να γνωρίσει μια Ελλάδα «ανατολικής πλευράς».

Το δυτικό κομμάτι που ήρθε αργότερα ήταν έγκλειστο μέσα σε προστατευμένους χώρους. Αν μεγάλωνα στο Ψυχικό, τα ακούσματά μου θα ήταν διαφορετικά.

Στη δική μου λαϊκή γειτονιά τα ραδιόφωνα έπαιζαν Καζαντζίδη, Μπιθικώτση, Θεοδωράκη και ρεμπέτικο που κι αυτό δεν ήταν απολύτως επιτρεπτό γιατί θεωρούνταν υπόθεση των χασικλήδων τότε….Ήμασταν κάπως τυχεροί από αυτή την άποψη.

Τι μας ενώνει ακόμα με το ρεμπέτικο;

Ας μου επιτραπεί η έκφραση: ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν μεγάλος ρεμπέτης. Μεγάλωσα – επαναλαμβάνω – σε μια εποχή που ρεμπέτες δεν ήταν μόνο αυτοί που έπαιζαν ρεμπέτικη μουσική. Το ρεμπέτικο ήταν τρόπος ζωής. Γνώρισα τον τελευταίο ρεμπέτη, τον Κούλη Στολίγκα, που έπαιζε μπαγλαμά. Οι ρεμπέτες είχαν ένα βασικό χαρακτηριστικό: λόγο συμβόλαιο. Όπως είχαν και μια χαρακτηριστική έκφραση: «αβαβά». Δεν κρατάμε υψηλούς τόνους, με δυο λόγια, δεν περηφανευόμαστε, δεν μιλάμε ποτέ για τον εαυτό όπως. Αυτοί ήταν οι βασικοί κανόνες του ρεμπέτικου τρόπου ζωής. Ως έφηβοι εντυπωσιαζόμασταν από αυτό το κομμάτι του ρεμπέτικου.

Πριν από 25 χρόνια με τη συγχωρεμένη Βίκυ Μοσχολιού, εγώ ως ηθοποιός κι εκείνη ως τραγουδίστρια, δώσαμε μια κοινή συνέντευξη στο Δίφωνο. Στο προφητικό τότε εξώφυλλο η Βίκυ τραγουδάει και εγώ παίζω μπουζούκι. Έλεγε, λοιπόν, η Βίκυ ότι όταν την πήγε ο πατέρας της στον Ζαμπέτα και του είπε να την προσέχει και να τη βγάλει στο πάλκο, έβλεπε το πάλκο ως κάτι ιερό, αισθανόταν ότι στο τέλος της βραδιάς είχε κάνει κάτι πολύ σοβαρό και αγιοποιημένο. Αυτό, λοιπόν, το είχαν όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές και ήταν και ο λόγος για τον οποίο ταυτιζόταν ο κόσμος με το λαϊκό τραγούδι. Αυτό εισπράττουμε ακόμα από το λαϊκό τραγούδι. Το βάθος από το οποίο αντλεί τη δύναμη του είναι τα άσχημα του κοσμάκη.

Η ταινία διαδραματίζεται το 1993, τη χρονιά που πέθανε ο Χατζιδάκις και άνθιζε το λαϊκοπόπ. Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή σας από τότε;

Δεν είναι τυχαίο που πέθανε τότε ο Μάνος. Ζούσαμε μια virtual reality που προσπάθησε να αποτυπώσει ο Αλέξης Καρδαράς σε δεύτερο επίπεδο στην ταινία. Την εποχή εκείνη έκανα πολύ επιτυχημένη τηλεόραση, το «Οι Μεν και οι Δεν». Ήταν η εποχή των πολυτελών αυτοκινήτων, της βίλας, της πισίνας και της ευζωίας. Όταν έλεγα σε φίλους, «είναι μούφα όλο αυτό», γελούσαν μαζί μου. Ήταν μια εικονική πραγματικότητα από την οποία παρασυρθήκαμε – όχι εγώ, τολμώ να το πω. Είχε μία παιδική αθωότητα η εποχή αλλά και μία νηπιακή μωρία – όπως λέει και ο Όμηρος. Έχουμε το χαρακτηριστικό της νηπιακής μωρίας σαν λαός. Τα σπάγαμε στα μπουζούκια και τραγουδούσαμε «Παπαθεμελή, Παπαθεμελή…». Ζούσαμε μία κατάσταση ότι «όλα είναι χώμα». Φίλοι μου ζητούσαν τότε να πάμε μαζί στα μπουζούκια, αλλά δεν πήγαινα γιατί δεν μπορούσα το ξενύχτι. Αναρωτιόμουν πώς το έκαναν.

Με τη σημερινή απόσταση, η εποχή των ‘90s φαντάζει σαν μια κατάσταση ευδαιμονίας και φαντασίωσης.

Είναι αυτό που λέει και ο τίτλος της ταινίας: «Φαντασία» για κάτι άλλο που δεν ήμασταν.

Την πληρώνουμε σήμερα;

Όχι εμείς, τα παιδιά. Πολύ άγρια, με ανεργία, 250 ευρώ το μήνα και το «σκάσε και μη μιλάς». Το πληρώνουμε, λέει; Με αίμα. Όχι το δικό μας, αλλά των παιδιών μας. Όπως σας το λέω: σκάσε και μη μιλάς! Πρέπει να είσαι ευτυχής και ευγνώμων που εργάζεσαι για 200 ευρώ. Είσαι ευτυχής που έχεις τετράωρη εποχιακή εργασία για τρεις μήνες τον χρόνο. Με αυτό το πληρώνουμε. Εμείς είμαστε οι δημιουργοί αυτής της κατάστασης. Εμείς εκθρέψαμε ένα σύστημα που καλλιέργησε όλη αυτή την επίπλαστη ευδαιμονία την οποία κάποια στιγμή πληρώσαμε.

  • Η ταινία «Φαντασία» βγαίνει στους κινηματογράφους στις 28 Νοεμβρίου από τη Feelgood.
Στέλιος ΜάιναςΑλέξης ΚαρδαράςΡένα Μόρφη